Θα μπορούσε να είναι ένα ακόμη αυστηρό φιλολογικό ανάγνωσμα, αλλά ευτυχώς το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τον ΙΑΝΟ με τον τίτλο Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, αποτέλεσμα μιας φιλίας χρόνων που οδήγησε σε μια σειρά από εξομολογητικές συζητήσεις, είναι ζωντανό, αποκαλυπτικό και απόλυτα τρυφερό, ακόμα και στην πιο σκληρή του αλήθεια. Με ζεστασιά και φροντίδα, αφήνοντας πίσω τις επίσημες περγαμηνές της πανεπιστημιακού, η Σωτηρία Σταυρακοπούλου έσκυψε πάνω από τον άνθρωπο και στοχαστή Χριστιανόπουλο, σκιαγραφώντας την προσωπικότητά του μέσα από μια σειρά de profundis, ατιθάσευτες, τολμηρές, αλλά πλήρως επιμελημένες συνομιλίες. Πρόκειται για μια συνάντηση ψυχών ή μια ανοιχτή συζήτηση-«μουχαμπέτι», όπως την αποκαλεί ο ίδιος, που βάστηξε μια ολόκληρη δεκαετία, με τον ίδιο τον ποιητή και στοχαστή να γίνεται άλλοτε προκλητικός και ανεξέλεγκτος, άλλοτε τρυφερός και στοχαστικός, άλλοτε νοσταλγικός ή μανιακά αποσυνάγωγος.
Πηγαίνω εγώ στον καναπέ, εκεί που έχει αυτή τα δύο γατάκια και τα βυζαίνει ή κοιμάται μαζί τους, κάθομαι δίπλα και, τάχα, διαβάζω.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα που εξασφάλισε αποκλειστικά η LiFO φανερώνεται, μέσα από τη σχέση του με τις γάτες του, η βαθιά τρυφερότητά του:
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ: Έφυγαν όλα τα βάρη από πάνω μου, συνέδρια, ομιλίες, τραπεζώματα κι άλλα πολλά και τώρα νιώθω πεντακουρασμένη. Γι' αυτό, ας μιλήσουμε για κάτι άσχετο, για τις γατούλες σας, παραδείγματος χάριν. Η συνονόματή μου τι κάνει; Από καιρό ήθελα να σας ρωτήσω και δεν προλάβαινα.
ΝΤΙΝΟΣ: Για να σε θυμάμαι έβγαλα τη γάτα μου «Σωτηρούλα». Θαύμα! Μου κάνει εντύπωση. Αυτά είναι δίδυμα, ο Σωτηράκης και η Σωτηρούλα, και αγαπιούνται. Το άλλο, η Σωτηρούλα, χθες το βράδυ βγήκε έξω και δεν ήρθε. Περνούσε η ώρα. Αυτό άρχισε να ανησυχεί. Πήγαινε έξω από το τζάμι, παρατηρούσε. Πήγαινε στην πόρτα, τίποτε. Κατέβηκε κάτω στον ακάλυπτο, τίποτε. Κόντεψε να τρελαθεί. Εν τω μεταξύ, άρχισα να ανησυχώ κι εγώ. Έψαξα από δω, από κει, τίποτε. Πολλές φορές, όμως, αυτά πηγαίνουν στο διπλανό μέγαρο, στη διπλανή πολυκατοικία, που από πίσω έχει έναν κήπο και από κάτω έχει πιλοτή. Αν περάσεις την πιλοτή και μπεις στον κήπο, μπορεί να τα δεις να γαμπρίζουν. Πήγα, λέω: «Ας το δω». Και ξαφνικά, έρχεται κι αυτό μαζί. Πηγαίνουμε και οι δύο με αγωνία και, πράγματι, τη βρίσκουμε –δεν γάμπριζε– να κάθεται εκεί μόνη της. Έχει και δέντρα, λουλούδια, πρασινάδες εκεί. Κάθονταν. Τι χαρές έκανε ο Σωτηράκης όταν βρέθηκε! Γιατί κι αυτό πηγαίνει καμιά φορά εκεί. Άρχισαν να παίζουν στον κήπο σαν τρελά, σαν παλαβά.
Επίσης, η Σωτηρούλα συνηθίζει τη νύχτα να κοιμάται έξω από την πόρτα μου, την πόρτα της κρεβατοκάμαρης. Καμιά φορά, τη νύχτα, βγαίνω να κατουρήσω. Εγώ δεν βγαίνω συχνά να κατουρήσω. Είμαι πολύ συγκρατημένος άνθρωπος και δεν χρειάζεται όλη τη νύχτα να κατουράω. Αλλά, καμιά φορά, έρχεται η ανάγκη. Μόλις βγαίνω, βλέπω τη Σωτηρούλα να κοιμάται έξω από την πόρτα. Όταν αυτή, μέσα στον ύπνο της, διαπιστώσει ότι βγήκα, πατάει ξαφνικά κάτι χουρχούρια απίθανα! Ξυπνάει και, με κάθε τρόπο, μου δείχνει την ευτυχία της που πέρασα από κοντά της· αυτό που λένε «ειδυλλιακή κατάσταση». Μάλιστα, μια φορά, αποφάσισα να με πιάσει συχνοουρία. Βγήκα τρεις φορές το βράδυ. Και τις τρεις αυτή ξύπνησε και άρχισε τα ίδια χουρχούρια. Δηλαδή, αν πήγαινα δέκα φορές, δέκα φορές χουρχούρια. Συγκινητικό! Μόνο άμα το ζήσεις θα καταλάβεις τι συγκίνηση έχουν αυτά τα γατιά.
Και πολλά άλλα. Και η μία από αυτές έχει δύο γατάκια, εδώ κι έναν μήνα. Τα γατάκια λιγάκι μεγάλωσαν, αλλά ακόμη τα ταΐζει. Τι χαρά έχει το γατί αυτό, το οποίο δείχνει να καταλαβαίνει ότι τις προηγούμενες γέννες εγώ τις εξαφάνισα μυστηριωδώς. Και γέννησε, και γατιά δεν ήξερε. Και ξαφνικά, τα γατιά δεν χάθηκαν, είναι μαζί της. Πόσο το απολαμβάνει! Πηγαίνω εγώ στον καναπέ, εκεί που έχει αυτή τα δύο γατάκια και τα βυζαίνει ή κοιμάται μαζί τους, κάθομαι δίπλα και, τάχα, διαβάζω. Από δίπλα, έχω εκεί μια βιβλιοθήκη και διαβάζω. Αυτή ξυπνάει –ξυπνούν και τα γατάκια–, έρχεται κοντά μου εγκαταλείποντας τα γατιά, αλλά και τα γατιά, βλέποντας ότι η μαμά τους πήγε μ' εμένα, τρέχουν αμέσως να έρθουν κι αυτά. Επομένως, στρώνεται η μάνα στην αγκαλιά και στην αγκαλιά της μάνας στρώνονται τα δύο γατάκια. Ωραία πράγματα, συγκινητικά! Τα χαϊδεύω. Χαϊδεύω και τη μάνα. Αλλά και σε ποιον να τα πω; Και άλλα. Αυτά είναι μια κορδέλα από περιστατικά, τα οποία με συγκινούν σε φοβερό βαθμό.
2.
Γιατί και η μάνα μου ήταν από κει, από τη Μικρά Ασία, και την έστειλε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων στη Βέροια, αλλά η μάνα μου, τσαούσα, λέει: «Εγώ στη Βέροια από την Κωνσταντινούπολη;» Και λέει και η μάνα: «Θυσιάζω όλα όσα η Επιτροπή μού δίνει». Δηλαδή, έδιναν ένα σπίτι, όταν κι εσύ είχες χάσει σπίτι εκεί. Έτσι της έδωσαν στη Βέροια ένα σπίτι μπέικο, δηλαδή πλούσιο, καλοφτιαγμένο, μεγάλο, άνετο. Και βάζει υπογραφή ότι παραιτείται από κάθε απαίτηση ιδιοκτησίας και φεύγει θεληματικά στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να της δώσουν απολύτως τίποτε. Σκέψου! Η μάνα! Γιατί ο μπαμπάς μου ήταν λίγο άβουλος. Λοιπόν, η μάνα. Από τότε μας έφαγαν τα υπόγεια, μας έφαγαν οι χαμοκέλες, μας έφαγαν ότι κάθε χρόνο μας έδιωχναν και αλλάζαμε σπίτι, διότι δεν είχαμε και λεφτά. Ο μπαμπάς ήταν και ακαμάτης. Δεν μπορούσε να δουλέψει, να βρει δουλειά. Ήταν ένα μυστήριο πράγμα! Η μάνα, πιο ενεργητική, αλλά δυστυχώς φτωχή, παρ' όλο που από την Κωνσταντινούπολη και από το πατρικό της χωριό ο πατέρας της ήταν καραβοκύρης, δηλαδή εφοπλιστής, θα λέγαμε. Είχε δύο μεγάλα καράβια. Το ένα βούλιαξε, το άλλο το έφαγαν οι Τούρκοι. Λοιπόν, η μάνα, αρχοντοπούλα, πήρε αυτό τον μπαμπά, τον ανεπρόκοπο, τον πάμφτωχο, τον... τον... και παρ' όλ' αυτά, τα έπαιξε όλα για όλα να έρθει στη Θεσσαλονίκη. Διότι και το έλεγε κιόλα: «Δεν μπορώ εγώ από την Κωνσταντινούπολη να πάω στην καραφέρεια τώρα. Για όνομα Θεού! Καραφέρεια;» Και το έλεγε με έσχατη περιφρόνηση και αηδία. Και όχι απλώς ήρθε στη Θεσσαλονίκη, αλλά, επειδή ήταν και ουρμπανίστρια, ήθελε να κατοικεί μεταξύ Αγίας Σοφίας και Αχειροποιήτου. Όλα τα σπίτια ήταν σ' αυτό το τετράγωνο. Λίγο πιο δίπλα στην Αγιά Σοφιά, λίγο πιο πάνω στην Αχειροποίητο, εκεί. Είναι πρωτοφανές! Και αυτά, συνειδητοποιημένα. Η μάνα ήταν ουρμπανίστρια. «Ουρμπανίστρια» σημαίνει αυτή που θέλει να ζει στο κέντρο της πόλης. Ξέρεις τι σημασία που έχει να ζει κανείς στο κέντρο; Και μου έλεγε πολλά πράγματα. Ας πούμε: «Πολλοί λένε ότι είναι ωραίο να ζεις σε ωραία προάστια. Μην τα πιστεύεις, παιδί μου. Είναι λόγια. Τι θα πει "ωραία" και τι θα πει "προάστια"; Στο κέντρο. Όταν θα πας σχολείο, πού θα πας; Στην άκρη της πόλεως; Σε κανένα χωριάτικο σχολείο; Όταν θα αρρωστήσεις, πού θα πας; Πού θα βρεις γιατρό; Πού θα βρεις φαρμακοποιό; Στο κέντρο». Και τα έλεγε, τα ξαναέλεγε. Ήταν το πιστεύω της αυτό και πολλά άλλα. Ακόμη και τη μεγάλη κουβέντα: «Η Θεσσαλονίκη σού τα έδωσε όλα, μην την κλοτσήσεις ποτέ, μην τύχει και πας κάποτε στην Αθήνα· εδώ, εδώ», από το στόμα της την άκουσα. Κι εγώ ακολουθώ τις συμβουλές της. Μου είπε πολλά. Δηλαδή, μια κανονική πλύση εγκεφάλου. Και ήταν, υποτίθεται, μια αγράμματη γυναίκα. Αλλά είχε μια γενικότερη λαϊκή παιδεία και πολλά. Και όχι μόνο εξυπνάδα, είχε μια κάποια παιδεία. Και δεν είναι τυχαίο ότι ήταν ανιψιά του Μένου Φιλήντα, του λογοτέχνη. Από εκεί κρατάει πολύ το αίμα. Και ο Μένος Φιλήντας, αν και χοντρός και απωθητικός, ήταν πανέξυπνος.
3.
ΝΤΙΝΟΣ: Γράφεις; Μωρό μου, να γράφεις. Ξέρεις γιατί το λέω; Γιατί εγώ τώρα αρχίζω να έχω λίγες βαρεμάρες. Επειδή αυτό είναι μόνιμο φαινόμενο, ανησυχώ. Και τον χειμώνα έχω το ίδιο πράγμα: βαριέμαι να γράφω. Κι αυτό με στενοχωρεί πολύ. Γι' αυτό λέω. Τουλάχιστον, εσύ γράφε. Γράφε με κέφι, με όρεξη, αλλά πάντως γράφε.
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ: Έτσι θα περάσει η ζωή μας, κύριε Χριστιανόπουλε; Γράφε γράφε; Καλό είναι κι αυτό, δεν λέω, αλλά αν είχαμε και λίγο έρωτα και κάνα αίσθημα, δεν θα μας πείραζε.
ΝΤΙΝΟΣ: Πολλά θέλεις. Έρωτα τώρα; Καλά μεσάνυχτα! Κάθε πράγμα στον καιρό του.
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ: Και ο κολιός τον Αύγουστο; Είστε θυμόσοφος, κύριε Χριστιανόπουλε;
ΝΤΙΝΟΣ: Όχι, βέβαια, δεν θυμοσοφώ. Ούτε γι' αστείο! Αλλά θέλεις πολλά. Θέλεις και να γράφεις, θέλεις και να διαβάζεις και να ερωτεύεσαι. Το ότι είσαι κλεισμένη να είναι μία από τις μεγαλύτερες χαρές σου. Βεβαιότατα. Χαρές σου! Ξέρω τι λέω. Κυριολεκτώ. Και να είσαι σίγουρη πως, όταν είσαι κλεισμένη μέσα στο σπίτι σου, είναι χίλιες φορές προτιμότερο από το να είσαι κάπου αλλού. Γι' αυτό, λοιπόν, καμία στενοχώρια. Θέλεις να γράφεις στο σπίτι σου; Να κάτσεις στο σπίτι και να γράφεις. Θέλεις να διαβάζεις στο σπίτι σου; Να κάτσεις στο σπίτι σου και να διαβάζεις. Όλα καλά. Και μην κλαίγεσαι: «Εγώ, η καημένη, είμαι παραπονεμένη, κλειδωμένη». Χαρές! Άλλωστε, ο έρωτας, ειλικρινά σ' το λέω, αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, αλλιώς ας προσπεράσει. Ξύσου, γίδα μου, ξύσου, εκτός αν δεν είναι ξύσου και είναι ψήσου. Το έκανα λάθος. Εξκιούσμι. Καλέ, αστειεύεσαι; Η φτώχεια θέλει κωλοπέραση. Το έχω πει εκατό φορές: κωλοπέραση. Να το χαιρόμαστε και να το γλεντούμε.
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ: Πώς δεν βλέπουν οι άλλοι το χιούμορ σας; Ξέρετε, πολλοί λένε ότι δεν έχετε καθόλου χιούμορ, εκτός από κάτι σλόγκαν και λογοπαίγνια που σκαρώνετε.
ΝΤΙΝΟΣ: Ό,τι θέλουν ας λένε, ότι δεν έχω χιούμορ. Εγώ κοιτάω τον εαυτό μου. Περνώ ωραία; Είμαι ευχαριστημένος με τον τρόπο που ζω; Αυτό μετράει. Τους άλλους άφησέ τους. Δεν ξέρω αν έχω ή δεν έχω χιούμορ. Εκείνο, όμως, που ξέρω είναι ότι περνώ ωραία. Τώρα, αν έρχεται και κανένα χιούμορ, γιατί όχι; Βέβαια. Κάποτε συζητούσαμε εδώ στο χωριό. Και ήταν ένα σόκιν θέμα. «Ποια είναι η διαφορά μεταξύ κώλου και κωλοτρυπίδας». Και είπαν: «Εσύ, ο σοφός, να δώσεις την απάντηση». Και είπα: «Τον κώλο τον εφεύραν οι πολλοί καθωσπρέπει, γιατί τους είναι δύσκολο να λένε κωλοτρυπίδα. Αλλά, όταν λένε κώλο, εννοούν την κωλοτρυπίδα. Μήπως έχετε καμία αντίρρηση;» Και κανείς δεν είχε αντίρρηση. Και ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ξεκαθάρισαν τι είναι το ένα και τι είναι το άλλο. Εμένα με έχει, όμως, απασχολήσει ποιητικά. Έχω γράψει ένα ποίημα για τον κώλο του Λαπαθιώτη και δεν τολμώ να το δημοσιεύσω. Το θεωρώ λίγο σόκιν και δεν μπορώ. Δεν μπορώ να το ξεπεράσω. Μια φωνή μού λέει: «Μην το δημοσιεύσεις». Και δεν το δημοσιεύω. Αλλά θέλω να σου πω, τα αστεία που λέγονται στις συντροφιές είναι ανώδυνα. Αλλά, καμιά φορά, είναι και οδυνηρά. Αυτό το ποίημα το έγραψα πριν από είκοσι τρία χρόνια. Το διόρθωσα κάπου εφτά φορές. Το έχω σε μια έβδομη μορφή, η οποία και πάλι δεν με ικανοποιεί. Πρέπει να βάλω τις ακραίες λέξεις, οι οποίες, όμως, φοβούμαι ότι και θα το χυδαιοποιήσουν. Κι έτσι, βρίσκομαι σε μεγάλη απορία τι να κάνω. Και δεν αφορά μόνο τον Λαπαθιώτη. Τα σκάγια παίρνουν και τον παππού του, τον Ρατζικότσικα. Έτσι, λοιπόν, σε δύο ανθρώπους, κατά κάποιον τρόπο, ας πούμε για να κάνω ένα μοντέρνο ποίημα, τους ρίχνω λάσπη. Σκέψου ότι, δεκαεννιά χρονών, όταν έγραψα την Εποχή των ισχνών αγελάδων, έγραψα κι ένα τετράστιχο περιπαικτικό, το οποίο δεν τόλμησα, βέβαια, να το δημοσιεύσω. Και λέει το τετράστιχο –δεν το θυμάμαι τώρα– λέει περίπου το εξής: «Θεέ μου, βοήθησέ με να μη με εύρει καμιά αποπληξία στον καμπινέ και έρθουν και με βρουν μισοχεσμένο».
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ: Αν και ακούγεται βωμολοχικό, έχει κάποιο νόημα.
ΝΤΙΝΟΣ: Ναι, αυτό που θέλει να πει, το λέει, αλλά δεν ξέρω πώς να το στρώσω. Ντρέπομαι να το παρουσιάσω. Το έχω. Από αυτά έχω κάμποσα. Τα έχω πεταμένα. Αλλά θέλω να πω, έχω πολλά τέτοια σόκιν. Εκείνο, βέβαια, που τόλμησα κάποτε να δημοσιεύσω και μετά αμέσως το απέρριψα και το θεωρώ το άκρον άωτον της προκλητικότητος –και βεβαίως τότε που το δημοσίευσα, πράγματι ενοχλήθηκαν πολλοί–, είναι ένα μικρό, επίσης, ποιηματάκι –είναι πολύ αστείο λογοπαίγνιο– που φαινομενικά σου έρχεται να γελάσεις, αλλά μετά καταλαβαίνεις ότι παρατράβηξε το κορδόνι: Είμαι κολασμένος. / Δίνω κώλο ασμένως. Αυτό το δημοσίευσα και μετά το εξαφάνισα. Βέβαια. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν κοροϊδεύω ούτε τον εαυτό μου ούτε τους άλλους. Τέτοια είναι πολλά. Από δω κι από κει, με διάφορες ευκαιρίες, μου έρχονται στον νου. Δεν ζορίζω τον εαυτό μου να φτιάχνει τέτοια, αλλά έρχονται αυθόρμητα. Χωρίς να θέλω, ήρθαν. Λέω: «Ας το γράψω». Μετά μετανιώνω. Εκεί φαίνεται το παιγνιδιάρικο. Αλλά μην ξεχνάς ότι υπάρχει και μια κλίμακα παραπάνω, που είναι, για παράδειγμα, η καθαρή η ποίηση. Και μέσω της ποίησης επιβάλλονται και κάποιες τολμηρές λέξεις. Στο ποίημά μου «Γελιέστε» –είναι ένα από τα πεζά ποιήματα της Νεκρής πιάτσας, και μάλιστα από τα τελευταία, έχει γραφτεί πριν από δέκα χρόνια, το πολύ–, ένας μου φέρνει μερικά ποιήματά του να τα κρίνω. Και διαβάζω ότι ένα ποίημα αναφέρεται σε κάποιον ομοφυλόφιλο –τρέχα γύρευε σε ποιον– και του λέει αυτός ο κάποιος: Ευχαρίστως θα σου ξέσχιζα τον κώλο –λέει στον υποτιθέμενο ποιητή– αν με αυτό τον τρόπο σε βοηθούσα να γράψεις ένα ποίημα. Και η απάντηση είναι: Γελιέστε αν νομίζετε πως έτσι γράφονται τα ποιήματα. Το ποίημα δεν βγαίνει από το ξέσχισμα του κώλου αλλά από το ξέσχισμα της ψυχής. Αυτό έκανε και εντύπωση, διότι επιφέρει μια ισορροπία ανάμεσα στις τολμηρές λέξεις και στα τολμηρά αισθήματα ή βιώματα. Καλό ποίημα! Και το θεωρώ από τα καλύτερά μου. Βέβαια, είναι λίγο αποφθεγματικό, ενώ θα ήθελα να είναι λίγο πραγματολογικό. Αλλά, έστω, το δέχομαι και το παραδέχομαι και κανείς δεν μπορεί να μου πει τίποτε. Αλλά στα προηγούμενα δύο που σου είπα, είναι λίγο παρατραβηγμένο το κορδόνι. Δεν έχει σημασία, όπως δεν έχει καμία σημασία αν κάποιοι με θεωρούν το άκρον άωτον του χιουμορίστα και άλλοι με θεωρούν ότι δεν έχω ιδέα από χιούμορ.
4.
(Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αρνείται να παραλάβει το μεγάλο κρατικό βραβείο.)
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ: Είπατε το μεγάλο «Όχι» στο κρατικό βραβείο, κύριε Χριστιανόπουλε. Πώς σας αντιμετώπισαν το αναγνωστικό κοινό και οι κριτικοί;
ΝΤΙΝΟΣ: Με αντιμετωπίζουν άλλος θετικά, άλλος αρνητικά, άλλος με υποψίες· άλλος έτσι, άλλος αλλιώς. Λοιπόν, αυτά είναι ανθρώπινα. Άσ' τους να κουρεύονται· αλλά κι αυτοί που έκαναν θετικά σχόλια για μένα, δεν σημαίνει ότι με επηρεάζουν, δηλαδή να πω: «Αχ, κοιτάξτε με τι σπουδαίος είμαι!» Ό,τι θέλουν ας κάνουν. Δεν με ενδιαφέρει. Αυτό είμαι. Σου αρέσει. Δεν σου αρέσει. Και περνώ ωραία. Αλλά, βέβαια, όταν σου λέω, πεντακόσια δημοσιεύματα κυκλοφόρησαν που αρνήθηκα το βραβείο, δεν σου είπα πόσος κόσμος με βρίσκει στον δρόμο και μου λέει τα απίθανα. Σου λέω, το τι άνθρωποι με συναντούν στον δρόμο. Μα είναι και λίγο γελοίο και κωμικό. Μια μέρα, στην Αγίας Σοφίας, χωρίς να καταλάβω, εκεί που περπατούσα, γυρίζω και τι να δω; Είκοσι άνθρωποι με περίμεναν για να με φιλήσουν. Μόλις σταμάτησα, ήρθαν αυτοί. «Αχ, θέλουμε να σας φιλήσουμε, θέλουμε να σας συγχαρούμε, θέλουμε να σας προσκυνήσουμε». Λέω: «Σας παρακαλώ πολύ». Τι λατρεία! Δεν μου έτυχε ποτέ. Απίθανοι! Μου λένε: «Με αυτό που κάνατε, μας δώσατε ένα δίδαγμα για τη ζωή μας, μια παρηγοριά, μια αισιοδοξία». Λέω: «Δεν το 'κανα γι' αυτό. Αλλά, αν έτσι νομίζετε, χαίρομαι». Είναι λίγο αστείο. Κάθονται και μεγαλοποιούν αυτή την άρνησή μου. Σιγά το πράγμα! Ναι, αλλά εγώ ό,τι έκανα το έκανα εκ προθέσεως. Από κει και πέρα, θέλουν να το δουν θετικά, θέλουν να το δουν αρνητικά, αυτό έκανα.
Πάντως, δεν είναι κι άσχημα. Και μου ξεφυτρώνουν στον δρόμο διάφοροι, πιθανοί και απίθανοι. Λέω, στον δρόμο. Μέσα στην εκκλησία να δεις! Διάφορες παχιές κυρίες έχουν λόγο. «Μα ήσασταν καταπληκτικός. Σας είδαμε στην τηλεόραση. Ωραία τα είπατε. Υπέροχα. Αχ, πότε να σας ξανακούσω;» Και τι να της πω; Λέω: «Κυρία μου, δεν είμαι γελωτοποιός». Είπα σε μία: «Αφού θέλετε σώνει και καλά να με ακούσετε, αυτά που λέω, σας ενδιαφέρουν; Δεν σας ενδιαφέρουν; Λοιπόν, γιατί αυτά τα χαζά;» Και λίγο ξίνισαν. Αλλά τι θα γίνει; Κάθε φορά λέω και κάτι διαφορετικό. Ξιναρμύρες! Τώρα πρέπει να υποστώ πλέον τα συγχαρητήριά τους.
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ: Ήσαστε πάντα δημοφιλής, μα τώρα γινήκατε σταρ.
ΝΤΙΝΟΣ: Μα έχω πολύ κόσμο που ασχολείται με μένα. Προχθές, πήγα να ταχυδρομήσω γράμματα κι εκεί στο ταχυδρομείο ήρθαν να με δουν έξι ή οχτώ άτομα. Λυσσιασμένοι να μιλήσουν μαζί μου. Λέω και μερικά πονηρά. Φαινόμενο είμαι. Ελπίζω, με τον καιρό, θα ξεθυμάνει. Είναι μυστήριο πράγμα! Ούτε για ποιητές. Είναι αυτή η άρνηση. Λύσσιαξαν κι ευχαριστήθηκαν, ξέρω εγώ τι έγινε, πάντως είμαι μία περίπτωση. Δεν τολμώ πλέον να εμφανιστώ στον κόσμο. Το είχα πάντα, αλλά δεν ήταν σε τέτοια ένταση. Τώρα άνοιξε πολύ το πράγμα. Είναι τόσο ανθρώπινα αυτά, τα οποία είναι και λίγο γελοία.
5.
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ: Δεν σας ενδιαφέρει η απόλαυση του φαγητού;
ΝΤΙΝΟΣ: Δεν τρώω. Ούτε και τώρα τρώω καλά. Αλλά δεν μπορώ και να ασχολούμαι με το φαγητό. Έχω άλλα πράγματα. Εν πάση περιπτώσει, τρώω όσο να υπάρχω. Σκέψου ότι, όταν έκανα την εγχείρηση, ήμουν εξήντα οχτώ κιλά. Και τώρα είμαι εβδομήντα δύο. Σε τέσσερα χρόνια έβαλα τέσσερα κιλά. Πρωτοφανές! Βέβαια, είμαι αδύνατος. Διότι είμαι ένα και ογδόντα ένα. Για τόσο ύψος, εβδομήντα δύο κιλά είναι λίγα. Κι αυτό, σε κάθε γιατρό που του το λέω, αμέσως του κάνει εντύπωση. Λέει: «Είναι λίγα». Αλλά όχι. Δεν πρόκειται να βαρύνω κι άλλο. Τώρα είμαι σε πολύ ωραία ισορροπία. Και, παρακαλώ, μακάρι να μείνουν εβδομήντα δύο και να μη γίνουν εβδομήντα τρία. Βέβαια, το θεωρώ φρικτό να παχύνω. Εγώ, μάλιστα, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, λέω σε μερικούς φίλους μου: «Πολύ θα ήθελα να σε φιλήσω. Αλλά με τέτοια χάλια! Είσαι ογδόντα οχτώ κιλά κι εγώ να σε φιλήσω;» Δεν είμαστε καλά.
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ: Γι' αυτό δεν με φιλάτε κι εμένα; Επειδής είμαι χοντρούλα; Θα προσπαθήσω να αδυνατίσω.
Απόσπασμα από τον Πρόλογο του βιβλίου
Γνωριστήκαμε το 1982, όταν ένας κοινός γνωστός μας, ο γλύπτης Κυριάκος Καμπαδάκης, με πήγε στο γραφείο του Χριστιανόπουλου, στη «Διαγώνιο», να του χαρίσω την πρώτη συλλογή μου με πεζογραφήματα – φιλοδοξούσα κι εγώ να μπω στο λογοτεχνικό μας σινάφι, να του αρέσουν και να μου ζητήσει συνεργασία για τη Διαγώνιο. Τον θεωρούσα, κατά κάποιον τρόπο, πατριάρχη των μεταπολεμικών γραμμάτων και επιζητούσα, ας πούμε, την ευλογία του. «Μη λες "πατριάρχης"», με διόρθωσε. «Λιγάκι φοβούμαι ότι πέφτεις έξω. Πες "πατριαρχίδας"». Και γελάσαμε οι παρευρισκόμενοι στο γραφείο του.
Τον Μάρτιο του 2003, ο Ντίνος παρουσίασε επαινετικά στον «Ιανό» το βιβλίο μου Οι δεξιώσεις, μαζί με τον πανεπιστημιακό καθηγητή Γιώργο Κεχαγιόγλου, προκαλώντας τον φθόνο των συναδέλφων μου. Στο τέλος του ίδιου χρόνου, λίγο πριν κάνει την επέμβαση καρδιάς, οργάνωσε μια παρουσίαση του λογοτεχνικού μου έργου στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών, το οποίο υπάγεται στο Πανεπιστήμιο. Είχαν έρθει οι σοβαροί κύριοι της γειτονιάς μας, δημόσιοι υπάλληλοι και μαγαζάτορες, με τις συμβίες τους –Τετάρτη απόγευμα, κλειστά τα εμπορικά καταστήματα– να ακούσουν τον περίφημο ποιητή Χριστιανόπουλο να μιλάει για τη γειτόνισσά τους, καθηγήτρια πανεπιστημίου και πεζογράφο, καθώς και ορισμένοι συνάδελφοί μου και κάποιοι λογοτέχνες της πόλης μας. Κι αυτός, επί δύο ώρες, δεν σταματούσε να ευτελίζει εμένα και το έργο μου, αναιρώντας όλα όσα είχε πει στον «Ιανό» πριν από λίγους μήνες· ερχόταν, έτσι, στα ίσα του. Θα έπρεπε να το περιμένω· όχι μόνο δεν του άρεσαν οι καλοσύνες και οι αγάπες, αλλά συνήθιζε και να προκαλεί στις δημόσιες εμφανίσεις του, ερεθίζοντας αρνητικά το κοινό. «Εγώ είμαι αντικομφορμιστής», απαντούσε στους διάφορους επικριτές του. «Δεν μιλώ με τα στερεότυπα του καθωσπρέπει κυρίου. Και αυτό κάνει κάποια αίσθηση. Μεγάλη. Σαν μια ηλεκτρική εκκένωση».
Παρ' όλ' αυτά, δεν του κράτησα κακία· γοητευμένη από τα πρωτότυπα γραπτά και τα φιλολογικά του κείμενα, ήθελα να γράψω για το έργο του. Προς το τέλος του 2004, του έκανα την ίδια πρόταση. «Καλά», είπε, «αφού επιμένεις. Αλλά όχι μελέτες και βιογραφίες. Νισάφι. Άρχισα να τα σιχαίνομαι τα φιλολογικά». «Ε, τότε τι;» τον ρώτησα. «Εμείς αγαπιόμαστε. Θα το ρίξουμε στο μουχαμπέτι. Ξέρεις τι είναι το μουχαμπέτι, Σωτηρούλα; Κουβεντούλες, ελεύθερες όμως, χωρίς πρόγραμμα και σκοπιμότητες. Ναι, γιατί στην κοινωνική ζωή μας είμαστε λίγο κουμπωμένοι· δεν τα λέμε όπως τα σκεφτόμαστε. [...] Λοιπόν, από αγάπη, θα αρχίσουμε μια κουβεντούλα, όπου όλα θα σου τα λέω ξεβράκωτος. Μη γελάς.
― Σωτηρία Σταυρακοπούλου
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί με αφορμή την κυκλοφορία του στον Ιανό Θεσσαλονίκης, την Πέμπτη 10 Οκτωβρίου, στις 19:00.
Μέρος του άρθρου δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO