Συγχώρεσέ με για τη διακοπή των πολλών ημερών. Με τάβλιασε η γρίππη των χοίρων (ή μία παραλλαγή της, ανάλογα με το γιατρό) για δυόμισι βδομάδες. Αλλά έτσι σου λένε είν' αυτά. Ταξιδεύεις στα πιο απίθανα μέρη και δεν παθαίνεις τίποτα. Γύρω σου παρελαύνουν χολέρες, δυσεντερίες, τέτανοι, μαλάριες και ζωύφια χαμερπή και δηλητηριώδη, αλλά έχεις την προσοχή σου στο έπακρο και προσέχεις κάθε σου βήμα. Διασχίζεις έτσι αλώβητος τα άγνωστα νερά.
Εκεί που την παθαίνεις είναι στα οικεία μέρη. Εφησυχάζεις, και ιοί και ασθένειες κάθε λογής σου την πέφτουν στα μουλωχτά. Στην Αθήνα ή τη Ζάκυνθο, την ιδιαίτερη πατρίδα μου, την άρπαξα λίγο πριν το Πάσχα τη διάσημη αυτή γρίππη. Αν αναρωτιόσουν σε διαβεβαιώ, όχι, δεν έχει εξαφανιστεί και σου στέλνει τους χαιρέκακους χαιρετισμούς της. Και μη χοιρό-τερα θα μου πεις. Αν μη τι άλλο τόσες μέρες ανήμπορος να γράψω ή να διαβάσω, βαρέθηκα θανασίμως. Η πλήξη στο απόλυτό της και η εξάντληση σε βαθμό πρωτόγνωρο.
Κατάλαβα ξαφνικά πως δεν ήξερα τίποτε για την Πόλη, σημερινή ή ιστορική, και ντράπηκα. Δεν είναι παράδοξο να χεις φάει Λονδίνο, Παρίσι, Βαρκελώνη με το κουτάλι, να χεις ταξιδέψει σε πολύ μακρινότερα μέρη, και μιας πόλης τόσο κοντινής, τόσο συνδεδεμένης με τη δική σου ιστορία, να μην έχεις καλοκοιτάξει ούτε το χάρτη της;
Και διασκεδάζω κάθε φορά που, έτσι για να περνά η ώρα, ανακαλώ τις μέρες εκείνες του 2001 που δούλευα στο κρουαζιερόπλοιο. Γελάω σαν θυμάμαι πόσο στράβωσα, όταν η δεύτερη Ιντιφάντα και τα συνεχή τυφλά χτυπήματα αυτοκτονίας στο Ισραήλ μας έκλειναν τη Μέση Ανατολή. Αντί να προσθέσει στο κλασικό δρομολόγιο νησιά-τουρκικά παράλια τη Βηρυτό και το Τελ Αβίβ, που πέθαινα τότε να ξαναπερπατήσω, η εταιρία άλλαξε τα σχέδιά της και διάλεξε την Κωνσταντινούπολη.
Από την παιδική μου επίσκεψη εκεί δεν είχα καλές μνήμες, ενώ ο προορισμός δε μου διήγειρε την περιέργεια. Το πήρα όμως απόφαση – μπορούσα κι αλλιώς; – κι άρχισα το διάβασμα για την Πόλη. Ας μάθω τίποτα, σκέφτηκα, να αξιοποιήσω την περιέργειά μου κατά τη μιάμιση μέρα που το πλοίο θα άραζε στο Γαλατά.
Πρέπει να σου πω πως όταν περνάς την κάθε σου μέρα μέσα σε ένα πλοίο, μήνες ολόκληρους, αυτές οι περιοδικές έξοδοι είναι μια αλλαγή που την καρτεράς γεμάτος ανυπομονησία. Καθώς δούλευα στο λογιστήριο (όχι, ας πούμε, ως ξεναγός), στα περισσότερα νησιά η έξοδός μου στο πλοίο περιοριζόταν σε μια επίσκεψη στο τοπικό λιμεναρχείο. Επί μήνες στη Σαντορίνη δεν κατέβηκα ποτέ, στη Μύκονο ελάχιστα, στην Πάτμο και το Ρέθυμνο για καμμιά βουτιά κοντά στο λιμάνι.
Μόνο στη Ρόδο, μια φορά την εβδομάδα, χανόμουν για τρεις – τέσσερις ώρες στα σοκάκια της Παλιάς Πόλης μαγεμένος. Γνώρισα τα στενά αυτά με τα μεσαιωνικά σπίτια ένα ένα, ξετρύπωσα όλες τις βυζαντινές και ιπποτικές εκκλησίες, τις συναγωγές και τα τεμένη, ξεχασμένα αρχοντόσπιτα και καταρρέοντα λουτρά. Γνώρισα τη Λουτσία Μοντιάνο, την Εβραία γιαγιά που φυλούσε τη Συναγωγή, μια από τους ελάχιστους Ροδίτες Εβραίους που απέμεναν στο νησί. Ζει άραγε ακόμη; Και την Αϊσέ Χανούμ, μια ηλικιωμένη Τούρκισσα της Παλιάς Πόλης, που με κερνούσε κάθε φορά τούρκικο καφέ και ξυλάκι παγωτό όποτε περνούσα να της κάνω επίσκεψη. Και μου λεγε και τον καφέ. Άραγε στο stop-over στην Πόλη, πολύ μακρύτερο χρονικά από τη σκάλα στη Ρόδο, τι εκπλήξεις με περίμεναν;
Οι πρώτες εκπλήξεις άρχισαν με το διάβασμα. Έστειλα στον πατέρα μου στην Αθήνα να μου ψωνίσει οδηγούς. Με συνάντησε στον Πειραιά και, πέρα από τον Lonely Planet (γεμάτο πρακτικές πληροφορίες και στεγνό κατά τα λοιπά), μου έφερε δύο γαλλικούς οδηγούς. Πραγματικά δε θυμάμαι ποιοι ήταν, καθώς ηλιθιωδώς τους έχασα σε κάποια μετακόμιση. Διαβάζοντας λοιπόν στο πλοίο, η Πόλη άρχισε γρήγορα να με ερεθίζει.
Από το παιδικό μου ταξίδι, περιττό να σου πω, κρατούσα ελάχιστες και απολύτως ακαθόριστες εικόνες. Είχα βέβαια διαβάσει τη Λωξάνδρα και το Λεωνή (το ωραιότερο ημι-αυτοβιογραφικό έργο που έχει γραφεί για την Πόλη), είχα ακούσει για «την ωραίαν του Πέραν» και δει την ταινία Τόπκαπι. Άλλο όμως είναι να διαβάζεις για τη Μεγάλη Οδό του Πέραν σε ένα βιβλίο, που μάλιστα δεν την περιγράφει, και άλλο να τη δεις. Άλλο να διαβάζεις για τα βαποράκια των συγκοινωνιών της Πόλης και άλλο να βρεθείς μέσα τους.
Οι οδηγοί με βοήθησαν να κατατοπιστώ στην ιδιαίτερα περίπλοκη Πολίτικη τοπογραφία, όπου τρεις υδάτινες μάζες χωρίζουν τρεις διακριτές ζώνες ξηράς. Διάβασα για το γενοβέζικο παρελθόν του Γαλατά, για το μεγαλοαστικό και κοσμοπολίτικο Σταυροδρόμι του Πέραν. Ο οδηγοί με πληροφορούσαν πως ολόκληρες νησίδες αρχιτεκτονικής της Μπελ Επόκ στέκονταν σχεδόν ακέραιες στο κέντρο της Πόλης, που ήταν εξάλλου γεμάτο με τις μνήμες ενός κοσμοπολιτισμού που πεθαίνει, αλλά δεν έχει ακόμα εξαφανιστεί ολοκληρωτικά: έβλεπα τους χάρτες γεμάτους εκκλησίες όλων των δογμάτων και συναγωγές. Ξετρύπωσα δύο Βυζαντινά παλάτια που δεν είχα ιδέα πως σώζονταν, και έμεινα εμβρόνητος με τις φωτογραφίες των ψηφιδωτών στη Μονή της Χώρας.
Κατάλαβα ξαφνικά πως δεν ήξερα τίποτε για την Πόλη, σημερινή ή ιστορική, και ντράπηκα. Δεν είναι παράδοξο να χεις φάει Λονδίνο, Παρίσι, Βαρκελώνη με το κουτάλι, να χεις ταξιδέψει σε πολύ μακρινότερα μέρη, και μιας πόλης τόσο κοντινής, τόσο συνδεδεμένης με τη δική σου ιστορία, να μην έχεις καλοκοιτάξει ούτε το χάρτη της; Παραδέχτηκα πως είναι. Είναι λες και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την Έξοδο, μετά τη φυγή από την Πόλη σε αλλεπάλληλα κύματα οι Έλληνες της γύρισαν την πλάτη. Έκαναν την κατάρα του δημοτικού τραγουδιού, που καλεί τον ήλιο να μην ξαναφέξει στην Πόλη. Και τη λατρεία της Κωνσταντινούπολης διαδέχτηκε η επιδεικτική αδιαφορία, που κράτησε δεκαετίες, για την Ιστάνμπουλ του σήμερα....
Σοκ πρώτο λοιπόν οι οδηγοί. Η διάθεσή μου άλλαξε ριζικά – μέσα σε λίγες μέρες άρχισα να ανυπομονώ να φτάσω στην Κωνσταντινούπολη. Δεύτερο σοκ, ακόμα μεγαλύτερο, ήταν η θριαμβική είσοδος στην πόλη αυτή των δύο ηπείρων. Είχα την τύχη – χάρη στο κρουαζιερόπλοιο – να την προσπελάσω με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο: δια θαλάσσης, ανεβαίνοντας τα Δαρδανέλλια και διασχίζοντας τη θάλασσα του Μαρμαρά. Οι περισσότεροι δεν έχουν το χρόνο ή δε βρίσκουν ευκαιρία να κάνουν αυτό το ταξίδι, και, για να σου πω την αλήθεια, δεν έχω ιδέα αν υπάρχουν ακόμη κρουαζιερόπλοια που από τον Πειραιά πηγαίνουν στην Πόλη. Ένα πράγμα έχω μόνο να σου πω, αν ποτέ σου δοθεί η ευκαιρία να κάνεις αυτή τη διαδρομή να μην την χάσεις!
Χαράματα το πλοίο μπήκε στα Δαρδανέλλια και ο διάλος μπήκε μέσα μου. Δεν μπορούσα να καθίσω στην καρέκλα, έβγαινα στο κατάστρωμα συνέχεια και χάζευα τη θέα. Ο αρχιλογιστής με συνελάμβανε κάθε τόσο να ατενίζω. «Πάλι εδώ είσαι εσύ; Μμμμμ». Αυτό ήταν το στοχαστικό μούγκρισμα. Ο αρχιλογιστής είχε δύο, το στοχαστικό και το απειλητικό, και ήταν must να ξέρεις να τα ξεχωρίζεις, γιατί το δεύτερο προμήνυε μπόρα. Προς το παρόν, πάντως, διασκέδαζε με το έκδηλο και αδηφάγο ενδιαφέρον μου. «Τι έγινε; Δε θέλαμε να πάμε και τώρα ανυπομονούμε;»
Τα Δαρδανέλλια, μια στενή υδάτινη λεωφόρος γεμάτη μεγάλα πλοία, και γύρω μας κι από τις δυο πλευρές η στεριά. Καθώς πλησιάζαμε στην πόλη των Δαρδανελλίων, ο Ύπαρχος με πέτυχε στο κατάστρωμα και μου έδωσε τα κυάλια να δω καλύτερα το φρούριο του Κιλίτ Μπαχίρ, την κλείδα της θαλάσσης, που έχει σχήμα καρδιάς.
Η θάλασσα του Μαρμαρά, δικαιολογώντας το όνομά της, απλώθηκε ολόγυρά μας σαν απέραντη πλάκα από στιλπνό γαλάζιο μάρμαρο. Το παραμικρό ίχνος κυματισμού δεν τάραζε τη λεία της επιφάνεια. Η δουλειά στο λογιστήριο ελάχιστη και εγώ ανεβοκατέβαινα στο κατάστρωμα. Μέχρι το απόγευμα πλέαμε πάνω στο στιλπνό γαλάζιο μάρμαρο, ώσπου ξαφνικά φάνηκαν – πρώτα στην Ευρώπη – οι συνοικίες της αχανούς μεγαλούπολης.
Αργότερα, πολύ αργότερα, φάνηκαν τα Πριγκηπόνησα, δασωμένοι βράχοι που νομίζεις κάποιος τους έσπειρε μες στο νερό, ενώ το πλοίο αγκυροβόλησε στο Γαλατά δύο και πλέον ώρες αφού φάνηκαν τα πρώτα προάστεια. Τότε δεν είχα ακόμη εξοικειωθεί με το πόσο τεράστια είναι μια μητροπολιτική έκταση δεκαεπτά εκατομμυρίων. Σήμερα το τεράστιο μέγεθός της το συνειδητοποιώ καθώς βλέπω το πολύχρωμο, κακοχυμένο τσιμέντο της να απλώνεται για χιλιόμετρα στη βαρετή, γκρίζα πεδιάδα της Θράκης.
Όσο πλησιάζαμε τόσο ανυπομονούσα, και ανεβοκατέβαινα από το λογιστήριο στα πάνω καταστρώματα. Τελικά το πλοίο πέρασε μπροστά από την ιστορική χερσόνησο, παρέπλευσε τον πύργο του Λεάνδρου στην Ασιατική ακτή και σταμάτησε για λίγα λεπτά στα ανοικτά του Σαράι Μπουρνού. Απέναντί μας η είσοδος του Βοσπόρου με την Πρώτη Γέφυρα. Η Μαρλέν, η ξεναγός, εξηγούσε στους επιβάτες τι έβλεπαν να απλώνεται γύρω τους. ανάμεσά τους είχα τρυπώσει κι εγώ στο πάνω κατάστρωμα, στήλη άλατος μπροστά στην ασύλληπτη ομορφιά. Το κρουαζιερόπλοιο παρέπλευσε τελικά το Σαράι Μπουρνού, μπήκε στην είσοδο του Κερατίου και στάθμευσε στο Γαλατά. Η καρδιά μου χτυπούσε μανιωδώς όταν γύρισα στο λογιστήριο. Πολλή ώρα έλειπες, είπε ο αρχιλογιστής και μούγκρισε, αλλά πάλι δεν ήταν το απειλητικό. Μάλλον τον διασκέδαζε η περίπτωσή μου.
Τελείωσα όσες εκκρεμότητες είχα με μια ταχύτητα που με εντυπωσίασε και μένα τον ίδιο. Οι άλλοι λογιστές έπαιζαν χαρτιά, βαριούνταν, δεν είχαν διάθεση να βγουν. Πήρα το πάσο που μας είχαν μοιράσει σε όλο το πλήρωμα και που είχε θέση διαβατηρίου (το αυθεντικό το είχαμε φυλάξει) και κατέβηκα στην προκυμαία του Γαλατά. Πέρασα τα τελωνεία και βγήκα στην Πόλη. Και τότε άλλαξαν τα πάντα. Γιατί προκειμένου για την Πόλη δεν είναι ο πηγαιμός, παρότι τόσο εντυπωσιακός, που αξίζει περισσότερο, αλλά η ίδια η Ιθάκη.
___________
Από τη στήλη που διατηρούσε ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας στo LIFO.gr «Life of a nomad»