Την εβδομάδα που ήμουν στην Κίμωλο πέθαναν δυο άνθρωποι. Γέροι. Το νέο του θανάτου τους σαν αόρατο ντόμινο έπεσε σε όλο το Χωριό. Και πάνω μας. «Δεν μπορείτε να φάτε εδώ», μας είπαν στην ταβέρνα με το ωραίο μπαλκόνι που είχαμε φάει την προηγούμενη μέρα, «είναι όλο κλειστό για τον νεκρό». Τα τραπέζια είχαν μπει στην σειρά δίπλα-δίπλα, σαν να αρραβωνιαζόταν ο Χάρος.
Στη δεύτερη γυρίζαμε με τα πόδια από το πρωινό μπάνιο στο Ρέμα. Βρεθήκαμε φορώντας μαγιό μπλεγμένοι με το μαυροντυμένο πλήθος που έβγαινε από το νεκροταφείο. Είχε πεθάνει ο Χαράλαμπος. Μάθαμε πως τον λένε όταν μια μαυροντυμένη γυναίκα έκλαιγε για αυτόν σε ένα σοκάκι λέγοντας το νέο στη γειτόνισσα. Έτσι είναι εδώ. Ο θάνατός σου είναι πρώτη είδηση για μια ημέρα. Μετά η ζωή συνεχίζεται κανονικά.
«Ποιος είναι ο επόμενος για τόπο χλοερό;» έλεγε γελώντας ένας ογδοντάχρονος το βραδάκι σε έναν φίλο του συζητώντας για τους δυο θανάτους. To πρωί ο οδηγός του μοναδικού λεωφορείου φρενάρει στο τσακ λίγο πριν συγκρουστεί με ένα IX και αντί να γίνει καυγάς του λέει «Δημητράκη, θα γινόμασταν χαλκομανία», τον χαιρετά και φεύγει. Και καθώς φωτογραφίζουμε το μοναδικό κίτρινο σπίτι του νησιού ο ιδιοκτήτης δηλώνει: «Το είχα μπλε όπως οι άλλοι και μια μέρα λέω δεν του πάει και το έβαψα κίτρινο. Του πάει;». Το χιούμορ είναι στο αίμα των κατοίκων. Δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά. Είναι το νούμερο ένα καύσιμο στον μηχανισμό της επιβίωσης εδώ, που ο ένας κυριολεκτικά πέφτει πάνω στον άλλον.
Μια ογδοντάχρονη γυναίκα στην αγκαλιά ενός πενηντάχρονου άντρα: «Του χρόνου πάλι» της λέει. Εκείνη δεν κλαίει. Του χαϊδεύει την πλάτη με το ένα της χέρι και με το άλλο τα μαλλιά του γιου του. «Να πάτε σαν τα πουλιά».
Εκτός από τους μόνιμους κατοίκους το νησί αυτές τις μέρες είναι γεμάτο παιδιά. Οικογένειες επιστρέφουν στον παππού και τη γιαγιά. Όχι, δεν έχει αλλάξει η παιδική ηλικία τόσο δραματικά όσο πιστεύουμε οι ενήλικες. Τα δεκάχρονα βουλιάζουν στο γαλάζιο φως των τάμπλετ αλλά μετά από λίγο ανεβαίνουν στα ποδήλατα και κάνουν κόντρες στα σοκάκια, δημιουργούν ομάδες και τσακώνονται όπως παλιά («Τι είπες για τον Πειραιά, ρε;»), πέφτουν, χτυπάνε και ξανασηκώνονται. Τα πιο μικρά, όταν η μπαταρία τους εξαντληθεί, γέρνουν στην αγκαλιά των γονιών τους. Τα μεταφέρουν «νεκρά» από τα τραπέζια του Stavento στο σπίτι.
Ένα ξανθό ηλιοκαμένο hi-tech εξάχρονο υπενθυμίζει στον πατέρα της κοιμισμένης φίλης της: «Αύριο πάλι». Η φωνή του μπλέκεται με μια γλυκερή διασκευή σε ένα κομμάτι της Lady Gaga.
Ο χρόνος εδώ δεν σταματά όπως συχνά διαβάζεις στους τουριστικούς οδηγούς. Ο χρόνος κυριαρχεί πάνω από όλους και από όλα. Κάθε λεπτό μετράει. Σου το υπενθυμίζει η καμπάνα. Ένας χτύπος κάθε μισή ώρα. Ένας χτύπος για κάθε ώρα. Τα μεσάνυχτα «προσδοκάς Ανάσταση Νεκρών». Αλλά μάλλον έχεις πιει.
Η Κίμωλος είναι για βιβλιόφιλους που διαβάζουν «τα βιβλία που δεν πρέπει να πάρετε ποτέ στην παραλία». Η Κίμωλος είναι για γυμνιστές (Δέκας). Η Κίμωλος είναι για φοιτητοφρικιά που πάνε παντού με τα πόδια και σκέφτονται ακόμα και τα δυο ευρώ, «αλλά δεν γμτ ρε μλκ, ας το πάρουμε το λεωφορείο». Η Κίμωλος είναι για τις εικοσάχρονες που φοιτούν «στη σχολή» αλλά και για εκείνες που φοιτούν στην Δραματική και καπνίζουν τα στριφτά τους τσιγάρα σαν να κουβαλούν όλη τη ματαιότητα του κόσμου πάνω τους. Η Κίμωλος είναι για όλους αλλά δεν ανήκει σε κανέναν μας: Ανήκει στα άλογά της.
Τα παρατηρώ από απόσταση. Γιατί να είναι σύμβολο της ελευθερίας και όχι της μοναξιάς; Τι παραπάνω έχουν οι λύκοι από αυτά; Ήσυχα και αυτάρκη μέσα στο άνυδρο τοπίο, στέκονται περήφανα και σε κοιτούν με τα άκακα μάτια τους.
Η Κίμωλος ανήκει στις πέτρες της. Το μικρό νησί έχει παρελθόν πολλών χιλιάδων χρόνων. Ευρήματα αποδεικνύουν ότι η ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στο νησί ξεκινά από τους προϊστορικούς χρόνους, την Ύστερη Νεολιθική Περίοδο. Αποφασίζουμε ένα πρωινό να πάρουμε μια γεύση από την ιστορία της με την επίσκεψή μας στο αρχαιολογικό μουσείο. Στα πρώτα δύο λεπτά που βρισκόμαστε μέσα γίνεται διακοπή ρεύματος. Η κοπέλα που μας άνοιξε τηλεφωνεί στη μάνα της. Μας ανακοινώνει: «Έχει όλο το νησί». Συνεχίζουμε να ρίχνουμε το φως των κινητών μας τηλεφώνων πάνω στα αγγεία και εκείνη ανοίγει για λίγα λεπτά το παντζούρι για να δούμε καλύτερα. Το φως λούζει το ακέφαλο γυναικείο άγαλμα του 2ου αιώνα π.Χ. Καθώς φεύγουμε απογοητευμένοι που δεν μπορεί να γίνει η προβολή της ταινίας με την ιστορία του νησιού, βλέπουμε μια Γαλλίδα να ανεβαίνει υποβασταζόμενη τα σκαλιά που οδηγούν στην πόρτα του μουσείου. Η κοπέλα στρέφει πανικόβλητη το κεφάλι σε μια φίλη της: «Τι θα πούμε τώρα στη γιαγιά;» αναρωτιέται.
Καθώς με το πιρούνι εξερευνώ για ακόμα μια φορά τα σωθικά ενός τοματοκεφτέ στο Καλαμίτσι, σκέφτομαι ότι όλα όσα θα μπορούσε να πει κάποιος για το νησί χωράνε εδώ. Η λιαστή τομάτα, η πιπεριά, η ελιά, τα μυρωδικά. Τίποτα περιττό. Οι κάτοικοί του έχουν αντιληφθεί την ουσία της ζωής. Αυτό που γράφουν πολλοί αλλά λίγοι έχουν τα κότσια να το ζήσουν στην πράξη: Η μαγεία της ζωής βρίσκεται στα απλά πράγματα και σε τίποτα περιττό.
Φεύγουμε. Ανάμεσα σε Έλληνες και Γάλλους τουρίστες, άνθρωποι ξενιτεμένοι για δεκαετίες από το νησί αποχαιρετούν τους δικούς τους μετά από μερικές μέρες διακοπών. Παρατηρώ μια ογδοντάχρονη γυναίκα στην αγκαλιά ενός πενηντάχρονου άντρα. «Του χρόνου πάλι» της λέει. Εκείνη δεν κλαίει. Του χαϊδεύει την πλάτη με το ένα της χέρι και με το άλλο τα μαλλιά του γιου του. «Να πάτε σαν τα πουλιά» του λέει και εκείνος την φιλάει.
Είναι μια δυνατή σκηνή πραγματικής ζωής που μπορώ μόνο να την παρατηρώ. Για να την κατανοήσεις στο μέγεθός της πρέπει να έχεις βιώσει την ξενιτιά.