Mε χαρακτηριστικά έργα το μεγάλο αρσενάλι των Χανίων, το οικοδομικό τετράγωνο που σχηματίζουν η στοά Σπυρομήλιου και το Citylink με τα θέατρα Παλλάς και Αλίκη, το Δικαστικό Μέγαρο Τρικάλων και το «παλαιότερο σπίτι της Αθήνας», το Kizi Studio ιδρύθηκε από τον Γιάννη Κίζη τη δεκαετία του ’70 και έγινε γνωστό για τα σημαντικά αναστηλωτικά έργα του και για την ένταξη νέας αρχιτεκτονικής σε ιστορικά κτίρια και περιβάλλοντα.
Το 2006 ο Κωσταντής Κίζης εντάσσεται στο δυναμικό του γραφείου που στρέφεται προς έργα νέων κτιρίων και δημόσιων χώρων. Μάλλον θα έχετε θαυμάσει τον βραβευμένο σχεδιασμό του Μουσείου Μαστίχας Χίου, ακόμα κι αν δεν έχετε καταφέρει να επισκεφτείτε το νησί μέχρι τώρα. Δέκα χρόνια μετά, στην αεικίνητη ομάδα μπαίνει και ο Σπύρος Κίζης, με δραστηριότητα στον σχεδιασμό προϊόντων και αντικειμένων. Πιο πρόσφατα, το γραφείο στράφηκε και στη μελέτη ιδιωτικών χώρων και κατοικιών.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η αρχιτεκτονική μπορεί να κάνει τον δημόσιο χώρο φιλόξενο, οικείο, πραγματικά δικό μας
Στο Kizi Studio δεν πιστεύουν σε μορφολογικές συνταγές ή ένα συγκεκριμένο στυλ. Μέσα από διαρκή διερεύνηση, πειραματισμό και ανατρέποντας στερεότυπα, προσπαθούν να προσεγγίσουν μια αρχιτεκτονική που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της εποχής, «η οποία αλλάζει σε ρυθμούς πολύ πιο έντονους από αυτούς που έχουμε συνηθίσει, αλλά έχει πάντα στο κέντρο της τον άνθρωπο». Τι σημαίνει ένας σύγχρονος τρόπος κατοίκησης; Πώς βιώνει κανείς τον δημόσιο χώρο στην πόλη; Πώς συμμετέχει ο επισκέπτης στην εμπειρία ενός μουσείου; Πώς εργάζεται κανείς σε ένα σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον; Κατά τον Κωσταντή Κίζη, αυτές οι ερωτήσεις είναι στην καρδιά του προβληματισμού τους για την αρχιτεκτονική, «η οποία περιβάλλει τη ζωή μας και ορίζει την εμπειρία μας στον χώρο και στον χρόνο, γι’ αυτό πρέπει να είναι ποιοτική» όπως λέει.
Με πάνω από πενήντα χρόνια ιστορίας, το Kizi Studio συνεχίζει να είναι ένα εργαστήρι σύγχρονης αρχιτεκτονικής κι αυτό φαίνεται στην πράξη. Γι’ αυτό μιλάμε για το έργο του και παρακολουθούμε όσα ετοιμάζει. Ένα από αυτά είναι το Μουσείο της Αργούς στον Βόλο. Όλα άρχισαν γύρω στο 2000, όταν μια φιλόδοξη ομάδα Βολιωτών αποφάσισε να κατασκευάσει ένα φυσικό και αξιόπλοο αντίγραφο του μυθικού πλοίου. Το Ινστιτούτο Ναυδόμος, μαζί με τον δήμο Βόλου και τη συμβολή πολλών ντόπιων, ανέλαβε ένα δύσκολο εγχείρημα που συνδύασε αρχαιολογική και επιστημονική έρευνα με χειρωνακτικές δοκιμές και μεθόδους κατασκευής. «Μια σχεδόν συγκινητική ιστορία συνδυασμού θεωρίας και πράξης και, πάνω απ’ όλα, πάθους για τη θάλασσα και το ταξίδι».
Η σύγχρονη Αργώ δημιουργήθηκε, ταξίδεψε μακριά με σύγχρονους κωπηλάτες και έγινε το καμάρι του λιμανιού. Καθώς τα χρόνια πέρασαν και παρά τις επίμονες συντηρήσεις, έφτασε η ώρα το πλοίο να βρει τη θέση του εκτός θάλασσας. Όχι σε κάποια αποθήκη αλλά σε ένα μουσείο. «Και εκεί ήρθε ο δικός μας ρόλος ως αρχιτεκτόνων. Απόλυτα γοητευμένοι από την ιστορία της σύγχρονης Αργούς και τον ενθουσιασμό μέσα από τον οποίο προέκυψε, προσπαθήσαμε να δώσουμε δομή και μορφή σε ένα κτίριο αντάξιο της μοναδικότητάς της και κυρίως σε έναν νέο χώρο για την πόλη. Το μουσείο δεν είναι απλώς μια στέγη για ένα καράβι, είναι χώρος συνεύρεσης των επισκεπτών και των πολιτών του Βόλου.
Κατασκευαστικά προκλητική, η πρόταση του γραφείου (πρώτο βραβείο στον σχετικό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό - αρχιτέκτονες Γ. & Κ. Κίζης, Θ. Δούγκας) παραπέμπει στις Συμπληγάδες Πέτρες. «Το σκαρί θα εκτεθεί πάνω από υδάτινη επιφάνεια, μεταξύ δύο κτιριακών όγκων, οι οποίοι δομούνται από ογκόλιθους μπετόν, σε μια διάθεση σύγχρονης μεταγραφής του βράχου. Μια διαφώτιστη οροφή θα αφήνει το φυσικό φως να περνά στον κυρίως χώρο, ενώ προβολές πάνω της θα συμπληρώνουν το σκηνικό της έκθεσης».
Η μορφή του κτιρίου είναι εμβληματική: δύο βαριοί όγκοι μπετόν με ένα υδάτινο πέρασμα ανάμεσα, διαμορφωμένοι από τεχνητούς ογκόλιθους, «είναι ένα κατασκευαστικό πείραμα που δεν έχει ξαναγίνει στην Ελλάδα, μια σύγχρονη αρχιτεκτονική που προσεγγίζει τον μνημειακό χαρακτήρα όχι μέσω ιστορικών αναφορών αλλά μέσα από την απλότητα των μεγάλιθων, την επιμελώς ατημέλητη δομή της, τη βραχώδη υπόστασή της» εξηγεί ο αρχιτέκτονας. Αναμένουμε να το δούμε να κατασκευάζεται μέσα στο 2022.
ΓIA TO AΛΛΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΓΟ που περιμένουμε από το Kizi Studio πάμε πολύ πίσω στον χρόνο, γύρω στο 1900. Όσο για τον τόπο, είμαστε λίγο έξω από τα μεσαιωνικά τείχη, στο κέντρο της Λευκωσίας, εκεί όπου χτίστηκε το στάδιο του Γυμναστικού Συλλόγου «Τα Παγκύπρια», ένας χώρος ποδοσφαιρικών και αθλητικών αγώνων, συναυλιών και κοινωνικοπολιτικών συγκεντρώσεων με ιδιαίτερο συμβολισμό για την πόλη. Καθώς η πόλη αναπτύχθηκε, το παλαιό στάδιο εγκαταλείφθηκε. «Την οριστική απόφαση για την εξέλιξη του χώρου πήραν οι Λευκωσιάτες, οι οποίοι με δημοψήφισμα αποφάσισαν να μετατραπεί η άδεια έκταση σε δημόσιο χώρο πάρκου και πλατείας. Η πολιτεία προέβλεψε και εμπορικούς χώρους στη νέα ανάπτυξη, καθώς και ένα μεγάλο υπόγειο πάρκινγκ αυτοκινήτων, έργο σημαντικό για την αποσυμφόρηση της πόλης».
Το γραφείο βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο στον σχετικό ευρωπαϊκό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό (αρχιτέκτονες Γ. & Κ. Κίζης, Θ. Δούγκας, Γ. Πατσαλοσαββής). «Η πρότασή μας απέδωσε ελεύθερους και πράσινους χώρους σε όλη την έκταση του οικοπέδου, χωροθετώντας τους εμπορικούς χώρους κάτω από φυτεμένες επιφάνειες πάρκου, με μέτωπο προς τους γύρω δρόμους. Ο χώρος διαμορφώνεται σαν ένα μεγάλο πράσινο κοίλο, με μέτωπο προς τον κύριο οδικό άξονα, στον οποίο τοποθετείται το βασικό βιοκλιματικό στοιχείο του χώρου: μια κουρτίνα νερού μήκους περίπου εκατό μέτρων, που σε συνδυασμό με τη φύτευση θα δημιουργήσει ένα ευχάριστο μικροκλίμα στη ζεστή πόλη». Ο νέος χώρος είναι ένα υβρίδιο μεταξύ πλατείας και πάρκου. Καθώς κάποιος έρχεται πεζός από το κέντρο της πόλης, θα «παρακάμπτει» τον κύριο οδικό άξονα για να μπει στο νέο περιβάλλον της πλατείας, η οποία περιβάλλεται από φυτεμένους τεχνητούς λόφους, ενώ στη μια του πλευρά στέκεται το σχετικά νέο κτίριο του Κρατικού Θεάτρου.
Το έργο του Kizi Studio, του οποίου η κατασκευή αναμένεται να ξεκινήσει εντός του έτους, θα έχει πολλαπλή χρήση στη ζωή της πόλης: θα είναι ένας χώρος αναψυχής, από τους λίγους της Λευκωσίας, και ένας χώρος υπαίθριων εκδηλώσεων, θα έχει χρήσεις που θα πλαισιώνονται από εμπορική δραστηριότητα (καφέ, μπαρ, εστιατόρια, καταστήματα, κινηματογράφος, γκαλερί), ενώ στην καρδιά του πάρκου θα λειτουργεί χώρος για παιχνίδι.
Πρόκειται για δύο έργα πολύ διαφορετικά, σχεδιασμένα ωστόσο από την ίδια ομάδα. Τι κοινό έχουν; «Ένα μουσείο δεν είναι απλώς ένας χώρος πληροφόρησης, είναι ένας τόπος φυγής από την καθημερινότητα, ένα μικρό ταξίδι μέσα στην πόλη. Ένα πάρκο μπορεί να “κατοικηθεί” με ποικίλους τρόπους, έτοιμο να φιλοξενήσει το αυθόρμητο, το μη προγραμματισμένο, την τυχαία συνάντηση δύο βλεμμάτων, το πικνίκ μιας παρέας, το τρέξιμο ενός αθλούμενου ή τη βόλτα ενός μωρού. Είναι ένα σκηνικό για τη συλλογική μας αστική ζωή, που αξίζει να είναι όμορφο και λειτουργικό. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η αρχιτεκτονική μπορεί να κάνει τον δημόσιο χώρο φιλόξενο, οικείο, πραγματικά δικό μας».