Σμάιλι
Τον βρίσκω έξω από την πόρτα, κουλουριασμένο πάνω σε ένα κούτσουρο, κοντό και στρογγυλό, πάνω του έκοβε ξύλα ο πατέρας μου. Τώρα αράζει ο γάτος. Πάντοτε είχαμε πολλές γάτες στη γειτονιά, στις αυλές, αλλά ποτέ δεν τις πλησίαζα, ούτε στο χωριό ούτε στην Αθήνα. Άραγε αυτός με κέρδισε ή μήπως εγώ, ταΐζοντάς τον με πατέ; Τις προάλλες, στην αυλή, έξω από το κουζινάκι, βρήκα έναν ποντίκαρο πεθαμένο. Λες να τον άφησε ο Σμάιλι ή κάποιος συγγενόγατος, γιατί κι εκείνοι διεκδικούν την αγάπη μου, αλλά στις σχέσεις πάντα ένας κερδίζει και τούτος ο γάτος είναι σαν τιγράκι που το αμόλησαν στις πλαγιές του Παγγαίου.
Εδώ και μήνες ο Σμάιλι είναι το μόνο πλάσμα που ακουμπάω και χαϊδεύω. Μεγάλη πρόοδος για μένα, το διστακτικό ανθρώπινο ον που φοβάται μήνες τώρα να αγγίξει τους συνανθρώπους του.
Η θέα των οριζόντων
Το πρωί, στην τουαλέτα, ανοίγοντας το παράθυρο με το φιμέ τζάμι, εισβάλλει ο ήλιος από την πλευρά του κάστρου. Όπως σκύβω, αντικρίζω απέναντι τον κάμπο των Φιλίππων και τον λόφο με το αρχαίο θέατρο. Όταν φυσάει βοριαδάκι και καθαρίζει η υγρασία του βουνού και της πεδιάδας, οι ορίζοντες γίνονται τρισδιάστατοι. Οι οροσειρές έρχονται πιο κοντά, λες κι είσαι μέσα τους. Το χωριό βρίσκεται στα διακόσια μέτρα στους πρόποδες του Παγγαίου, που υψώνεται στα 1.956 μέτρα, όσο και η χρονιά που γεννήθηκα. Άλλη μια σύμπτωση που θα ταίριαζε στην προσωπική μου μυθολογία.
Το βάθος των οριζόντων μού δίνει μια ανάταση, μια διαφυγή, μια βαθιά ανάσα, πέντε μήνες τώρα στον τόπο που γεννήθηκα. Όχι ότι λαχτάρησα την Αθήνα, αλλά θα ήθελα να βρίσκομαι παντού. Και από κει ξεκινάει η ελευθερία, από την ανεμπόδιστη επιθυμία. Ενώ τώρα, σαν το σκηνικό στο «Η ζωή είναι ωραία» του Μπενίνι, ζω σε ένα επιβλητικό τοπίο ως αυτοεξόριστος. Με παρηγορεί η σκέψη ότι ακόμη και ο Θουκιδίδης είχε εξοριστεί στα μέρη μας και καλλιεργούσε αμπέλια και έγραφε. Μεγάλη η χάρη του.
Η αυλή
Στην αυλή βγαίνω ανάλογα με τις βόλτες του ήλιου, στην ανατολή έρχομαι ανάμεσα στις δύο ελιές, όπου υπάρχει ένα λουστραρισμένο τραπέζι, προίκα μιας πεθαμένης θείας ‒ άλλωστε, όλα τα έπιπλα του πατρικού είναι παλιά και παρμένα από πεθαμένους συγγενείς.
Κατά τις 10 έρχεται η μάνα μου, που μένει στο καινούργιο σπίτι, πίνουμε καφέ, αλλά όχι μόνοι. Καταφτάνει η γειτόνισσα, που ζει μόνη, και μια θεία μου παραδίπλα. Τις αυλές μας χωρίζουν τοιχάκια και περιφράξεις καλυμμένα με αναρριχώμενα φυτά. Η διάταξη των σπιτιών στη γειτονιά, στον παλιό τουρκομαχαλά, παραμένει η ίδια: κάποια γκρεμίστηκαν στο πέρασμα του χρόνου, άλλα ανακαινίστηκαν, πάντως η γειτονιά των παιδικών μου χρόνων, όταν αντηχούσαν δεκάδες φωνές, δεν υπάρχει πια. Στο χωριό ζούνε μόλις χίλιοι κάτοικοι κι όταν μεγάλωνα ήμασταν τρεισήμισι χιλιάδες.
Οι καλεσμένες καταφτάνουν με ένα πιατάκι γλύκισμα ή κουλουράκια. Εγώ αναλαμβάνω να φτιάξω τον καφέ, γιατί λένε ότι τον φτιάχνω πολύ καλά, «μα πώς τον κάνεις;». Πολύ απλά, βάζω μπόλικο καφέ και τον ανακατεύω σε ένα μπρούτζινο μπρίκι με το ξύλινο κουταλάκι· τα είχα αγοράσει από την Αδριανούπολη, όταν πήγαμε πέρσι το καλοκαίρι με έναν φίλο ‒ μαζί πηγαίναμε κάθε χρόνο, εκείνος για να φωτογραφίσει τους αγώνες πάλης στο Kirkpinar. Φέτος, δεν θα γίνουν ούτε εκεί ούτε στα δικά μας πανηγύρια. Κανένα άθλημα όπου αγγίζονται τα σώματα δεν επιτρέπεται και οι χειρολαβές της πάλης ήταν οι πιο παθιασμένες και ασφυκτικές.
Το καφέ πάνω στους δρόμους
Κατά τις πέντε με έξι το απόγευμα παίρνω το αυτοκίνητο και πηγαίνω στη διασταύρωση των νομών Δράμας, Καβάλας και Σερρών. Υπάρχουν πολλές διασταυρώσεις στους επαρχιακούς δρόμους. Πάντα συναντάς ένα βενζινάδικο, ένα περίπτερο, έναν φούρνο, έναν μικρό οικισμό που αναπτύσσεται κατά μήκος του δρόμου. Καθώς ο κεντρικός άξονας Καβάλας - Σερρών οδηγεί στη Βουλγαρία, τα καλοκαίρια είναι φορτωμένος με πολλά αυτοκίνητα που έρχονται απ' τα Βαλκάνια για διακοπές στις ακτές της Καβάλας.
Αράζω στο καφέ, γιατί η θέα του βουνού είναι απέραντη, και βλέπω τη δύση του ήλιου μέχρι που σκουραίνουν απειλητικά οι κορυφές και δροσίζει. Οι μύθοι μιλούσαν για το ιερό του Διονύσου εκεί ψηλά. Στο μαγαζί σταματάνε εργάτες, φορτηγατζήδες, παραγγελιοδόχοι και ντόπιοι από τα κοντινά χωριά. Έτσι ξεχωριστό πάνω στον δρόμο μου δίνει την αίσθηση του φευγιού, ότι μόλις σταμάτησα για έναν καφέ και μετά θα συνεχίσω για Σέρρες ή για την καθιερωμένη μου περιοδεία στη Θράκη: θα σταματήσω στην Ξάνθη, θα πάω για μπάνιο στο Φανάρι, θα περπατήσω στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης μέχρι να καταλήξω στα Δίκαια, όπου πρωτοδιορίστηκα καθηγητής.
Θα μπορούσα να πάω και τώρα, αντί να τα σχεδιάζω στον προσωπικό μου χάρτη. Όμως, στα μέρη εκείνα ταξίδευα για τους ανθρώπους, τους παλιούς φίλους και τους νέους και τους αναπάντεχους. Καμιά συνάντηση δεν φέρνει χαρά με μια μάσκα στο πρόσωπο, με τα μαντιλάκια παραχωμένα στις τσέπες, με την υποψία ότι είσαι φορέας όχι της φιλίας αλλά της πανδημίας. Η καχυποψία νίκησε τις σχέσεις και στέρεψε τις επαφές. Κι εκεί στο καφέ, άγνωστος, δήθεν περαστικός ταξιδιώτης, με νούμερο αυτοκινήτου αθηναϊκό και ένα στυλ «έρχομαι απ' αλλού και πάω κι εγώ δεν ξέρω πού...» επιστρέφω και πάλι στο χωριό, για να κλειστώ στο πατρικό μου, με τον γάτο να χουρχουρίζει στα πόδια μου.
Το βαλιτσάκι
Στο κάτω πάτωμα, εκτός από το κουζινάκι, υπάρχει μια μεγάλη αποθήκη γεμάτη από απερίγραπτα πράγματα που συσσώρευε ο πατέρας μου. Πέρυσι πέταξα τα πιο βαριά, σίδερα, πόρτες, καφάσια, καρφιά, πέταλα αλόγων(!), και άφησα στις ραφιέρες τα χρήσιμα εργαλεία. Εκεί ανάμεσα βρήκα ένα βαλιτσάκι ξύλινο, λες και έβγαινε από ταινία του '50. Δεν το άνοιξα ποτέ, ώσπου φέτος ήρθε η ώρα του και τι να δω: προσωπικά έγγραφα, λογαριασμοί, ένα ζευγάρι γυαλιά, ξυραφάκια ASTOR και ένα μικρό βιβλιάριο: η άδειά του ως μουσικού! Στη φωτογραφία, σφραγισμένη από τον Μουσικό Σύλλογο Καβάλας, είναι τριαντάρης και φαίνεται σαν να 'ναι ο γιος μου κι εγώ ο πατέρας του.
Με συντάραξε αυτή η ανακάλυψη, γιατί πίστευα ότι ήταν απλώς ένας ερασιτέχνης κιθαρίστας. Έτσι, ενώ πολλά βιβλία ξεκινάνε ανοίγοντας ένα βαλιτσάκι, το «Τραγούδι του πατέρα» ολοκληρώνεται με ένα ντοκουμέντο εκτός αφήγησης. Μεγαλώνοντας, εισβάλλω στο παρελθόν, ανακαλύπτοντας και ανασκευάζοντας τις παλιότερες ιστορίες, καθώς στερεύουν οι πρόσφατες. Ακούγονται μόνον ανακοινώσεις κρουσμάτων και νέων μέτρων απαγόρευσης. Αδειάζω το βαλιτσάκι, βάζοντας μέσα τις σημειώσεις μου, τα τετράδια και τα μολύβια, και ετοιμάζομαι για το δικό μου ταξίδι στις λέξεις και στα όνειρα.
Η φύση που σε εμπεριέχει
Σηκώθηκα να πάω τουαλέτα μετά τα μεσάνυχτα, πατώντας ξυπόλυτος στα γυμνά σανίδια. Από κάτω χάσκει η αποθήκη που λέγαμε πριν. Ξαφνικά βλέπω τον σκορπιό, μεγάλο, να χώνεται κάτω από το κρεβάτι και να εξαφανίζεται στην άκρη του ξύλινου πατώματος. Χαμήλωσε την ουρά του, λέπτυνε και χάθηκε στη σκοτεινή ρωγμή του τοίχου. Ανατρίχιασα. Αν τον πατούσα, άντε να τρέχεις για ορό στην Καβάλα και αν...
Σηκώθηκα και κάθισα στο σαλόνι. Πήρα το βιβλίο που διάβαζα, ενός Βραζιλιάνου κλασικού συγγραφέα, να ξεχαστώ. Αρκετή τρέλα βαραίνει τη «Ρεαλιστική τριλογία» του Μασάντο ντε Ασίς. Και, όπως σηκώνω τα μάτια μου, να τος πάλι, καμαρωτός, ο σκορπιός βγήκε σεργιάνι στο σαλόνι. Φορούσα τις μυτερές λευκές παντόφλες και χωρίς δισταγμό τον πάτησα μέχρι να λιώσει.
Τον λυπήθηκα όμως, αυτός βρισκόταν μέσα στα σκοτεινά περάσματα του κόσμου του. Και δεν είναι μόνον οι σκορπιοί, είναι οι δεκάδες μαύρες σαρανταποδαρούσες που έρπουν παντού φέτος. Αυτές τις μαζεύω με ένα σκουπάκι και τις πετάω στον κήπο γιατί, αν τις πατήσεις, τρίζουν και στιγματίζουν το δάπεδο.
Απολύμανα, μετά την εξόντωση του σκορπιού, τα λευκά μου παντόφλια, πατημένα στη φτέρνα, όπως τα φοράνε στις αραβικές χώρες. Τα είχα αγοράσει στην Τυνησία, τα καλοκαίρια που πηγαίναμε και αράζαμε στα μεσογειακά χωριά, αποχαυνωμένοι στις άδειες παραλίες, στα αυτοσχέδια καφέ με τα ψάθινα σκέπαστρα. Η νοσταλγία αυτών των χαμένων καλοκαιριών, που έληξαν με την «αραβική άνοιξη», επιδεινώνει την ελπίδα να αποδράσουμε ξανά.
Ο σκορπιός, τα σκουλήκια, η οχιά που σκότωσε η γειτόνισσα με το μπαστούνι τις προάλλες... Για μια στιγμή ένιωσα ότι εξοντώνουμε δεκάδες πλάσματα της φύσης. Στο μεταξύ, κάποιος αόρατος ιός τσαλαπατάει κι εμάς από μέσα προς τα έξω και μας εξολοθρεύει, λες και δεν μας θέλει στον αθέατο μικρόκοσμο.
Σμάιλι
Κλειδωμένα σπίτια ξανανοίγουν, επισκευάζονται για να υποδεχτούν όσους επιστρέφουν τρομαγμένοι από τις συνωστισμένες πόλεις. «Είσαι τυχερός», μου λένε οι Αθηναίοι φίλοι, «που έχεις πατρικό στην επαρχία».
Σκέφτομαι αυτούς που περιμένουν στις στάσεις τα λεωφορεία, τα τρένα: αυτοί είναι οι νεομάρτυρες της επιδημίας. Ένα φίλος ‒κοντεύει είκοσι χρόνια που ήρθε από τη Συρία‒ χτίζει, γκρεμίζει και βάφει σπίτια σε κάθε γωνιά της Αττικής. Την ίδια μέρα μπορεί να βρίσκεται στην Κηφισιά και μετά στο Μοσχάτο. Μπαινοβγαίνει στα δημόσια μέσα συγκοινωνίας.
Τον ρωτάω στο τηλέφωνο αν φοβάται. «Προσέχω», μου λέει, «η σκαλωσιά είναι πιο επικίνδυνη». Προχθές γλίστρισε και έπεσε από τα μαδέρια του πέμπτου στον τέταρτο. Αυτοί μας χτίζουν τα σπίτια για να κλεινόμαστε. Ωστόσο ο Ισμαήλ χαίρεται που δουλεύει, όταν δεν έβρισκε μεροκάματο μελαγχολούσε. Εμείς επιλέγουμε τη θλίψη της απομόνωσης.
Ο Σμάιλι μπλέκεται πάλι στα πόδια μου. Πού να ήξερε ότι το όνομά του οφείλεται σε μια απλή μετατόπιση του κεφαλαίου "γιώτα" στο τέλος του ονόματος ενός άλλου γάτου, σκαρφαλωμένου στη σκαλωσιά μιας πολυώροφης οικοδομής. Από κάτω περνάνε άνθρωποι με μάσκες, αλλά δεν τον βλέπουν εκεί ψηλά, ενώ αυτός μπορεί να σιγοτραγουδάει ευχαριστημένος.
ΥΓ.: Γράφτηκε ακούγοντας «Musica notturna delle strade di Madrid» του Luigi Boccherini, «Blackstar» του David Bowie και «Voices» του Max Richter.
Παλαιοχώρι Παγγαίου, Οκτώβριος 2020
σχόλια