Από τη δεκαετία του ’70, όταν η μαύρη φυλή ήταν τόσο εξωτική και άγνωστη για την ελληνική κοινωνία, που στις ταινίες έβαφαν με φούμο τους ηθοποιούς που τους υποδύονταν (δες Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη του 1972, με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, το εντελώς incorrect σήμερα και από κάθε άποψη Τον αράπη κι αν τον πλένεις του 1973 με τον Κώστα Βουτσά και το Αγάπη μου Ουά-Ουά του 1974 των Κώστα Ρηγόπουλου - Κάκιας Αναλυτή), μέχρι το 2023, που η Αθήνα έχει μετατραπεί σε μητρόπολη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχουν αλλάξει τα πάντα. Στα πενήντα αυτά χρόνια που έχουν μεσολαβήσει η Ελλάδα υποδέχτηκε ανθρώπους κάθε φυλής και χρώματος, οι οποίοι έζησαν εδώ, πάλεψαν να προσαρμοστούν και να επιβάλουν την παρουσία τους, δούλεψαν, πρόκοψαν, παντρεύτηκαν ομοεθνείς τους ή ντόπιους, έκαναν παιδιά, έγιναν οι «νέοι Έλληνες».
Ωστόσο, η μετάβαση από μια εντελώς κλειστή, ξενοφοβική κοινωνία στην πολυ-πολιτισμική που αρχίζει να γίνεται η Αθήνα σήμερα δεν έγινε απότομα και δεν ήταν καθόλου εύκολη. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2010 ήταν ελάχιστοι οι άνθρωποι που είχαν έρθει από άλλες χώρες και ήταν ευρέως αποδεκτοί στην Ελλάδα. Αν εξαιρέσεις το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ και τα αθλήματα που μας έκαναν περήφανους ως λαό στους Ολυμπιακούς Αγώνες, κυρίως την άρση βαρών, δεν είχαν υπάρξει άλλες διασημότητες που είχαν γεννηθεί εκτός Ελλάδας – ο Πύρρος Δήμας και ο Κάχι Καχιασβίλι δεν ήταν ακριβώς ξένοι (ή εντελώς ξένοι), γιατί είχαν ελληνικές ρίζες.
Η ιδέα πως ένας “αλλοδαπός” μόνο όταν καταφέρνει να σπάσει τα δεσμά που του επιβάλλονται και αναρριχάται στην κοινωνική ιεραρχία είναι σαν κι εμάς, έχει καταφέρει να αποτινάξει το αρνητικό στίγμα που του δίνει η διαφορετική εθνικότητά του.
Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 κι έπειτα μεγάλωσαν σε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν των προηγούμενων γενεών: έζησαν από μικροί σε γειτονιές με μετανάστες που τα παιδιά τους ήταν οι συμμαθητές τους στο σχολείο, οι φίλοι τους, οι άνθρωποι που μεγάλωναν μαζί, που δημιουργούσαν μαζί, που διασκέδαζαν μαζί, που ερωτεύονταν. Ήρθε και ο ψηφιακός κόσμος και έφερε τα πάνω κάτω. Τα social media κατάφεραν να αλλάξουν τον τρόπο που ο Έλληνας έβλεπε το διαφορετικό, να δώσουν φωνή στους νέους Έλληνες και να δημιουργήσουν έναν καινούργιο κόσμο που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πριν από τριάντα χρόνια. Το YouTube, το Instagram και το Spotify δημιούργησαν μια νέα ελληνική κοινωνία, ενώ η μουσική και ο αθλητισμός ένα αντιρατσιστικό ρεύμα που ήρθε απρόβλεπτα, αβίαστα και χωρίς να το οργανώσει κανείς. Ήρεμα και σιωπηλά, απρογραμμάτιστα και χωρίς να το πάρουν είδηση τα μέσα, ήρθε η στιγμή που οι μεγαλύτεροι σταρ της Ελλάδας είναι παιδιά μεταναστών. Και είναι πραγματικοί σούπερ σταρ, τόσο μεγάλα μεγέθη δεν είχαμε ποτέ πριν στην Ελλάδα. Δεν είναι μόνο τα 195 εκατ. streams –μόνο στο Spotify– που έκανε το 2022 ο Light ή ότι ο Αντετοκούνμπο είναι πλέον όνομα-μύθος του NBA, η επιτυχία της Φουρέιρα, η τεράστια δημοτικότητα του Sin Boy και του Toquel σε μια χώρα όπου το ξένο και το διαφορετικό θεωρούνταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια απειλή· το πρωτόγνωρο είναι ότι μία τουλάχιστον γενιά ακροατών και θαυμαστών τους δεν τους αντιλαμβάνεται καν ως ξένους.
Η αλλαγή στην ελληνική κοινωνία είναι αναμφισβήτητη, ισχύει όμως στ’ αλήθεια αυτή η αποδοχή για το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού; Είναι όντως αντιρατσιστικό ρεύμα ή πρόκειται απλώς για ένα νεανικό ρεύμα, στο πλαίσιο του οποίου το είδος είναι πιο δυνατό απ’ τον καλλιτέχνη που το εκπροσωπεί;
«Στο σχολείο ήμουν εξωτική λόγω χρώματος – ακόμα και σήμερα δεν αποδέχονται το ότι είμαι Ελληνίδα», λέει η Idra Kayne. «Για δώδεκα χρόνια ήμουν το μόνο μαύρο παιδί στο σχολείο και δεν πέρναγα ωραία. Ακούω πολύ συχνά ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα στην Ελλάδα και δεν είναι το ίδιο πια με τους ανθρώπους άλλου χρώματος, αλλά επειδή δεν το βιώνεις, είσαι από την άλλη πλευρά, σου λέω ότι είναι ακόμα τα ίδια. Απλώς έχουν πληθύνει οι μαύροι και οι άλλες φυλές, δεν έχει αλλάξει κάτι στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Εξαρτάται από το περιβάλλον στο οποίο κινείσαι, αλλά και είκοσι και εκατό παιδιά άλλου χρώματος να έχει το σχολείο, όταν θα γίνει μια μαλακία δεν υπάρχει περίπτωση να μην ακουστεί από κάποιον “φύγε απ’ τη χώρα” ή “εσένα δεν σου μιλάμε επειδή είσαι μαύρη”. Είναι η πρώτη κουβέντα που θα πεις στον μαύρο. Η μητέρα μου είναι Ελληνίδα και λευκή και δεν μπορεί να αποδεχτεί ότι αυτό ισχύει, γιατί δεν το έχει βιώσει. Δεν μπορεί να το χειριστεί. Ξέρω ότι τη στενοχωρεί, ότι μπορεί να το βλέπει πιο ιδανικά, πιο ρομαντικά, αλλά αυτό δεν αλλάζει: αν είσαι μαύρος, θα υποστείς τον ρατσισμό. Είμαστε πενήντα χρόνια πίσω. Υπάρχει πολύ έντονος ο διαχωρισμός ακόμα. Ας μην ξεχνάμε ότι η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή, και όχι τυχαία. Υπάρχει κόσμος που το στηρίζει όλο αυτό και το πιστεύει. Και, οk, μπορεί να σου πει κάποιος “εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους μαύρους», αλλά, για να σου φέρει η κόρη σου μαύρο άντρα! Για να σου πει ο γιος σου “η γυναίκα μου είναι μαύρη, ή Αλβανίδα, ή Κινέζα, ή από το Πακιστάν...”».
«Μία από τις αγαπημένες μου σκηνές στην ταινία Do the right thing είναι όταν ο Mookie, ο μαύρος πρωταγωνιστής (τον οποίο υποδύεται ο σκηνοθέτης Spike Lee), κάνει μια κουβέντα γύρω από τον ρατσισμό και την έννοια της φυλής με τον γιο του αφεντικού του, Pino, στην πιτσαρία όπου δουλεύει (τον οποίο υποδύεται ο John Turturro)», λέει ο Κώστας Σαββόπουλος, συγγραφέας και μελετητής της ραπ κουλτούρας. «Ο Mookie αναρωτιέται γιατί ο Pino είναι τόσο ρατσιστής και αναφέρεται συνεχώς υποτιμητικά στους μαύρους πελάτες και γενικώς στους μαύρους κατοίκους της γειτονιάς, την ίδια στιγμή που όλα τα αγαπημένα του είδωλα, στη μουσική, στον κινηματογράφο, στον αθλητισμό, είναι μαύροι. Τι τον ωθεί στο αναπτύξει αυτά τα δύο διαφορετικά σταθμά στο πώς προσεγγίζει το ζήτημα της φυλής;
Για να το φέρουμε λίγο και στο δικό μας πλαίσιο, υπάρχει φυσικά και η πολυσυζητημένη περίπτωση του Γιάννη Αντετοκούνμπο, ενός παιδιού που αν δεν είχε φανεί το ταλέντο του στο μπάσκετ, θα θεωρούνταν ακόμη “ξένος”. Γιατί, παρά το γεγονός πως η Ελλάδα μπορεί να μην έχει το βεβαρημένο αποικιοκρατικό παρελθόν άλλων δυτικών χωρών, παραμένει μια χώρα αρκετά δηλητηριασμένη από τον ρατσισμό. Και είναι ένας ρατσισμός ο οποίος εκκινεί από την κορυφή της πυραμίδας και καταλήγει στη βάση της, δηλητηριάζοντας όλο το οικοδόμημα στην πορεία. Και αυτή η ιδέα των double standards που τόσο προβλημάτιζε τον Mookie αλλά και εμάς είναι προϊόν αυτού του συστημικού ρατσισμού.
Δηλαδή η ιδέα πως ένας “αλλοδαπός” μόνο όταν καταφέρνει να σπάσει τα δεσμά που του επιβάλλονται και αναρριχάται στην κοινωνική ιεραρχία είναι σαν κι εμάς, έχει καταφέρει να αποτινάξει το αρνητικό στίγμα που του δίνει η διαφορετική εθνικότητά του. Ο Light, η Μαρίνα Σάττι και η Idra Kayne (που είναι μισοί “ξένοι”), η Φουρέιρα, η Τάμτα, o Moose, ο Kareem από τους ATH Kids (και τα πιο πολλά από τα παιδιά της ομάδας), o Yinka, ο Νέγρος του Μοριά, ο Thug Slime, o Jerome, ο Toquel, o Sin Boy, άνθρωποι που μετά από δεκαετίες στην Ελλάδα και παρά το γεγονός πως βρίσκονται στα ακουστικά χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ανθρώπων, αναγνωρίζονται δηλαδή ως κομμάτι της ελληνικής πραγματικότητας και καθημερινότητας, ακόμη παλεύουν να σπάσουν τα φυλετικά στερεότυπα ή να πάρουν την “ιθαγένεια” – στην καλύτερη την πήραν πρόσφατα. Και αυτό φυσικά δεν είναι τυχαίο, είναι η διαδικασία με την οποία εγκαθιδρύεται ο συστημικός ρατσισμός, που δίνει στον ρατσισμό σάρκα και οστά. Είναι εκείνος ο εντελώς ωμός τρόπος που λέει στον άλλο ότι η μόνη πιθανότητα να σε δεχτεί η κοινωνία είναι να ξεπεράσεις τον εαυτό σου και να μας αποδείξεις πως είσαι κάτι παραπάνω από αυτό που φαίνεσαι. Έχεις μια διαφορετική εθνικότητα από την κυρίαρχη, ναι. Και αν, φυσικά, θέλεις να θεωρείσαι “κανονικός” ή “κανονική” από το σύνολο, πρέπει να αποδείξεις πως είσαι καλύτερος από τους υπόλοιπους “ξένους”. Γιατί ούτως ή άλλως γεννιέσαι Έλληνας, δεν γίνεσαι. Γιατί αυτή η υπερβολική αγάπη, που δικαίως απολαμβάνουν οι παραπάνω καλλιτέχνες διότι το αξίζουν και διαπρέπουν στους τομείς τους, λειτουργεί ταυτόχρονα και ως δίκοπο μαχαίρι, καθώς δημιουργεί ένα γυάλινο ταβάνι για τους υπόλοιπους και τις υπόλοιπες, όσο η ελληνική κοινωνία παραμένει θεσμικά ρατσιστική. Και αυτό το γυάλινο ταβάνι είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό. Γιατί αυτή η αγάπη και η προβολή, που φιλτράρεται σε μεγάλο βαθμό και από συστημικά μέσα, εταιρείες προώθησης, δισκογραφικές κ.λπ. κρύβει και ένα μήνυμα από πίσω, ηθελημένα ή μη. Και το μήνυμα είναι πως οι άλλοι, οι “ξένοι”, θα πρέπει να διαπρέψουν σε κάτι για να τους δεχτεί η κοινωνία. Δεν μπορεί να τους δεχτεί “απλώς”. Θα πρέπει να έχουν “κάτι” να προσφέρουν. Κάποιου είδους συγκίνηση, κάποιου είδους ιδιαίτερο ταλέντο.
Σαν να πρόκειται για εκθέματα, για “εξωτικά” προϊόντα. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο ζωής, όταν οι επιλογές σου βρίσκονται μεταξύ της τελειότητας ενός σούπερ σταρ ή ενός ανθρώπου χωρίς χαρτιά, χωρίς AMKA, χωρίς ΑΦΜ, που στην καλύτερη παλεύει για να ζήσει και στη χειρότερη φυλακίζεται σε κρατητήρια αστυνομικών τμημάτων όπου βασανίζεται ( Α.Τ. Ομόνοιας), κλειστά κέντρα κράτησης ή ακόμα χειρότερα στον πάτο του Αιγαίου. Φαίνεται αντιφατικό εκ πρώτης όψεως, σίγουρα, όμως πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, για δύο συνθήκες που η μία συμπληρώνει την άλλη».
«Επειδή έκανα πάντα παρέα με ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου, πίστευα ότι έτσι είναι ο κόσμος», λέει ο MC Yinka. «Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι αυτοί είναι η μειονότητα. Ότι στον κόσμο υπάρχει κακό μάτι, μιζέρια, γκρίνια, υπάρχουν “καρφιά” που πετάγονται με την πρώτη ευκαιρία και χωρίς λόγο, υποτιμητικά σχόλια και βλέμματα, ρατσισμός και διάκριση. Είναι απίστευτη η συμπεριφορά των ανθρώπων. Ακούς δηλητηριώδη σχόλια από κάποιον απλώς επειδή ζορίζεται. Ήμουν μέσα στο τρένο, που ήταν γεμάτο κόσμο, πάσχιζε κάποια να περάσει και επειδή δεν μπορούσε, πέταξε το καρφί της.
Έχω ακούσει αμέτρητες φορές σχόλια για το χρώμα μου. Με έχουν πει και αράπη. Τις προάλλες, έτρεχα σε έναν αγώνα δρόμου που ήταν για τις γυναίκες με καρκίνο του μαστού, όλοι χειροκροτούσαν και πετάγεται ένας παππούς και λέει “α, τρέχει κι ο αράπης!”. Την άλλη φορά έπαιζα live στον γάμο μιας φίλης στην Πλάκα και κουβάλαγα τα μηχανήματα για το soundcheck, όταν πετάγεται μια τύπισσα από το catering και λέει “μαύρη μαυρίλα πλάκωσε”. Νόμιζε ότι δεν καταλαβαίνω ελληνικά. Απίστευτο!».
«Επειδή ως παιδί ήμουν εύγλωττος και κοινωνικός και είχα πάντα φίλους, ήμουν αρχηγός στις παρέες και καλός στα αθλήματα, δηλαδή αυτά που μετράνε στις παιδικές παρέες, δεν είχα πρόβλημα ως nero greco», λέει o Light. «Υπήρχαν άτομα που μου έλεγαν “άντε ρε, κωλόμαυρε”, αλλά ήξερα να τους βάλω στη θέση τους, γελούσαν όλοι, στενοχωριόταν αυτός που με πείραζε και τελείωνε εκεί πέρα. Μου το λέγανε, αλλά στα παιδάκια έχει σημασία να μην κάνεις πίσω, αν υποχωρήσεις, θα σε διαλύσουν. Βίωσα ρατσισμό, αλλά όχι σε σημείο που να μου δημιούργησε πρόβλημα, το έπιασα από τη ρίζα και το ξερίζωσα. Τώρα είναι το πολύ ενδιαφέρον: βλέπω σε διάφορες σελίδες ότι δεν έχουν κάτι να μου προσάψουν για τη μουσική μου, το κλασικό που θα πει κάποιος poy θα μπει να με κράξει είναι ότι είμαι “γύφτος”, ότι είμαι “Πακιστανός”, ότι είμαι “κωλόμαυρος”. “Έλα, ρε αράπη, τι μιλάς για την Ελλάδα που σε ταΐζει!”. Τώρα, στα 26 μου, με όλο αυτό το success, ξεφυτρώνουν όλοι αυτοί. Το ανησυχητικό είναι ότι τα πιο πολλά μηνύματα είναι από παιδιά 12-13 χρονών, που λένε πράγματα που σε σοκάρουν. Ακούνε τους μπαμπάδες τους που λένε “πάλι έφεραν εδώ πέρα αυτούς τους κωλοαραπάδες;”».
«Είμαι είκοσι τρία χρόνια στην Ελλάδα, μέχρι πριν από δύο χρόνια δεν ήξερα τι σημαίνει Αλβανία και δεν έχω ελληνική ταυτότητα», έλεγε το 2019 στη LiFO o Toquel. «Από τη στιγμή που μορφώνεσαι σύμφωνα με το ελληνικό σύστημα, δεν μπορούν να αμφισβητούν ότι έχεις μεγαλώσει ακριβώς όπως ένας Έλληνας. Κι αν η ζωή για έναν Έλληνα δεν είναι εύκολη, φαντάσου πόσο δύσκολη γίνεται για κάποιον που δεν έχει ελληνική ταυτότητα. Έμεινα εφτά μέρες στο κρατητήριο μόνο και μόνο γιατί δεν είχα άδεια διαμονής. Με σταμάτησε η αστυνομία, ήμουν με την κοπέλα μου και τον αδελφό μου, και όταν είδαν ότι είναι Αμερικάνα της είπαν “φύγε εσύ” και σ’ εμάς “εσείς οι δύο Αλβανοί ελάτε μέσα για εξακρίβωση”. Ως προστατευόμενο μέλος του πατέρα μου η άδειά μου έληξε μόλις έγινα 18 και είχα μείνει χωρίς χαρτιά, ξεκρέμαστος, χωρίς βιβλιάριο υγείας. Ήμουν ένας άνθρωπος που δεν είχε τίποτα σε αυτήν τη χώρα. Προσπάθησα να τους πω “ρε παιδιά, δεν ακούτε πώς μιλάω τα ελληνικά;”, αλλά δεν τους ενδιέφερε. Με κράτησαν επτά μέρες εκεί μέσα και έδωσαν εντολή απέλασης. Έβαλα δικηγόρο να τη “σπάσω” και ξεκίνησα να φτιάχνω τα χαρτιά από την αρχή. Ευτυχώς, έχουν ψηφιστεί πια κάποιοι νόμοι που έχουν βοηθήσει την κατάσταση».
«Περισσός, Πευκάκια, Νέα Ιωνία και Καλογρέζα, αυτά τα μέρη είναι η γειτονιά μου, ξέρω όλα τα στενά απ’ έξω και όλα τα “τσακάλια” εκεί», λέει ο Sin Boy. «Κάθε φορά που περνάω από αυτές τις περιοχές μού έρχονται αναμνήσεις και αυτό με βοηθάει να μην ξεχνάω ποιος πραγματικά είμαι. Αυτό είναι πολύ δύσκολο όταν βρίσκεσαι στον χώρο της μουσικής, γιατί περιβάλλεσαι από ανθρώπους που έχουν ξεχάσει από καιρό ποιοι είναι. Τον ρατσισμό για την αλβανική μου καταγωγή τον έχω βιώσει πάρα πολύ έντονα από μικρή ηλικία κι αυτός ήταν ο λόγος που ήθελα να αποδείξω στον κόσμο πως κάνει λάθος που με κρίνει. Αυτό με βοήθησε σε όλη μου τη μουσική καριέρα, γιατί βρήκα τον τρόπο να δείξω σε όλους ότι με βάζουν σε καλούπια για τους λάθος λόγους».
Γιατί όμως συνδέεται όλο αυτό κυρίως με το ραπ;
«Εδώ είναι που, με βάση τα παραπάνω, έρχεται να κουμπώσει και η μουσική, η ραπ συγκεκριμένα», λέει ο Κώστας Σαββόπουλος. «Το μόνο μουσικό είδος που, από τις ρίζες του, είχε ως στόχο ακριβώς να δίνει φωνή και ορατότητα σε εκείνους που τους την έχουν αφαιρέσει με βίαιο τρόπο. Γιατί εκείνοι και εκείνες που έχουν ορατότητα, έχουν ταυτόχρονα και το καθήκον να τη διαμοιράζουν σε εκείνους και εκείνες που δεν την έχουν. Γιατί πρόκειται για ένα είδος, του οποίου πυρήνας είναι ο αντι-ρατσισμός. Είναι ένα είδος που γιορτάζει και αγαπάει την διαφορετικότητα και δεν την αποκρύπτει. Οι γειτονίες της Αθήνας, όπως η Κυψέλη, και οι γειτονιές της Θεσσαλονίκης, στο κέντρο και τα δυτικά, δεν θα μπορούσαν να έχουν άλλο soundtrack πέρα από τη ραπ γιατί ακριβώς είναι χτισμένες, στον πυρήνα τους, όπως και η ραπ, πάνω στη διαφορετικότητα. Η μουσική, και η ραπ εν προκειμένω, έρχεται αργά και σταθερά να δημιουργήσει εκείνες τις πολύχρωμες κηλίδες πάνω στο ασφυκτικά κυρίαρχο λευκό και μπλε και να χαλάσει την επιβεβλημένη αρμονία. Γιατί στην τελική είναι κι αυτός ένας από τους στόχους της ραπ: να δημιουργεί δυσαρμονία σε ένα πλαίσιο όπου όλα φαίνονται και αποτυπώνονται ως δεδομένα. Μπερδεύει, αναδιανέμει και αναδιατυπώνει. Εισβάλλει και αφήνει με ανεξίτηλο τρόπο το σημάδι της, στα ακουστικά, στις ψηφιακές λίστες, στον τρόπο που ντυνόμαστε και στον τρόπο που μιλάμε».
Ο urban ήχος έχει ταυτιστεί πλέον με τη ραπ, την καλή πλευρά της πόλης, τη δημιουργική, την underground και την πειραματική, αλλά και την κακή, την επικίνδυνη, την περιθωριακή, την παραβατική. Αυτό που κάνει τη ραπ ακαταμάχητη και δημοφιλή είναι ότι πάντα χάνονταν τα όρια ανάμεσα σε όλα αυτά και σήμερα τα στεγανά κάθε είδους καταρρέουν. Κάπου εκεί μέσα πρέπει να αναζητήσεις και γιατί (σχεδόν) όλοι όσοι ασχολούνται με τη μουσική θέλουν να σχετιστούν με κάποιον τρόπο με τη ραπ και γιατί δεν έχει καμία σημασία το χρώμα, η φυλή και ο τόπος καταγωγής όταν μιλάμε για ένα τόσο μαζικό είδος. Δεν μιλάμε απλώς για μουσική, μιλάμε συγκεκριμένα για τη ραπ μουσική και όσα συνδέονται με αυτή, και όλοι οι παραπάνω καλλιτέχνες (ανεξαιρέτως) τη χρησιμοποιούν ως όχημα, ξεκάθαρα ή καλυμμένα».
«Οι δικοί μου 1.000 κόσμοι, μεγάλη σαλάτα…» (Dani Gambino)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.