Έχω ακούσει από κάποιους που ονειρεύονται και στον ξύπνιο τους να λένε ότι αρκεί μια ιδέα, μια σκέψη, μια λέξη, ένας ψίθυρος, μια εικόνα, ένας μύθος για να ενεργοποιηθεί η εκπλήρωση του ονείρου. Αλλά, δυστυχώς, ακόμα και τα όνειρα αρχίζουν να σπανίζουν αυτή την παρατεταμένη περίοδο περιορισμών που ορίζει η πανδημία, γκρεμίζοντας σταθερές δεκαετιών σε όλα τα επίπεδα. Όμως, χωρίς όνειρα δεν υπάρχει ζωή. Άρα, ας συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε αυτήν τη σκοτεινή περίοδο, γιατί στα όνειρα δεν χρειάζονται εξηγήσεις, ούτε ζητούνται απαντήσεις.
Ένας θείος μου, ο Θεμιστοκλής, που δούλευε αρχιμάγειρας σε κρουαζιερόπλοια, μου έλεγε υπό μορφή παραίνεσης όταν ήμουν ακόμα πιτσιρίκι: «Πρέπει να υπάρχει ένα σχέδιο για όλα τα πράγματα στη ζωή. Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει κάποιο σχέδιο. Χωρίς σχέδιο δεν πας πουθενά, ο άνθρωπος χάνεται». Τον άκουγα με σεβασμό τον θείο μου, που ταξίδευε σε ολόκληρο τον πλανήτη και με μάγευε με τις ιστορίες του, αλλά χωρίς να καταλαβαίνω τι ήθελε να πει. Φυσικά, αργότερα κατάλαβα, και πολύ καλά μάλιστα.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα ταξίδια, τα παντός είδους ταξίδια που κρύβουν πίσω τους έναν σκοπό, ένα σχέδιο. Συχνά, μια σκόρπια κουβέντα, μια άγνωστη ονομασία, ένας μύθος, ένας ψίθυρος, μια εικόνα, κάνουν τον άνθρωπο να ταξιδέψει. Ίσως όλα αυτά να είναι τα σημάδια που ορίζουν το όνειρο και χαρτογραφούν ένα ταξιδιωτικό σχέδιο, γιατί στα όνειρα μπορούν να συμβούν τα πάντα.
Εδώ, στην «Αμαζονία του Λιόσα», αισθάνεσαι βαθιά ότι κυριαρχούν η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη. Εδώ κυριαρχούν οι άνθρωποι, οι μνήμες, οι ρίζες. Όλα αυτά όμως αποτελούν τα ισχυρά όπλα των κατοίκων της Αμαζονίας για να αντιμετωπίσουν τη σκληρή πραγματικότητα, τη δύσκολη καθημερινότητα.
Έναν ταξιδιωτικό μύθο, όπως το Κατμαντού, η Λάσα, το Τιμπουκτού, αποτελεί για τους ταξιδιώτες και το Ικίτος. Αποκομμένο λόγω της πυκνής ζούγκλας, βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Κολομβία και τη Βραζιλία, στο βορειοανατολικό τμήμα του Περού, στη συμβολή των παραποτάμων του Αμαζονίου, Νανάι και Ιτάγια, 1.300 χιλιόμετρα από τη Λίμα και γύρω στα 3.200 από τις εκβολές του ποταμού στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Γνώριζα τον μύθο του Ικίτος, ότι ιδρύθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα από μια θρησκευτική αποστολή των Ιησουιτών, καταγράφοντας για μεγάλη περίοδο ισχνή και βραδεία ανάπτυξη. Το 1800 ήταν ένα χωριό 71 ψυχών, ενώ το 1864 ο αριθμός των κατοίκων του ανερχόταν στους 400. Γύρω στο 1880 αρχίζει να διαμορφώνεται ο μύθος του Ικίτος, ο μύθος ενός Ελντοράντο στη μέση της ζούγκλας, στις όχθες του Αμαζονίου, που προσελκύει πολλούς τυχοδιώκτες από πολλά μέρη του πλανήτη, Βραζιλιάνους, Κινέζους, Εβραίους και Ευρωπαίους, οι οποίοι, αντί χρυσού, αναζητούν τον πλούτο που αποφέρει το καουτσούκ.
Οι ντόπιοι Ινδιάνοι, όπως σε πολλά μέρη της Νοτίου Αμερικής, αν και πολέμησαν σθεναρά την εκμετάλλευση του καουτσούκ, σύντομα έγιναν ξένοι στον τόπο τους και στο τέλος κατέληξαν εργάτες των αποίκων. Το Ικίτος γίνεται η βιτρίνα της Αμαζονίας λόγω του πλούτου του αλλά και των προσδοκιών που γεννά. Και όλα αυτά έως το 1912, περίοδο που κυριολεκτικά παρακμάζει το εμπόριο του καουτσούκ στην Αμαζονία εξαιτίας της παράνομης καλλιέργειας των σπόρων καουτσούκ στη Μαλαισία.
Στη συνέχεια, ο μύθος του Ικίτος περιορίζεται στη γεωγραφική του απομόνωση και στη μετατροπή του σε μια εύθραυστη συνοριακή ζώνη του Περού με Κολομβία και Βραζιλία, που είναι μεγάλης σημασίας. Είναι το Ικίτος του Φουσία, ήρωα του Περουβιανού συγγραφέα από την Αρεκίπα, Μάριο Βάργκας Λιόσα, στο μυθιστόρημά του «Το πράσινο σπίτι». Και πάλι όμως γύρω στο 1970 ο μύθος του Ελντοράντο ξαναζωντανεύει με τις απόπειρες εξεύρεσης πετρελαίου, χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα. Σήμερα, ο μύθος του Ικίτος στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιστορία του, στη γεωγραφική του απομόνωση, στον Αμαζόνιο και στη ζούγκλα που το περιβάλλει.
Και εάν αυτός είναι ο μύθος, το ταξιδιωτικό σχέδιο απαιτεί πάντα τα σημάδια που μικραίνουν τις αποστάσεις και οδηγούν στο ταξίδι. Και στα σημάδια αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι μαγικές εικόνες από την ταινία του Βέρνερ Χέρτσοκ, «Φιτζκαράλντο» (1982), με τον Κλάους Κίνσκι. Η ταινία αποτελεί μια εποποιία τρέλας, ονείρου, οράματος, θράσους και αποφασιστικότητας στην καρδιά της ζούγκλας του Αμαζονίου.
Ο Φιτζκαράλντο, ένας τρελός και ονειροπόλος Ιρλανδός μεγιστάνας του καουτσούκ, που ακούει έργα του Ιταλού τενόρου της όπερας Ενρίκο Καρούζο, ονειρεύεται κάποια μέρα να μπορέσει να φέρει στο Ικίτος μια μεγάλη όπερα. Αφού πραγματοποιήσει την πρώτη τρέλα του, που είναι να περάσει το πλοίο του πάνω από ένα βουνό για να συντομεύσει την απόσταση μεταξύ δυο παραποτάμων του Αμαζονίου, πραγματοποιεί και τη δεύτερη, να φέρει μια μεγάλη όπερα στο Ικίτος. Ελλείψει όπερας στο Ικίτος, όμως, βάζει τους μουσικούς της όπερας του Μανάους να τραγουδήσουν έργα του τενόρου Βιντσέντζο Μπελίνι από το κατάστρωμα ενός ποταμόπλοιου με θεατές τους Ινδιάνους στις όχθες του Αμαζονίου.
Μοναδικές οι τελευταίες σκηνές της ταινίας, με τους μουσικούς να τραγουδούν στη μέση του Αμαζονίου και τον Κίνσκι ευτυχισμένο που έχει πραγματοποιήσει το τρελό του όνειρο. Φιτζκαράλντο: η ιστορία ενός τρελού ονειροπόλου που ενθαρρύνει τους απλούς ανθρώπους να κυνηγήσουν τα όνειρά τους και τους γεμίζει έμπνευση.
Όμως το όνειρο και η τρέλα του Φιτζκαράλντο σχετίζονται χωρικά και με μια πλωτή πολιτεία, την υπέροχη «Βενετία του Περού», που δεν είναι το Ικίτος αλλά μια συνοικία του, το Μπελέν. Οι εικόνες από το Μπελέν κυριαρχούν στο «Φιτζκαράλντο», εφόσον αυτή η πλωτή πολιτεία με τις αχυροκαλύβες της και ο Αμαζόνιος στήνουν το σκηνικό της ταινίας. Οι ήρωες του Λιόσα, η τρέλα και η παράνοια του Φιτζκαράλντο, η ονειρική ιστορία του και οι εικόνες από το Μπελέν με σπρώχνουν να ταξιδέψω μέχρι το Ικίτος λίγο μετά το 2000.
Για να φτάσει κανείς στο Ικίτος από τη Λίμα έχει δύο εναλλακτικές διαδρομές, είτε αεροπορικώς είτε ακολουθώντας την αρκετά περιπετειώδη και χρονοβόρα διαδρομή Λίμα - Πουκάλπα με λεωφορείο –γύρω στις 28 ώρες–, και από κει να πάρει το ποταμόπλοιο για το Ικίτος. Το ταξίδι διαρκεί γύρω στις τρεις μέρες, αρχικά στα νερά του Ρίο Γιουκαγιάλι και στη συνέχεια του Αμαζονίου.
Το Μπελέν βρίσκεται στα νότια του Ικίτος και είναι η πιο φτωχή συνοικία του. Εδώ οι κατασκευές είναι ψαθοκαλύβες πάνω σε πιλοτή ή ακόμα και σε σχεδίες, εφόσον η ζωή αυτού του χωριού των 7.000 κατοίκων είναι στενά συνυφασμένη με το ύψος της στάθμης των νερών του Αμαζονίου. Τον χειμώνα η στάθμη των νερών ανεβαίνει και πνίγει κυριολεκτικά τις πιλοτές, ακόμα και τα ίδια τα σπίτια, ενώ το καλοκαίρι όλα θυμίζουν εγκαταλελειμμένους σκελετούς σπιτιών που οι τεχνίτες εγκατέλειψαν μισοτελειωμένα για άγνωστους λόγους.
Η αγορά του Μπελέν είναι πράγματι εντυπωσιακή, εφάμιλλη του Μανάους στη Βραζιλία. Ινδιάνοι από τη ζούγκλα έρχονται πολύ νωρίς το πρωί με τα κανό τους φορτωμένα. Βλέπω ηλικιωμένες Ινδιάνες να πουλούν την πραμάτεια τους: ρίζες μανιόκας, μπαχάρια, εξωτικά φρούτα, ψάρια, κρέας ποταμίσιας χελώνας, θεραπευτικά φυτά του δάσους. Παραδίπλα, άνδρες τυλίγουν με απίστευτη σβελτάδα τα «mapachos», τσιγάρα από χρυσοκαφέ φύλλα καπνού, ο παχύς καπνός των οποίων λέγεται ότι απομακρύνει τα σμήνη των πολύ ενοχλητικών κουνουπιών.
Ταξιδεύοντας με ποταμόπλοιο στον Αμαζόνιο, νιώθω την ίδια σαγήνη που τραβάει τους ανθρώπους εδώ και χιλιετίες σε αυτό το ποτάμι, διαπλέοντάς το έως τον Ατλαντικό Ωκεανό. Κοιτώντας τις όχθες του, νιώθω σιγά-σιγά το παρελθόν μου να σβήνει στη θέα της αιωνόβια ζούγκλας.
Εδώ, η φύση είναι παντοδύναμη. Εδώ, κυριαρχεί ο Θεός Ποταμός και ο άνθρωπος, μικρός, αδύναμος και ανίσχυρος, τον υπακούει και τον σέβεται. Ο Θεός Ποταμός αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία των μυθιστορημάτων του Μάριο Βάργκας Λιόσα και πλάθει την «Αμαζονία του Λιόσα». Εδώ, τα πολλά υλικά αγαθά είναι περιττά, η δε κοινωνική συλλογική ευθύνη αυξημένη. Εδώ, οι άνθρωποι νιώθουν τρωτοί κάθε στιγμή, απειλούμενοι από τα καπρίτσια της παντοδύναμης φύσης και τη μεγάλη φτώχεια. Εδώ, νιώθει κανείς ότι βασιλεύει η ταπεινότητα και απουσιάζει η αλαζονεία. Εδώ, στην «Αμαζονία του Λιόσα», αισθάνεσαι βαθιά ότι κυριαρχούν η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη. Εδώ, κυριαρχούν οι άνθρωποι, οι μνήμες, οι ρίζες. Όλα αυτά όμως αποτελούν τα ισχυρά όπλα που έχουν οι κάτοικοι της Αμαζονίας για να αντιμετωπίσουν τη σκληρή πραγματικότητα, τη δύσκολη καθημερινότητα.
Σε ένα από τα ταξίδια μου με τοπικά ποταμόπλοια συνάντησα έναν νεαρό, τον Francis Antonio, που έκοβε τα εισιτήρια – ήταν ο γιος της ιδιοκτήτρια του σκάφους. Σπούδαζε περιβαλλοντολόγος λόγω της αγάπης του για τον Αμαζόνιο και προερχόταν από μια φυλή Ινδιάνων. Ήθελε να αφιερώσει τη ζωή του στην προστασία της Αμαζονίας.
Σημείωσα τα λόγια που μου είπε τότε, προστατεύοντάς τα από τη λήθη: «Εάν οι Ινδιάνοι έχουν απιθώσει τις ρίζες τους και το παρελθόν τους στις όχθες του Αμαζονίου, το μέλλον τους απειλείται από την αυξανόμενη ρύπανση του ποταμού, τις κλιματολογικές μεταβολές, τις μεγάλες περιόδους ξηρασίας, την εκτεταμένη αποψίλωση του δάσους και τις συχνές πυρκαγιές». Στο πρόσωπο του Francis δεν είδα μόνο τη δική του αγωνία αλλά και την αγωνία όλων των Ινδιάνων της Αμαζονίας για το τι θα μπορούσε να συμβεί στη συνέχεια.
Μιλώντας μου στη συνέχεια για τα περιβαλλοντικά κινήματα των Ινδιάνων (Save the Amazonas), την ενεργό τους συμμετοχή σε αυτά, την αγάπη τους για τον Αμαζόνιο και τη ζούγκλα του και την προσήλωσή τους στις ρίζες, διαπίστωσα ότι όλα αυτά αντιπροσώπευαν για τον Francis, τους δεκάδες χιλιάδες Francis, ένα «χρέος», ένα πολύ βαρύ «χρέος». Ένιωθαν υπεύθυνοι, επιδίωκαν τη συνέχεια της παράδοσης και προέτασσαν τον σεβασμό στη φύση και στους ανθρώπους της Αμαζονίας, δεν ήθελαν να σβήσει η μνήμη.
Ίσως και ο Λιόσα, παρακινούμενος από τη ζωή των απλών ανθρώπων του Περού, την αίσθηση του «χρέους, της ευθύνης, του καθήκοντος», βάζει τον αφηγητή στο «Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες » να λέει: «Αν ο άνθρωπος ζει ήρεμος, χωρίς ανυπομονησία, προλαβαίνει να συλλογιστεί και να θυμηθεί. Έτσι θα βρει το γραφτό του, ίσως. Θα ζει ευχαριστημένος, ίσως. Αν χάνει την υπομονή του, αν βιάζεται, ο κόσμος αναστατώνεται, έτσι φαίνεται. Και η ψυχή πέφτει σε έναν ιστό από λάσπη.
Αυτό είναι σύγχυση. Είναι το χειρότερο, έτσι λένε. Σε τούτον τον κόσμο και στην ψυχή του ανθρώπου που περπατά. Τότε δεν ξέρει τι να κάνει, πού να πάει. Δεν ξέρει πώς να τα βγάλει πέρα, «τι να κάνω, τι πρέπει να κάνω;» λέει... Κακό είναι που χάνεται η γνώση. Η γνώση ξεράθηκε σαν σκουληκιασμένη ρίζα. Αυτό φέρνει μεγάλη σύγχυση. Έτσι λένε, κατά που τράβηξαν οι άνθρωποι, που περπατάνε. Μήπως έχουμε γίνει τεμπέληδες; Ίσως. Μήπως έχουμε παραμελήσει το καθήκον μας; Ίσως».
Από τη ζούγκλα του Αμαζονίου περιδιαβαίνω την αστική ζούγκλα του κέντρου της Λίμα και διακρίνω μια τάξη παντού. Καλαίσθητα κτίρια ισπανικής αρχιτεκτονικής με όμορφα χρώματα, πεζοδρόμια και πλακόστρωτα από γρανίτη στη χρήση των πεζών, καθαριότητα, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα γκράφιτι στους τοίχους των κτιρίων, λουλούδια. Σε κάθε τετράγωνο σχεδόν υπάρχει ένα γκαράζ, κρυμμένο πίσω από τους όμορφους τοίχους ενός παλιού οικοδομήματος, ώστε να μην υπάρχουν παρκαρισμένα αυτοκίνητα στους δρόμους.
Ακόμα και στα ταξί υπάρχει μια διορία μερικών λεπτών για να αφήσουν ή να πάρουν κάποιον επιβάτη, γιατί ο αστυνομικός καραδοκεί και τα πρόστιμα είναι βαριά. Αστυνομικοί ντυμένοι με πολιτικά, με διακριτικό τρόπο, επιτηρούν για την ασφάλεια των πολιτών και των επισκεπτών. Βλέπω και εδώ, όπως και στην Αμαζονία, να υπερισχύουν το «χρέος», η «ευθύνη» το «καθήκον». Σήμερα, οι πολλοί μιλούν μόνο για «ελευθερίες και δικαιώματα», ξεχνώντας παντελώς τα παραπάνω συστατικά τους.
Περιδιαβαίνω την αστική ζούγκλα του κέντρου της Αθήνας: βρόμικα, διαλυμένα πεζοδρόμια, αντιαισθητικά υπαίθρια γκαράζ, ερειπωμένα νεοκλασικά, αυτοκίνητα παρκαρισμένα στα πεζοδρόμια, μηχανάκια που κινούνται σε πεζοδρόμια και πεζόδρομους, ναρκομανείς που επαιτούν για τη δόση τους, αφίσες και μουτζούρες (όχι γκράφιτι) σε τοίχους, κολόνες και μαρμάρινα αγάλματα σε τόσο μεγάλη έκταση, που δεν έχω δει πουθενά αλλού σε κέντρο πόλης, παρά μόνο σε υποβαθμισμένα προάστια.
Για οκτώ ολόκληρα χρόνια (2012-2020), που φαντάζουν αιώνες, θωρώ με βαθιά θλίψη πάντα τα αποκαΐδια του κτιρίου που φιλοξενούσε τους κινηματογράφους Απόλλων και Αττικόν, το άλλοτε κόσμημα της Σταδίου, έργο του Έρνεστ Τσίλερ. Μοιάζει με παραδομένο στη φθορά μνήμα, καλυμμένο από την πατίνα της λησμονιάς, που μέσα του είναι θαμμένη η πιο ρομαντική περίοδος πολλών δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, των «νιάτων». (Η αποκατάσταση του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων, που καταστράφηκε από πυρκαγιά το 2019, υπολογίζεται ότι θα κρατήσει γύρω στα τέσσερα χρόνια).
Κι όλα αυτά τα νιώθω σαν μια ανίατη αρρώστια που έχει μολύνει με εξανθήματα το δέρμα της πόλης. Συνηθισμένοι στην αρρώστια, οι περισσότεροι από εμάς, σαν τους τυφλούς που δεν μπορούν να δουν, προτάσσουν την απάθεια και την αδιαφορία έναντι του «καθήκοντος, της ευθύνης και του χρέους». Οι έννοιες της αισθητικής, του σεβασμού, της ευγένειας, του πολιτισμού της καθημερινότητας, δυσανάγνωστες λέξεις.
Το ίδιο μπορώ να ισχυριστώ και για την πανέμορφη ελληνική φύση, που ανάλογες νοοτροπίες και συμπεριφορές την έχουν μετατρέψει σε έναν απέραντο σκουπιδότοπο. Μήπως έχουμε ξεχάσει ότι όλα αυτά είναι το σπίτι μας; Μήπως, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Λιόσα, έχουμε γίνει τεμπέληδες, μήπως έχουμε παραμελήσει το καθήκον μας; Μήπως, ως κοινωνία, δεν μπορούμε πλέον να διακρίνουμε το ασήμαντο από το σημαντικό; Μήπως έχουμε χάσει το νόημα των πραγμάτων; Στα μάτια μου οι φτωχοί Περουβιανοί φαίνονται πολύ πιο συνειδητοί και υπεύθυνοι από πολλούς καλοζωισμένους και απαθείς συντοπίτες μας.
Ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη της σπουδαίας Ελληνίδας συγγραφέως Αθηνάς Κακούρη, που αφορά «όλους», αλλά ιδίως τους νέους, που είναι το μέλλον, η συνέχεια, ίσως και να δίνει κάποια εξήγηση για την απουσία της «ευθύνης», του «χρέους», δημιουργώντας προβληματισμό για το αύριο ή ακόμα και βεβαιότητες:
«Βρίσκω ότι η γενιά που είναι σήμερα 40-50 ετών είναι κατώτερη των περιστάσεων. Κληρονόμησαν κοινωνική συνοχή και μια ευμάρεια και ελευθερία, τις οποίες καμιά γενιά Ελλήνων δεν είχε απολαύσει έως τώρα, και δεν τις σέβονται. Ατημέλητοι στο ντύσιμο, στη χρήση της γλώσσας μας, στον τρόπο που χύνονται πάνω στα καθίσματα και στην ευκολία με την οποία πετάνε από πάνω τους τις ευθύνες τους, δεν δείχνουν να καταλαβαίνουν πως αυτές είναι κατακτήσεις πολύτιμες αλλά και εξαιρετικά ευάλωτες, που εάν δεν επαγρυπνούν για να τις προστατεύσουν, θα τις χάσουν. Θα ξυπνήσουν, άραγε, από τον σημερινό τους λήθαργο;»
*O Στέλιος Βαρβαρέσος είναι καθηγητής Τουρισμού στο ΠΑ.Δ.Α.
σχόλια