«Το Zadar έχει το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα στον κόσμο,
ακόμα περισσότερο κι από αυτό στο Key West της Florida,
αξίζει χειροκρότημα κάθε απόγευμα»
— Alfred Hitchcock, 1964
Το Zadar το γνωρίζεις ίσως, στις Δαλματικές Ακτές της Κροατίας. Το πιο πιθανό επειδή οι κάτοικοί του μοιράζονται την τρέλα των Ελλήνων με το μπάσκετ και η τοπική ομάδα έχει πολλές φορές βρεθεί απέναντι σε ελληνικούς συλλόγους στα ευρωπαϊκά γήπεδα.
Αυτό που όμως δεν γνωρίζεις είναι πόσα ακόμα θα βρεις να σε συνδέουν με αυτή την αρχαία παράκτια πόλη των Δαλματικών Ακτών. Για την ακρίβεια, το Zadar είναι τόσο αρχαίο που είναι ο πιο παλιός οικισμός σε όλη την Κροατία, η οποία κατοικείται αδιάλειπτα μέχρι σήμερα.
Αυτή η πόλη είναι ένα παλίμψηστο εποχών, αρχιτεκτονικών και κουλτούρας. Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, οι Οθωμανοί, οι Σταυροφόροι, όλοι έχουν αφήσει το σημάδι τους στο σώμα της. Το διακρίνεις στα δρομάκια της παλιάς πόλης, στα τείχη, στο ρωμαϊκό φόρουμ, στην εκκλησία του St. Donatus από τον 9ο αιώνα. Μα το Zadar δεν είναι μόνο η ιστορία του, ούτε η αρχαία ούτε η πρόσφατη, που περιλαμβάνει φυσικά την κομμουνιστική περίοδο και τον πόλεμο. Είναι το ζωντανό, παλλόμενο παρόν του. Και αυτός είναι ο πραγματικός λόγος να βρεθείς εδώ.
Εσύ, όμως, ο τόσο συνηθισμένος στον ήλιο και τη θάλασσα, θα νιώσεις καλοκαίρι στο Zadar; Και καταρχάς τι σημαίνει καλοκαίρι για έναν Αθηναίο; Πόσο άρρηκτα συνδεδεμένο είναι με την έρημη Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου, με τα ΚΑΠΕ και τον Σχοινιά ή ακόμα και με τις ακτές στα Κυκλαδονήσια όπου σχεδόν τηλεμεταφέρεται η πόλη μας, συνοδευόμενη με την κλασική εκείνη ατάκα που συνδέθηκε με το «Star Trek» χωρίς να έχει καν ειπωθεί ποτέ… «beam me up, Scotty»;
Η πρώτη εντύπωση είναι χαρακτηριστική αλλά και επιφανειακή μαζί. Η αλήθεια είναι ότι αμέσως αντιλαμβάνεσαι πως έχεις έρθει σε μια πόλη που, όπως πολλές αντίστοιχες στην Ελλάδα, ασφυκτιά το καλοκαίρι υπό το βάρος του τουρισμού και της λαίλαπας των Airbnb. To νιώθεις στο στριμωξίδι στους δρόμους, στα κουρασμένα πρόσωπα των –ευγενέστατων– υπαλλήλων στα μαγαζιά, στις πινακίδες των αυτοκινήτων που προέρχονται από όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης βορειότερα της Κροατίας.
Αυτή η πόλη όμως έχει άσο στο μανίκι και είναι ικανή να σε κάνει να ξεχάσεις τον κακό χαμό που γίνεται στα σοκάκια της. Και δεν θα αργήσεις να το καταλάβεις αυτό. Μια πρώτη καλή βόλτα και θα αρχίσεις να βλέπεις γωνίες και λεπτομέρειες που δεν έχεις παρατηρήσει πριν. Θα θελήσεις να γλιστρήσεις ανάμεσα στο πλήθος στην αστική παραλία της Foša. Να περιπλανηθείς στην καινούρια πόλη, ανάμεσα σε πολυκατοικίες και μικρά πάρκα, ζώντας σαν να ήσουν πάντα εδώ. Να παρκάρεις το αμάξι σου σε μια άδεια αλάνα –καβάτζα– που οι τουρίστες αγνοούν, αφού σου δώσουν συμβουλές οι ντόπιοι.
Και λίγο μετά να αφήσεις για λίγο τα στενά όρια της πόλης και να πας μια εκδρομή στο νησάκι του Pag. Να αφήσεις το βλέμμα σου να τρέξει στα απόκρημνα λευκά βράχια του. Να οδηγήσεις στον παραλιακό δρόμο που φτάνει στο κοντινό Novigrad και αποκαλύπτει δεκάδες μικρά μαγικά κολπάκια, ήσυχα ακόμα και στα μέσα του Αυγούστου. Να μείνεις στην παραλία μέχρι το λυκόφως και να γυρίσεις πίσω όταν η νύχτα έχει για τα καλά πέσει.
Πολλά πράγματα εδώ θα σου φανούν οικεία. Το ζαφειρένιο μπλε της θάλασσας, τα μονοπατάκια ανάμεσα στα πεύκα που οδηγούν σε βραχώδεις ακτές, ο κόσμος στα καφέ, το άραγμα στην προκυμαία, η συνήθεια των ανθρώπων να μιλούν γρήγορα, με πολλές χειρονομίες και επιφωνήματα.
Ο κόσμος που γεμίζει τις κοντινές ακτές όπως το Diklo, οι αιώρες ανάμεσα στα δέντρα, η φασαρία μέχρι αργά τη νύχτα. Κι όμως υπάρχει κάτι διαφορετικό και αυτό είναι που γοητεύει και ιντριγκάρει τον επισκέπτη από μια χώρα όπως η Ελλάδα.
Είναι το μπλέξιμο, το αμάλγαμα που προκύπτει από τον νότιο, θαλασσινό χαρακτήρα της πόλης, που της δίνει την καλοκαιρινή ανεμοδαρμένη της όψη, και ταυτόχρονα την εγγύτητά της στην κεντρική Ευρώπη. Το προδίδει η αρχιτεκτονική, η μουσική της παράδοση, η διαφορετική αίσθηση που έχεις για το πώς μεταφράζεται εδώ στα χείλη και τη γλώσσα των ανθρώπων το κοινό μεσογειακό βίωμα. Ακόμα και ο ίδιος ο κυματισμός έχει τη δική του, ξεχωριστή τονικότητα. Λίγο πιο ματζόρε και πιο ανάλαφρη από το πιο βασανισμένο ελληνικό θαλασσινό μινοράκι. Έπειτα είναι και οι απότομες αλλαγές του καιρού που συχνά πηγαίνει από την καλοκαιρινή καταιγίδα ως την πιο θερμή ηλιοφάνεια μέσα στην ίδια μέρα. Είναι κυκλοθυμική η ακτή και μαζί της και η πόλη.
Όπως κι αν το δεις, εδώ υπάρχει μια μόνιμη συνομιλία με το υγρό στοιχείο. Όπου κι αν σταθείς στο Zadar σε συνοδεύουν οι γλάροι και ο μεσογειακός ήχος από τα τζιτζίκια την ημέρα και τους γρύλους το βράδυ. Αποκορύφωμα αυτού του ηχοτοπίου είναι το περίφημο Sea Organ, ένα αρχιτεκτονικό μουσικό όργανο που είναι χτισμένο στο παραλιακό μέτωπο και εκμεταλλεύεται τον κυματισμό της θάλασσας για να παράξει μουσικούς τόνους και μελωδίες. Και αυτή η σχέση με τη μουσική επίσης δεν είναι καθόλου, μα καθόλου τυχαία.
Κι αυτό γιατί το Zadar είναι –και– η κουλτούρα του. Μια κουλτούρα που ισορροπεί ανάμεσα στο αλήτικο και το προσεγμένο. Η παλιά πόλη οριοθετείται μέσα σε μια μικρή χερσόνησο που μπορείς να την προσεγγίσεις είτε οδικώς είτε από μια μικρή πεζογέφυρα. Είναι όμορφη και γραφική αλλά όχι καλογυαλισμένη ώστε να νιώθεις πως βρίσκεσαι σε βιτρίνα.
Υπάρχει πραγματικά ζωή εδώ. Μουσικοί, συγγραφείς, εικονογράφοι, κινηματογραφιστές, μια κοινότητα ιδιαίτερων ανθρώπων, καλλιτεχνών, ζει και δημιουργεί, εκμεταλλεύεται την ιστορικότητα και τον παράκτιο χαρακτήρα της πόλης για να εμπνευστεί και να ανατροφοδοτήσει με τη σειρά της το παρόν της.
Το highlight του καλοκαιριού είναι τα μουσικά φεστιβάλ, με πιο ιδιαίτερο και «απόκοσμο», ειδικά για κάποιον που δεν έχει αντίστοιχα βιώματα, το Zadar Organ Festival, ένα σχετικά νέο φεστιβάλ που διανύει το τέταρτο έτος του, αφιερωμένο στο εκκλησιαστικό όργανο. Οργανώνεται από τον καλλιτεχνικό οργανισμό Zara (το αρχαίο όνομα της πόλης) και αποτελεί το πνευματικό παιδί μιας εξαιρετικής νεαρής οργανίστας, της Tea Kulaš, ενώ αγκαλιάζει όλες τις τέχνες, από τα εικαστικά μέχρι το σινεμά. Μέσα στον καθεδρικό ναό της πόλης δημιουργείται για έναν μήνα κάθε χρόνο ένα μουσικό τοπίο που μαγικά κάνει όλες τις συνάψεις για σένα. Αυτό είναι το ηχόχρωμα της πόλης. Εδώ θα καταλάβεις αμέσως την πραγματική ψυχή αυτής της πολιτείας που μετεωρίζεται ανάμεσα στα Βαλκάνια και την Ευρώπη για να βυθιστεί, λες, και να αναδυθεί ξανά μέσα από τα νερά. Ακούγοντας το Passacaglia σε Ντο μινόρε του Μπαχ.
Mέσα στο παράξενο αυτό καλοκαίρι μπορείς λοιπόν κι εσύ να βυθιστείς, να χαθείς για λίγο σε αυτήν τη διαφορετική εκδοχή της Μεσογείου. Με ένα παγωτό λεμόνι στο χέρι. Με μια πατατόπιτα από τους δεκάδες φούρνους της πόλης. Με ένα λικέρ κεράσι, το πασίγνωστο Maraschino, που παράγεται εδώ από την τοπική ποικιλία κερασιών. Με τα περίφημα δαλματικά κρασιά αλλά και με μια ανερχόμενη vegan κουλτούρα που ήδη βρίσκει τη θέση της στην πόλη. Με σαγιονάρα στα πλακόστρωτα στενά. Με μαγιό στην προκυμαία. Και να βγεις ξανά στην επιφάνεια έχοντας βουτήξει τα πόδια σου σε μια θάλασσα όπου ο ήλιος δύει σε έναν ορίζοντα μαγευτικό. Μια θάλασσα οικεία και παράξενη μαζί αλλά το δίχως άλλο ερωτεύσιμη.