«Επήγα στας Αθήνας –ωσάν να επήγαινα σε μία Μέκκα– αποφασισμένος να μ’ αρέσει, κι εκράτησα τον λόγο μου. […] Σε διαβεβαιώ πως σ’ όλο αυτό δεν με παρέσυρε ο πατριωτισμός. Αφέθηκα απλώς να με καθοδηγήσουν –όπως αρέσκομαι κατά καιρούς να κάμω– το Συναίσθημα και η Πλάνη», γράφει στα αγγλικά το 1902 ο Κ.Π. Καβάφης στη Μαριγώ, γυναίκα του εξαδέλφου του Ιωάννη που ζούσε στο Λονδίνο.
Η επιγραμματική αυτή φράση που «περιζώνει» τον τοίχο της αίθουσας του Αρχείου Καβάφη στην οδό Φρυνίχου, η οποία είναι αφιερωμένη στη σχέση του ποιητή με την Αθήνα, συμπυκνώνει ιδανικά την «αθηναϊκή εμπειρία» του Μεγάλου Αλεξανδρινού!
Το πρώτο ταξίδι του Καβάφη στην Ελλάδα και στην Αθήνα έγινε το καλοκαίρι του 1901 και ήταν καταρχάς ένα ταξίδι γνωριμίας με τον τόπο και τους ανθρώπους του σε πραγματικό χρόνο, πέρα από την Ελλάδα των θρύλων και των μύθων, αλλά και αναψυχής, καθώς βρισκόταν σε άδεια.
Ο ποιητής ήταν τότε 38 ετών και τον συντρόφευε ο αδελφός του Αλέξανδρος (είχε άλλα επτά αδέλφια, δύο από τα οποία πέθαναν μωρά). Η Αθήνα εκείνης της εποχής ήταν μια «μικρομέγαλη» πολιτεία με λίγο περισσότερους από 123.000 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 1896, η οποία, εκτός του ιστορικού κέντρου, θύμιζε περισσότερο χωριό.
Το πρώτο ταξίδι του Καβάφη στην Ελλάδα και στην Αθήνα έγινε το καλοκαίρι του 1901 και ήταν καταρχάς ένα ταξίδι γνωριμίας με τον τόπο και τους ανθρώπους του σε πραγματικό χρόνο, πέρα από την Ελλάδα των θρύλων και των μύθων.
Δεν είχε τη μητροπολιτική αύρα ούτε τον κοσμοπολίτικο αέρα της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης, των άλλων δύο σημείων αναφοράς του Καβάφη. Δεν της έλειπαν, εντούτοις, ούτε οι ομορφιές και τα αξιοθέατα, τόσο εκείνα που χρωστούσε στην πανταχού παρούσα μακραίωνη ιστορία της όσο και τα πιο μοντέρνα, ούτε η πολιτιστική ζωή και οι διασκεδάσεις, στις περιγραφές του, δε, η πόλη ήδη φαίνεται να μπαίνει σε αναπτυξιακή τροχιά. Ο ποιητής περιγράφει τις εντυπώσεις του με ενθουσιασμό νεοφώτιστου και δύσκολα διακρίνει κανείς τη «φαναριώτικη υπεροψία» που κάποιοι του καταλόγισαν (η οικογένεια του Καβάφη κρατούσε από την Κωνσταντινούπολη).
Το «λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού» που, βγαίνοντας από την αφάνεια αιώνων, δεν είχε κλείσει ούτε εβδομήντα χρόνια ως πρωτεύουσα, κατείχε εξέχουσα θέση στο προσωπικό του πάνθεο, όπως συνέβαινε με πολλούς άλλους Έλληνες της διασποράς, αφενός χάρη στο λαμπρό παρελθόν της, αφετέρου λόγω των υψηλών προσδοκιών που υπήρχαν για το νεοελληνικό κράτος – η «Μεγάλη Ιδέα» μπορεί να έπαθε στραπάτσο στον «ατυχή» πόλεμο του 1897, έμελλε όμως να επανακάμψει δριμύτερη.
Στο πάλαι ποτέ κλεινόν άστυ επιδίωκε, άλλωστε, να καταξιωθεί ως ποιητής, πάντα με τον δικό του μεθοδικό, πλην όμως διακριτικό τρόπο. Ως γνωστόν, δεν είχε εκδώσει κανένα βιβλίο όσο ζούσε, προτιμούσε να κυκλοφορεί τα ποιήματά του από χέρι σε χέρι. Η πρώτη επίσημη έκδοση ποιημάτων του έγινε μετά τον θάνατό του, το 1935, στην Αλεξάνδρεια από τις εκδόσεις Αλεξανδρινή Τέχνη, σε φιλολογική επιμέλεια Ρίκας Σεγκοπούλου (συζύγου του κληρονόμου του Αλέκου Σεγκόπουλου, με τον οποίο, όπως φαίνεται από επιστολές του, τους συνέδεε, πιθανότατα, κάτι περισσότερο από απλή φιλία) και εικονογράφηση Τάκη Καλμούχου.
Στην Αθήνα την έκδοση εκπροσώπησε το βιβλιοπωλείο του Kauffmann. Μια Αθήνα που σίγουρα διέφερε πολύ από τη σύγχρονη, κάποια εμβληματικά της σημεία όμως, όπως το ιστορικό κέντρο και το τρίγωνο«Σύνταγμα - Ομόνοια - Μοναστηράκι», εύκολα θα τα αναγνώριζε και σήμερα ένας κάτοικός της των αρχών του 20ού αιώνα.
Την εποχή εκείνη, πολλά από τα μεγάλα αθηναϊκά δημόσια κτίρια είχαν ανεγερθεί ή ήταν υπό ανέγερση. Ουκ ολίγα εξ αυτών δεν επιβίωσαν, όπως συνέβη με πολλά άλλα, ακόμα και ιστορικά θέατρα και καφέ, που αναφέρει – η πόλη μας είχε από παλιά αυτήν τη σχιζοφρενική σχέση αγάπης-μίσους με το πρόσφατο παρελθόν της που, όποτε μπορούσε, το έσβηνε επιμελώς.
Ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος Κηφισιά-Πειραιάς ήδη λειτουργούσε όταν έφτασε ο Καβάφης, ενώ πυκνοκατοικημένα, πολύβουα, αλλά ακόμα πρωτοκλασάτα σήμερα προάστια όπως το «Αμαρούσι» και η Κηφισιά ήταν τότε γραφικές εξοχές με μποστάνια και διάσπαρτες βίλες. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι αρκετοί από τους αρχαιολογικούς χώρους που επισκέφθηκε κατοικούνταν ακόμα, όπως συνέβαινε επί αιώνες, καθώς δεν είχαν ολοκληρωθεί οι απαλλοτριώσεις.
Στο αρχικό αυτό ταξίδι από τα τέσσερα που έκανε συνολικά στα μέρη μας ο ποιητής κάνει εκτενείς αναφορές στο ημερολόγιο που κρατούσε κατά την παραμονή του στην Αθήνα, και υπάρχει στο Αρχείο Καβάφη. Το ημερολόγιο αυτό, μαζί με πολλά ακόμα στοιχεία για τον ποιητή, περιέχονται στον τόμο Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη των Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Μαρίας Στασινοπούλου (εκδόσεις Μεταίχμιο, α’ έκδοση 2002), που είχε επίσης κυκλοφορήσει σε βιβλιαράκι από τις Ροές (α’ έκδοση 1998).
«Χθες το απόγευμα στις 2μμ φθάσαμε στας Αθήνας… Πολύ πολύ χαριτωμένη πόλις, εντελώς Ευρωπαία, Γαλλικού ή Ιταλικού τύπου», γράφει στη σελίδα του εν λόγω ημερολογίου, με ημερομηνία 17/6/1901. Εξαίρει επίσης την «ομορφότατη μικρή πολιτεία» του Πειραιά όπου έδεσε το πλοίο που μετέφερε αυτόν και τον αδελφό του από την Αλεξάνδρεια, ενώ ένα από τα πρώτα πράγματα που μαγνητίζουν το βλέμμα του είναι «οι στολές των αξιωματικών οι οποίοι, μαζί με τους στρατιώτες, κάνουν την καλύτερη εντύπωση».
Στην πρώτη του βόλτα στο κέντρο στις 17/6 παρατηρεί τα κτίρια της Εθνικής Τράπεζας, της Τράπεζας των Αθηνών, της (παλιάς) Βουλής, του Βασιλικού Θεάτρου (μετέπειτα Εθνικού) και του Πανεπιστημίου που τα χαρακτηρίζει «ωραίες οικοδομές», παραπονιέται όμως για την έλλειψη σκιάς στους δρόμους [«λόγω του πλάτους των (σ.σ. κάτι που σήμερα θα ακουγόταν αστείο) και λόγω του μικρού ύψους των σπιτιών»].
Την επομένη επισκέπτεται το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο όπου ξεχωρίζει «μια ιδιαίτερα έμορφη προτομή του Αντινόου» (η εν λόγω προτομή του νεαρού ευνοούμενου του αυτοκράτορα Αδριανού, αγνώστου καλλιτέχνη, βρέθηκε στην Πάτρα και είναι του 2ου αιώνα μ.Χ.).
Στις 19/6, μαζί με τον αδελφό του και τον φίλο τους Αλέξανδρο Ζιρό κατεβαίνουν με το τραμ στο Φάληρο που το βρίσκει «χαριτωμένο», με «καλό καζίνο και καλή παραλία», ενώ στη διαδρομή θαύμασε «το άγαλμα του Βύρωνος, τις στήλες του Ολυμπίου Διός και το Σκοπευτήριον». Την επομένη το πρωί περιηγείται το Πανεπιστήμιο και την Ακαδημία και το απόγευμα τα δυο αδέλφια επισκέπτονται την Ακρόπολη και το (παλαιό, βεβαίως) μουσείο της. Γνωρίζουμε ότι νεότερος ο ποιητής, όταν δοκιμαζόταν στη δημοσιογραφία, η οποία ευτυχώς ή δυστυχώς δεν τον κέρδισε, υποστήριζε με κείμενό του σε ξενόγλωσσο περιοδικό της Αλεξάνδρειας την επιστροφή των Ελγινείων! («Give back the Elgin Marbles», Μάρτιος 1891, δημοσιεύτηκε μεταφρασμένο και στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εθνική»).
Περιδιαβαίνοντας τον Ιερό Βράχο τα βρίσκει όλα «υπέροχα!», ενώ «χάρη, μεγαλοπρέπεια και ενδιαφέρον» αποδίδει στο Ζάππειο, στο στάδιο του Αβέρωφ, στο Θησείο, στα κτίρια των υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών στη Σταδίου καθώς και του Στρατιωτικών στην Ακαδημίας, στο ανάκτορο του Διαδόχου στην Κηφισίας (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο), στους τάφους του Κεραμεικού, στους Αγίους Ασωμάτους και σε δύο ακόμη βυζαντινές εκκλησίες – επισκέφθηκε και άλλες κατά την αθηναϊκή διαμονή του, παρακολούθησε και λειτουργία στη Μητρόπολη. Παρότι, μάλιστα, μαθημένος στα θερμά κλίματα, δυσφορεί κάποιες φορές με τη θερινή ζέστη («φρικτός ο ήλιος στο σημείο μεταξύ Ζαππείου και οδού Λυσικράτους» γράφει, για παράδειγμα, στις 26/6).
Στο ταξίδι του αυτό ο Καβάφης, με έδρα του αρχικά το Hotel d’Anglettere, «οργώνει» τη μικρή ακόμα, αλλά αναπτυσσόμενη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους απ’ άκρου σ’ άκρο. Στις 23/8 αναφέρει ότι τον επισκέφθηκε στο ξενοδοχείο του ο συγγραφέας Γεώργιος Τσοκόπουλος και κουβέντιασαν για φιλολογία και «τις υπέρογκες δυσκολίες που συναντούν οι συγγραφείς για να πουλήσουν μια έκδοση. Ο Τσοκόπουλος λέει ότι θεωρείται μεγάλη επιτυχία το να κατορθωθεί η έκδοση, χωρίς να πραγματοποιήσει κέρδος, μονάχα να μην έχει ζημία», γράφει, μια διαπίστωση που αποδεικνύεται διαχρονική!
Στις 26/6 πηγαίνουν με τον αδελφό του Αλέξανδρο στην παράσταση Ο Δικαστής στο υπαίθριο θέατρο Τσόχα (βρισκόταν στο Πασαλιμάνι), σημειώνει δε ότι οι πρωταγωνιστές Ευάγγελος Παντόπουλος και Σπύρος Ταβουλάρης «έπαιξαν έξοχα». Πέντε μέρες μετά επισκέπτεται το Πολυτεχνείο και την Εθνική Πινακοθήκη, τον τότε διευθυντή της οποίας και επίσης ποιητή Ιωάννη Πολέμη βρίσκει σοβαρό μεν, αλλά «λίγο πομπώδη». Το ίδιο απόγευμα με τους δύο Αλέξανδρους (Καβάφη και Ζιρό) παρακολουθούν την παράσταση Μαλλιά Κουβάρια στο «πολύ καθαρό και περιποιημένο» Θέατρο της Ομονοίας. Η παρέα κλείνει τη βραδιά της με αναψυκτικά στο Σύνταγμα.
Την 1η Ιουλίου οι αδελφοί Καβάφη μετακομίζουν σε ξενοδοχείο του Φαλήρου, όπου δύο μέρες μετά συναντά τυχαία σε πάρκο μια ομάδα αξιωματικών. Ανάμεσά τους διακρίνει τους νεαρούς πρίγκιπες Νικόλαο και Ανδρέα, του οποίου επισημαίνει το «ωραίο παρουσιαστικό» και την «άψογη» ελληνική προφορά. Το ίδιο βράδυ δειπνεί έξω από το ξενοδοχείο του συνοδεία μπάντας, καταγράφοντας ταυτόχρονα κάποιους επώνυμους συνδαιτυμόνες, ανάμεσά τους οι Σκουζέ, οι Δεληγιάννηδες και ο Ιωάννης Μαυρογορδάτος της γνωστής τότε φαναριώτικης οικογένειας, ο οποίος του συστήνει «έναν νέο λεγόμενο Μελά» (τον μετέπειτα ονομαστό μακεδονομάχο).
Τη μεθεπομένη ξανακατεβαίνει στην παραλιακή όπου βρίσκει τη θάλασσα του Παλαιού Φαλήρου «πολύ καθαρή κ’ ευχάριστη για μπάνιο» και «πραγματικά γοητευτική» τη θέα προς τον Σαρωνικό. Οι δύο πρίγκιπες θα είναι παρόντες και στην παράσταση ενός «όχι πολύ σπουδαίου» γαλλικού θιάσου στο θέατρο του Φαλήρου όπου πηγαίνει και ο Καβάφης, προς επιβεβαίωση δε της κρίσης του φεύγουν προτού τελειώσει, καθώς γράφει. Ο ίδιος, πάντως, δεν φαίνεται να κακοπέρασε: «Σε κάθε διάλειμμα το κοινό έβγαινε στην παραλία να πάρει αναψυκτικά ή να σεργιανίσει. Η παραλία έπλεε στα ηλεκτρικά φώτα. Το θέαμα ήταν πραγματικά έμορφο», σχολιάζει.
Στις 9/7 καταγράφει τις εντυπώσεις του από άλλη μια αθηναϊκή εξόρμηση («είδα το Βαρβάκειον, επισκέφθηκα και πάλι το Χρηματιστήριο» –είχε, άλλωστε, διατελέσει χρηματιστής– «καθώς και την Εθνική Τράπεζα»), στην οποία θα αγοράσει και τα Αλάβαστρα του Πολέμη από το βιβλιοπωλείο Wilberg. Το Σάββατο 11 Ιουλίου το πρόγραμμα των δυο αδελφών έχει πάλι θέατρο – βλέπουν την όπερα Μποέμ του Πουτσίνι στο Βαριετέ της οδού Σταδίου, που δεν τους ενθουσιάζει («θίασος μάλλον τρίτης σειράς»), με την ευκαιρία, δε, παρατηρεί ότι τα αθηναϊκά θέατρα που επισκέφθηκε είναι γενικά κατώτερα εκείνων της Αλεξάνδρειας.
Φεύγοντας από κει τα μεσάνυχτα πηγαίνουν σε ένα καφενείο στην Ομόνοια, κάτω από το οποίο βρισκόταν «ένα είδος πορνείου. Το επεσκέφθηκα. Είν’ ένα μικρό δωμάτιο, μ’ άλλα μικρότερα δωμάτια συνεχόμενα, όπου παίζουνε χαρτιά. Δείχνει μέρος πρόστυχο. Είχε ένα σωρό Γερμανίδες κοπέλλες», γράφει και είναι γνωστό πόσο τον εξίταραν κάτι τέτοια λαϊκά «χαμετυπεία» – θυμίζει κιόλας η περιγραφή την «ύποπτη ταβέρνα» από το μεταγενέστερο ποίημα «Μια Νύχτα» αλλά και τα «χαμαιτυπεία» τού «Μέσα στα καπηλειά».
Από τις τελευταίες μέρες της πρώτης του αυτής παραμονής στην Αθήνα ξεχωρίζουν ακόμη τρία περιστατικά. Αρχικά, μια συνάντησή του στις 16/7 στο ξενοδοχείο του Φαλήρου με τους Μαυρογορδάτο, Μελά, Νεγρεπόντη, Παπαρρηγόπουλο και Βαλαωρίτη που χαρακτηρίζει νέους «της υψηλής (κοινωνίας)». «Άνοιξαν κουβέντα για την κοινωνία και τα κοινωνικά γεγονότα, για την υψηλή αριστοκρατία, αυτήν που την αποτελούνε “groupements” διαφορετικά (Αθήναι, Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Λόνδρα, Μασσαλία κ.λπ.), μα ωστόσο τόσο στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους ώστε κάθε σημαντικό γεγονός και κάθε όνομα του ενός να είναι στην εντέλεια γνωστό και στο άλλο», σημειώνει, δίνοντας την εικόνα μιας διεθνοποιημένης κυβερνώσας ελίτ – μην ξεχνάμε ότι είμαστε στην εποχή της πρώτης μεγάλης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που θα ανέκοπτε το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά δεύτερο, μια επίσκεψή του την επομένη στο σπίτι του Παύλου Μελά (με τον οποίο συναντήθηκαν κι άλλες φορές) προκειμένου να δει τη συλλογή αρχαιοτήτων του πατέρα του: «Ο Μελάς μού έδειξε πρώτα το μέρος των αρχαιοτήτων που είναι προσωπικό του μερίδιο και που διατηρεί στο σπίτι του της οδού Πανεπιστημίου, όπου κατοικεί με τη μητέρα του. Ύστερα, με πήρε στο σπίτι του αδελφού του –που είναι το μέγαρο Σλήμαν: η Κα Λ. Μελά ήταν κόρη Σλήμαν– για να δω το υπόλοιπο της συλλογής. Καθώς ο αδελφός του έλειπε απ’ τας Αθήνας, είδα μονάχα όσες αρχαιότητες ήταν τοποθετημένες στις βιτρίνες του καπνιστηρίου. Εκτός τις αρχαιότητες, είχε πολλές ωραίες ελαιογραφίες και υδατογραφίες. Το μέγαρο Σλήμαν είναι εξαιρετικό. Οι τοιχογραφίες, τα μωσαϊκά, τα έπιπλα, όλα είναι θαυμάσια».
Στις 21/7, τέλος, επισκέπτεται τον Γρηγόριο Ξενόπουλο στο σπίτι του στην Πατησίων 11, όπου ήταν και τα γραφεία του περιοδικού «Διάπλασις των παίδων» που εξέδιδε: «Με δέχτηκε με τη μεγαλύτερη εγκαρδιότητα, εγκωμίασε την ποίησή μου και μου έδωσε ένα αντίτυπο του τελευταίου του έργου».
Στο ημερολόγιο δεν καταγράφεται άλλο αξιοσημείωτο γεγονός πέρα από μια τροφική δηλητηρίαση που ταλαιπώρησε τον ποιητή ο οποίος, αφού έκανε μερικούς ακόμα περιπάτους στην πόλη και κάποια τελευταία ψώνια στα καταστήματα της Σταδίου και της Ερμού, επιβιβάζεται στις 28/6 στο τρένο για Πάτρα, προκειμένου να μεταβεί ακτοπλοϊκώς πρώτα στην Κέρκυρα, μετά στο Μπρίντεζι και από εκεί πίσω στην Αλεξάνδρεια.
Ο δεύτερος ερχομός του ποιητή στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1903 θα είναι βραχύτερος –μία μόλις εβδομάδα– και σε αυτόν θα επιλέξει να καταλύσει στο Grand Hotel Splendid, όπως πληροφορούμαστε από το τιμολόγιο που κράτησε και το οποίο επίσης εκτίθεται στο Αρχείο Καβάφη. Ένα από τα μέρη που σίγουρα επισκέφθηκε τότε ήταν η Αθηναϊκή Λέσχη (είχε δημιουργηθεί στα πρότυπα των βρετανικών λεσχών), όπως πιστοποιεί η κάρτα εισόδου του που διασώζεται. Γνωρίζεται με τον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα και ξανασυναντιέται με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο που τον Σεπτέμβριο δημοσιεύει ένα εγκωμιαστικό σχόλιο για τον Καβάφη στην εφημερίδα «Νέον Άστυ».
Θα ακολουθήσει η διθυραμβική κριτική του στο περιοδικό «Παναθήναια» με τίτλο «Ένας ποιητής» (30/11/1903), η οποία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ευρεία αναγνώριση του Καβάφη και στην επίσημη είσοδό του στα ελληνικά γράμματα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, μαζί με τους Αντώνη Μπενάκη, Μάριο Βαϊάνο και Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ήταν, καθένας με τον τρόπο του, από τα σημαντικότερα «στηρίγματα» του Αλεξανδρινού στην Αθήνα, που δεν τον καλοδέχτηκε πάντα. Η ιδιόμορφη ποιητική του γλώσσα ξένιζε τους δημοτικιστές όσο και τους καθαρευουσιάνους, η θεματολογία του γοήτευε όσο και προκαλούσε, ενώ γνωστή είναι η διαμάχη ανάμεσα σε «παλαμιστές» (οπαδούς του Κωστή Παλαμά) και «καβαφικούς».
«Το αθηναϊκό λογοτεχνικό κατεστημένο εναντιώθηκε και συγχρόνως εξύμνησε τον ποιητή, προκαλώντας τον να προωθήσει ενεργά τη φήμη του και να καλλιεργήσει στρατηγικές συμμαχίες. Φτάνοντας στο τέλος της ζωής του, ο Καβάφης είχε καταφέρει να καθιερωθεί ως έγκριτος Έλληνας ποιητής… ωστόσο, αυτό το επίτευγμα επισκιάστηκε τελικά από τα βάσανα με τα οποία ταυτίστηκε στη ζωή του η Αθήνα στα ύστερά του χρόνια», διαβάζω στον κατάλογο για το μέρος της έκθεσης που αφορά την Αθήνα του Καβάφη, την οποία επιμελήθηκαν οι Peter Jeffreys και Gonda van Steen.
Πράγματι, δύο καλοκαίρια μετά, τον Αύγουστο του 1905, ο Καβάφης έρχεται για τρίτη φορά στην Αθήνα, αλλά όχι για καλό – ο αδελφός του Αλέξανδρος, που ζούσε οικογενειακώς εκεί, προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό και διακομίστηκε στο νοσοκομείο όπου κατέληξε στις 21/8, σε ηλικία μόλις 49 ετών. Σε κακή ψυχολογική κατάσταση, καταγράφει σε ημερολόγιο που παραμένει ανέκδοτο τα της ασθενείας και του πρόωρου θανάτου του Αλέξανδρου, κατηγορώντας τους γιατρούς για εσφαλμένους χειρισμούς, γράφει δε μια νεκρολογία γι’ αυτόν στην αλεξανδρινή εφημερίδα «Ταχυδρόμος».
Θα περάσουν σχεδόν τρεις δεκαετίες μέχρι ο Καβάφης να ξαναβρεθεί στην Αθήνα, που σίγουρα την είδε πολύ αλλαγμένη, καθώς είχε μεσολαβήσει η Μικρασιατική Καταστροφή και ο πληθυσμός της είχε αυξηθεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Όμως και ο ίδιος, εν έτει 1932, ήταν πλέον μια εμβληματική προσωπικότητα που είχε ξεσηκώσει πολλά λογοτεχνικά πάθη και που είχε καταξιωθεί πλέον ως ένας κορυφαίος Έλληνας ποιητής – μόνο «πρόβλημα» το ομοερωτικό στοιχείο του έργου του σε καιρούς που η ομοφυλοφιλία αποτελούσε ταμπού ακόμα και για πιο ανεπτυγμένες και εξωστρεφείς κοινωνίες, πόσο μάλλον για την Ελλάδα του ’30, και μέχρι και σήμερα όχι σπάνια αποσιωπάται ή υποβαθμίζεται.
Ουκ ολίγες μπηχτές και άλλοι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί («η Καβαφομανία είναι σύμπτωμα ηθικοκοαισθητικής νοσηρότητας» από την οποία «κάποια απολύμανσις επιβάλλεται» έγραφε, για παράδειγμα, ο Ιωάννης Ζερβός το 1932 στη «Φωνή του Βιβλίου») είχαν γραφτεί σχετικά, ακόμα και σατιρικά σκίτσα σαν αυτό του περιοδικού «Φιλική Εταιρεία» το 1925, όπου απεικονίζεται να ευλογεί εξ ουρανού τον επίσης ανοιχτά ομοφυλόφιλο ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, για τον οποίο έτρεφε ιδιαίτερα αισθήματα (το σκίτσο αυτό έγινε με αφορμή τον αφιερωμένο στον Καβάφη τόμο του περιοδικού «Νέα Τέχνη» που μαζί με το ανάλογο αφιέρωμα του περιοδικού «Κύκλος» το 1932 θεωρούνται σημαντικοί σταθμοί στη βιβλιογραφία του).
Ήταν, βέβαια, τέτοιο το μεγαλείο και τόσες οι ιστορικές και πολιτισμικές αναγωγές της καβαφικής ποίησης ώστε το «πρόβλημα» αυτό μπορούσε με τρόπο να παραμεριστεί. Ωστόσο ο ποιητής δεν έρχεται να επιδαψιλεύσει δάφνες αλλά για σοβαρούς λόγους υγείας –υποφέρει καιρό τώρα από τον λάρυγγά του, κάτι που, σύμφωνα με τον Στρατή Τσίρκα, από τους πρώτους που εντρύφησαν στον βίο του ποιητή, τον έκανε «να κόβει τα τσιγάρα στη μέση, να σωπαίνει όλο και περισσότερο στις συναναστροφές, να καταλαμβάνεται ξαφνικά από μελαγχολία».
Φθάνοντας στις 3 Ιουλίου, καταλύει στο ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ στην Ομόνοια, όπου «τον επισκέπτονταν συνέχεια οι Αθηναίοι λόγιοι, αλλά ο ποιητής έχει χάσει για πάντα «το δώρο που του είχαν χαρίσει οι θεοί, το Λόγο», συνεχίζει ο Τσίρκας. Παρότι έχει διάθεση για κουβέντα, μιλά λίγο και λακωνικά, ρωτά επίσης συχνά για να μιλά ο απέναντί του κι εκείνος να ξεκουράζεται. «Ανθρώπινο ερείπιο αλλά ερείπιο επιβλητικό», τον χαρακτηρίζει ο Θεοτοκάς που επίσης τον επισκέφθηκε, ενώ θα τον ξαναδεί σε δεξίωση που έδωσε προς τιμήν του Καβάφη ο λόγιος Δ.Π. Πετροκόκκινος. Από εκεί μας μεταφέρει ότι ο Αλεξανδρινός ποιητής είχε μελετήσει πολύ την αττική φύση: «Μου έκανε μια αισθητική ερμηνεία των βουνών της Αττικής αληθινά σημαντική. Λυπούμαι που δεν τα έγραψα το ίδιο βράδυ».
Έπιασε όμως με την ευκαιρία, γράφει, κι ένα άλλο προσφιλές του θέμα, «τους ποιητάς των Αθηνών»: «Συγκρίνω τα βουνά της Αττικής με την ποίηση των Αθηνών. Τι σχέση έχουν; Δεν κατηγορώ κανέναν, αλλά… τα βουνά είναι απέριττα, λιτά, διαυγή, ενώ η ποίηση είναι…». Έσκυψε εμπιστευτικά, σοβαρά, ανήσυχα και με κάποιο πείσμα: «Είναι ρωμαντική!». Δεν απέφευγε, πάντως, και τις πολιτικές συζητήσεις που ήταν στην επικαιρότητα καθώς πλησίαζαν οι βουλευτικές εκλογές που προκήρυξε ο Βενιζέλος (έγιναν τον Σεπτέμβριο με απλή αναλογική χωρίς νικητή – ο Παναγής Τσαλδάρης σχημάτισε, ύστερα από διαβουλεύσεις, προσωρινή κυβέρνηση).
Σύντομα ο ποιητής εισάγεται στον Ερυθρό Σταυρό όπου, έχοντας διαγνωσθεί με καρκίνο του λάρυγγα, υποβάλλεται σε τραχειοτομή. Πλέον δεν μιλά καθόλου και με τους επισκέπτες του, όπως ο Κώστας Βάρναλης, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Πέτρος Χάρης, επικοινωνεί μέσω γραπτών σημειωμάτων. Στα μέσα Αυγούστου μεταβαίνει στην Κηφισιά (σε ξενοδοχείο κατά τον Θεόδωρο Γρίβα, σε κλινική κατά τον Τσίρκα) για ανάρρωση. Τα μόνα βιβλία που ζήτησε να του φέρουν ήταν αστυνομικά, «ενθουσιάστηκε δε με τα βιβλία του (George) Siménon που δεν εγνώριζε ως τότε» μαρτυρεί ο επίσης Αιγυπτιώτης φίλος του φυτοπαθολόγος Ιωάννης Σαρεγιάννης.
Ο ίδιος γράφει, επιπλέον, ότι τον Οκτώβριο ο ποιητής επισκέφθηκε την Πηνελόπη Δέλτα με την οποία γνωρίζονταν από παλιότερα ταξίδια της στην Αλεξάνδρεια. Στις 15/10 τον Καβάφη επισκέπτεται ο Σικελιανός και του προσφέρει με ιδιόχειρη αφιέρωση το βιβλίο του Ο τελευταίος ορφικός διθύραμβος».
Μια άλλη μαρτυρία από τις ημέρες της νοσηλείας του είναι αυτή του συγγραφέα Γ.Κ. Κατσίμπαλη, ο οποίος δεν τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση, όπως άλλωστε όλοι οι «παλαμικοί». Σε επιστολή του στον Σεφέρη, όπου παραπονιέται κιόλας ότι ο ποιητής τον είχε κακολογήσει, περιγράφει αφενός (και χωρίς πολλή ευγένεια) τη «φρικτή κατάσταση» του εγχειρισμένου Καβάφη, αφετέρου τη φυσιογνωμία του, που θεωρεί «από τις πιο ενδιαφέρουσες και εντυπωσιακές».
Διακρίνει «δύο παμπόνηρα και σπάνιας διεισδυτικότητας μάτια, με μια γλυκύτητα στο κάτω μέρος του προσώπου», κάνει δε λόγο για «έλλειψη κάθε βάθους, κάθε στοχαστικότητας στην ομιλία του… Σ’ αυτό φαντάζομαι νάχει συντελέσει το περιβάλλον των κολάκων και των κιναίδων που τον περιστοιχίζει στην Αλεξάνδρεια. Οπωσδήποτε δεν τον φανταζόμουνα τόσο κούφιο», εκτιμά, ψέγει κιόλας την «παρέα του Πυρσού» (Δημαράς, Καλαμάρης, Παπατσώνης κ.ά.) που ετοίμαζε ένα πανηγυρικό τεύχος για τον Καβάφη.
Ο Κώστας Ουράνης, αντίθετα, αρθρογραφώντας στο «Ελεύθερον Βήμα», διαμαρτύρεται για την αδιαφορία που επέδειξε το επίσημο κράτος κατά τη διάρκεια της παραμονής του ποιητή στην πρωτεύουσα, χαρακτηρίζοντάς τον «την αυθεντικότερη δόξα των νεοελληνικών γραμμάτων σήμερα». Θα οργανώσει κι αυτός δεξίωση προς τιμήν του (20/10), όπου ο Δημήτρης Μητρόπουλος παίζει στο πιάνο τις «10 Inventions» που εμπνεύστηκε από ισάριθμα καβαφικά ποιήματα. Δύο μέρες μετά δεξίωση για τον ποιητή παραθέτει η Ένωση Λογοτεχνών της Αθήνας, ανακοινώνοντας την τιμητική εγγραφή του ως μέλους της. Είναι η τελευταία του δημόσια εμφάνιση στην πρωτεύουσα προτού αναχωρήσει στις 27/10 με ένα τουρκικό επιβατηγό πλοίο για την Αλεξάνδρεια, όπου λίγους μήνες αργότερα, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (29/4/1933), θα αποδημήσει, στο Ελληνικό Νοσοκομείο της πόλης.
Η σκηνή με τους δεκάδες λογοτέχνες και καλλιτέχνες (ανάμεσά τους οι Τέλλος Άγρας, Κώστας Ουράνης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μάριος Βαϊάνος, Τάκης Παπατσώνης, Μιχάλης Τόμπρος, Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, Τάκης Καλμούχος, Μήτσος Παπανικολάου) που μαζί με το ζεύγος Σεγκόπουλου τον συνοδεύουν μέχρι το λιμάνι του Πειραιά για να τον κατευοδώσουν, παρότι δραματική, φαντάζει τρομερά κινηματογραφική, δεδομένου ότι ο ποιητής θα είχε προφανώς συναίσθηση, όπως και οι συνοδοί του, ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο του ταξίδι εν ζωή και ότι μήτε την Αθήνα επρόκειτο να ξαναδεί – μια Αθήνα που εξακολουθεί, έκτοτε, να ασχολείται ζωηρά μαζί του και στην οποία κατέληξε το μεγαλύτερο μέρος των προσωπικών υπαρχόντων, των γραπτών και του προσωπικού αρχείου του. Όλο αυτό το υλικό, που είναι προσβάσιμο και σε ψηφιακή μορφή, στεγάζεται πλέον στο Αρχείο Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση στην Πλάκα, που εγκαινιάστηκε φέτος τον Νοέμβριο.
Ο Peter Jeffreys και η Gonda Van Steen, αμφότεροι επιμελητές της έκθεσης «Η Αθήνα του Καβάφη» που παρουσιάζεται στο Αρχείο Καβάφη, απαντούν σε τρία ερωτήματα για τη σύνδεση του ποιητή με την πόλη.
— Τι χαρακτηρίζει τη σχέση του Καβάφη με την Αθήνα; Ποια θέση κατέχει στο προσωπικό του σύμπαν;
Peter Jeffreys: Η Αθήνα κατέχει ξέχωρη θέση στο προσωπικό σύμπαν του Καβάφη. Στον ποιητικό του κόσμο προτιμά την ελληνική περιφέρεια από το κλασικό κέντρο και, ιστορικά μιλώντας, ενδιαφέρεται περισσότερο για τις μεταγενέστερες της κλασικής εποχής φάσεις της ελληνικής ιστορίας. Ένα πρώιμο ποίημα που διαδραματίζεται στην Αθήνα είναι το «Ο Οράτιος εν Αθήναις» (1893/1897) το οποίο απεικονίζει μια δραματική σκηνή όπου ο Οράτιος εξασκεί τις γλωσσικές του ικανότητες ενώπιον της Αθηναίας εταίρας Λέας. Είναι δελεαστικό να διαβάσει κανείς αυτό το ποίημα ως ένα ειρωνικό σχόλιο για το γλωσσικό ζήτημα που δίχασε τους Έλληνες και δημιούργησε πολλές προκλήσεις για τον ίδιο τον ποιητή, ιδίως ανάμεσα στην αθηναϊκή διανόηση.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο ποίημα με αθηναϊκό υπόβαθρο είναι ο «Ηρώδης Αττικός» (19/11/1912) όπου η πόλη περιγράφεται σχετικά άδεια, αφού ο Ηρώδης έχει τραβήξει όλους τους νέους Αθηναίους στην εξοχή. Η επιστροφή του στην πόλη με τους οπαδούς του είναι ένα κριτικό σχόλιο για το πώς ο ελληνισμός μπορεί να αναχθεί σε μια κοινωνική παράσταση ή θέαμα. Νομίζω ότι τα σημαντικότερα κείμενα του Καβάφη με αθηναϊκή θεματολογία είναι τα δημοσιογραφικά δοκίμιά του που ζητούν την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα (1891). Παρότι γράφτηκαν προτού επισκεφθεί την ελληνική πρωτεύουσα, δείχνουν τον βαθύ σεβασμό του για τις αρχαιότητες της Αθήνας. Δεδομένου ότι σήμερα η συζήτηση για το θέμα αυτό έχει ενταθεί ιδιαίτερα, πάντα εκπλήσσομαι όταν θυμάμαι πως ο Καβάφης έγραψε ένα δοκίμιο με τον ρητό τίτλο «Δώστε πίσω τα Ελγίνεια».
Gonda Van Steen: Ο Καβάφης ενδιαφερόταν έντονα για το αθηναϊκό θέατρο. Παρακολουθούσε συχνά θεατρικές παραστάσεις κατά τις επισκέψεις του στην πόλη, ενώ περιστασιακά συνέλεγε θεατρικά προγράμματα. Για παράδειγμα, βρίσκουμε στο αρχείο του το πρόγραμμα μιας κωμικής όπερας που ανέβηκε με γαλλικό θίασο στο Φάληρο το 1901. Τον βλέπουμε να συναναστρέφεται με τον θεατρικό συγγραφέα Γρηγόριο Ξενόπουλο και με το ζεύγος Σικελιανού, που αργότερα θα οργανώσει τα Δελφικά Φεστιβάλ (1927 & 1930). Ο Ίων Δραγούμης επιθυμεί να συστήσει τον Καβάφη στη γνωστή ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Μαρίκα Κοτοπούλη (επίσης καταγεγραμμένη στην έκθεση). Επιπλέον, ο Καβάφης είναι ενήμερος για τη μουσική ερμηνεία των ποιημάτων του από τον Δημήτρη Μητρόπουλο, τις λεγόμενες «10 Ιnventions».
— Άραγε, πώς αντιμετώπιζε μια ιστορική πόλη, η οποία όμως, ακόμη και στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν σχεδόν χωριό συγκριτικά με την Αλεξάνδρεια ή την Κωνσταντινούπολη;
P.J.: Από το ημερολόγιο στο οποίο καταγράφει την επίσκεψή του το 1901 βλέπουμε ότι ο Καβάφης κάθε άλλο παρά συγκαταβατικά αντιμετώπιζε την πραγματική πόλη. Αγαπούσε διάφορες πτυχές της Αθήνας, κυρίως τις αρχαιότητές της (αποκαλούσε την Ακρόπολη «μεγαλειώδη») αλλά και τα ξενοδοχεία, τα θέατρα, την αστική αρχιτεκτονική, τις εκκλησίες, τα μουσεία, τα καφέ και την πνευματική διέγερση που έβρισκε στην παρέα των Αθηναίων. Όπως έγραψε αργότερα στη Μαριγώ, σύζυγο του ξαδέλφου του Ιωάννη, πήγαινε στην Αθήνα «σαν σε μια Μέκκα», εννοώντας ότι η επίσκεψή του στην ελληνική πρωτεύουσα αποτελούσε ένα πνευματικό και πολιτιστικό προσκύνημα που απαιτούσε ευλαβική στάση. Αυτό αποτυπώνεται σε πολυάριθμες καταχωρίσεις αυτού του πλούσιου ταξιδιωτικού ημερολογίου.
GvS: Αυτό που ο Καβάφης καταλόγιζε ως μειονέκτημα στην Αθήνα ήταν κατά βάση η πλημμελής ιατρική περίθαλψη που επιφυλάχθηκε στον αδελφό του αλλά και στον ίδιο, παρόλο που ταξίδεψε ως εκεί για να υποβληθεί σε επέμβαση (τραχειοτομή) για τον καρκίνο του λάρυγγα. Σημειώνει ότι οι γιατροί δεν αντιμετώπισαν επαρκώς τον τυφοειδή πυρετό του αδελφού του Αλέξανδρου, ο οποίος πέθανε εκεί το 1905. Η ραγδαία επιδείνωση και της δικής του υγείας ήταν η αιτία για το τρίτο ταξίδι του στην Αθήνα. Παρόμοιες ανησυχίες επανέρχονται όταν ο Καβάφης θέτει ερωτήματα για τη δική του περίθαλψη στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του τον Απρίλιο του 1933.
— Ποιες ήταν οι σημαντικότερες επαφές, κάποια πιο ιδιαίτερα σχετικά με την Αθήνα ντοκουμέντα και αντικείμενα του ποιητή που εκτίθενται στο Αρχείο Καβάφη;
P.J.: Θεωρώ ότι ο Αντώνης Μπενάκης είναι μία από τις σημαντικότερες αθηναϊκές επαφές του. Οι δύο άνδρες γνωρίζονταν καλά στην Αλεξάνδρεια, αλλά η μόνιμη μετακόμιση του Μπενάκη στην Αθήνα έδωσε μια άλλη διάσταση στη σχέση του Καβάφη με την πόλη. Το ενδιαφέρον και το γούστο του Καβάφη για την ανατολική/ασιατική τέχνη, όπως αντανακλάται στα υπάρχοντά του, δεν θα μπορούσε φυσικά να ανταγωνιστεί τη δυνατότητα του Μπενάκη ως συλλέκτη από οικονομικής πλευράς, αλλά είναι ενδιαφέρον να έχουμε κατά νου το προηγούμενο ορισμένων Ελλήνων της διασποράς που δημιούργησαν αξιόλογες συλλογές έργων τέχνης, οι οποίες αργότερα δωρίστηκαν σε μεγάλα πολιτιστικά ιδρύματα. Εκτός του Μπενάκη, σε αυτούς περιλαμβάνονταν ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης και ο Γεώργιος Ευμορφόπουλος, άνθρωποι με τους οποίους η οικογένεια Καβάφη διατηρούσε κατά καιρούς οικογενειακές, κοινωνικές και επιχειρηματικές σχέσεις.
Στα αντικείμενα του Καβάφη διακρίνω μια τυπική ανατολίτικη αισθητική, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «μουσειακό ήθος», το οποίο προέρχεται από τη διασταύρωση εμπορίου, πλούτου και πολιτισμού που διέθεταν αυτοί οι ευεργέτες. Πιστεύω ότι η οικονομική πτώση της οικογένειας Καβάφη ανάγκασε τον ποιητή να προσκολληθεί στα οικογενειακά κειμήλια και στα υλικά αγαθά με έναν μάλλον νοσταλγικό τρόπο – αποτελούσαν τη δική του «συλλογή» πολύτιμων αντικειμένων, όπως άλλωστε ήταν. Έτσι βλέπω την εκλεκτική σειρά αντικειμένων (αγγεία, αγάλματα, χαλιά, ταπισερί, τραπέζια κ.λπ.) που αποτελούν τα προσωπικά του αντικείμενα.
Συμμεριζόταν με τον δικό του τρόπο τα εκλεπτυσμένα αισθητικά γούστα αυτών των φιλόδοξων συλλεκτών, παρότι πρακτικά δεν μπορούσε να τους ανταγωνιστεί. Ο Μπενάκης έδειχνε συχνά τα αποκτήματά του στον Καβάφη και παρέμεινε κρυφός ευεργέτης του ποιητή. Περιέργως, ο Καβάφης δεν δέχτηκε ποτέ την πρότασή του να επιδοτήσει την έκδοση ενός τόμου με την ποίησή του. Οι σχέσεις του Καβάφη με τους Μάριο Βαϊάνο και Ναπολέοντα Λαπαθιώτη είναι επίσης κομβικές για τη λογοτεχνική του άνοδο στην Αθήνα, κάτι για το οποίο εργάστηκε επιμελώς τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του.
Ο ειδικός τόμος της «Νέας Τέχνης» του 1924 αποτελεί ορόσημο για την εδραίωση της ποιητικής του φήμης, η οποία δεν ήταν χωρίς αντιπαραθέσεις. Ο Καβάφης εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις ανιδιοτελείς προσπάθειες του Βαϊάνου για την προβολή του και ήταν κάπως ερωτευμένος με τον Λαπαθιώτη, ο οποίος τον είχε επισκεφθεί στην Αλεξάνδρεια. Οι συνομιλίες του με αυτούς τους αφοσιωμένους ακολούθους καταγράφουν την περίπλοκη διαπροσωπική δυναμική του δικτύου υποστηρικτών του, οι οποίοι τον υπερασπίστηκαν σθεναρά απέναντι στο ρεύμα του «αντικαβαφισμού».
Όσον αφορά τα σημαντικά αρχειακά αντικείμενα, η επιστολή του Καβάφη προς τον Μπενάκη σχετικά με την ασθένειά του και το συλλυπητήριο τηλεγράφημα του Μπενάκη προς τον Αλέκο Σεγκόπουλο τεκμηριώνουν την εξέχουσα σχέση μεταξύ αυτών των δύο ανδρών που τους συνέδεε ένας βαθύς δεσμός που αφορούσε την εκτίμηση των πολιτιστικών αγαθών: ο ένας τα εξέθετε στο μουσείο του και ο άλλος τα παρουσίαζε ευφάνταστα στην ποίησή του.
GvS: Η έκθεση περιλαμβάνει μια πλούσια συλλογή δειγμάτων από την προσωπική αλληλογραφία του Καβάφη που αναδεικνύουν το ευρύ φάσμα των δεσμών του με επιφανείς Αθηναίους. Αρκετοί συγγραφείς, ανάμεσά τους η Γαλάτεια Καζαντζάκη, του αφιέρωσαν τα νέα τους βιβλία, συνοδευόμενα με χειρόγραφες αφιερώσεις στον ποιητή. Ο Άγγελος Σικελιανός του αφιέρωσε τον Τελευταίο Ορφικό Διθύραμβο (1932), ο Κώστας Καρυωτάκης τα Νηπενθή (1921), ο Μιλτιάδης Μαλακάσης τα Αντίφωνα (1931) και ο Γιώργος Θεοτοκάς τις Ώρες Αργίας (1931).
Διατηρούσε, βέβαια, και προσωπικούς δεσμούς με την Αθήνα: ο αδελφός του Αλέξανδρος ζούσε στην πόλη και πέθανε εκεί, η νονά και ξαδέλφη του Αμαλία Πάππου επίσης. Επομένως, φαντάζει μάλλον περίεργο το γεγονός ότι μεταξύ του 1905 (θάνατος Αλέξανδρου) και του 1932, οπότε έκανε το τελευταίο του ταξίδι ο ποιητής, δεν επισκέφθηκε καθόλου την πόλη. Ιδιαίτερη μνεία θα έκανα και στις λεγόμενες νοσοκομειακές του σημειώσεις. Ο κατά τα άλλα πολύ προσεκτικός, εκλεπτυσμένος γραφικός χαρακτήρας του Καβάφη γίνεται μια δύσκολη στην αποκρυπτογράφησή της μουτζούρα το 1932, όταν υποβάλλεται σε θεραπεία για τον καρκίνο. Ένα από τα σημειώματα που εκτίθενται γράφει: «Επιτέλους θα επανέρθει η φωνή, αλλά μπορεί ν’ αργήσει», κάτι που δείχνει πώς προσκολλάται μεν στην ελπίδα, αλλά ίσως και ότι αναλογίζεται το αναπόφευκτο, που δεν θα αργούσε.
Ο Peter Jeffreys είναι αναπληρωτής καθηγητής Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Suffolk University της Βοστώνης.
Η Gonda van Steen είναι κάτοχος της έδρας Κοραή του τμήματος Σύγχρονης Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου, θα είναι επίσης η μία εκ των δύο επιμελητριών του φετινού Διεθνούς Θερινού Σχολείου Καβάφη με θεματική «Kαβάφης, θέατρο και επιτελεστικότητα».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 18.12.2023