Τα τελευταία χρόνια κατοικώ στη Σπάρτη. Το σπίτι μου βρίσκεται κεντρικά στην πόλη, συγκεκριμένα στο βορειοδυτικό τμήμα της, βλέπει στον Ταΰγετο, καθοριστικό παράγοντα στη γενικότερη επιλογή τόπου διαμονής.
Πηγαίνω καθημερινά στον Ταΰγετο και αθλούμαι. Υπάρχουν πολλές επιλογές: καλντερίμια, ελατοδάση, πλαγιές με θέα την Καστροπολιτεία του Μυστρά και την κοιλάδα, ακόμα και παραποτάμιες διαδρομές ανάμεσα σε φαράγγια· βγαίνω σε δρόμους που με κάνουν να αισθάνομαι κάθε φορά πως ταξιδεύω σε άλλον προορισμό. Αφήνω το κινητό μου στο αυτοκίνητο και ακολουθώ αυτές τις διαδρομές για να καθαρίσει το μυαλό μου. Αυτό που με κρατά ήρεμο σωματικά και ψυχικά, αλλά παράλληλα δραστήριο, είναι η άθληση στο βουνό.
Είναι εκεί που χάνω και ξαναβρίσκω τον εαυτό μου. Σαν να ανακαλύπτω νέα στοιχεία της προσωπικότητάς μου σε κάθε νέο μονοπάτι που επιλέγω, σαν να καταφέρνω να αποκόπτομαι από όλα, αλλά παράλληλα να συνδέομαι με όσα έχω βαθιά κρυμμένα. Τον χειμώνα απολαμβάνω τις διαδρομές των εκατοντάδων μονοπατιών που έχουν χιονισμένα έλατα και φόντο τα πανέμορφα χωριά. Το καλοκαίρι η διαφορά θερμοκρασίας από την πόλη και τα έντονα αρώματα βοτάνων με κάνουν να καταλήγω πάλι στον Ταΰγετο.
Η Σπάρτη, με τις μικρές αποστάσεις, τον ήρεμο τρόπο ζωής, τις άμεσες φιλίες που ευνοεί και την καθημερινότητα χωρίς πολλές εκπλήξεις προσφέρει μια ποιότητα ζωής που δύσκολα θα έβρισκε κάποιος σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο.
Ανήκω στη γενιά του Μνημονίου. Βγαίνοντας στην αγορά έπεσα στην οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της αρχικά με οδήγησαν στη σκέψη της μετανάστευσης στο εξωτερικό. Όμως, σκέφτηκα πως πριν προβώ σε αυτό το διάβημα, όφειλα να δώσω μια ευκαιρία στον τόπο όπου γεννήθηκα. Με πυξίδα την αγάπη μου γι’ αυτόν, ξεκίνησα ένα ταξίδι γεμάτο σκέψεις, όνειρα και επιχειρηματικές ιδέες που ήμουν σίγουρος ότι θα ευδοκιμούσαν στη Σπάρτη.
Η Σπάρτη έχει την ιδιαιτερότητα να είναι χτισμένη στους πρόποδες δύο βουνών, του Ταΰγετου και του Πάρνωνα, να τη διασχίζει ο Ευρώτας, και όλα αυτά στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής χώρας. Νιώθω πως όλη η ομορφιά της πηγάζει από το πόσο αρμονικά συνυπάρχουν τα αντιφατικά αυτά στοιχεία της φύσης.
Αν θέλαμε να επισκεφτούμε τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της, θα έβαζα τις εξής κουκκίδες σε μια διαδρομή που ξεκινά από την αρχαιότητα και συνεχίζει μέχρι σήμερα. Η αφετηρία αυτής της διαδρομής θα ήταν το βόρειο σύνορο της πόλης, η λοφώδης περιοχή της ακρόπολης της αρχαίας Σπάρτης με το αρχαίο ρωμαϊκό θέατρο που διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση και έχει δώσει σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα για την ιστορία της εποχής. Ο επισκέπτης, μόλις φύγει από την ακρόπολη, θα βρεθεί στο τέλος της οδού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, όπου έχει στηθεί το επιβλητικό ορειχάλκινο άγαλμα του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα, που έχει φτιάξει ο γλύπτης Β. Φαληρέας.
Περπατώντας κατά μήκος της οδού, συναντάς την Κουμαντάρειο Πινακοθήκη, ένα νεοκλασικό κτίριο που φιλοξενεί περιοδικές και μόνιμες εκθέσεις με τις κυριότερες καλλιτεχνικές τάσεις και θέματα της νεοελληνικής τέχνης. Επόμενη στάση, η Οικία των Ψηφιδωτών, όπου φιλοξενούνται τα περίτεχνα ρωμαϊκά ψηφιδωτά (τέλη 3ου-αρχές 4ου αι.) «Η αρπαγή της Ευρώπης» και «Ορφέας ως γητευτής ζώων». Στη συνέχεια περνάμε από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης που έχει ευρήματα από τη νεολιθική έως και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή. Στις επτά αίθουσές του στεγάζονται έργα γλυπτικής, επιγραφικά κείμενα, ρωμαϊκά ψηφιδωτά δάπεδα καθώς και ευρήματα των μεγάλων ιερών της πόλης.
Θα πρότεινα, έπειτα, μια βόλτα στην κεντρική πλατεία της Σπάρτης, όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει ένα από τα σημαντικότερα νεοκλασικά κτίρια, χτισμένο στη δυτική της πλευρά, το δημαρχείο της πόλης. Θα συνέχιζα τη διαδρομή αυτή περνώντας από το Μουσείο Ελιάς και Λαδιού, έναν χώρο που μας ταξιδεύει στην ιστορία της ελαιοπαραγωγής της πόλης, αναδεικνύοντας πόσο στενά συνυφασμένη είναι η ελιά με την ταυτότητα τόσο του τόπου όσο και της χώρας. Από εκεί θα έφτανα στη Μητρόπολη της Σπάρτης και το παλαιότερο πάρκο της, όπου θα μπορούσε κανείς να δει και το άγαλμα του νομοθέτη της αρχαιότητας Λυκούργου.
Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται το Μανουσάκειο Μουσείο Αστικού και Λαϊκού Βίου που λειτουργεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Εκθέσεις, αναπαραστάσεις εσωτερικών χώρων, έπιπλα, ενδυμασίες και κειμήλια στεγάζονται στο νεοκλασικό του κτίριο, προσφέροντας στον επισκέπτη μια εικόνα της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής των Σπαρτιατών.
Αφήνω τον Μυστρά για το τέλος ως το μεγαλύτερο τοπόσημο της πόλης μας. Εκεί θα πήγαινα έναν επισκέπτη που θα ήθελα να καταλάβει αμέσως τον τόπο μου. Θα ξεκινούσα από την πόλη, οδηγώντας στον επαρχιακό δρόμο Σπάρτης - Μυστρά, μια διαδρομή που από την αρχή της αχνοφαίνεται η καστροπολιτεία. Το κάστρο είναι από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα της πόλης, μνημείο τόσο των βυζαντινών χρόνων –στη Μητρόπολη του Αγίου Δημητρίου ορκίστηκε ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος– όσο και των μεταβυζαντινών, οπότε το Δεσποτάτο του Μυστρά κράτησε ζωντανό το πνεύμα του Βυζαντίου και υπήρξε σημαντικό κέντρο ανάπτυξης· κατοικούνταν έως και το 1834, όταν, με απόφαση του βασιλιά Όθωνα, χτίστηκε η σύγχρονη πόλη της Σπάρτης.
Μια στάση στο Μοναστήρι της Παντάνασσας είναι αναγκαία χάρη στις ιδιαίτερες τοιχογραφίες και τη θέα της πόλης από ψηλά που προσφέρει ο προαύλιος χώρος ανάμεσα στις βουκαμβίλιες. Επιλέγω αυτό το σημείο γιατί, αν αφήσεις το βλέμμα σου να ταξιδέψει, μπορεί να «ζήσει» το παρελθόν της πόλης, να αναβιώσει τον ρου της Ιστορίας ανάμεσα στα χαρακτηριστικά πλακόστρωτα μονοπάτια του Βυζαντίου, ενώ μπορεί παράλληλα να θαυμάσει τη σύγχρονη πόλη στο βάθος.
Θα ήθελα να μιλήσω για τρεις ανθρώπους που κατά τη γνώμη μου νοιάζονται, αγαπούν και παλεύουν γι’ αυτή την πόλη. Θα ξεκινήσω από τον Anser, έναν από τους πιο διάσημους και αναγνωρισμένους ράπερ της Ελλάδας με ένα από τα καλύτερα flow, όπως όλοι τονίζουν. Το ιδιαίτερο σε αυτόν τον άνθρωπο είναι το ότι έχει αποφασίσει να ζει στη Σπάρτη, ο τρόπος που μιλάει, γράφει και ραπάρει γι’ αυτήν.
Είναι αξιοσημείωτο το ότι ενώ κάνει αυτό που αγαπά –μουσική–, έχει επιλέξει να ζει, να εργάζεται και να εμπνέεται από αυτήν τη μικρή επαρχιακή πόλη. Φέρνει τη Σπάρτη στο προσκήνιο της μουσικής του είτε μέσω των τραγουδιών του –π.χ. το «Χαμαρέτου» είναι ένας δρόμος στη Σπάρτη– είτε μέσω των βιντεοκλίπ του, που απεικονίζουν περιοχές της. «Καλύτερος σκηνογράφος είναι η ίδια η φύση», έχει πει, και ξέρει τι λέει.
Θα συνεχίσω με τον Αλέξανδρο Παπαστρατηγάκη, γνωστό ως «Iron Junk Art». Είναι ένας άνθρωπος που, παρά τις δυσκολίες και τους περιορισμούς της επαρχίας όσον αφορά την τέχνη, αποφάσισε να μείνει στον τόπο του και να δημιουργήσει έναν δικό του προσωπικό δρόμο. Ο Αλέξανδρος ασχολείται με τη μεταλλογλυπτική. Συγκεκριμένα, θα έλεγα πως δίνει ζωή σε παλιά σίδερα, μέταλλα, ανταλλακτικά, συμβάλλοντας έτσι και στην ανακύκλωση υλικών. Εμπνεόμενος από την ιστορία, τη μυθολογία και τη φύση αυτού του τόπου, δημιουργεί από ψυχρά αντικείμενα τρισδιάστατα γλυπτά που απεικονίζουν αρχαία σπαρτιάτικα θέματα, π.χ. από μια περικεφαλαία ή την αρπαγή της Ευρώπης.
Θα ήθελα να αναφερθώ, επίσης, στον Γιώργο Σακελλαρόπουλο, παγκοσμίου φήμης ελαιοπαραγωγό, που μετρά πάνω από 200 διεθνή βραβεία και έχει εξελίξει την ελαιοπαραγωγή λόγω της αγάπης του για τη φύση, τονίζοντας την ευεργετική επίδραση της ελαιοκομίας τόσο στο περιβάλλον όσο και στην οικονομία και στην ανάπτυξη της πόλης. Θα ήθελα να αναφέρω, ακόμη, την πρότασή του για την ίδρυση Ανώτατου Επιστημονικού Ιδρύματος Ελαιοκομίας στη Λακωνία με έδρα τη Σπάρτη, μια σημαντική κατευθυντήρια γραμμή για τη μελέτη και ανάλυση του εθνικού μας προϊόντος.
Στις αρχές του έτους πρότεινε ακόμη την ίδρυση Τμήματος Αντιμετώπισης των Φυσικών Καταστροφών στην Ελαιοκομία, μια πρόταση καινοτομίας για τη χώρα που αντισταθμίζει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην παραγωγή του τόπου μας. Ο άνθρωπος αυτός εξελίσσει την ελαιοκομία, αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες των ημερών μας με ιδιαίτερες προτάσεις που συμβάλλουν όχι μόνο στη βελτίωση της ελαιοκομίας και του περιβάλλοντος αλλά και στην ανάπτυξη της πόλης.
Ζω σε μια πόλη με πλούσια ιστορία και πολιτισμική κληρονομιά, με ένα brand name που άλλες πόλεις κυνηγούν. Κι όμως, εμείς που το έχουμε, νιώθω πως ούτε το εκτιμάμε ούτε το αναδεικνύουμε και κυρίως δεν το προστατεύουμε. Νιώθω πως όλα αυτά τα χρόνια αιωρείται μια αδιαφορία απέναντι στην Ιστορία μας και πως με απάθεια την αφήνουμε να φθείρεται και να αλλοιώνεται.
Προτείνω να δοκιμάσετε αρχικά τον καγιανά, ένα παραδοσιακό πιάτο της Λακωνίας. Όπως ξέρουν όλοι, είναι αυγά με ντομάτα και κυκλοφορεί σε διαφορετικές παραλλαγές με προσθήκη υλικών όπως η φέτα ή οι πιπεριές. Ακούγεται απλό, όμως είναι γευστικό και παράλληλα δύσκολο να το πετύχει κάποιος. Ακόμα, το σύγκλινο Μάνης, αλλιώς παστό, όπως το ονομάζουν οι παλιοί.
Συνηθιζόταν οι οικογένειες κάθε χρόνο να κρατάνε ένα κομμάτι χοιρινού και να το καπνίζουν με φλούδες πορτοκαλιού, μπαχάρια και κόκκινο κρασί, κρατώντας τα αρώματα από τους πορτοκαλεώνες της Λακωνίας και προσφέροντας ένα απλό, αλλά ιδιαίτερα γευστικό πιάτο. Δοκιμάστε και δίπλες, παραδοσιακό γλυκό του νομού, που σερβίρεται με μέλι και καρύδι. Όπως αποκαλύπτει και η λέξη, είναι ουσιαστικά ζύμη που κατά το τηγάνισμα διπλώνεται αρκετές φορές μέχρι να πάρει τη τελική της μορφή.
Όσο για τα μαγαζιά, θα ξεκινήσω τη βόλτα για τη γνωριμία με την πόλη από το Drop Coffee and Sweets, του οποίου τυγχάνει να είμαι ιδιοκτήτης. Λειτουργεί από τις πρωινές ώρες, σερβίροντας εκλεκτή ποικιλία καφέ και ιδιαίτερο brunch. Σίγουρα φημίζεται για τα γλυκά του, για τη δημιουργία των οποίων ανοίξαμε και δεύτερο κατάστημα σε κοντινή απόσταση, το Ρalacio. Είναι ένας ιδιαίτερος χώρος όπου όλες οι παρασκευές γίνονται μπροστά στον πελάτη.
Θα έλεγα πως το Drop ξεκίνησε ως ένα απλό καφέ-μπαρ και αναδείχθηκε πρωτοπόρο θεματικό επαρχιακό μαγαζί, του οποίου η διακόσμηση αλλάζει συνεχώς και ανάλογα με την εποχή, και φτάνει στο αποκορύφωμά της στο τέλος του έτους, που φωταγωγείται με πάνω από 200.000 λαμπιόνια, με αποτέλεσμα να προσελκύει κόσμο απ’ όλη την Ελλάδα και να φιλοξενείται στα μεγαλύτερα sites της Ευρώπης.
Οι κατάλογοί μας, τα σουπλά και το ποτήρι του take away απεικονίζουν αρχαιολογικά και αρχιτεκτονικά σημεία της πόλης, παρακινώντας έτσι στον επισκέπτη να τα επισκεφθεί. Το ιδιαίτερο είναι πως, εκτός από τη διακόσμηση, αντίστοιχα αλλάζουν και οι κατάλογοι, προσφέροντας και signature cocktails και γλυκά, αναλόγως της εποχής και των πρώτων υλών που δίνει. Σίγουρα δεν ξέρεις τι θα βρεις την επόμενη μέρα
Θα συνέχιζα τη βόλτα, κάνοντας μια στάση στο Ministry Music Hall, ένα γωνιακό μαγαζί στο κέντρο της πόλης, σταθμό στη διασκέδαση όλων των ηλικιών. Φημίζεται για τα πετυχημένα πάρτι του, τους guest DJs και τα πολλά events που οργανώνει, πολλές φορές από νωρίς το απόγευμα. Γι’ αυτούς, βέβαια, που θα ήθελαν έναν εναλλακτικό τρόπο διασκέδασης, πλαισιωμένο από ροκ μουσική, θα πρότεινα το Retro Music Bar, ένα πολύ σημαντικό σημείο στη νυχτερινή ζωή της πόλης, με ύφος εμπνευσμένο από τις παλιές παμπ, εκμοντερνισμένο και με πολλές ετικέτες ποτών που μπορεί να δοκιμάσει ο επισκέπτης. Ένα διαχρονικό σημείο που, όμως, στο πέρασμα του χρόνου καταφέρνει και κρατάει την ταυτότητά του αλώβητη, φέρνοντας στη σκηνή της πόλης ροκ νότες καθημερινά.
Για τους λάτρεις του street food θα πρότεινα το Black John στο κέντρο της πόλης, που προσφέρει μοναδικές γεύσεις, πολλούς κωδικούς μπέργκερ και γενικότερα έναν εξαίρετο κατάλογο. Σε όσους θα ήθελαν κάτι πιο εξεζητημένο, θα πρότεινα το εστιατόριο «Χρώματα»· ένα πάντρεμα γεύσεων της παράδοσης και της γκουρμέ κουζίνας σε ένα τοπίο που συνδυάζει το βουνό με τη φύση. Εκείνοι που θα επιλέξουν να καθίσουν στον εξωτερικό χώρο του καταστήματος, θα μπορέσουν να απολαύσουν το φαγητό τους με θέα την πόλη.
Το να μετακομίσει κάποιος από μεγάλη πόλη σε επαρχιακή ή το αντίστροφο δεν είναι μια εύκολη απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, το ρίσκο είναι μεγάλο. Όμως, θα έλεγα πως η επαρχιακή πόλη προσφέρει μια ασφάλεια και μια οικειότητα που συνήθως οι άνθρωποι που μετακομίζουν σε αυτήν την έχουν ανάγκη. Η Σπάρτη, με τις μικρές αποστάσεις, τον ήρεμο τρόπο ζωής, τις άμεσες φιλίες που ευνοεί και την καθημερινότητα χωρίς πολλές εκπλήξεις προσφέρει μια ποιότητα ζωής που δύσκολα θα έβρισκε κάποιος σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο.
Είναι μια πόλη με χαμηλό κόστος ζωής κι αυτό ειδικά στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό. Παράλληλα, λόγω της ανεπτυγμένης αγροτικής οικονομίας προσφέρει πολλές θέσεις εργασίας. Στον αντίποδα αυτών υπάρχει η ρουτίνα, η αυστηρότερη κριτική των ανθρώπων. Νομίζω, όμως, πως τα πλεονεκτήματα είναι περισσότερα.