Παρόλο που το όνομά του παραπέμπει σε μαγαζί με μεγάλη ιστορία και έχει τη φήμη της «καλύτερης πιτσαρίας στη Ρώμη», το Pizzarium δεν είναι και τόσο παλιό. Άνοιξε το 2003, αλλά ο ιδιοκτήτης του είναι ο πιο διάσημος φούρναρης της Ιταλίας, ο Gabriele Bonci, -δηλαδή ο «Μιχαήλ Άγγελος της πίτσας» σύμφωνα με την Vogue- και είναι λογικό να μαζεύει τέτοιες ουρές. Το Pizzarium είναι μακριά από το κέντρο, στην περιοχή Quartiere Trionfale, ακριβώς έξω από το σταθμό Cipro του μετρό, αλλά ο κόσμος έρχεται από παντού και στήνεται υπομονετικά για pizza al taglio (δηλαδή πίτσα με το κομμάτι), 7 ημέρες την εβδομάδα, από τις 11 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ (τις Κυριακές μέχρι τις 4).
Το Bonci όπως είναι το νέο όνομα του μαγαζιού («Πιτσάριουμ» το έλεγαν πιο παλιά, πριν ο ιδιοκτήτης του γίνει μέγα σταρ) είναι κυριολεκτικά μια τρύπα όπου μπορείς να φας ΜΟΝΟ όρθιος μία από τις τουλάχιστον 20 γεύσεις που ετοιμάζονται κάθε μέρα: από απλούστατες κλασικές όπως μαργαρίτα, πίτσα ρόζο ή μπλάνκο, μέχρι γκουρμέ δημιουργίες όπως μοσχαρίσια γλώσσα, φιλέτο από μοσχαράκι γάλακτος ή κουνέλι, ενώ έχει και αμέτρητες χορτοφαγικές με χόρτα και λαχανικά σε τόσο ευφάνταστους συνδυασμούς που δεν ξέρεις τι να πρωτοδοκιμάσεις.
Η ζύμη του Bonci και τα υλικά που χρησιμοποιεί για να την ετοιμάσει είναι ένας από τους λόγους που έγινε τηλεοπτικός αστέρας στην Ιταλία και διασημότητα στην Αμερική, με βιβλία για τα μυστικά της πίτσας και σεμινάρια για να διδάξει τον τρόπο που φτιάχνεις την τέλεια, αφράτη και τραγανή ζύμη. Η ζύμη της πίτσας του είναι λίγο πιο παχουλή και αέρινη από της ναπολιτάνικης πίτσας, αλλά με την ίδια τραγανή βάση. Και δεν έχει καμία σχέση με τις ψωμένιες βάσεις που θεωρούνται πίτσα ακόμα και σε πολλά ιταλικά μαγαζιά. Την φτιάχνει με μια σπάνια ποικιλία αλευριού από έναν συγκεκριμένο πετρόμυλο και ένα προζύμι που η αλυσίδα παραγωγής του ξεκινάει τις μέρες του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και την αφήνει να φουσκώσει για 72 ώρες, μέχρι να αποκτήσει σφιχτή υφή. «Ασήμαντες λεπτομέρειες» για τον πιο πολύ κόσμο, που όσο να ’ναι προσθέτουν στη μυθολογία του μαγαζιού.
Το μυστικό της επιτυχίας του δεν είναι η ζύμη, είναι ο συνδυασμός των υλικών που τη συνοδεύουν και η μεγάλη ποικιλία. Από όσες δοκιμάσαμε, η καλύτερη ήταν μία καραμελωμένα πράσα, σταφίδες και λουκάνικο.
Το Πιτσάριουμ μαζεύει κόσμο κάθε ηλικίας, εθνικότητας και κοινωνικής τάξης, από καλοστολισμένες γιαγιάδες με τα εγγόνια τους, ζευγάρια νεαρά, ζευγάρια μεσήλικα, ζευγάρια ηλικιωμένα, επιχειρηματίες, εργάτες και πολιτικούς, μέχρι καλόγριες και παπάδες που περνούν από το κοντινό Βατικανό για προσκύνημα και Γιαπωνέζους hipsters (OK, κι αμέτρητους άλλους τουρίστες), όλους σε δύο ασυνήθιστα πολιτισμένες ουρές –μία για να παραγγείλουν και άλλη μία για να πληρώσουν και να παραλάβουν το πακέτο τους. Και πιτσιρικαρία, άπειρη πιτσιρικαρία. Κι όσοι δεν χωράνε να ακουμπήσουν στα stand για όρθιους έξω από το μαγαζί, πηγαίνουν στο διπλανό σταθμό του μετρό όπου έχει τσιμεντένια παγκάκια για να αράξεις, τρώγοντας την πίτσα σου μπροστά στα μάτια των καραμπινιέρων.
Η πίτσα του Bonci είναι πραγματικά πολύ καλή, το ίδιο και τα suppli του (οι τηγανητές κροκέτες με ρύζι, σάλτσα ντομάτας και τυρί που βρίσκεις παντού στην Ιταλία με διαφορετικά ονόματα). Για να καταλάβεις όμως το λόγο που έχουν ξετρελαθεί οι Ιταλοί με τον Bonci πρέπει να περάσεις πολλές φορές από το μαγαζί γιατί οι γεύσεις ανανεώνονται συνέχεια. Το μυστικό της επιτυχίας του δεν είναι η ζύμη, είναι ο συνδυασμός των υλικών που τη συνοδεύουν και η μεγάλη ποικιλία. Από όσες δοκιμάσαμε, η καλύτερη ήταν μία καραμελωμένα πράσα, σταφίδες και λουκάνικο.
Δεν έχω μέτρο σύγκρισης γιατί δεν έχω φάει καμία άλλη πίτσα στη Ρώμη, οπότε δεν ξέρω αν δικαιολογεί τον τίτλο της (σίγουρα δεν είναι η καλύτερη πίτσα που έχω φάει στην Ιταλία), οι Ρωμαίοι, όμως, δεν δέχονται αμφισβήτηση, αυτό που λένε είναι νόμος και δεν μπορείς με τίποτα να τα βάλεις μαζί τους. Για τον Ρωμαίο, για παράδειγμα, η πόλη του είναι «η πιο όμορφη πόλη του κόσμου» και, παρόλο που πάντα βρίσκει κάτι για να γκρινιάξει, αν τολμήσεις να βρεις κάτι αρνητικό ως επισκέπτης, αγριεύει. Η Ρώμη είναι στα αλήθεια όμορφη πόλη, πάντως, δεν τη βαριέσαι ούτε στιγμή γιατί όπου κι αν πας έχει κάτι ενδιαφέρον να δεις, πλατείες, μνημεία, αρχαία ερείπια, γέφυρες, εκκλησίες, μουσεία, τον Τίβερη, μαγαζιά, έργα τέχνης στο δρόμο όπως το (αριστουργηματικό) mural που έφτιαξε πρόσφατα ο William Kentridge (ο Νοτιο-Αφρικανός εικαστικός και σκηνοθέτης) στις όχθες του Τίβερη για την επέτειο της ίδρυσης της Ρώμης το 753 π.Χ., με όλη την ιστορία της να περνάει σε ασπρόμαυρες φιγούρες στην ανατολική όχθη, από την Ponte Sisto μέχρι την Ponte Mazzini, σε μήκος 550 μέτρων. Για να το δεις σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια πρέπει να κατέβεις από την απέναντι πλευρά τα σκαλιά και να περπατήσεις δίπλα στο ποτάμι γιατί από ψηλά τα φύλλα των δέντρων κόβουν τη θέα.
Το πιο μεγάλο έργο που έχει δημιουργήσει ποτέ ο Kentridge και ονομάζεται Triumphs and Laments αποτελείται από 80 φιγούρες από όλη την ιστορία της Ρώμης, οι οποίες προέκυψαν από περισσότερες από 500 εικόνες που μάζεψε η ειδική στα θέματα του μεσαίωνα Lila Yawn. Ο Kentridge επέλεξε 80, τις σχεδίασε με μολύβι και μετά με μελάνι και στη συνέχεια τις μετέτρεψε σε τεράστια stencil που αποτύπωσε στις όχθες του ποταμού (τα πρωτότυπα αυτά σχέδια υπάρχουν σε έκθεση στο μουσείο MACRO). Πάπες, καλόγριες, ιππότες, ο Θάνατος καβαλάρης, Γότθοι, η πανούκλα, Ναζί, όλα όσα μπορείς να δεις σε μια μεγάλη παρέλαση που μπορείς να χαζεύεις για ώρες. Είναι ένα σκηνικό που συνέχεια εξελίσσεται γιατί μπροστά τους περνούν ποδηλάτες και άνθρωποι που κάνουν τζόκινγκ. Η καλύτερη ώρα για να απολαύσεις το έργο ανενόχλητος είναι νωρίς το πρωί.
Έργα του Kentridge (που έχει έρθει δύο φορές στη Στέγη σε μία καταπληκτική παράσταση το 2012 και σε μία όχι και τόσο καταπληκτική το Δεκέμβριο του 2014) μπορείς να δεις και στη μόνιμη συλλογή του απίθανου μουσείου μοντέρνας τέχνης MAXXI που έχει σχεδιάσει η Zaha Hadid. Ακόμα και αν δεν σου αρέσει η μοντέρνα τέχνη αξίζει την επίσκεψη, μόνο και μόνο για να απολαύσεις το κτίριο και να πιεις έναν καφέ με θέα τον προαύλιο χώρο όπου νεαρά ζευγάρια φέρνουν τα παιδιά τους για να παίξουν. Τα Σάββατα το μουσείο είναι ανοιχτό μέχρι τις 10 το βράδυ και μόλις αρχίσει να νυχτώνει στον κήπο γίνεται γιορτή.
Αυτές τις μέρες και μέχρι τις 8 Μαΐου έχει μια μεγάλη έκθεση σύγχρονων Τούρκων καλλιτεχνών και αρχιτεκτόνων με τίτλο Istanbul. Passion, Joy, Fury που ξεκινάει από τις διαδηλώσεις στο Gezi Park και μεταξύ άλλων παρουσιάζει τις αστικές μεταμορφώσεις στην Τουρκία, τις πολιτικές διαμάχες και την αντίσταση και καταλήγει στην ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Μιλώντας στο chat με έναν Αμερικάνο φίλο που είναι φανατικός οπαδός της Ρώμης και την ξέρει πιο καλά και από τους ντόπιους (μάλιστα γράφει συχνά για το φαγητό της), επέμενε ότι το νούμερο ένα που πρέπει να κάνεις μόλις πατήσεις το πόδι σου στην πόλη είναι να πας για καφέ στο Sant'Eustachio Il Caffè, ένα μικροσκοπικό μαγαζί πίσω από το Πάνθεον όπου σερβίρουν δυνατό καφέ από πολύ καλά χαρμάνια με έναν πολύ ειδικό πατενταρισμένο τρόπο –τον οποίο κρατούν ευλαβικά μυστικό (ενώ τον φτιάχνουν μπροστά στα μάτια σου, ο bartender κρύβεται πίσω από τη μηχανή και δεν σου επιτρέπει να δεις τι κάνει). Στο Sant'Eustachio όλοι πίνουν τον καφέ τους με τον παραδοσιακό ιταλικό τρόπο (δηλαδή όρθιοι και με δυο γουλιές), ενώ όσοι κάθονται στα τραπέζια απ’ έξω (έξι συνολικά) είναι σίγουρα τουρίστες που αγνοούν ότι αν καθίσεις σε χρεώνουν συν πέντε ευρώ για τη θέση. Όση ώρα κρατάει η ιεροτελεστία χαζεύεις τα αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά, φωτογραφίες με την επίσκεψη του Κίσινγκερ, ένα τεράστιο αφιέρωμα του New Yorker το 1998, ένα δισέλιδο του New York Times, ρώσικα και γιαπωνέζικα, γερμανικά, ισπανικά, γαλλικά αποκόμματα, πολυκαιρισμένα και σχεδόν ξεθωριασμένα, αλλά πιστοποιητικά της καλής φήμης του σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το Sant'Eustachio Il Caffè άνοιξε το 1938 και έχει φιλοξενήσει όλη την σύγχρονη ιστορία της Ρώμης. Για να το βρεις δεν χρειάζεται να ψάξεις και πολύ, αν ακολουθήσεις την ερεθιστική μυρωδιά του καφέ μόλις φτάσεις στην Piazza Sant’Eustachio θα σε οδηγήσει στο μαγαζί. Κι επειδή είναι δύσκολο να διαλέξεις από την ποικιλία του καταλόγου, προτίμησε το Gran Caffe για ζεστό ή το Granita για παγωμένο και για πιο light εκδοχή το Mousse al caffè –αλλά προσοχή, επειδή βάζουν σε όλα ζάχαρη, αν τον θέλεις σκέτο πρέπει να το ζητήσεις προκαταβολικά. Φεύγοντας, αγόρασε και τις καραμέλες σοκολάτας με ολόκληρους κόκκους καφέ (στο κίτρινο κουτάκι), είναι το καλύτερο αναμνηστικό από τη Ρώμη.
Μια συμβουλή αν δεν έχεις ξαναπάει στη Ρώμη και φτάνεις στο αεροδρόμιο Ciampino: μην βγάλεις ολόκληρο το εισιτήριο (των 4 ευρώ) για τον κεντρικό σταθμό της Ρώμης, η κίνηση τις πιο πολλές φορές είναι εκνευριστική και θα χάσεις μιάμιση ώρα μέχρι να πας στην πόλη. Βγάλε για τον σταθμό του μετρό Anangina που είναι μερικές στάσεις από το αεροδρόμιο (και κάνει 1,20 ευρώ) και μετά συνέχισε με το μετρό για το κέντρο (1,50 ευρώ). Ρώτα για την κάρτα των 24, 48, 72 ωρών και 7 ημερών, αν έχεις σκοπό να κάνεις πολλές μετακινήσεις συμφέρουν γιατί ισχύουν για μετρό και λεωφορεία και γλιτώνεις και τις ουρές στους σταθμούς.
(συνεχίζεται)
σχόλια