Ο Γιάννης Ντρενογιάννης περπατά με τα δυο του παιδιά πάνω σ' έναν παγετώνα. Ο ήχος από τα βήματα στον πάγο και το ποτάμι που ρέει ακριβώς κάτω από αυτόν του μένει στο μυαλό.
Δίπλα του ένας οδηγός. Στον ώμο του έχει δύο όπλα, το ένα γεμάτο με σφαίρες, το άλλο με φωτοβολίδες για εκφοβισμό, ασφάλειες σε περίπτωση που τους επιτεθούν πολικές αρκούδες, οι οποίες γνωρίζει πως είναι γύρω τους στα βουνά.
Βρίσκονται στο Αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ, στο νησί Σπιτσμπέργκεν, πιο βόρεια από τη Γροιλανδία και σχεδόν στο κέντρο του Αρκτικού Κύκλου, 1.000 χιλιόμετρα περίπου μακριά από τον Βόρειο Πόλο. Εκεί που είναι όλα παγωμένα.
Είναι Ιούλιος και ενώ οι Έλληνες αρχίζουν τις εξορμήσεις τους στα νησιά και την ελληνική επαρχία, εκείνος παίρνει τα παιδιά του, ηλικίας 13 και 17 ετών, και ξεκινά ένα ταξίδι 4.500 χιλιομέτρων με ενδιάμεση στάση το Όσλο της Νορβηγίας.
Γνωρίζει από την αρχή πως είναι ένα ιδιαίτερο και συνάμα επικίνδυνο ταξίδι, ωστόσο θεωρεί πως έχει φτάσει η ώρα. Άλλωστε είχε προλάβει να επισκεφτεί ξανά νωρίτερα τον Αρκτικό Κύκλο για να συναντήσει έναν φίλο του μουσικό, με τη διαφορά, όμως, αυτή τη φορά πως θα έπαιρνε και τους γιους του μαζί.
Γνωρίζει από την αρχή πως είναι ένα ιδιαίτερο και συνάμα επικίνδυνο ταξίδι, ωστόσο θεωρεί πως έχει φτάσει η ώρα.
Άλλωστε είχε προλάβει να επισκεφτεί ξανά νωρίτερα τον Αρκτικό Κύκλο για να συναντήσει έναν φίλο του μουσικό, με τη διαφορά, όμως, αυτή τη φορά πως θα έπαιρνε και τους γιους του μαζί.
Οι προδιαγραφές ασφάλειας είναι υψηλές. Κατ' αρχάς, για να πάρουν το αεροπλάνο με προορισμό το Λόνγκγιαρμπιεν, παρόλο που παραμένουν εντός Ευρώπης και κινούνται ουσιαστικά στην ίδια χώρα, πρέπει να περάσουν από έλεγχο των διαβατηρίων.
Ο μεγάλος κίνδυνος, όμως, εκεί είναι οι αρκούδες. Το συνειδητοποιεί από πρώτο χέρι όταν δυο μέρες μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα, ο ίδιος ο οδηγός τους τούς ενημερώνει πως ένας συνάδελφός του στην ίδια διαδρομή δέχτηκε επίθεση από αρκούδα, ευτυχώς, όμως, έζησε.
«Πήρα μεγάλο ρίσκο κάνοντας το ταξίδι με τα παιδιά μου. Ένα ταξίδι που δεν το είχα ξανακάνει. Ξέρετε όμως τι λένε; "Βάλε τον εαυτό σου σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Όταν το κάνεις, μετά είσαι ελεύθερος"» σημειώνει ο ίδιος στη LiFO σήμερα, μερικούς μήνες μετά.
Μπορεί να είναι καλοκαίρι, ωστόσο η θερμοκρασία εκεί δύσκολα ανεβαίνει πάνω από τους μηδέν βαθμούς Κελσίου. Και ενώ οι τρεις τους είναι ντυμένοι με βαριές φόρμες και μπουφάν, οι λιγοστοί ντόπιοι του νησιού γύρω τους βγαίνουν έξω με τα κοντομάνικα. Για αυτούς είναι πράγματι καλοκαίρι, καθώς τον χειμώνα οι θερμοκρασίες πολλές φορές ξεπερνούν τους -50 βαθμούς.
Βέβαια για αυτούς δεν υπάρχει χειμώνας. Ευρισκόμενοι τόσο κοντά στον Αρκτικό Κύκλο, ο χρόνος τους χωρίζεται σε 3 ζώνες. Στο φως –όταν όλο το 24ωρο είναι μέρα–, το σκοτάδι, και την εποχή των snowmobiles.
Η τελευταία εποχή είναι εκείνη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, όταν όλα είναι παγωμένα γύρω τους και χρησιμοποιούν τα συγκεκριμένα μέσα μεταφοράς –τα οποία είναι πιο πολλά ακόμη και από τους ανθρώπους– για να κινηθούν πάνω στις παγωμένες εκτάσεις του αρκτικού ωκεανού και να καλύψουν μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις.
Ο Γιάννης Ντρενογιάννης γυρνά σχεδόν όλους τους μικρούς οικισμούς του νησιού, τραβά βίντεο και φωτογραφίες, ωστόσο συγκρατεί το πόσο δυσπρόσιτοι είναι οι άνθρωποι εκεί.
Το ίδιο αφιλόξενη είναι, όμως, και η γη τους. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός είναι μεταφορικός, ωστόσο στη συγκεκριμένη νήσο είναι πέρα για πέρα αληθινός.
Καλλιέργειες δεν υπάρχουν, ενώ από την άλλη, εξαιτίας του παγωμένου, όλο τον χρόνο, υπεδάφους, οι ντόπιοι δεν μπορούν να σκάψουν και να θάψουν τους νεκρούς τους, με συνέπεια όταν κάποιος πεθαίνει, η σορός του να μεταφέρεται εκτός νησιού.
Στο Αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ ζουν κάτι παραπάνω από 1.000 κάτοικοι. Οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούν στο Λονγκιαρμπίεν, μια μικρή πόλη γεμάτη Νορβηγούς και Ρώσους ανθρακωρύχους και εμπόρους κάρβουνου.
Το νησί, ωστόσο, πέραν των άλλων, αποτελεί πόλο έλξης επιστημόνων και ιδιαίτερα μετεωρολόγων, οι οποίοι ζουν –απομονωμένοι από τον ντόπιο πληθυσμό– ψηλά, στις κορυφές των βουνών και προβλέπουν τον καιρό για όλη την υπόλοιπη γη.
Μπορεί να ανήκει γεωγραφικά στην Νορβηγία αλλά η ιστορία του συγκεκριμένου νησιού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Σοβιετική Ένωση. Εκεί, μάλιστα, βρίσκεται και μία από τις πιο εντυπωσιακές ghost towns του κόσμου.
Η ιστορία της έχει ως εξής: το νησί είναι έρημο, ωστόσο, εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης, οι Σοβιετικοί στέλνουν ανθρώπους να μείνουν εκεί και να δουλεύουν στα ανθρακορυχεία.
Όλα αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν λίγο καιρό μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η εταιρεία κλείνει το εργοτάξιο, με αποτέλεσμα οι 800 κάτοικοι μιας ολόκληρης πόλης, του Πιραμίντεν, εν μία νυκτί να επιστρέφουν στη Ρωσία, με τους μόνους που μένουν πίσω να είναι μερικοί φύλακες, οι οποίοι ζουν ακόμη μέχρι σήμερα εκεί.
Την περιοχή εξερευνά η οικογένεια Ντρενογιάννη, η οποία φωτογραφίζει τα σοβιετικά ερειπωμένα κτίρια, τα γήπεδα μπάσκετ, τα «κόκκινα» εργοτάξια, ακόμη και τις προτομές του Λένιν έξω από την πόλη που θυμίζουν κάτι από το παρελθόν της.
Η επίσκεψη γίνεται το καλοκαίρι όταν και οι φύλακες του χωριού είναι περισσότεροι. Το Πιραμίντεν, μάλιστα, έχει γίνει μια ghost town - τουριστική ατραξιόν, με δεκάδες Ευρωπαίους να την επισκέπτονται για να δουν από κοντά την άγρια ομορφιά της. Έχει δημιουργηθεί, μάλιστα, και ξενοδοχείο για να τους φιλοξενεί.
Σήμα τηλεπικοινωνιών δεν υπάρχει όλο τον χρόνο, κάτι που δεν εμποδίζει τους τουρίστες να μην κάνουν μερικά από τα «άγρια πάρτι», σύμφωνα με τον κ. Ντρενογιάννη, που μπορεί να συναντήσει κανείς στη γη.
Η κατάσταση το χειμώνα, που όλα κλείνουν, γίνεται ακόμη χειρότερη, με τους δύο φύλακες που παραμένουν πίσω, να ζουν μόνοι τους σε μια έρημη γη και να επικοινωνούν μ' όλο τον υπόλοιπο κόσμο, μέσω δορυφόρου, δύο φορές την ημέρα.
Και ενώ ο ανθρώπινος πολιτισμός τον χειμώνα φαίνεται να παγώνει εκεί, δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο και με το περιβάλλον τριγύρω του. Οι πάγοι λιώνουν και οι πρώτοι που το αντιλαμβάνονται είναι οι ντόπιοι.
«Το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής σου προκαλεί φόβο, θλίψη, σου σφίγγει τη ψυχή. Δεν μπορούμε να το καταλάβουμε εμείς που ζούμε στην Ελλάδα. Σου δείχνουν οι άνθρωποι πού ήταν ο παγετώνας τότε, πού είναι σήμερα. Τους βλέπεις πόσο στεναχωρημένοι είναι» σημειώνει ο Γιάννης Ντρενογιάννης.
Η περιβαλλοντολογική σημασία του νησιού είναι τεράστια καθώς στο υπέδαφός του φυλάσσονται όλοι οι σπόροι της γης, ψηλά, πάνω από το Λόνγκγιαμπιεν, στο λεγόμενο VAULT- Θησαυροφυλάκιο.
Φέτος, ωστόσο, για πρώτη φορά ο χώρος που δημιουργήθηκε πλημμύρισε με νερό, με αποτέλεσμα οι επιστήμονες να σκάψουν πιο βαθιά για να βρουν ακόμη πιο παγωμένο έδαφος για να τους εναποθέσουν.
Ωστόσο, για έναν Έλληνα, όπως παραδέχεται ο ίδιος, ένα τέτοιο νησί είναι ό,τι πρέπει για να καταλάβει την αξία του φυσικού περιβάλλοντος.
«Είναι ένας άλλος, τελείως διαφορετικός κόσμος. Όταν γυρίσαμε πίσω και ρωτούσαν τα παιδιά μου ποιο ήταν το καλύτερο πράγμα εκεί, και οι δύο έλεγαν ο αέρας. Είναι η πρώτη φορά που μπορείς να αναπνεύσεις ένα τέτοιο "μείγμα ζωής". Έχω γυρίσει τον μισό κόσμο. Είναι ένα λευκό ρευστό αέριο, το οποίο δεν είναι υγρό, ούτε ξηρό. Δεν μπορώ να το περιγράψω».
Ο ίδιος έχει πιάσει πια τα παιδιά του να είναι πιο ευαισθητοποιημένα. «Τους έχω ακούσει να λένε τώρα "κλείσε το νερό". Ξέρεις, για μας τους Έλληνες ο πάγος είναι πολύ μακριά μας. Είναι από τα λίγα μέρη που μπορείς να πας και να αγγίξουν τη ψυχή σου μ' έναν τέτοιο τρόπο ώστε το ταξίδι να έχει ενδιαφέρον για την ίδια τη ζωή σου. Αυτό που παίρνεις είναι 3 φορές περισσότερα από το να πας στο Παρίσι. Και με έναν τρόπο μαγικό αλλάζουν πολλά από τα δεδομένα σου».