Παρασκευή, 9.30 το βράδυ, προσγειωνόμαστε στη Ρώμη. Έχουμε πάρει την πτήση των 8 της Ryanair από την Αθήνα και μέσα σε μιάμιση ωρίτσα βρισκόμαστε στην αιώνια πόλη.
Ο Μικέλε, γέννημα-θρέμμα Ρωμαίος, μας περιμένει ακριβώς απ' έξω από το αεροδρόμιο του Ciampino. Έχει βρει έξυπνη και δωρεάν θεσούλα για πάρκινγκ, γιατί ούνα φάτσα ούνα ράτσα, ξέρει τα κατατόπια.
Παρασκευή, 10.30 το βράδυ, τρώμε φρέσκα χειροποίητα ζυμαρικά στο Osteria da Fortunate στο Campo di Fiori, μια από τις πιο ζωντανές πλατείες της Ρώμης η οποία το πρωί είναι μία τεράστια θορυβώδης ανοιχτή αγορά.
Ο Μικέλε μας προτείνει το Strozzapreti Guanciale Pecorino. Πρόκειται για μια αρχαία συνταγή των Ρωμαίων, μας εξηγεί, με το πιο τραγανό μπέικον που έχεις δοκιμάσει στη ζωή σου από μάγουλο γουρουνιού και χοντρές μακαρούνες.
«Η Ρώμη έχει ανθυγιεινό φαγητό γιατί οι Ρωμαίοι ήταν φτωχοί, τα έφτιαχαν βαριά να φουσκώνουν και να νιώθουν χορτάτοι».
Περιφερόμαστε στα στενά πίσω από τον Τίβερη και ενώ τα τριγύρω μαγαζιά είναι κλειστά ο Μικέλε μας μπάζει σε ένα εργαστήριο ενός μυστήριου καλλιτέχνη το οποίο οδηγεί στο εστιατόριο του. Μας δίνει τέσσερα κολονάτα ποτήρια και ένα μπουκάλι Catarella. Και κάπως έτσι τα μεσάνυχτα μας βρίσκουν στο συντριβάνι της Ταρταρούγα (fontana delle Tartarughe) με ένα ποτήρι λευκό κρασί. Ελαφρύ και φρουτώδες, το πίνω σα νεράκι και la vita e bella. Η Αθήνα μοιάζει ήδη όχι τρεις ώρες, αλλά τρεις μέρες μακριά.
Περιφερόμαστε στα στενά πίσω από τον Τίβερη και ενώ τα τριγύρω μαγαζιά είναι κλειστά ο Μικέλε μας μπάζει σε ένα εργαστήριο ενός μυστήριου καλλιτέχνη το οποίο οδηγεί στο εστιατόριο του. Μας δίνει τέσσερα κολονάτα ποτήρια και ένα μπουκάλι Catarella.
Και κάπως έτσι τα μεσάνυχτα μας βρίσκουν στο συντριβάνι της Ταρταρούγα (fontana delle Tartarughe) με ένα ποτήρι λευκό κρασί. Ελαφρύ και φρουτώδες, το πίνω σα νεράκι και la vita e bella. Η Αθήνα μοιάζει ήδη όχι τρεις ώρες, αλλά τρεις μέρες μακριά.
Σάββατο, 11 το πρωί, και πολεμάμε για έναν espresso στα δρομάκια των Ισπανικών Σκαλοπατιών. Ο Μικέλε μας έχει δώσει ελευθέρας και κατεβαίνουμε τον κλασικό τουριστικό δρόμο των Μπαμπουίνων (via del Babuino) από την Piazza di Popolο που μοιάζει μαραθώνιος από την κοσμοσυρροή.
Καταφέρνουμε να πιάσουμε ένα μικρό τραπεζάκι στο καφέ El Greco. Πίνω έναν υπέροχο café crema που είναι σαν μια υπέροχη παγωμένη μους μόκα και κατευθυνόμαστε προς Κολοσσαίο με ένα μικρό διάλειμμα για πίτσα στο χέρι κοντά στη Fontana di Trevi. Πετάω ένα νόμισμα πάνω από το κεφάλι μιας Κινέζας η οποία με στραβοκοιτάει μέσα από το σέλφι στικ και συνεχίζουμε για τους Μονομάχους.
Σάββατο στην άκρη της πόλης και χαζεύουμε το ηλιοβασίλεμα και την πόλη από ψηλά στο λόφο Gianicolo, o δεύτερος πιο ψηλός από τους επτά λόφους της καταπράσινης Ρώμης. Παίρνουμε το κλασικό μας πλέον apperitivo και θαυμάζουμε την ομορφιά μιας πόλης που ζηλεύει ο κόσμος όλος.
Σουρουπώνει και ο Μικέλε μας ξεναγεί στη γειτονιά του, το Μοntesacro, βορειανατολικά της πρωτεύουσας, λίγο πιο έξω από το ιστορικό κέντρο, κάτι σαν το Παγκράτι της Ρώμης. Ο γείτονάς του κατεβαίνει να μας χαιρετίσει. Λατρεύει τη Λευκάδα και κάθε χρόνο ξεκαλοκαιριάζει εκεί.
Για ντίνερ μας έχει κλείσει τραπέζι στο Dolmen (via Conca d'oro), ένα παραδοσιακό εστιατόριο με θαλασσινές γεύσεις Σαρδηνίας. Αντιλαμβανόμαστε ότι παραγγέλνει όλο τον κατάλογο των antipasti.
Μια πανδαισία πιάτων κατακλύζει το τραπέζι: χταποδάκι με πουρέ σχοινόπρασο, φρέσκα όστρακα, carpaccio τόνου με πορτοκάλι, πιτάκια με μους καβουριού και στο τέλος ένα καταπληκτικό torte με τραγανή σφολιάτα και χειροποίητη σαντιγί και φράουλες. Μην παραγγείλετε ψάρι, μας λέει ο Μικέλε, στην Ελλάδα έχετε καλύτερο.
Μπαίνουμε στο αμάξι και μας κάνει αυτοκινητάδα στο κέντρο της Ρώμης. Περνάμε από το πρώτο βενζινάδικο που έφτιαξε ο Μουσολίνι έξω από το σπίτι του, δίπλα από ένα παλιό εργοστάσιο που τώρα γίνονται punk parties.
Πριν μπούμε στο ring του κέντρου περνάμε από τον περιφερειακό και μας χαιρετούν οι louchelles, οι ιερόδουλες τις Ρώμης. Οι «πυγολαμπίδες» –αυτό σημαίνει louchella– είναι εξόριστες του πάπα και δεν επιτρέπεται να βρίσκονται εντός της πόλης.
Μπαίνουμε στο ιστορικό κέντρο και περνάμε από το Palatino, σπίτι των Ρωμαίων αυτοκρατόρων από την εποχή του Αυγούστου, το κατάφωτο Κολοσσαίo και το Circo Massimo εκεί που κάποτε γίνονταν ιππομαχίες και τώρα φιλοξενούνται συναυλίες.
Η πόλη το βράδυ είναι ένα φωτεινό θαύμα του χτες και του σήμερα. Παρκάρουμε σε ένα στενό κατά μήκος του Τίβερη στην περιοχή Trastevere και σε έναν τοίχο είναι γραμμένο στα ελληνικά «πλέμπα». Φανταστικό σκεφτόμαστε.
«Η ιστορία της Ρώμης είναι μια αέναη μάχη τρελών αυτοκρατόρων και ημίτρελης πλέμπας», λέει και γελάει ο Μικέλε.
Σάββατο, 1 μετά τα μεσάνυχτα, και η Trastevere είναι πλημμυρισμένη από φοιτητές και τουρίστες. Τα μπαρ ξεκινούν να κλείνουν γιατί η αστυνομία μπουκάρει απροειδοποίητα, αλλά ο λόκαλ πάλι βρίσκει τον τρόπο.
Χώνεται σε ένα καπηλειό μια τρύπα και βγαίνει με ένα μπουκάλι Brunello di Montalcino και τέσσερα πλαστικά ποτήρια. Φεύγουμε στις 4 το πρωί παραπατώντας με κίνδυνο να πέσουμε στο συντριβάνι της piazza Santa Maria.
Κυριακή μέρα μουσείου και πολιτισμού στο Maxxi Μuseo σχεδιασμένο με τις κλασικές καμπύλες από την Ζάχα Χαντίντ. Επισκεπτόμαστε όλες τις εκθέσεις επί τροχάδην και μας μένουν τα έργα και η δράση του φιλοσόφου, πολιτικού και μοντέρνου Ιταλού αρχιτέκτονα Bruno Zevi ο οποίος έλεγε όχι στην αρχιτεκτονική της καταπίεσης και ναι στην αρχιτεκτονική της ελευθερίας που υπηρετεί το κοινωνικό σύνολο.
Έχει τρομερή ζέστη και έχω μια ακατανίκητη επιθυμία για τζελάτο. Δεν γίνεται να φύγεις από την Ρώμη χωρίς να επισκεφτείς μία από τις καλύτερες gelaterias της πόλης.
Παίρνω μια μπάλα pistachio και μία μαύρη σοκολάτας που λιώνουν στο στόμα μου σαν βελούδο, αλλά η έκρηξη έρχεται στο τραγανό χωνάκι που άνετα έτρωγα 10 από δαύτα μόνα τους. Προχωράμε σαν υπνωτισμένοι στην μπαρόκ piazza Navona αδυνατώντας να βρούμε έστω και ένα καγκελάκι αδειανό στις άκρες των συντριβανιών.
Το τελευταίο βράδυ βολτάρουμε με τον Μικέλε στην περιοχή Parioli, την Κηφισιά της Ρώμης, ανάμεσα στα στρογγυλά σπίτια με τα κυκλικά μπαλκόνια και τα αναρριχητικά φυτά.
Στο Αuditorium έχει έκθεση με Φεράρι και ακούγεται ο γουργουριστός ήχος τους. Ναι, ξέρω μόνο μια γυναίκα θα έλεγε την λέξη «γουργουριστός» για τον ήχο της Φεράρι.
Ο Μικέλε μας αφήνει στο ξενοδοχείο δίνοντάς μας για δώρο τα χειροποίητα σαπούνια LunAroma που φτιάχνει με την γυναίκα του Briggite. Μου λέει στο ότι το τελευταίο που βγάλανε είναι φτιαγμένο από άμμο της Boϊδοκοιλιάς και αιθέρια έλαια.
Δευτέρα, 6 το πρωί, στον δρόμο για το αεροδρόμιο σκέφτομαι ότι οι πόλεις είναι πάντα οι άνθρωποι. Μου έχουν μείνει τα παιχνιδιάρικα μάτια του Μικέλε να μας οδηγούν πάντα σε κάτι ξεχωριστό και ο ενθουσιασμός του για την πόλη του.
Γιος χασάπη γεννήθηκε σε μια φτωχή γειτονιά νότια της Ρώμης, έχει ζήσει σε πάμπολλες χώρες της Ευρώπης δουλεύοντας ως μάγειρας αλλά τον κέρδισε ο ήλιος της Ρώμης.
Τώρα έχει τη δική του εταιρεία λίγο έξω από το κέντρο, περνά τα Σαββατοκύριακα σε ένα εξοχικό της αδερφής του στην Τοσκάνη και τα καλοκαίρια του σε ένα σπίτι που αγόρασε στον παραδοσιακό οικισμό της Μεθώνης στην Μεσσηνία.
Δευτέρα, 10 το πρωί, είμαι ήδη στο γραφείο μου και χασμουριέμαι. Η Ρώμη φαντάζει σαν όνειρο. Ήλιος, πλατείες, πίτσα, τζελάτο, φώτα, και γάργαρα νερά –ποτάμια και συντριβάνια παντού– αυτό το υδάτινο στοιχείο που λείπει από την Αθήνα και την κάνει να μοιάζει με μικρή έρημο τσιμέντου.