Λίγο από περιέργεια, λίγο από αφραγκία, λίγο για την εμπειρία, λίγο για την πρακτικότητα, πέρασα το κατώφλι του. Πετούσα την επόμενη μέρα οπότε έμπαινα με τη σιγουριά της ολιγόωρης διαμονής. Αποδείχτηκε (άλλη μία) αποκάλυψη!
Η Ιαπωνία είναι για μένα σαν τον φίλο. Τον εμπιστεύεσαι ακόμη και με ό,τι αμφιβάλλεις ή φοβάσαι... Κάπως έτσι αποφάσισα να δοκιμάσω την εμπειρία ενός capsule hotel. Είχα γελάσει όταν το πρωτοείδα σε φωτογραφία. «Εγώ, σε θάλαμο νεκροτομείου; Ούτε για μία ώρα» είχα τότε αποφασίσει. Όμως, είπαμε. Οι Ιάπωνες είναι «φίλοι». Τους εμπιστεύεσαι και πας... Έτσι κι έγινε.
Το τελευταίο βράδυ στη Χιροσίμα, βάλθηκα να ψάχνω το κατάλυμα της επόμενης μέρας. Έμελλε να είναι ένα ξενοδοχείο «κάψουλα» στο Νιχονμπάσι του Τόκιο. Τα πράγματα εκεί είναι συγκεκριμένα: Δεν κλείνεις δωμάτιο, κλείνεις κρεβάτι. Ως εκ τούτου, το check-in γίνεται μετά τις πέντε. Στο (εύλογο, υποθέτω) αίτημά μου για πρωινό check-in, οι άνθρωποί του απάντησαν αρνητικά. Αλλά θετικά, στο να κρατήσουν τα πράγματά μου από νωρίς, χωρίς έξτρα χρέωση. Το δε check out γίνεται μέχρι τις 10 της επόμενης μέρας – ακόμη κι αν θέλεις να παραμείνεις, πρέπει να ξανακάνεις check-in. Οι τιμές του κυμαίνονται από 17 ευρώ έως 35 – ή και ακριβότερα για τις πιο «πολυτελείς» επιλογές.
Επρόκειτο για έναν χώρο 2,5 τετραγωνικών μέτρων και ύψους περίπου δύο μέτρων. Είχε παντοφλίτσες μιας χρήσης, πιτζάμες, πρίζες, κλιματισμό, τηλεόραση, γλυκό φωτισμό και ένα ντουλάπι όπου μπορούσε κανείς να κλειδώσει τα προσωπικά αντικείμενα. Δεν υπήρχε πόρτα, παρά μόνο ένα στόρι συσκότισης για μία στοιχειώδη απομόνωση.
Στο κρεβάτι μου γύρισα αποκαμωμένη μετά από κάνα δωδεκάωρο απουσίας, κατά τις 11:30 το βράδυ. Πήγα στον όροφο μόνο για γυναίκες, άφησα προφανώς τα παπούτσια στον ειδικό χώρο εκτός και μπήκα. Πράγματι, επρόκειτο για έναν χώρο 2,5 τετραγωνικών μέτρων και (ασυνήθιστα μεγάλου για «κάψουλες») ύψους περίπου δύο μέτρων. Είχε παντοφλίτσες μιας χρήσης, πιτζάμες, πρίζες, κλιματισμό, τηλεόραση, γλυκό φωτισμό και ένα ντουλάπι όπου μπορούσε κανείς να κλειδώσει τα προσωπικά αντικείμενα (και για το οποίο σου δίνουν από τη ρεσεψιόν ένα κλειδί «βραχιολάκι»). Δεν υπήρχε πόρτα, παρά μόνο ένα στόρι συσκότισης για μία στοιχειώδη (οπτική, ούτε κατά διάνοια ακουστική) απομόνωση.
Κοινόχρηστες (όχι το είδος του κοινόχρηστου που ενστικτωδώς έρχεται στο μυαλό, μοντέρνες, πεντακάθαρες, σε κάθε λεπτομέρεια προσεγμένες) τουαλέτες και μπάνια βρίσκονταν στον ίδιο όροφο, λίγα μέτρα πιο μακριά από τις «κάψουλες» και είχαν ό,τι θα μπορούσε να βρει κανείς και σε ένα δωμάτιο «γενναιόδωρου» ξενοδοχείου. Εδώ να πω πως οι τουαλέτες θα μπορούσαν να είναι από μόνες τους ένα κεφάλαιο, καθώς μιλάμε για μία κατάσταση κάπως εξωπραγματική όπου έχει προβλεφθεί ό,τι θα μπορούσε να προβλεφθεί – από θερμαινόμενο κάθισμα και τοπικά ντους, μέχρι μουσική για τυχόν ανεπιθύμητους ήχους και άρωμα για τις αχρείαστες οσμές.
Να αποκοιμηθώ, θυμάμαι, εύκολο δεν ήταν. Και λόγω υπερέντασης και γιατί υπήρχαν κι άλλες γυναίκες, διακριτικές ή λιγότερο διακριτικές, που ή έφτασαν αργότερα ή ροχάλιζαν ή έβηχαν ή άνοιγαν μια σακούλα ή κατέβαζαν το στόρι τους ή οτιδήποτε άλλο θεμιτό κι ανθρώπινο. Το στρώμα δεν ήταν εκείνο που θα επέλεγε κανείς να περνά πάνω του τα βράδια και προφανώς όχι όπως κάποιο ενός καλ(ύτερ)ου ξενοδοχείου. Όμως, η κούραση είναι χρήσιμη σ' αυτές τις περιπτώσεις. Και κάποια στιγμή απλώς κοιμήθηκα και ξύπνησα το πρωί.
Ο «μπαμπάς» της κάψουλας και το κίνημα των Μεταβολιστών
Κι όλα αυτά, να σκεφτεί κανείς, δεν προορίζονταν καν για τουρίστες. Τα capsule hotels ήταν μία ευρεσιτεχνία Ιάπωνα για Ιάπωνες. Για τους επιχειρηματίες που ήθελαν μία φθηνή διανυκτέρευση, για όσους άργησαν στη δουλειά τους, για όσους ήπιαν λίγο παραπάνω και ξεχάστηκαν, για όσους τέλος πάντων έχασαν το τελευταίο τρένο – δεδομένου του ότι το ταξί, λόγω κόστους, δεν θεωρείται καν επιλογή για τους Ιάπωνες.
«Μπαμπάς» της κάψουλας, ενός κρεβατιού-δωματίου δηλαδή, διαστάσεων συνήθως 1,2 επί 2 μ. και 1 μ. σε ύψος, με τη λογική του στοιβάγματος του ενός πάνω στο άλλο για οικονομία χώρου, ήταν ο Κίσο Κουροκάβα, ο ιδρυτής του αρχιτεκτονικού αβανγκάρντ κινήματος του «Μεταβολισμού».
Η αρχή των Ιαπώνων μεταβολιστών εδραζόταν πάνω στην ιδέα της μη μονιμότητας και της αλλαγής. Ο Κουροκάβα σχολίαζε πως η έμπνευσή τους προήλθε από την ιαπωνική έννοια της κατασκευής. Το γεγονός πως τα περισσότερα ιαπωνικά κτίσματα ήταν κατασκευασμένα από ξύλο, αλλά και το ότι η χώρα είχε παρελθόν σε μεγάλες φυσικές καταστροφές, συν έναν παγκόσμιο πόλεμο, σήμαινε πως οι πόλεις της συχνά στην ιστορία της ισοπεδώθηκαν και χρειάστηκε να ξαναχτιστούν από τις στάχτες τους. Ήταν αυτό που ο Κουροκάβα περιέγραφε ως «αβεβαιότητα της ύπαρξης, έλλειψη πίστης στο ορατό, καχυποψία του αιώνιου».
Κάπως έτσι, το 1972 εγκαινιάστηκε στο Τόκιο το περίφημο Nakagin Capsule Tower, το πιο ολοκληρωμένο και ίσως χαρακτηριστικό δημιούργημα της αρχιτεκτονικής φιλοσοφίας του Κουροκάβα. Το κτίριο αποτελείτο από δύο πύργους σκυροδέματος, όπου στεγάζονταν 140 «κάψουλες». Προκατασκευασμένες αυτόνομες μονάδες, δηλαδή, που φιλοξενούσαν (κι εξακολουθούν) γραφεία και διαμερίσματα και ήταν σχεδιασμένες να αφαιρούνται και να αντικαθίστανται, αν κρινόταν απαραίτητο, κατά τη διάρκεια ζωής του κτιρίου.
Λίγα χρόνια μετά, ο οραματιστής αρχιτέκτονας δημιούργησε και το πρώτο στο είδος του capsule hotel. Το Capsule Inn άνοιξε στη συνοικία Ουμέντα της Οσάκα την 1 Φλεβάρη του 1979, με τιμή διανυκτέρευσης περίπου τα 1.600 γεν (περί τα 12 ευρώ). Ο ίδιος το θεωρούσε ως στοιχείο κοινωνικής διαφοροποίησης, κόντρα στην αστική ομογενοποίηση, ένα «προσωπικό καταφύγιο, ένα οχυρό της ατομικής σφαίρας».
Για την ιστορία, το κίνημα των μεταβολιστών είχε διαλυθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '70, ως ιστορικό απότοκο της ουτοπικής σκέψης του '60. Ωστόσο, ο Κουροκάβα ποτέ δεν εγκατέλειψε εντελώς την αφοσίωσή του στον πυρήνα του αρχιτεκτονικού Μεταβολισμού, εξακολουθώντας να θεωρεί τα φυσικά συστήματα και τον κύκλο ζωής των κτιρίων οδηγό βιώσιμης αρχιτεκτονικής.
Κάπως έτσι, το ουδέν μονιμότερον του προσωρινού αποδείχτηκε και ιαπωνική πατέντα. Τα capsule hotels πολλαπλασιάστηκαν, «άνθισαν» και, όπως ό,τι επιτυχημένο, έγιναν προϊόν εξαγωγής – με τις κατά τόπους απαραίτητες προσαρμογές για να είναι λειτουργικό στις διαφορετικές κουλτούρες.
Εν κατακλείδι
Για τους κλειστοφοβικούς δεν είναι. Ούτε για εκείνους που κάνουν ελαφρύ ύπνο. Ίσως ούτε για όσους δεν συμπαθούν τους πολλούς κοινόχρηστους χώρους ή χρειάζονται τον χρόνο τους στο ξύπνημα, την ξεκούραση και το μπάνιο. Από την άλλη, αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση ενός ταξιδιού, πως απεκδυόμαστε για λίγο τον εαυτό μας και τη βολή μας και γινόμαστε μύστες του νέου κόσμου που μας προσφέρεται με κάθε πιθανό τρόπο, στα τοπία, την κουλτούρα, τη γλώσσα, το φαγητό, ακόμη και τον ύπνο της. Αν θα ξαναέμενα, λοιπόν; Το δίχως άλλο...
σχόλια