Προορισμένος για κοινόχρηστη και κοινωφελή χρήση, ο δημόσιος χώρος αποτελείται από δρόμους, πάρκα, πλατείες, όπου ιδανικά όλοι μας συνυπάρχουμε, αλληλεπιδρούμε και ψυχαγωγούμαστε. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας ο διάλογος για τον ξεχασμένο, κατά τα άλλα, δημόσιο χώρο της Αθήνας αναζωπυρώθηκε. Κι αυτό γιατί αφενός μεγάλος μέρος του πληθυσμού τον ανακάλυψε και τον χρησιμοποίησε ως διέξοδο στον εγκλεισμό, αφετέρου γιατί οι πολίτες στερήθηκαν τη λειτουργία του ως πεδίου έκφρασης και ιδεών.
Συζητώντας με την Έλενα Ζερβουδάκη του αρχιτεκτονικού γραφείου z-level, καταλήγουμε πως ένα από τα χαρακτηριστικά που διακρίνει στην Αθήνα είναι ότι σχεδόν σε κάθε γειτονιά της βρίσκουμε ποικιλία χρήσεων: μαγαζιά, καφέ, κατοικίες, γραφεία, εργαστήρια συνυπάρχουν στον ίδιο δρόμο, ακόμα και στο ίδιο κτίριο. «Η ποικιλομορφία αυτή λειτούργησε θετικά στην πανδημία κι έτσι οι γειτονιές έχουν πάντα στους δρόμους τους κάποια ζωή και κινητικότητα. Ωστόσο, τα μικρά μαγαζιά είναι αυτά που δίνουν περισσότερο την ανθρώπινη κλίμακα στον δημόσιο χώρο. Το κέντρο της Αθήνας, όπου υπερτερούν τα γραφεία και τα πολυκαταστήματα, κάποιες στιγμές θύμιζε δυστοπική πόλη».
Κάποιες πόλεις είδαν την πανδημία ως ευκαιρία να πραγματοποιήσουν ιδέες που μελετούσαν από καιρό. Έτσι, στο Μιλάνο σχεδόν σε μια νύχτα δημιουργήθηκαν ποδηλατόδρομοι τριάντα πέντε χιλιομέτρων και στο Παρίσι πενήντα χιλιόμετρα λωρίδων αυτοκινήτων παραχωρήθηκαν στα ποδήλατα ως ένα αρχικά προσωρινό μέτρο, το οποίο όμως θα καθιερωθεί.
Με την απαγόρευση της κυκλοφορίας η γειτονιά όχι μόνο ήρθε στο επίκεντρο αλλά απέκτησε και μια πρωτόγνωρη διάσταση. Ο δημόσιος χώρος της, ο δρόμος, το πεζοδρόμιο, εκτείνεται μέχρι εκεί όπου αρχίζει ο ιδιωτικός, δηλαδή στις όψεις των πολυκατοικιών. «Στην πανδημία λες και τα όρια αυτά πήγαν λίγο πιο πίσω με κοινή συναίνεση. Το βλέμμα μας διαπερνά ένα φωτισμένο παράθυρο και περιηγείται στο δωμάτιο. Αλλού μια μουσική ξεχύνεται μέσα από ένα κτίριο, προσκαλώντας τη ματιά μας στο εσωτερικό του. Μια πόρτα ανοίγει στον δρόμο κι ένας μικρός ιδιωτικός κόσμος αποκαλύπτεται δημόσια. Ξαφνικά, οι όψεις των κτιρίων έγιναν πιο διαμπερείς και ανήκουν τόσο στην πόλη όσο και στους ενοίκους τους».
Κάποιες πόλεις είδαν την πανδημία ως ευκαιρία να πραγματοποιήσουν ιδέες που μελετούσαν από καιρό. Έτσι, στο Μιλάνο σχεδόν σε μια νύχτα δημιουργήθηκαν ποδηλατόδρομοι τριάντα πέντε χιλιομέτρων και στο Παρίσι πενήντα χιλιόμετρα λωρίδων αυτοκινήτων παραχωρήθηκαν στα ποδήλατα ως ένα αρχικά προσωρινό μέτρο, το οποίο όμως θα καθιερωθεί. Ο διευθυντής αστικού σχεδιασμού της πόλης του Μιλάνου Dimitrio Scopelliti δήλωσε ότι θα έπαιρνε χρόνια για να πετύχουν ό,τι ολοκληρώθηκε σε μερικούς μήνες. «Χάρη στον ιό, υπάρχει ένας υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των πόλεων προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες των πολιτών και να καθορίσουν ένα νέο μέλλον για τις πόλεις τους. Ως πολεοδόμοι έχουμε μια μεγάλη ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί» επισημαίνει η αρχιτέκτονας.
Η εποχή του κορωνοϊού κάνει την ανάγκη να περάσουμε χρόνο σε πράσινους χώρους της πόλης μας εντονότερη από ποτέ. Η Αθήνα έχει διαθέσιμο χώρο πρασίνου 0,96 τ.μ. ανά κάτοικο, ενώ η ιδανική αναλογία κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας είναι 9 τ.μ. ανά κάτοικο. «Σχετικά με το θέμα αυτό, το γραφείο μας, μαζί με την Design4Future, είχε καταθέσει πριν από την πανδημία πρόταση στον δήμο για δράσεις, με στόχο την ευαισθητοποίηση των πολιτών στο θέμα του αστικού πρασίνου και τη δημιουργία μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας καταγραφής των δέντρων της Αθήνας. Θεωρούμε ότι η καταγραφή των δέντρων μιας πόλης είναι απολύτως αναγκαία για την προστασία και διαχείρισή τους, καθώς και για την αποτίμηση της συμβολής τους στο συνολικό “πράσινο” αποτύπωμα της πόλης. Η καταγραφή πιστοποιεί την οντότητά τους, τα κατοχυρώνει στο συλλογικό υποσυνείδητο και δημιουργεί το υπόβαθρο για τον σωστό μελλοντικό προγραμματισμό. Ανοίγει, επίσης, τον διάλογο για την αντιμετώπιση ορισμένων ως φυσικών διατηρητέων μνημείων της πόλης».
Παρατηρώντας την πόλη, βλέπουμε και βλέπει ότι οι ανοιχτοί χώροι, τα πάρκα, τα παρκάκια, οι πλατείες, οι παιδικές χάρες, οι λόφοι και τα άλση δεν είναι ισότιμα κατανεμημένα. Έχει γίνει κατανοητό πια ότι δεν έχουν όλοι οι κάτοικοι άμεση και εύκολη πρόσβαση στους λιγοστούς αυτούς πράσινους χώρους. «Προκύπτει ξεκάθαρα η ανάγκη για νέους χώρους ψυχικής και φυσικής υγείας σε κάθε γειτονιά, όπου θα μπορεί ο καθένας να φτάσει με τα πόδια ή με ποδήλατο. Η ύπαρξη κενών χώρων δεν αρκεί, καθώς κάθε σημείο θα πρέπει να βγάζει νόημα για τους ανθρώπους και να εξυπηρετεί διαφορετικές ανάγκες. Έτσι, οι υπάρχοντες πράσινοι χώροι θα πρέπει να καταγραφούν και, μαζί με τη δημιουργία νέων, να αποκτήσει ο καθένας μια διαφορετική και συμπληρωματική χρήση: skate-park, αναψυχή, γιόγκα, βοτανικός κήπος, γυμναστική με όργανα, τέχνη. Αν οι αρχαιολογικοί χώροι που συνδυάζουν ανοιχτούς πράσινους χώρους με πολιτισμό συντονιστούν επίσης με τις ανάγκες της εποχής μας και μετατραπούν σε αρχαιολογικά πάρκα με διευρυμένο ωράριο, θα συμβάλουν στη δημιουργία ενός “πράσινου” και πιο ανθρώπινου προσώπου της πόλης μας».
Για την Έλενα Ζερβουδάκη, η νέα πραγματικότητα υποδεικνύει ότι οι πόλεις θα παντρεύουν όλο και περισσότερο φυσικούς χώρους με ψηφιακά περιβάλλοντα και παροχές. Στο Άμστερνταμ υπάρχει μια εφαρμογή που δείχνει τα ήσυχα και πολυσύχναστα μέρη της πόλης, ενώ στη Νέα Υόρκη ένας ψηφιακός χάρτης υποδεικνύει τις δυνατότητες social distancing, εμφανίζοντας τα πλάτη των πεζοδρομίων. Οι εφαρμογές αυτές βασίζονται σε προϋπάρχουσες καταγραφές, που έγιναν πριν από την πανδημία, τις οποίες κάθε σύγχρονη πόλη οφείλει να έχει στη διάθεσή της ώστε να τις αξιοποιεί ανάλογα με τις περιστάσεις και τις προκλήσεις που εμφανίζονται. «Η Αθήνα είναι μια πόλη με εξαιρετικά λίγα data σε ό,τι αφορά τον δημόσιο χώρο και η συγκέντρωσή τους θα πρέπει στο εξής να είναι το πρώτο βήμα για οποιαδήποτε βιώσιμη παρέμβαση μέσα στην πόλη».
Μια άλλη ενδιαφέρουσα «παρενέργεια» της πανδημίας είναι πως μέσα από την έντονη χρήση του δημόσιου χώρου αρχίζουν να ξεπηδούν συλλογικές δραστηριότητες. Η ομάδα Save your hood καθαρίζει δημόσιους χώρους σε γειτονιές και δραστηριοποιείται σε μικρές ομάδες, με όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις κατά του ιού, ως αντίδοτο στην αδιαφορία, την απομόνωση και, φυσικά, την αυξημένη ρύπανση. «Η περίοδος αυτή ευνοεί δραστηριότητες που αφορούν τον δημόσιο χώρο και μπορούν να γίνουν από μικρές ομάδες, οργανωμένες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
Για την αρχιτέκτονα του z-level, ένα ακόμη συμπέρασμα σε σχέση με την εποχή του Covid είναι ότι σε κάθε πόλη υπάρχει συγχρόνως η νοσταλγία να ξαναγίνουν τα πράγματα όπως παλιά και η επιθυμία να διατηρηθούν οι βελτιώσεις που έφερε το lockdown. Τοπικές κοινότητες και οργανώσεις κατευθύνουν αποφάσεις για τον δημόσιο χώρο μέσω δράσεων και συμμετοχικής διαδικασίας. Ποιος είναι ο ρόλος της αρχιτεκτονικής σε αυτήν τη φάση; «Η ανάδειξη νέων βιώσιμων τρόπων διαχείρισης της καινούργιας πραγματικότητας. Για την Αθήνα τώρα είναι η στιγμή να εφαρμόσει μια συνολική περιβαλλοντική πολιτική, δίνοντας λύσεις για πράσινους χώρους αλλά και για δημόσιους χώρους αλληλεπίδρασης και δημοκρατίας».
Για τον Αλέξανδρο Ζώμα και τη Μάρα Παπαβασιλείου του γραφείου Micromega, η πόλη βιώνεται μέσα από την εγγύτητα, την ελευθερία και τις τυχαίες συναντήσεις σε έναν κοινό τόπο. Οι χώροι που νοούνται ως κοινόχρηστοι σε μια πόλη σαν την Αθήνα είναι πρωτίστως αυτοί της εστίασης, οι καφετέριες και τα εστιατόρια, και έπειτα οι ανοιχτοί και δημόσιοι ‒ για κάποιον λόγο η παραμονή έξω είναι συνυφασμένη με την κατανάλωση, όπως παρατηρούν. «Καλούμενοι, πλέον, να τηρήσουμε αποστάσεις, συνειδητοποιήσαμε την πραγματική έλλειψη ανοιχτών δημόσιων χώρων, πλατειών και πάρκων. Είμαστε τυχεροί γιατί στο Χαλάνδρι, όπου μένουμε, έχουμε τη Ρεματιά, έναν τόπο μαγικό, τόσο δίπλα στο κέντρο της πόλης, που νομίζεις ότι περνάς χωροχρονική πύλη όταν αφήνεις πίσω τον πεζόδρομο που σε οδηγεί εκεί και μπαίνεις σε ένα δάσος, τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά. Σίγουρα δεν γίνεται να δημιουργηθούν ανοιχτοί χώροι από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά πιστεύουμε ότι μπορούν να συντηρηθούν και αναδειχτούν οι υπάρχοντες, όπως και να σχεδιαστεί ένα δίκτυο που θα τους ενώνει».
Ως έργο που θα μπορούσε και θα έπρεπε να επιταχυνθεί άμεσα κρίνουν τη συντήρηση ή την κατασκευή εξαρχής των πεζοδρομίων. Τα πεζοδρόμια της Αθήνας και των προαστίων της είναι κακοδιατηρημένα και καταλαμβάνονται πρωτίστως από τα δέντρα, τα μηχανάκια και τα σταθμευμένα αυτοκίνητα, ενώ οι πεζοί έρχονται πάντα να ελιχθούν τελευταίοι. «Την περίοδο του lockdown είδαμε στη γειτονιά μας τους δρόμους να γεμίζουν, είτε από ανθρώπους που βγαίνουν για περπάτημα και τρέξιμο είτε από παιδιά που παίζουν, κάνουν ποδήλατο και πατίνι, και αυτή η εικόνα μάς γέμισε, κατά κάποιον τρόπο, αισιοδοξία: είναι η απτή απόδειξη πως πρέπει να ξανασκεφτούμε τους ανοιχτούς χώρους σε επίπεδο γειτονιάς. Μεγάλοι καινούργιοι δημόσιοι χώροι θα αργήσουν να υλοποιηθούν. Τα πεζοδρόμια και οι πεζοδρομήσεις μικρής κλίμακας, η αξιοποίηση των αστικών κενών είναι έργα σχετικά εύκολο να προχωρήσουν και να αλλάξουν την ποιότητα της καθημερινής ζωής και του δομημένου περιβάλλοντος».
Οι ksestudio, η Σοφία Κριμίζη και ο Κυριάκος Κυριάκου, βρίσκουν την Αθήνα όμορφη, αλλά δύσκολη, αφού γίνεται όλο πιο απροσπέλαστη τους πεζούς της. Με τη σειρά τους πιστεύουν ότι η αρχή όλων των προβλημάτων είναι η κατάσταση του αστικού δαπέδου, τα στενά και με σπασμένες πλάκες πεζοδρόμια.
Σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την ανάπλαση του κέντρου της Αθήνας φαντάστηκαν το πολύπαθο δημόσιο δάπεδο να ανασχεδιάζεται ως ένα ενιαίο «χαλί», στρωμένο από κτιριακό μέτωπο σε κτιριακό μέτωπο, και τιμήθηκαν με έπαινο γι’ αυτήν τους τη σκέψη. «Ένα απόλυτα πεζοδρομημένο ιστορικό κέντρο δεν έχει ανάγκη τη διάκριση πεζοδρομίου και οδοστρώματος. Ένα νέο ισόπεδο δάπεδο, φτιαγμένο από χυτό υλικό με τοπικά αδρανή που επιτρέπουν τη διαπνοή του εδάφους, θα μπορούσε να αλλάξει την εικόνα της Αθήνας».
Η πόλη που πατάμε έχει στρωθεί πολλές φορές με διαφορετικούς τρόπους και ετερόκλητες αισθητικές. Όσες φορές έχει φτιαχτεί, άλλες τόσες έχει διαλυθεί. «Τα δάπεδα της Αθήνας εδώ και δεκαετίες είναι “καταδικασμένα” στο σπάσιμο, είτε λόγω κακής κατασκευής, είτε λόγω παράνομης κυκλοφορίας οχημάτων, είτε λόγω ασυντόνιστου σκαψίματος από διάφορους φορείς δικτύων. Τα άτεχνα μπαλώματα είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας των τεχνικών υπηρεσιών να αποκαταστήσουν σωστά τις διαφορετικές διαμορφώσεις. Αυτό που φανταστήκαμε καθιστά το σπάσιμο, από πρόβλημα, λύση, ακριβώς διότι δεν είναι ένα νέο δάπεδο αλλά μια ανακύκλωση παλαιών, που θα δημιουργούσε ένα ομοιόμορφο μείγμα ψηφίδων από τα θραύσματα».
Ιδέες σαν αυτήν του ksestudio δείχνουν ότι λύσεις υπάρχουν, και μάλιστα οικονομικές. «Η Αθήνα δεν είναι καταδικασμένη στην κακομοιριά των πεζοδρομίων της. Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα νοοτροπίας που αγωνιζόμαστε για να αλλάξει. Μας λείπει η έγνοια για τον δημόσιο χώρο. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, μας ενδιαφέρει μόνο η καλαισθησία του προσωπικού μας χώρου, του σπιτιού ή του γραφείου μας, ακόμα κι αν χρειάζεται να διασχίσουμε μια ζούγκλα για να τον προσεγγίσουμε».
Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού, η Σταυρούλα Χριστοφιλοπούλου της Scapearchitecture παρατήρησε ότι τα παιδιά αδικούνται περισσότερο απ’ όλες τις ηλικιακές ομάδες. «Έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να βρίσκονται σε ανοιχτούς υπαίθριους χώρους, κοντά στη φύση, να κινούνται με ασφάλεια και να κοινωνικοποιούνται σε ομάδες. Αυτές οι αναπτυξιακές ανάγκες, απαραίτητες για το σώμα και το πνεύμα τους, δεν υποκαθίστανται και δεν αναστέλλονται, επομένως πρέπει να βρεθεί τρόπος να ικανοποιούνται ακόμα και σε συνθήκες περιορισμών λόγω της πανδημίας».
Η αλήθεια είναι ότι, περπατώντας στους δημόσιους χώρους της πόλης μας, λογικά θα έχετε παρατηρήσει ότι απουσιάζουν οι ασφαλείς, προσβάσιμοι και πράσινοι υπαίθριοι χώροι για παιδιά. Τα σχολεία είναι κλειστά, οι αυλόπορτες κλειδωμένες και οι υπαίθριοι χώροι τους απρόσιτοι και αποκλεισμένοι. Θα μπορούσε η πόλη να ανακτήσει τον δημόσιο υπαίθριο χώρο των σχολικών κτιρίων και του περιβάλλοντος χώρου τους; «Τα σχολεία είναι το δεύτερο σπίτι των παιδιών και πιστεύουμε ότι θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούνται με ασφάλεια, να λειτουργούν με φύλαξη όλες τις ώρες, ως ελεύθεροι υπαίθριοι χώροι κοινωνικής συναναστροφής και παιχνιδιού. Θα πρέπει να ξανασκεφτούμε πώς θέλουμε τις αυλές των σχολείων, για να μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε, πώς πρέπει να είναι εξοπλισμένες οι ταράτσες, τα δώματα, τα υπόστεγα, όλοι οι υπαίθριοι σχολικοί χώροι, ώστε να αποδοθούν στα παιδιά».
Η Σταυρούλα Χριστοφιλοπούλου προτείνει αυλές πράσινες, κήπους με φύτευση, φυσική σκίαση, μικρά καθιστικά, χώρους όπου τα παιδιά θα μπορούν να καλλιεργούν, να φροντίζουν μικρά ζώα, να έρχονται σε επαφή με τη φύση. Προτείνει σχολικά κτίρια με πράσινα φυτεμένα δώματα και κατάλληλα προφυλαγμένες και διαμορφωμένες, βατές ταράτσες. Η ιδέα δεν είναι καινούργια, στο εξωτερικό υπάρχουν ήδη εκφρασμένες τάσεις για τη σύμπλεξη των σχολικών χώρων με τη φύση και τον ευρύτερο δημόσιο χώρο, στοχεύοντας στη φυσική ευεξία των παιδιών και παράλληλα στην αειφορία των πόλεων.
Στις σημερινές συνθήκες, έχοντας κατανοήσει την ανάγκη για τη διά ζώσης επαναλειτουργία των σχολείων ανεξάρτητα από την πανδημία, μας καλεί να ρίξουμε μια ματιά στα παραδείγματα του Green Schoolyards America και του έργου Ring around a tree των Tezuka Architects στο Τόκιο. «Είναι παράλογο να μην υπάρχουν χώροι διαμορφωμένοι για υπαίθριο μάθημα σε μια χώρα με τόσο ευνοϊκές καιρικές συνθήκες το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Προτείνουμε τη διαμόρφωση χώρων σχεδιασμένων να φιλοξενήσουν ομάδες παιδιών για υπαίθριο μάθημα, προφυλαγμένων με μόνιμες ή εφήμερες κατασκευές, πράσινους διαχωριστικούς “τοίχους φύτευσης” που λειτουργούν ηχομονωτικά και δημιουργούν προϋποθέσεις συνεργασίας μιας ομάδας. Ας σκεφτούμε τα σχολεία υπαίθρια και επιτέλους ανοιχτά».
Ο Δημήτρης Θεοδωρόπουλος και η Μαριάννα Ξυνταράκη από την ομάδα των Hiboux τονίζουν ότι ο πυρήνας αυτού που λείπει από τον δημόσιο χώρο είναι ο άνθρωπος. Όχι από τα πάρκα και τις πλατείες αλλά απ’ όλα τα άλλα που ζούμε και καταναλώνουμε πλέον μέσα από οθόνες. «Αυτό το κομμάτι της δημόσιας σφαίρας λείπει, της συνάντησης στο σινεμά, σε μια ομιλία, σε ένα μουσείο, σε μια συναυλία, στη δουλειά μας».
Νιώθουν ότι ζούμε ένα πολλαπλασιασμένο Fall of the public man, την «τυραννία της οικειότητας», όπως την έχει ορίσει ο Richard Sennett. «Βασανιζόμαστε από τα χαλαρά καθημερινά ρούχα του σπιτιού, που αρχικά έμοιαζαν άνετα. Είναι σαν να απαιτείται ένας άλλος ανθρωπότυπος. Πρώτα πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτόν, πριν ψάξουμε ποια αρχιτεκτονική θα υπηρετεί τις ανάγκες του. Είμαστε κολλημένοι στις καρέκλες μας, είμαστε σε ακινησία και η πόλη είναι μουδιασμένη. Αυτό ακριβώς δείχνει τον κεντρικό ρόλο που έχει το σώμα σ’ αυτόν τον “πόλεμο”».
Δημόσιος χώρος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς σώματα που δρουν μέσα σε αυτόν. Για τους ίδιους κινδυνεύει να χαθεί το συνέρχεσθαι με αφορμή κάποιο event και ό,τι αυτό φέρνει μαζί του, ενώ παράλληλα χρειάζεται να ψάξουμε με ποιον τρόπο το σώμα μας μπορεί να είναι έξω. «Χρειαζόμαστε drive in κινηματογράφους, εκθέσεις έξω, να βγουν οι λειτουργίες κτιρίων δημόσιου χαρακτήρα στον ανοιχτό χώρο, εκεί όπου ο αέρας καθαρίζει και αντισταθμίζει την “απειλητικότητα” των σωμάτων. Επίσης, το σχολείο πρέπει να βγει έξω. Χρειαζόμαστε χώρους υπόστεγους και απάνεμους. Ακόμα και η αγορά μπορεί να λειτουργήσει ανοιχτή ‒ σκέψου την Αθηνάς, όπου τα μαγαζιά εκθέτουν την πραμάτεια τους έξω. Μοιάζει να χρειαζόμαστε να ξαναβρούμε τυπολογίες της αρχαιότητας, όπως η στοά, όταν όλη η ζωή ήταν υπαίθρια, άλλωστε το κλίμα της πόλης την ευνοεί. Ίσως μπορούμε παράλληλα να αντιμετωπίσουμε κι άλλα φλέγοντα ζητήματα, όπως η κατανάλωση ενέργειας. Γιατί να ζεσταίνουμε ολόκληρους χώρους και όχι μόνο τα σώματα που κατοικούν τον δημόσιο χώρο; Μια νέα τεχνολογία ένδυσης είναι η μικρότερη κλίμακα αρχιτεκτονικής που φιλοξενεί το ανθρώπινο σώμα. Όπως λένε οι Σκανδιναβοί, “δεν υπάρχει ακατάλληλος καιρός για έξω, αλλά ακατάλληλα ρούχα”».
Ο Μανώλης Ηλιάκης και η Μαρία Ρεμούνδου του Yolkstudio υπενθυμίζουν ότι την πρώτη περίοδο της πανδημίας είδαμε καθαρά πως όλα μπορούν να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη, ότι όλα είναι παροδικά, ενώ όλοι είμαστε συνδεδεμένοι μεταξύ μας. Ο αναγκαστικός περιορισμός μάς έδωσε την ευκαιρία να σκεφτούμε ξανά τις προτεραιότητες και τις αξίες μας. Ήρθαμε αναγκαστικά αντιμέτωποι με αυτά που αποφεύγαμε και δεν μας άρεσαν, όπως η υποβάθμιση του δημόσιου χώρου και το αποτύπωμα που αφήνουμε στο περιβάλλον.
«Μείναμε λίγο ήσυχοι στο τώρα και, μεταξύ άλλων, συνειδητοποιήσαμε αυτό που γνωρίζαμε: ο δημόσιος χώρος ανήκει στους πολίτες και όχι στα αυτοκίνητα, στα τραπεζοκαθίσματα και στις αυθαίρετες κατασκευές. Είναι απαραίτητο να αποδοθεί ακόμα περισσότερος χώρος σε πεζούς, ΑμεΑ, ποδηλάτες και στο παιχνίδι των παιδιών».
Για το αρχιτεκτονικό δίδυμο, οι ελληνικές πόλεις χρειάζονται ένα δίκτυο μεγάλων ποδηλατικών αξόνων με υπερτοπικό χαρακτήρα, που θα ενώνουν δηλαδή δήμους και γειτονιές, περνώντας από κεντρικούς οδικούς άξονες. Θα πρέπει να σχεδιαστούν συμπληρωματικές υποδομές, όπως χώροι πρασίνου, χώροι κίνησης πεζών-ΑμεΑ, υπαίθριοι χώροι συνάντησης, χώροι στάθμευσης ποδηλάτων. Και η ανάγκη προστασίας όλων αυτών των υποδομών, ώστε να αποφευχθεί η φθορά και αχρήστευσή τους, είναι αυτονόητη.
«Θεσμικές αλλαγές θα πρέπει να υποστηρίξουν την παραπάνω κατεύθυνση. Κάποιες από αυτές είναι η μείωση των ορίων ταχύτητας στους δρόμους των πόλεων και ο περιορισμός κυκλοφορίας των Ι.Χ. σε μεγάλο μέρος της πόλης, εφόσον υπάρξει σχετική μελέτη και ουσιαστική αναβάθμιση των ΜΜΜ, οι άμεσες και δραστικές επεμβάσεις των δήμων για μια βιώσιμη και οικολογικά φιλική πόλη, η αλλαγή του ΚΟΚ με προτεραιότητα την ασφάλεια του ποδηλάτη και του πεζού. Η χρήση των Ι.Χ., η κατάργηση του δακτυλίου και η δυνατότητα “ελεύθερης στάθμευσης” ως μέτρα προστασίας από τον κορωνοϊό δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη των πόλεων με γνώμονα την αειφορία, η οποία είναι πλέον επιτακτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης».
Τους τελευταίους μήνες τούς δόθηκε η ευκαιρία να μελετήσουν σε επίπεδο προσχεδίων-ανάπτυξης ιδεών ένα δίκτυο ποδηλατοδρόμων και των διαμορφώσεων γύρω από αυτούς σε έναν από τους μεγάλους δήμους της Αθήνας. Μαζί με τις παραπάνω αλλαγές, οι αρχιτέκτονες του Yolkstudio τονίζουν τη σημασία ανάπτυξης μεθόδων συμμετοχικού σχεδιασμού. «Δυστυχώς, στη χώρα μας δεν είναι ευρέως διαδεδομένα τα μοντέλα διακυβέρνησης, στα οποία υπάρχει ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών. Εμείς συνδέσαμε τις προτάσεις μας νοηματικά με την ιδιαίτερη ιστορία και τον πολιτισμό του δήμου, προκειμένου οι κάτοικοι να υποδεχτούν φιλικά τις διαμορφώσεις και να τις οικειοποιηθούν, καθώς ως πολιτισμό αντιλαμβανόμαστε όχι μόνο αυτόν που παράγεται από τους επώνυμους δημιουργούς αλλά και αυτόν που προκύπτει αυθόρμητα από τους ανώνυμους κατοίκους ενός τόπου».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.