«Τι συνοψίζεται σ’ αυτήν τη λέξη: Αλεξάνδρεια;… Πέντε φυλές, πέντε γλώσσες, μια ντουζίνα θρησκείες, πέντε στόλοι που αυλακώνουν τα νερά… Και μονάχα η ελληνική δημοτική φαίνεται να τα ξεχωρίζει…» έγραφε ο Λόρενς Ντάρελ έναν αιώνα πριν για μία από τις πιο ξακουστές, τις πιο κοσμοπολίτικες κάποτε πόλεις της Μεσογείου. Η πόλη που ίδρυσε και σχεδίασε ο Μεγαλέξανδρος στις εκβολές του Νείλου το 331 μ.Χ., που λάμπρυναν οι διάδοχοί του, οι Πτολεμαίοι, ανεγείροντας εκεί την ξακουστή Βιβλιοθήκη και τον Φάρο της, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, που στους μετέπειτα αιώνες γνώρισε μεγάλες δόξες αλλά και αλλεπάλληλες κατακτήσεις, έντονες φυλετικές και θρησκευτικές διενέξεις, πολεμικές και φυσικές καταστροφές, επανάκαμψε δυναμικά τον 19ο αιώνα χάρη στον Μοχάμεντ Άλι και δεν πτοήθηκε ούτε από τους Βρετανούς αποικιοκράτες, που τη βομβάρδισαν κιόλας, όταν εξεγέρθηκε εναντίον τους το 1882, είναι σήμερα μια πολύβουη μητρόπολη με πληθυσμό όσο η μισή Ελλάδα.
Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι λίγα πράγματα στη σύγχρονη Αλεξάνδρεια, η οποία υπήρξε κάποτε «πατρίδα», μεταξύ άλλων, του Ευκλείδη, του Ερατοσθένη, της Κλεοπάτρας, της Υπατίας, του Απελλή, του Ωριγένη, του Ιμπν Καλούντ, του Μαρινέτι, του Ομάρ Σαρίφ, του Ιόλα, του Μισέλ Πάμπλο και του Νάσερ, θυμίζουν πλέον εκείνη τη μυθοπλαστική και κομμάτι οριενταλιστική ιδέα που μας κληροδότησαν (ή που έτσι την ερμηνεύσαμε) λογοτέχνες όπως ο Ντάρελ, ο Ε.Μ. Φόρστερ, ο Τζον Γκρίμγουντ, ακόμα και ο Καβάφης. Εκεί, ως γνωστόν, έζησε και δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής.
Τα πρόσωπα, τα χρώματα, τα αρώματα, τα εξωτικά δέντρα, φυτά και πτηνά, η αρχιτεκτονική, η ατμόσφαιρα σε κερδίζουν.
Τα εγκαίνια της αποκατεστημένης από το Ίδρυμα Ωνάση και το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού οικίας του στη συνοικία Αταρίν ατην περιοχή Αλ Σάτμπι όπου βρίσκεται ακόμα το λεγόμενο «ελληνικό τετράγωνο» ήταν η αφορμή αυτού του ταξιδιού. Το οποίο ομολογουμένως δεν έγινε την καλύτερη δυνατή εποχή – η πόλη, όπως και ολόκληρη η χώρα, βιώνουν βαθιά οικονομική κρίση, απόρροια του πολέμου Ισραήλ - Χαμάς που έπληξε σοβαρά τον τουρισμό, το εμπόριο και τη ναυτιλία, υποδαυλίζοντας ταυτόχρονα νέες πολιτικοθρησκευτικές εντάσεις. Η αιγυπτιακή λίρα έπιασε ιστορικό ναδίρ, η ισοτιμία με το ευρώ έφτασε στο 1:51 από 1:7 στις αρχές του 2023, όταν η Αίγυπτος βρισκόταν σε εμφανή τροχιά ανάπτυξης, ορατή και στη διαδρομή από το αεροδρόμιο στην πόλη, η οποία γίνεται μέσω ενός καινούργιου μεγάλου αυτοκινητόδρομου με νεόχτιστα, μοντέρνα οικιστικά συγκροτήματα ένθεν και ένθεν, προορισμένα για τα πιο εύπορα κοινωνικά στρώματα, λίγο πιο πέρα από παλιότερα συγκροτήματα που καλύπτουν οι άθλιες, κακοφτιαγμένες (πέφτουν κιόλας κατά καιρούς) εργατικές πολυκατοικίες των λιγότερο προνομιούχων.
Η ανέχεια και η ανεργία θεριεύουν, οι κοινωνικές ανισότητες εντείνονται και η διευρυμένη δανειακή συμφωνία ύψους 8 δισ. ευρώ που υπέγραψε η Αίγυπτος τον Μάρτιο με το ΔΝΤ, την «άδολη» γαλαντομία του οποίου γνωρίσαμε κι εμείς καλά, δεν υπόσχεται πολλά αν η κατάσταση δεν αλλάξει σύντομα – η χώρα, μετά την καταστολή της Αραβικής Άνοιξης και τη μετέπειτα ανατροπή του εκλεγμένου με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα προέδρου Μόρσι, βιώνει μια ιδιότυπη στρατιωτική δικτατορία υπό τον στρατηγό Σίσι, ο οποίος δεν έχει ακριβώς την τεράστια δημοφιλία που εμφάνιζαν τα εκλογικά του ποσοστά.
Άγνωστο τι θα συμβεί αν η κατάσταση στη Γάζα εκτραχυνθεί ακόμα περισσότερο – η μεθόριος με την Αίγυπτο, όπου ήδη συνωστίζονται εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένοι Παλαιστίνιοι, με αρκετούς να έχουν ήδη περάσει στο εσωτερικό της χώρας, απέχει από την Αλεξάνδρεια περίπου όσο η Κατερίνη από την Αθήνα. Η αστυνομική παρουσία είναι ιδιαίτερα έντονη, με θωρακισμένα οχήματα και βαριά οπλισμένους ένστολους να φυλάνε δημόσια κτίρια, ξένες πρεσβείες, ξενοδοχεία, χριστιανικές εκκλησίες (ένα 6% των κατοίκων είναι χριστιανοί, ιδίως κόπτες) και την ιστορική της συναγωγή.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι ξένοι επισκέπτες δεν είναι καλοδεχούμενοι, κάθε άλλο – οι Έλληνες ειδικά, χάρη και στους ιστορικούς δεσμούς, είναι πολύ ευπρόσδεκτοι και όχι σπάνια σου απευθύνονται στη γλώσσα σου. Στην Αλεξάνδρεια άνθησε εξάλλου, ανάμεσα στις άλλες ευρωπαϊκές, μια ιδιαίτερα εύρωστη όσο και εύπορη ελληνική παροικία, σημάδια της οποίας είναι ακόμα εμφανή στα σωζόμενα μνημεία και οικοδομήματα, με πιο εντυπωσιακά το αχανές συγκρότημα του Αβερώφειου που σήμερα στεγάζει τα γραφεία της ελληνικής κοινότητας και τον εντυπωσιακό καθεδρικό ναό του Ευαγγελισμού.
Μια κοινότητα που το 1940 έφτανε τα 250.000 μέλη, ανάμεσά τους εθνικοί ευεργέτες, μεγαλέμποροι και άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων, και σήμερα αριθμεί κάπου 500 άτομα, με άλλα τόσα να «πηγαινοέρχονται», όπως μας λένε. Οι εναπομείναντες Αιγυπτιώτες παραμένουν δραστήριοι, εκδίδουν ακόμα εφημερίδες και προσπαθούν να συντηρήσουν μνήμες και κτίρια. Εκείνος που ευνόησε τη δημιουργία μιας κραταιάς ελληνικής παροικίας στα νεότερα χρόνια ήταν ο Αλβανός την καταγωγή, γεννημένος στην Καβάλα, Μοχάμεντ Άλι, ένας ευφυέστατος, αν και σκληρός κυβερνήτης, πορτρέτα του οποίου βλέπεις στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο (το οποίο περηφανεύεται ότι κρατά από τον Ευαγγελιστή Μάρκο) και άλλα κτίρια της κοινότητας. Το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν που παραλίγο να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση, στέλνοντας στον Μοριά το 1825 τον γιο του, Ιμπραήμ, δεν είναι και τόσο ιστορικό παράδοξο για το ευρύτερο γεωπολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής εκείνης.
Δεν είναι, άλλωστε, καν το μόνο παράδοξο σε μια πόλη που, όπως και η Αθήνα, κουβαλά πάνω της περισσότερη συμπυκνωμένη ιστορία απ’ όση θα μπορούσε ίσως να σηκώσει: «Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι. Λίγο να βαδίσεις / στην ίσια της οδό που στο Ιπποδρόμιο παύει / θα δεις παλάτια και μνημεία που θ’ απορήσεις / Όσο κι αν έπαθεν απ’ τους πολέμους βλάβη / όσο κι αν μίκραινε, πάντα θαυμάσια χώρα», γράφει ο Καβάφης στους «Φυγάδες». Ίσως λόγω όλου αυτού του ιστορικού «βάρους» βυθίζεται κάπου ένα εκατοστό κάθε χρόνο, ευρισκόμενη κιόλας ένα μέτρο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Αυτό το ιστορικό παρελθόν κάνει πολλούς σύγχρονους Αλεξανδρινούς να περηφανεύονται για την ιδιαίτερη πολιτισμική τους ταυτότητα. Ανασκάπτοντας κανείς, πέφτει πάνω σε αλλεπάλληλα στρώματα διαφορετικών χρονολογικών περιόδων και είναι πλήθος οι αρχαιολογικές θέσεις και τα ευρήματα, με πολύ περισσότερα να βρίσκονται ακόμα κάτω από τη γη ή κάτω από τη θάλασσα.
Φτάνοντας όμως στα 10 μέτρα βάθος, συναντάς νερό το οποίο κιόλας συχνά ανεβαίνει και μόνο με ισχυρές αντλίες μπορεί να απομακρυνθεί, όπως συνέβη πρόσφατα τόσο στις ιστορικές κατακόμβες του Κομ Ελ Σουκάφα όσο και στην ανασκαφή της Καλλιόπης Λημναίου-Παπακώστα στο πάρκο Σαλαλάτ, κοντά στο σημείο όπου βρισκόταν ο τάφος του Αλέξανδρου. Από εκεί προέρχεται και το περίτεχνο άγαλμά του που βρίσκεται σήμερα, μαζί με πολλά ακόμα ξεχωριστά εκθέματα (αγάλματα, γλυπτά, ψηφιδωτά, σαρκοφάγους, πορτρέτα φαγιούμ, νομίσματα, ειδώλια, αγγεία κ.ά.), στο πρόσφατα ανακαινισμένο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο που οπωσδήποτε αξίζει μια επίσκεψη.
Υπάρχουν αρκετά ακόμα αξιοθέατα, ανάμεσά τους τα ερείπια του Σεραπείου, του ονομαστού ελληνιστικού ναού που κατέστρεψαν χριστιανοί ζηλωτές το 391 μ.Χ., το Εθνικό Μουσείο της πόλης, το Βασιλικό Μουσείο Κοσμημάτων, τα τεμένη Abul Abbas, Sidi Yaqout Al-Arsh και Ibrahim Tehrana, η μονή του Αγίου Μηνά, ο Άγιος Γεώργιος των Κοπτών, το παλάτι του Φαρούκ, η στήλη του Πομπήιου, ιστορικά ξενοδοχεία, όπως το Metropole (πρώην κεντρικά της Εταιρείας Αρδεύσεων, όπου εργαζόταν ο Καβάφης) και το Cecil, το φρούριο του Καΐτ Μπέη, ο παρακείμενος Ελληνικός Ναυτικός Όμιλος και βέβαια η μοντέρνα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας – η ύπαρξη αρκετών καλών βιβλιοπωλείων αλλά και υπαίθριων πάγκων με βιβλία δείχνει ότι οι άνθρωποι εδώ εξακολουθούν να αγαπούν το διάβασμα.
Η Αλεξάνδρεια δεν έχει –δεν θα γινόταν ούτε και τεχνικά– μετρό κι αυτό επιδεινώνει το κυκλοφορικό, έχει ωστόσο τραμ, τουκ όπως η Ινδία και ιππήλατες άμαξες για ρομαντζάδες. Χάρμα οφθαλμών είναι, έπειτα, όσα κτίρια εποχής και ειδικά προσόψεις έχουν διασωθεί κι ας είναι ασυντήρητα τα περισσότερα εξαιτίας και μιας ιδιόμορφης – αλλά σίγουρα φιλολαϊκής!– νομοθεσίας που κρατά απίστευτα χαμηλά τα ενοίκια σε σπίτια που νοικιάζονται από την ίδια οικογένεια επί πολλές δεκαετίες – συμβαίνει μάλιστα συχνά οι ένοικοι κάποιων πολυτελών κάποτε διαμερισμάτων να είναι φτωχολογιά. Το μεγαλύτερο, ωστόσο, αξιοθέατο είναι η ίδια η πόλη και οι άνθρωποί της που θα απαντήσεις όχι μόνο στο ιστορικό κέντρο και στην Corniche, τη μεγάλη λεωφόρο που οριοθετεί το παραλιακό μέτωπο, στις πιο απόκεντρες πλατείες και δρόμους, στα πλήθος μικρομάγαζα κάθε λογής, στα καφενεία εποχής αλλά και στα πιο μοντέρνα καφέ, τα εστιατόρια, τα σινεμά, στις αγορές, στα παραδοσιακά ανατολίτικα παζάρια (σουκ) και τα σύγχρονα εμπορικά κέντρα. Η ζωή στην πόλη ξεκινά γενικά αργά το πρωί και δεν σταματά παρά αργά τη νύχτα, υπάρχουν επίσης κάποια μπαρ και κλαμπ που ξημερώνονται.
Το ανακάτεμα και η επαφή με τον κόσμο που γίνεται εύκολα, ειδικά με τους νεότερους, είναι ως γνωστόν ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις ένα μέρος. Οι ντόπιοι είναι γενικά ανοιχτοί και ζεστοί, αν είσαι όμως γυναίκα, και μάλιστα ασυνόδευτη, καλύτερα να μην κυκλοφορείς ακάλυπτη ή με ρούχα «προκλητικά» σε μέρη που φαίνεται να μην το σηκώνουν. Το τελευταίο ισχύει για όλη την Αίγυπτο, όπως και για τις περισσότερες ισλαμικές, κατά βάση, χώρες. Διαφορετικά, μπορεί να αντιμετωπίσεις επιτιμητικά βλέμματα και σχόλια από άντρες αλλά και γυναίκες. Θα δεις και Αλεξανδρινές στον δρόμο χωρίς μαντίλα, είναι ωστόσο μειοψηφία και μάλλον χριστιανές κυρίως.
Θα συναντήσεις, παρά ταύτα, και ανάμεικτες κοριτσοπαρέες, δείγμα ότι παρά τα κατά καιρούς προβλήματα η θρησκευτική ανεκτικότητα και η πολιτισμική συνύπαρξη αντέχουν ακόμα σε μια πόλη φημισμένη για το αμάλγαμα φυλών, θρησκειών και πολιτισμών που φιλοξενούσε επί αιώνες, κι ας μην ήταν πάντα τόσο ανέφελη αυτή η ώσμωση. Ένα τέτοιο δείγμα είναι και οι αναλογικά λίγοι, έστω, μεικτοί γάμοι – η τετραπέρατη ξεναγός μας Zahraa Adel Awed που μνημονεύεται και στη Wikipedia στο λήμμα για τις κατακόμβες της Αλεξάνδρειας, μουσουλμάνα η ίδια με χριστιανό σύζυγο, είναι μια τέτοια περίπτωση.
Προσεκτικό οφείλει αντίστοιχα να είναι ένα ανοικτά ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο, καθώς η ομοφυλοφιλία στην Αίγυπτο, αν και όχι ακριβώς «άγνωστη χώρα», θεωρείται προσβλητική για τη δημόσια αιδώ και διώκεται ποινικά. Δεν είμαστε πια στις μέρες του Καβάφη, παρότι ο ποιητής του «Επέστρεφε» συμπεριλαμβάνεται και επίσημα πια στο πάνθεο των διάσημων Αλεξανδρινών.
Εκείνο που σίγουρα θα δεις σε αφθονία εδώ, όπως παντού στη χώρα, είναι νέοι άνθρωποι –πάνω από δύο στους δέκα κατοίκους της τρίτης πολυπληθέστερης χώρας στην Αφρική είναι 18-29 ετών– όπως και παιδιά, πολλά παιδιά. Ο συνολικός πληθυσμός ξεπερνά τα 105 εκατ. ψυχές και συνεχίζει να αυξάνεται κατά 2-3 εκατ. τον χρόνο. Το δημογραφικό, μαζί με την ολοένα μεγαλύτερη, εξαιτίας της μείωσης των καλλιεργήσιμων γαιών αλλά και της κλιματικής αλλαγής αδυναμία του κύριου σιτοβολώνα, κάποτε, ολόκληρης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας να θρέψει τον πληθυσμό της προβληματίζει. Η κυβέρνηση προωθεί από καιρό την καμπάνια «Δύο παιδιά είναι αρκετά» (ανά οικογένεια), δεν έχει όμως πολλή πέραση στους πολύ θρησκευόμενους και τους φτωχότερους. Μια παρατεταμένη ευημερία θα ανέκοπτε τον ρυθμό γεννήσεων, αλλά αυτό αργεί να διαφανεί στον ορίζοντα.
Τα πρόσωπα, τα χρώματα, τα αρώματα, τα εξωτικά δέντρα, φυτά και πτηνά, η αρχιτεκτονική, η ατμόσφαιρα σε κερδίζουν. Χρειάζεται, εντούτοις, να είσαι προετοιμασμένος και για το άπειρο σκουπίδι που θα συναντήσεις διάσπαρτο ή στοιβαγμένο κυρίως σε παράδρομους, την άναρχη κίνηση, τα διαρκή κορναρίσματα και τα σπασμένα πεζοδρόμια. Ειδική μνεία αξίζουν οι πολλοί γαστριμαργικοί πειρασμοί –μια πανδαισία αραβικών και ευρωπαϊκών γεύσεων– και φυσικά οι πανταχού παρούσες και αρκετά φροντισμένες γάτες που λες κι εξακολουθούν να λατρεύονται σαν θεές όπως τότε, στον καιρό των Φαραώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.