Για την όαση της Σίβα μου είχε πρωτομιλήσει η Θεσσαλονικιά φίλη και φωτογράφος Μαρία Γιαννοπούλου-Τόττη χρόνια πριν. Της ασκούσε μοναδική γοητεία και την επισκεπτόταν συχνά. Είχε ακολουθήσει τον αδελφικό της φίλο Βασίλη Φιλιππάτο, διευθυντή του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού στην Αλεξάνδρεια για μια δεκαετία, που είχε χτίσει ένα σπίτι στις όχθες της αλμυρής λίμνης∙ την είχε μαγέψει ο τόπος και περνούσε εκεί μεγάλα διαστήματα. Όταν έμαθε ότι θα πέθαινε ‒είχε καρκίνο των πνευμόνων‒ μου είπε, νομίζω την τελευταία φορά που μιλήσαμε, ότι θα έκανε ένα ακόμα ταξίδι για να αποχαιρετήσει τους φίλους της. Είχε φωτογραφίσει, όπως μου είπε, όλο το χωριό. Και το να πας μέχρι εκεί, στην ανατολική Λιβυκή Έρημο, όπου βρίσκεται η Σίβα, περί τα 70 χιλιόμετρα από τα σύνορα Αιγύπτου - Λιβύης, 800 χιλιόμετρα από το Κάιρο, με αυτοκίνητο, είναι ένα πολύωρο ταξίδι. Αεροπλάνο δεν πετάει, εκτός κι αν ναυλώσεις ιδιωτικό και σε προσγειώσει στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της περιοχής.
Την Πρωτοχρονιά, χρόνια μετά από εκείνο το τελευταίο τηλεφώνημα της Μαρίας, βρέθηκα στο εκπληκτικό σπίτι του Φιλιππάτου, να αγναντεύω τη λίμνη από τη βεράντα του επάνω ορόφου όπου βρίσκονται οι κρεβατοκάμαρες, η μία εκ των οποίων έχει το όνομά της γραμμένο στην πόρτα. Το σπίτι χτίστηκε πριν από είκοσι τρία χρόνια με την παραδοσιακή τεχνική, δηλαδή το καρσίφ, με λάσπη από χώμα, αλάτι από τις αλυκές της ερήμου και κορμούς χουρμαδιάς. Μέχρι πρόσφατα ήταν χωρίς ηλεκτρικό, η φωταγώγηση του χώρου όταν έπεφτε η νύχτα γινόταν με τη βοήθεια κεριών και φαναριών. Καθώς δύει ο ήλιος στη λίμνη αποκαλύπτεται ένα από τα συγκλονιστικότερα ηλιοβασιλέματα, με τους φοίνικες να διαγράφονται στον σκοτεινό ουρανό. Ακριβώς απέναντι ορθώνεται ένας αλλόκοτος υπερμεγέθης όγκος που θυμίζει σεληνιακό τοπίο ή σκηνικό ταινίας επιστημονικής φαντασίας, σαν ένας τεράστιος ύφαλος που ξεπροβάλλει μέσα στην έρημο με φόντο την άμμο.
Όσο η Σίβα παραμένει αποκομμένη από τον αστικό πολιτισμό, θα διατηρεί την ταυτότητά της.
Θέλησα να ταξιδέψω μέχρι εκεί όχι τόσο γιατί θυμόμουν τις περιγραφές της Μαρίας όσο γιατί λίγα χρόνια πριν είχε πέσει στην αντίληψή μου το άρθρο ενός αγγλόφωνου αρχιτεκτονικού περιοδικού με φωτογραφίες απίστευτης μίνιμαλ ομορφιάς του ξενοδοχείου Adrère Amellal, ενός resort πολυτελείας χτισμένου με την ίδια παραδοσιακή τεχνική, λάσπη και αλάτι, κάτω από το ομώνυμο βουνό που σημαίνει «λευκό βουνό»∙ ακριβώς αυτό έβλεπα στην απέναντι όχθη από την αγρέπαυλη του Φιλιππάτου. Καλεσμένος του φίλου, στιχουργού, συγγραφέα και μόνιμου κατοίκου του Καΐρου, Χρίστου Παπαδόπουλου, επισκέφθηκα τη Σίβα για να δω από κοντά το μαγικό αυτό συγκρότημα των παραδοσιακών οικοδομημάτων όπως και την ιστορική τοποθεσία με τα απομεινάρια του σημαντικότερου ίσως μαντείου της αρχαιότητας, του Άμμωνα Ρα ή Άμμωνα Δία. Εκεί έφτασε ο Αλέξανδρος της Μακεδονίας το 331 π.Χ., λίγο αφότου ίδρυσε την Αλεξάνδρεια, για να πάρει χρησμό σχετικά με το αν θα κατακτούσε τον κόσμο. Τι ακριβώς του είπαν δεν έμαθε ποτέ κανείς, αλλά ο μύθος λέει ότι καθώς δρασκέλιζε την είσοδο τον αποκάλεσαν «γιο του Δία». Ο Πλούταρχος το αμφισβητεί, ωστόσο τον τότε γνωστό κόσμο τον κατέκτησε.
Η δεκάωρη διαδρομή με λεωφορείο για να φτάσει κανείς μέχρι τη Σίβα από το Κάιρο (του οποίου το κέντρο παραμένει πολύβουο και άναρχο όσα χρόνια το επισκέπτομαι) είναι συναρπαστική. Αρχικά ακολουθεί τον παράλληλο με την ακτογραμμή δρόμο, κι αφού περάσεις το Ελ Αλαμέιν που όλοι ξέρουμε από τις μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και φτάσεις στον βασικό κόμβο πριν μπεις στην έρημο, τη Μάρσα Ματρούχ, από τα πιο δημοφιλή θέρετρα του Λιβυκού Πελάγους και της Μεσογείου, ξεκινάει ένα ατέλειωτο ταξίδι μέσα στην έρημο. Καθώς όλα τα δρομολόγια ξεκινάνε βράδυ, ταξιδεύεις κυρίως μέσα στο σκοτάδι. Αλλά όσο κουραστικό κι αν είναι, σε αποζημιώνει το πρώτο φως της μέρας που αναδύεται μέσα από την αχανή έκταση η οποία απλώνεται δεξιά και αριστερά της ασφάλτου.
Ο πληθυσμός της Σίβα δεν είναι σταθερός. Πέρα από τους 25.000 μόνιμους κατοίκους, που θεωρούν ότι είναι Άμαζινγκ, μια βερβέρικη φυλή της Σαχάρας με τη δική της γλώσσα, τα τελευταία χρόνια που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται τουριστικά η περιοχή και λόγω των εργασιών στα χωράφια για τη συγκομιδή χουρμάδων και ελιάς συγκεντρώνει αρκετούς εποχικούς εργάτες, οπότε έχει αυξομειώσεις. Γυναίκες δεν συναντάς στους δρόμους και όσες ελάχιστες πετύχεις είναι καλυμμένες πατόκορφα. Αποτελεί, λοιπόν, η Σίβα μια ανδροκρατούμενη μικρή κοινωνία με αρχαία ήθη και έθιμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι άντρες για αιώνες παντρεύονταν μεταξύ τους, δηλαδή έκαναν ένα είδος «συμφώνου» που μάλιστα επικυρωνόταν γραπτώς, και στηνόταν γλέντι. Αυτοί οι γάμοι κρατούσαν τουλάχιστον μέχρι να αποφασίσουν να κάνουν οικογένεια με παιδιά. Μαρτυρίες που το πιστοποιούν υπάρχουν από Ευρωπαίους επισκέπτες του 19ου αιώνα. Ωστόσο τη δεκαετία του 1920 ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φουάντ κατάργησε το έθιμο. Υπ’ όψιν ότι η Αίγυπτος προσάρτησε τη Σίβα το 1820, επί Μοχάμεντ Άλι.
Η κοινότητα για πάρα πολλά χρόνια περιοριζόταν στο Shali που χρονολογείται από τον 12ο αιώνα∙ είναι οικισμός και συγχρόνως φρούριο που προστάτευε από τη λεηλασία άλλων φυλών. Ένας κατακλυσμός το 1926, που διήρκεσε τρεις ολόκληρες μέρες, κυριολεκτικά έλιωσε τα από αλάτι και χώμα σπίτια, αναγκάζοντας τους κατοίκους να χτίσουν καινούργια γύρω από τα παλιά. Σήμερα τα χαλάσματα του Shali αποτελούν το κυριότερο αξιοθέατο στο κέντρο του χωριού, μαζί με το Μαντείο και το Βουνό των Νεκρών, όπου υπάρχουν τάφοι επιφανών της αρχαίας εποχής, την Cleopatra’s Pool, μία από τις περίπου 200 φυσικές πηγές με υπόγεια θερμά νερά, τις λίμνες και τις αλυκές, το δάσος με τους φοίνικες και τους χουρμαδιές, τα φλαμίνγκο και την έρημο όπου πολλοί πηγαίνουν για σαφάρι με τζιπ 4x4. Αυτό κι αν είναι εντυπωσιακό: στόλοι από πανάκριβα τζιπ που αλλάζουν χέρια, περνώντας, προφανώς παράνομα, από την απέναντι πλευρά των συνόρων.
Η επίσκεψή μου στο Adrère Amellal ήταν αποκάλυψη. Μια έκταση 75 στρέμματα δίπλα στη λίμνη και κάτω από το βουνό που αποτελείται από μια σειρά κτιρίων διαφόρων σχημάτων, στρογγυλά και τετράγωνα, σε διαφορετικά επίπεδα, που συνδέονται μεταξύ τους με σκάλες και λαβυρινθώδη μονοπάτια. Είναι χτισμένα με την τεχνική του καρσίφ, έχοντας κατά κάποιον τρόπο ως πρότυπο το Shali. Οι τοίχοι συχνά είναι διακοσμημένοι με «τουβλάκια» από αλάτι τα οποία διαπερνάει το φως του ήλιου, ενώ όλες οι ξύλινες κατασκευές, από τις οροφές μέχρι τα έπιπλα, είναι χειροποίητες από παραδοσιακούς μαραγκούς της όασης, και έχουν γίνει από φοίνικες. Στα δάπεδα κυριαρχούν τα βερβέρικα κιλίμια, ενώ πετσέτες, σεντόνια και τραπεζομάντιλα είναι όλα από αιγυπτιακό βαμβάκι.
Ο ιδρυτής και ιδιοκτήτης του, δρ. Μουνίρ Νεαμετάλα, περίφημος περιβαλλοντολόγος και διευθυντής της EQI (Enviromental Quality International), εντόπισε την τοποθεσία το 1996 και έναν χρόνο αργότερα το όραμά του ήταν πραγματικότητα. Από τότε μέχρι σήμερα υπερασπίζεται την οικολογική ταυτότητα του ξενοδοχείου του, αρνείται την παροχή ρεύματος και παρά τις ιδιαίτερα υψηλές τιμές δεν διαθέτει καμία τεχνολογική υποδομή. Δεν υπάρχει ούτε ίντερνετ, ούτε τηλέφωνο, ούτε καν ερ-κοντίσιον, καθώς η παραδοσιακή αρχιτεκτονική έχει μεριμνήσει ώστε να κάνει τη ζέστη υποφερτή. Τη νύχτα, όταν η θερμοκρασία πέφτει, καίνε κάρβουνα και ανάβουν τζάκια. Όλοι οι εσωτερικοί χώροι, τα δωμάτια και τα διάσπαρτα μικρά εστιατόρια και μπαρ είναι σαν λαξεμένα μέσα στον χωμάτινο οικισμό, δημιουργώντας μια αίσθηση σπηλιάς. Τα παραθυρόφυλλα κλείνουν και ανοίγουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο και ανάλογα με την ώρα της ημέρας, ενώ ο φωτισμός τη νύχτα γίνεται αποκλειστικά με κεριά, δάδες, καντηλέρια, λάμπες θυέλλης ή από τον έναστρο ουρανό. Αμέτρητα φαναράκια λαδιού μέσα στο σκοτάδι διαγράφουν τα δρομάκια που ενώνουν τα κτίσματα μεταξύ τους. Η απλότητα, η αυθεντικότητα και οι λιτές γραμμές αποτελούν την πολύ ιδιαίτερη «πολυτέλεια» αυτού του διάσημου ξενοδοχείου που έχουν επισκεφθεί διασημότητες και μέλη του διεθνούς τζετ σετ, όπως ο βασιλιάς Κάρολος της Αγγλίας.
Διαθέτει μόλις 40 δωμάτια κι αυτό περιορίζει τον αριθμό των επισκεπτών, αλλά η τοποθεσία αδυνατεί να εξυπηρετήσει περισσότερους επειδή το νερό δεν επαρκεί και ο Νεαμετάλα αρνείται να κάνει γεωτρήσεις ώστε να αντλήσει περισσότερο, θεωρώντας ότι έτσι θα διαταράξει τον υδροφόρο ορίζοντα. Η μέρα περνάει κάτω από τους φοίνικες, δίπλα στην πισίνα και στη λίμνη, το μοναδικό σημείο με βλάστηση σε όλη την έκταση. Τα γεύματα του ξενοδοχείου φτιάχνονται από ντόπια και βιολογικά υλικά, ενώ η EQI στηρίζει όλων των ειδών τις παραδοσιακές δραστηριότητες και τις οικοτεχνίες της περιοχής.
Η επίσκεψη αυτή δεν θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί άλλη εποχή, κυρίως το διάστημα του καλοκαιριού. Άλλωστε το Adrère Amellal δεν είναι ανοιχτό όταν οι θερμοκρασίες εκτινάσσονται. Από την άλλη, δεν ξέρω για πόσο καιρό ακόμα αυτή πλευρά του κόσμου θα παραμείνει αυθεντική και αμόλυντη, καθώς ήδη ο εσωτερικός τουρισμός έχει αρχίσει να θολώνει την ειδυλλιακή εικόνα. Ένα απόγευμα, φτάνοντας στην Cleopatra’s Pool, είδα να κατεβαίνουν από ένα τουριστικό πούλμαν γκρουπ τουριστών. Μια ολόκληρη παρέα νεαρών με μαγιό όρμησε στη γούρνα, επιδεικνύοντας τις ικανότητές τους στις βουτιές.
Ο Χρίστος Παπαδόπουλος μου έλεγε ότι τα καφέ και τα τουριστικά μαγαζάκια γύρω από την πηγή έχουν πολλαπλασιαστεί μέσα σε μερικά χρόνια. Για πόσο ακόμα θα καθυστερήσει το αεροδρόμιο; Όσο η Σίβα παραμένει αποκομμένη από τον αστικό πολιτισμό, θα διατηρεί την ταυτότητά της. Απτό παράδειγμα αποτελεί ό,τι συνέβη μέσα σε μερικές δεκαετίες στα ελληνικά νησιά. Όσο το Adrère Amellal θα φωτίζεται με κεριά και θα ζεσταίνεται τις νύχτες με κάρβουνα, ένα ταξίδι δέκα ωρών θα αξίζει τον κόπο.