ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΤΙΚΟ απόγεμα του χίλια εννιακόσια πενήντα έξι. Η Σωτηρία Μπέλλου και ο Στράτος Παγιουμτζής σιγανοπερπατούσαν πλάι πλάι προς τα στούντιο της εταιρείας Columbia.
Κάθε τόσο στέκονταν και κοιτιόντουσαν. Η Σωτηρία το 'χε ρίξει στο λακιρντί!
– Εκείνος ο μπουνταλάς που τα κανόνισε ξέρεις τι καπνό φουμάρει;
– Ε, καλά, ο άνθρωπος μεσολάβησε ανάμεσα σε δυο εταιρείες για να γίνει η δουλειά.
– Και γιατί δε μας έβαλε να υπογράψουμε;
– Μπορεί να 'ναι κουρνάζος κι αυτός. Όπως όλοι τους.
– Τι τα θες ρε μπαγάσα τα τούρκικα;
– Κουρνάζος είναι ο πονηρός. Δεν έχεις ακούσει του Τσαουσάκη το τραγούδι «Βρε κουρνάζα Μαριγούλα»;
– Καλοί τουρκόσποροι κι οι δυο σας!
Ο Στράτος την τράβηξε απαλά απ' το μανίκι.
– Ασ' το κάτω ρε, λέγε. Τι θε να πεις;
– Να βιαστούμε να 'μαστε στην ώρα μας.
Και για να την καλοπιάσει,
– Να σου προσφέρω ένα λουλούδι απ' το ανθοπωλείο απέναντι;
– Γιατί, θες να με βγάλεις γκόμενα; Όχι, γιατί τις προάλλες ένας χλεχλές στου «Μαργωμένου» μου πέταξε λουλούδια. Τραγουδούσα το «Τρεις σταγόνες δηλητήριο». Του Σκαρπέλη του Κούλη. Παρατάω το μικρόφωνο. Κατεβαίνω. Τον αρχίζω, έλα εδώ, ρε μαλάκα, γιατί μου ρίχνεις λουλουδικό, για πουτάνα με πέρασες;
– Ε, βρε Σωτήρα, ρίξε λίγο νερό στο κρασί σου!
– Γιατί το δικό σου κρασί θα νερώσει; Το δικό μου θα νερώσει.
– Εντάξει, αδερφούλα μου, πάμε τώρα, θα χασομερήσουμε.
– Ε και, τι, θα μας κάνουνε ντα; Μεγάλη απόφαση αρχηγέ, θέλει σκέψη.
– Είχα κι εγώ τις αμφιβολίες μου. Αλλά δώσαμε το λόγο μας.
– Καλά, θα δούμε.
– Με στεναχωράς!
– Έλα, θες ένα κουραμπιέ; Έχω στην τσάντα.
– Ευχαριστώ, τελευταία είμαι λιγοφάγος, λέω να κρατήσω τη γραμμή μου.
– Ίσα ρε, γι' αυτό κοντεύεις να γίνεις σαν τη χοντρή του «Θησαυρού»;
Με το πες πες έφτασαν στο στούντιο.
Τους περίμεναν με λαχτάρα, παραγωγός και ηχολήπτης. Όσο γινόταν η ηχογράφηση, κι οι δυο τους είχαν συγκλονιστεί απ' την ερμηνεία, έκλαιγαν.
Ο παραγωγός ενθουσιασμένος δήλωσε:
– Μπράβο ρε παιδιά, τέτοιο πράμα δεν ξανάγινε. Τύφλα να 'χουνε οι πρωτοψάλτες του Πατριαρχείου. Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει δέκα μέρες πριν απ' τις γιορτές. Θα σκίσουμε. Ψάλλει το πιο αηδονόλαλο ντουέτο του ελληνικού τραγουδιού. Από τη μια πλευρά, κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, κι απ' την άλλη τα Εγκώμια της Μεγάλης Εβδομάδος. Η πληρωμή θα γίνει αμέσως μετά. Να πάτε στην ευχή του Θεού, «Καλά Χριστούγεννα».
– «Ευτυχές το νέο έτος» αντευχήθηκαν κι οι δυο μ' ένα στόμα.
Βγήκαν και πήραν το δρόμο της επιστροφής.
– Ωραία τα είπαμε, Σωτήρα, πώς σου φάνηκε;
– Ωραία! Ε, καλά, εγώ σε ψαλτήρι μεγάλωσα, ο παπα-Σωτήρης ο παππούς μου μ' έπαιρνε μαζί του, έκανα αναλόγιο από μωρό παιδί.
– Κι εγώ τους μελετάω τους ψαλτάδες, τα γυρίσματα του λαρυγγιού τους.
– Εντάξει, αυτοί το σπουδάζουν.
– Άμα δεν υπάρχει η φωνή...
– Η φωνή είναι χάρισμα, δωρεά Θεού!
– Πώς είναι ο Σπύρος ο Λούης που λέγανε στο τρέξιμο!
– Αστραπή, άνεμος!
– Α, γεια σου! Ο Χιώτης δε χορεύουνε τα δάχτυλά του;
– Η Ευτυχία που γράφει τα στιχάκια; Ο Βίρβος;
– Ε, βέβαια.
– Άρα;
– Άρα, να το ξέρουμε, πως είμαστε τυχεροί!
– Ευνοημένοι, πες.
– Ευνοημένοι, γιατί όχι! Μα να είμαστε ταπεινοί.
– Κάτω το κεφάλι.
– Όχι, λάθος! Πάνω το κεφάλι. Αλλά με ταπεινότητα!
Ανταμώνουν μ' έναν ιερέα.
– Καλώς τον παπα-Γρηγόρη.
– Βρε Σωτήρα, πατριώτισσα!
– Στράτο, να σας συστήσω, ο πάτερ είναι Χαλκιδέος, παιδικός μου φίλος
– Τον γνωρίζω τον κύριο Παγιουμτζή, αλίμονο. Μα γιατί έχετε κι οι δυο κατεβασμένη την προβοσκίδα; Τι σαράκια σας τρώνε κύριε Στράτο;
– Ασ' τα, παπά μου, μας πρότειναν να τραγουδήσουμε τα Κάλαντα και τα Εγκώμια.
– Και το κάνατε;
– Ναι, οι αδιάντροποι.
– Το έχουμε μετανιώσει, είναι ντροπής, λέει η Σωτηρία. Αυτά είναι αγιωτικά πράματα. Να βάζανε μια τζίφρα να λέγαμε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» μαζί, μάλιστα! Ε, Στράτο;
– Μα το είπες με τον Πρόδρομο!
– Να το τραγουδήσουμε και πάλι! Άραγε το στραίει ο Βλάχος;
– Το στραίει, ασ' το σε μένα.
– Τούτο είναι δική σας υπόθεση. Πάντως για το άλλο, καλώς πράξατε, είπε ο παππάς.
– Δεν είμαστε και τόσο καθαροί, είπε ο Στράτος.
– Καθόλου, είπε η Σωτηρία.
– Ακούστε, αδερφοί, ο Κύριος συγχώρησε όλους τους πεπλανημένους. Ακόμη και τους παραπορευομένους οι οποίοι, όπως λέγουν οι Ευαγγελισταί Ματθαίος και Μάρκος «εβλασφήμουν αυτόν» κατά την Σταύρωσιν. Ως πανοικτίρμων συμπόνεσε και αγάπησε τους απόβλητους, τους παρακατιανούς, τους παρίες, τα μαύρα πρόβατα. Υπάρχει πάντοτε, μην ξεχνάμε, κάποιος Χριστός, ένας κρυφός Χριστός που μερινά για τα απολωλότα. Τον ληστή, την μοιχαλίδα και την πόρνη.
– Καλά, δεν ανήκουμε και σ' αυτές τις κατηγορίες, είπε η Σωτηρία.
– Εμείς λοξοπατάμε κάπου κάπου, να, είπε ο Στράτος.
– «Σάπιο σανίδι πάτησα, για σένα παραστράτησα» ψευτοτραγούδησε το άσμα η Σωτηρία.
– Μη μπαίνετε σε λογισμούς, κάντε αυτό το δώρο στους άλλους, χωρίς τύψεις, μην τους το στερείτε! Σας χαιρετώ, καλή χρονιά!
Προχωρούσαν συλλογισμένοι.
– Ρε μόρτισσα, κάτσε να ξετρυπώσω ένα μπρουσαλιό, το 'χω καβατζωμένο εδώ πιο κάτω, σ' έναν κάπελα.
Αρχίζει να τραγουδάει.
–«Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα, στη σπηλιά του Δράκου μπήκα».
– Γεια σου ρε Στράτο Τεμπέλη, παινεμένε!
– Γεια σου Σωτηρία Μπέλλου με τ' όνομα! Γουστάρεις μια τσίκα;
– Άσε, θα φουμάρω ένα σκέτο Αγρινίου. Θα ρίξω και καμιά ζαριά μετά.
Η Σωτηρία έπιασε αγκαζέ τον Στράτο και προχώρησαν. Ό,τι κι αν άκουσαν, ό,τι κι αν σκέφτηκαν, ό,τι κι αν είπαν, οι ίδιοι ένιωθαν ότι ανήκαν σε κάποια περιοχή της κόλασης. Ποιες απορρίψεις, ποιες αποστροφές, ποια λαχανιάσματα και ποια κυνηγητά τους έκαναν να νιώθουν κουσουρλήδες, ερειπωμένοι, γυμνοί σαν τους πρωτόπλαστους; Πάνω στο φόρτε της δόξας τους αισθάνονταν υποδεέστεροι. Από ποιους; Ίσως απ' όλους τους ακροατές και τους θεατές τους. Σα να κουβαλούσαν στις πλάτες τους αρχαίες αμαρτίες, σακατλίκια του λαού, πληγές αγιάτρευτες και πένθη ατελεύτητα του γένους. Δεν ήξεραν πως ήταν εκπεπτωκότες άγγελοι, εξορισμένοι απ' τον παράδεισο, όμως ευλογημένοι από την χάρη να ταξιδεύουν με τις φωνές τους κάποιους άλλους σε νοερούς παράδεισους.
– Πάμε στο περίπτερο, Στράτο, και παρ' τους τηλέφωνο. Να ακυρώσουν την κυκλοφορία. Καλά τα Κάλαντα, αλλά εγώ στα ζάρια, εσύ στα χασίσια, κι από πάνω «Η Ζωή εν Τάφω», δεν πάει.
Κι έτσι τα Εγκώμια δεν επέτρεψαν να ακούσουμε ποτέ αυτά τα αλλιώτικα κάλαντα.