Για το Μαυροβούνιο δε γνώριζα τίποτα παραπάνω πέρα από το ότι ανήκε στην πρώην Γιουγκοσλαβία και πως αποσχίστηκε χαλαρά και αναίμακτα από τη Σερβία πριν από δέκα χρόνια. Αυτό προφανώς δεν ήταν αρκετό κίνητρο για να αποφασίσω να το επισκεφθώ, από τη μια όμως ο χαρακτηρισμός του ως Μόντε Κάρλο των Βαλκανίων, από την άλλη τα ενθουσιώδη σχόλια όσων είχαν κάνει εκεί τις διακοπές τους, με έπεισαν. Μια χώρα που ονομάζεται Μαύρο Βουνό δε θα μπορούσε παρά να είναι ορεινή, εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με έναν εντυπωσιακό συνδυασμό βουνού και θάλασσας. Προορισμός μας ήταν το Κότορ και για να φτάσουμε εκεί διασχίσαμε περιμετρικά την Boka Kotorska, τον κόλπο-φιορδ της πόλης. Το τοπίο ήταν συγκλονιστικό και μάλλον δε θύμιζε Βαλκάνια: επιβλητικά βουνά που κατέληγαν ξαφνικά σε τιρκουάζ νερά και όμορφες παραλίες, καταπράσινα νησάκια και μικρές βραχονησίδες, απείραχτες μεσαιωνικές πόλεις –όλα έδειχναν ότι υπάρχει σοβαρός λόγος που αυτή η μικρή χώρα, της οποίας η έκταση είναι σχεδόν το ένα δέκατο της Ελλάδας, έχει γίνει πόλος έλξης για τους τουρίστες μέσα σε λίγα χρόνια. Το γιγαντιαίο κρουαζιερόπλοιο που μας συνόδευε καθώς πλησιάζαμε στο Κότορ επιβεβαίωνε του λόγου το αληθές, μια και, όπως μάθαμε, καθημερινά εκατοντάδες τουρίστες πλημμυρίζουν την πόλη, για να την αφήσουν το απογευματάκι στην ησυχία της και σε εμάς τους υπόλοιπους, που δεν κοιμόμαστε σε καμπίνα. Μια και υποθέτω ότι σας έχω κινήσει κάπως το ενδιαφέρον, να πω επίσης πως η «ορεινή Σερβία» -όπως την θεωρούν οι Σέρβοι, καθώς μοιράζονται την ίδια γλώσσα και θρησκεία με το Μαυροβούνιο- έχει για νόμισμά της το ευρώ, παρόλο που δεν ανήκει στην Ευρωζώνη, και η ταυτότητά σας είναι αρκετή για να περάσετε τα σύνορα και να έρθετε αντιμέτωποι με μια απροσδόκητη ομορφιά.
Κότορ (Kotor)
Νύμφη της Αδριατικής αποκαλούν το Κότορ οι κάτοικοί του, που είναι περήφανοι για την ομορφιά του και όχι τυχαία. Από το 1979 η πόλη βρίσκεται στη λίστα των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO και θεωρείται ένας από τους ωραιότερους οχυρωμένους μεσαιωνικούς οικισμούς της Αδριατικής, καθώς υπήρξε σημαντικό εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο, γεγονός που εννοείται ότι αντανακλάται στην αρχιτεκτονική του. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας ήταν αυτή που οχύρωσε το μεσαιωνικό λιμάνι και το εντυπωσιακό και καλοδιατηρημένο τείχος καταλήγει στο κάστρο Sveti Ivan, που βρίσκεται σε ύψος 260 μέτρων στη βουνοπλαγιά του Lovcen, που υψώνεται πάνω από το Κότορ. Η θέα από εκεί είναι ανυπέρβλητη, καθώς, εκτός από την πόλη, βλέπει κανείς και το «φιορδ» σε όλο του το μεγαλείο. Προσωπικά προτίμησα να την στερηθώ, καθώς τα 1350 σκαλοπάτια που χρειάζεται να ανέβει κανείς μου φάνηκαν αρκετά και δεν είχα κάνει προπόνηση.
Η περιήγηση στην μεσαιωνική καστροπολιτεία δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο, η ομορφιά άλλωστε είναι αυταπόδεικτη. Το πρώτο που προσέξαμε ήταν ότι πάνω από την κύρια είσοδο του κάστρου, αυτήν της θάλασσας, βρισκόταν ένα αστέρι, που την περίοδο της παντοδυναμίας του Τίτο είχε εκτοπίσει τον ενετικό λέοντα, ο οποίος σήμερα είναι τοποθετημένος λίγο πιο πέρα. Μέσα από τα τείχη ξεδιπλώνεται το Κότορ με τις μπαρόκ και αναγεννησιακές εκκλησίες του, τα πέτρινα αρχοντικά, τα λιθόστρωτα στενά και κυρίως τις πλατείες, τις πολλές και υπέροχες πλατείες οι οποίες αποκαλύπτονται ξαφνικά μπροστά σου –οι περισσότερες που έχω συναντήσει συγκεντρωμένες σε ένα τόσο μικρό μέρος. Ένας γοητευτικός λαβύρινθος είναι η πόλη και δεν ξέρει κανείς πού να πρωτοκαθίσει για καφέ και πού για ποτό. Η αίσθηση που αναμφισβήτητα κυριαρχεί είναι ότι βρίσκεσαι στην Ιταλία και επιβεβαιώνεται με τον καλύτερο τρόπο όταν καθίσεις για φαγητό. Τυριά, αλλαντικά και κρασιά μοιάζουν να έχουν έρθει απευθείας από την Τοσκάνη, ενώ στην πραγματικότητα παράγονται στις γύρω αγροτικές περιοχές και μπορεί κανείς κάθε πρωί να δει τους χωρικούς που κατεβαίνουν στην αγορά της πόλης να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Αν υπήρχε τρόπος θα είχα επιστρέψει με προμήθειες για έναν χρόνο –ήταν όλα εξαιρετικής ποιότητας και σε τιμές -ακόμα και σερβιρισμένα στα εστιατόρια- που μας έκαναν να μελαγχολήσουμε ελαφρώς.
Το πιο αναγνωρίσιμο μνημείο του Κότορ είναι ο Καθεδρικός του Αγίου Τρύφωνα, ο οποίος χτίστηκε το 1166 κι εκεί φυλάσσονται τα λείψανα του ομώνυμου αγίου. Η εκκλησία ωστόσο που μας έκλεψε την καρδιά ήταν αυτή του Αγίου Παύλου, έργο του 1263, που λειτουργεί σαν χώρος εκδηλώσεων. Περνώντας απ΄έξω είδαμε μία αφίσα με τα ονόματα του Γιάννη Κουνέλλη και του Μικελάντζελο Πιστολέτο και θεωρήσαμε ότι στο ναό φιλοξενείται κάποια έκθεση των σπουδαίων εικαστικών. Η κοπέλα που ρωτήσαμε στην είσοδο φάνηκε να αγνοεί απολύτως τον Κουνέλλη και την παρέα του, ωστόσο δε μας πτόησε. Μπαίνοντας διαπιστώσαμε πως στο χώρο υπήρχε ένα γλυπτό κι ένα πανό εμπνευσμένα από το ιταλικό γλυκόπικρο λικέρ Amaro Montenegro, ένα μπουκάλι του οποίου υπήρχε πάνω στο τραπέζι για τους ...φιλότεχνους επισκέπτες. Μια και δε φαινόταν να έχει συγκινηθεί κάποιος άλλος, αναλάβαμε να τιμήσουμε τον χορηγό, κατεβάζοντας μερικά ποτηράκια στην υγεία του!
Την προσοχή μας τράβηξε και το Μουσείο Γάτας το οποίο, σε συνδυασμό με κάποια καταστήματα που πουλούσαν σουβενίρ αποκλειστικά με γάτες, μας έκανε να αναρωτηθούμε ποια είναι η σχέση του ανυπότακτου αιλουροειδούς με την πόλη. Ρωτώντας μάθαμε ότι κατά το παρελθόν το Κότορ αντιμετώπιζε μεγάλο πρόβλημα εξαιτίας των τρωκτικών αλλά και των φιδιών και η λύση που δόθηκε ήταν να γεμίσουν την πόλη με γάτες. Σήμερα πραγματοποιούνται tour για τους τουρίστες, οι οποίοι αφήνουν τροφή για τα γατιά σε συγκεκριμένα σημεία, ενώ οι γάτες κυκλοφορούν παντού ανενόχλητες. Για την ακρίβεια όμως, παρ' όλες τις αγάπες, αυτό που καταλάβαμε είναι ότι κάθε καλοκαίρι ο πληθυσμός τους ελέγχεται με αμφιλεγόμενες μεθόδους, καθώς «ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος», όπως λέει κι ένα ρητό που κανείς δεν ξέρει αν πραγματικά το είπε κάποτε κάποιος αρχαίος φιλόσοφος ή όχι.
Περάστ (Perast)
Λίγα χιλιόμετρα από το Κότορ βρίσκεται το Περάστ, το οποίο χάρη στα δεκαέξι μπαρόκ παλάτια του και στις δεκαεννιά εκκλησίες του, έχει κερδίσει το προσωνύμιο «Βενετία του Κότορ». Η κωμόπολη γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τον 18ο αιώνα, κάτω από την Ενετική κυριαρχία. Την εποχή εκείνη λειτουργούσαν τέσσερα μεγάλα ναυπηγεία κι είχε στόλο που αποτελούνταν από εκατό περίπου πλοία. Τότε ήταν που χτίστηκαν τα περίτεχνα μπαρόκ παλάτια, σύμφωνα με την βενετσιάνικη αρχιτεκτονική –σήμερα κάποια από αυτά λειτουργούν σαν ξενοδοχεία, εστιατόρια και café. Ένα εστιατόριο ήταν αυτό που ψάχναμε στο Περάστ και προτείνω να το ψάξετε κι εσείς αν βρεθείτε προς τα εκεί. Πρόκειται για το Conoba (ταβέρνα) Otok Bronza, που στεγάζεται σε ένα κτίσμα του 12ου αιώνα. Φάγαμε άπειρα ντόπια κρέατα, τυριά και προσούτο, ήπιαμε τέλειο τοπικό κρασί και φύγαμε ευτυχισμένοι αλλά ουχί ξεπαραδιασμένοι –το αντίθετο μάλιστα. Ο φιλόξενος ιδιοκτήτης της ταβέρνας μας πληροφόρησε ότι ο Μέγας Πέτρος είχε στείλει στην Ναυτική Ακαδημία του Περάστ τους αξιωματικούς του για εκπαίδευση, ομολογώ όμως ότι δεν κατάφερα να το διασταυρώσω. Αυτό που σίγουρα πάντως συνέβη είναι ότι μέλη της πολιτοφυλακής της κωμόπολης πήραν μέρος στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου.
Από το Περάστ ξεκινάνε καραβάκια που σε πάνε σε δύο μικρά νησάκια μέσα στον κόλπο: το Sveti Dorde (νησί του Αγίου Γεωργίου), όπου βρίσκεται ένα εκκλησάκι του 12ου αιώνα και το Gospa od Skrpjela, με τη μπαρόκ εκκλησία της Παναγίας των Βράχων (1632). Το νησί της Παναγίας συνοδεύει ένας θρύλος: πάνω σε έναν μικρό ύφαλο, που η κορυφή του έβγαινε ένα μέτρο πάνω από το νερό, για διακόσια χρόνια οι ναυτικοί του Περάστ έριχναν έναν βράχο κάθε φορά που επέστρεφαν ασφαλείς μετά από ένα επικίνδυνο ταξίδι, μέχρι που σιγά σιγά δημιουργήθηκε το λιλιπούτειο τεχνητό νησί. Σήμερα στην εκκλησία ο επισκέπτης μπορεί να δει, εκτός από 68 ελαιογραφίες του Tripo Cocolia (μπαρόκ ζωγράφος του 17ου αιώνα) και 2.500 χρυσά και ασημένια τάματα που έχουν προσφέρει στην Παναγία οι κάτοικοι του Κόλπου του Κότορ. Στα νησάκια δεν προλάβαμε να πάμε γιατί σουρούπωνε, το τάμα όμως το έχω κάνει: στο Μαυροβούνιο με την πρώτη ευκαιρία θα επιστρέψω.