Γεννήθηκα στο Νεπάλ, σε ένα χωριό της Dolakha χτισμένο σε υψόμετρο 4.200 μέτρων, που κατοικείται από 3.080 ανθρώπους. Μεγάλωσα εκεί μέχρι τα δέκα μου χρόνια και μετά πήγαμε στην Κατμαντού, την πρωτεύουσα, όπου δούλευε ο πατέρας μου. Παρότι ήμασταν τέσσερα παιδιά στην οικογένεια, τρεις κοπέλες και ένα αγόρι, περνούσαμε καλούτσικα και έχουμε όλοι τελειώσει το πανεπιστήμιο. Σπούδασα Διοίκηση Επιχειρήσεων, έκανα το μεταπτυχιακό μου και μόλις τέλειωσα τις σπουδές μου δούλεψα για δύο χρόνια σε τράπεζα στο Νεπάλ. Πάντα ήθελα να γίνω τραπεζικός, αυτό ήταν το όνειρό μου από κοριτσάκι.
• Με τον Santosh (Acharya), τον σύζυγό μου, γνωριστήκαμε σε έναν γάμο στην Κατμαντού και ήταν κυριολεκτικά «love at first sight». Ζούσε ήδη στην Ελλάδα, είχε έρθει για σπουδές και έμεινε. Δούλευε στον τομέα της Πληροφορικής στην Αθήνα όταν τον γνώρισα, παντρευτήκαμε κι έτσι ήρθα κι εγώ εδώ. Από την αρχή ήθελα να κάνω κάτι δικό μου για να έχω δουλειά. Ο σύζυγός μου δούλευε όλη μέρα στις εταιρείες κι εγώ για τρία χρόνια ήμουν στο σπίτι. Είμαι πέντε χρόνια στην Αθήνα και έχω δύο παιδιά ‒ η καθημερινότητα μιας μητέρας είναι ένα βαρύ πρόγραμμα πλήρους απασχόλησης, όσο ευχάριστο κι αν είναι. Το εστιατόριο είναι για μένα μια δημιουργική δουλειά και ένας τρόπος να αποδείξω ότι όλα είναι εφικτά με θέληση και υπομονή.
Προσπαθώ να έχω όσο πιο πολλές γυναίκες εργαζόμενες γίνεται στο μαγαζί, δίνω προτεραιότητα στις γυναίκες που θέλουν να δουλέψουν για να έχουν την ευκαιρία, γιατί είναι πολύ δύσκολο να έχει ευκαιρίες για δουλειά μια ξένη γυναίκα στην Αθήνα, ειδικά αν είναι από την Ασία.
• Το να κάνεις «αρσενικό παιδί» είναι ένα ζήτημα που έχει τεράστια σημασία στο Νεπάλ. Όλες οι οικογένειες θέλουν αγόρι, έτσι και οι γονείς μου δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν, έκαναν τρία κορίτσια και μετά το αγόρι. Εγώ είμαι η δεύτερη κόρη. Σε ασιατικές χώρες όπως η Ινδία και το Νεπάλ τα ζευγάρια συνεχίζουν να τεκνοποιούν μέχρι να αποκτήσουν αγόρι. Όταν έρθει ο γιος, σταματούν να κάνουν παιδιά. Αυτός ήταν ένας λόγος που ήθελα να κάνω κάτι δικό μου, για να αποδείξω στους γονείς μου ότι και η γυναίκα μπορεί να κάνει κάτι στη ζωή της, εάν της δοθεί η ευκαιρία. Είμαι τυχερή γιατί έχω έναν σύζυγο που με υποστηρίζει και έχω οργανώσει τη μέρα μου έτσι που να μπορώ να αντεπεξέρχομαι στα καθήκοντά μου ως μητέρας και ως επιχειρηματία. Προσπαθώ να κοιτάζω θετικά τη ζωή. Με τον Santosh προσπαθούμε να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας και να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά μας. Από την αρχή της γνωριμίας μας είχαμε μια κοινή γραμμή, την οποία συνεχίζουμε να ακολουθούμε μαζί, δίπλα-δίπλα.
• Ο Santosh έφτιαξε το πρώτο μαγαζί στην Ακρόπολη, το Namaste, μαζί με έναν συνεταίρο, μετά άνοιξε το Katmandu Express στην Πλάκα με φαγητό από το Νεπάλ και μετά το Indian Gate στο Μαρούσι. Επειδή αυτό πήγε πολύ καλά, ήρθαν προτάσεις για franchise στην Πάτρα και στη Θεσσαλονίκη. Το Naan Stop το άνοιξα το 2019, θέλοντας να καταρρίψω την αντίληψη ότι το ινδικό φαγητό είναι καυτερό και μονοδιάστατο. Ήθελα να προσφέρω μια γαστρονομική εμπειρία που να μπορεί να ξυπνήσει και τις πέντε αισθήσεις. Χαίρομαι γιατί για πρώτη φορά μια γυναίκα έχει καταφέρει να ανοίξει ινδικό εστιατόριο στην Ελλάδα. Μακάρι να δώσω το παράδειγμα και να ακολουθήσουν κι άλλες, γιατί πολύ δύσκολα παίρνει το ρίσκο μια ξένη να ανοίξει μαγαζί εκτός του τόπου της.
• Μαγειρεύω από μικρή, και μαγειρεύω καλά νομίζω, οπότε ήθελα να ασχοληθώ με το φαγητό της πατρίδας μου, να το μάθω στους Έλληνες. Είχα σκεφτεί να κάνω ένα beauty shop, αλλά το φαγητό είναι πολύ πιο δημιουργικό και ανθρώπινο, ξυπνάει και μνήμες που μπορούν να το κάνουν πολύ δυνατή εμπειρία. Στο σπίτι φτιάχνω φαγητά του Νεπάλ, και ινδικά καμιά φορά. Η σαλάτα με ρόκα και μάνγκο που σερβίρουμε στο μαγαζί είναι από τα αγαπημένα μου πιάτα, το kulfi, το παγωτό με μάνγκο ή φιστίκι, τα νεπαλέζικα dumplings, όλα είναι πιάτα που φτιάχνω και στο σπίτι. Δεν έχει μεγάλες διαφορές η κουζίνα του Νεπάλ από την ινδική, είναι σχεδόν τα ίδια τα φαγητά· του Νεπάλ είναι λίγο πιο light στα μπαχαρικά και γίνονται με λιγότερο λάδι.
• Η ινδική κουζίνα είναι γνωστή για τη γεύση και τα αρώματά της, κυρίως όμως για τα μπαχαρικά της. Ο περίπλοκος συνδυασμός μπαχαρικών και βοτάνων, καθώς και τα πολύχρωμα πιάτα της, την κάνουν να ξεχωρίζει. Κάθε κουζίνα έχει την ιστορία και τις γεύσεις της, στην ινδική όμως σε κυριεύει η έντονη μυρωδιά μπαχαρικών, όπως το τσίλι, το κάρι, το σκόρδο και το κύμινο, τα οποία σε ταξιδεύουν σε κάθε γωνιά της Ινδίας.
• Τα πιάτα που σερβίρουμε είναι κυρίως της βόρειας Ινδίας. Το πολύ δημοφιλές ινδικό πιάτο Chicken Makhni προέρχεται από το Νέο Δελχί και επινοήθηκε από τους εστιάτορες τη δεκαετία του 1950. Είναι ένα πιάτο με βουτυρένια υφή και ελαφρώς γλυκιά γεύση. Το Chicken Tikka Masala, το οποίο είναι και η σπεσιαλιτέ του εστιατορίου μας, είναι κοτόπουλο με σάλτσα ντομάτας μαγειρεμένη με διάφορα μπαχαρικά σε χαμηλή φωτιά. Το Saag Paneer αποτελείται από σπανάκι και τυρί. Το Paneer το φτιάχνουμε εμείς, είναι σπιτικό, μαλακό και μη επεξεργασμένο, γεγονός που κάνει ακόμα πιο έντονη τη γεύση του πιάτου. Υπάρχει ένα πιάτο, το οποίο δεν το επιλέγουν οι πελάτες, οι φακές. Μπορεί να φταίει το γεγονός ότι δεν το προτιμούν ούτε στα ελληνικά εστιατόρια. Το τσίλι, το τζίντζερ, τα σοταρισμένα κρεμμύδια και το σκόρδο σε συνδυασμό με τα μπαχαρικά δίνουν άλλη νότα στη γεύση της φακής. Κάθε γεύμα συνοδεύεται με ρύζι ή πίτες Naan. Οι πίτες που φτιάχνουμε έχουν πολύ πιο αφράτη υφή από αυτές που βρίσκεις συνήθως στα ινδικά, χάρη στην προσθήκη αυγών στη ζύμη. Προσφέρουμε ένα πιάτο από τα μακρινά Ιμαλάια, το οποίο δεν το παρέχει κανένα άλλο εστιατόριο, το Everest Khasi Gravy. Είναι κρέας αρνιού μαγειρεμένο σε ελαφρώς πικάντικη σάλτσα με τζίντζερ, κόλιανδρο και κόκκινα μπαχαρικά (π.χ. πάπρικα). Οι διακεκριμένοι και με πολλά χρόνια εμπειρίας σεφ Ramu Neupane και Raaj Pun αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο του εστιατορίου μου.
• Η ινδική κουζίνα γεννήθηκε πριν από 5.000 χρόνια. Κάθε περιοχή έχει τις δικές της παραδόσεις, θρησκείες και πολιτισμό που επηρεάζουν το φαγητό της. Οι ινδουιστές έχουν την τάση να είναι χορτοφάγοι και οι μουσουλμάνοι να έχουν πιάτα με κρέας, αν και το χοιρινό κρέας τούς είναι απαγορευμένο. Το ινδικό φαγητό έχει επηρεαστεί, μεταξύ άλλων, από τη μογγολική και την περσική κουζίνα. Το κοινό νήμα ανά τους αιώνες παραμένει η ξεχωριστή ανάμειξη μπαχαρικών που δίνουν πάντα στην ινδική κουζίνα τη γεύση και το άρωμά της. Για ορισμένα τρόφιμα χρησιμοποιούνται μείγματα μπαχαρικών, για παράδειγμα, το Biryani περιλαμβάνει κάρδαμο, κανέλα, γαρίφαλο και μάραθο και μαγειρεύεται με ρύζι και λαχανικά, θαλασσινά ή κρέας. Τα τσίλι, οι σπόροι μουστάρδας, το αλεύρι, η καρύδα και το γιαούρτι είναι δημοφιλή συστατικά σε όλους τους τύπους της ινδικής κουζίνας. Το ghee είναι ένας τύπος σπιτικού βουτύρου που χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα. Το σαφράν χρησιμοποιείται για τη γεύση και το χρώμα των πιάτων.
• Η επιτυχία μας ήρθε γιατί σερβίρουμε καλό ινδικό φαγητό. Τα ινδικά εστιατόρια στην Αθήνα δεν χρησιμοποιούσαν ινδικά υλικά και η εντύπωση που είχε ο Έλληνας για το φαγητό τους δεν ήταν πάντα καλή. Αυθεντικά ινδικά μαγαζιά δεν υπήρχαν, έβρισκες ελάχιστα μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Κι αυτά, όπως όλα τα έθνικ μέχρι κάποια στιγμή, ανήκαν σε Έλληνες που έβαζαν στην κουζίνα ένα ξένο παιδί που έφτιαχνε κάποια πιάτα τα οποία ήξερε από την πατρίδα του. Στα μαγαζιά μας προσέχουμε πάρα πολύ την ποιότητα, παίρνουμε αγνά υλικά και όσα δεν βρίσκουμε τα κάνουμε εισαγωγή από την Ινδία. Δεν κάναμε ποτέ διαφήμιση ούτε δημόσιες σχέσεις, λειτουργούμε μόνο στόμα με στόμα, που σημαίνει ότι έρχεται ο κόσμος, δοκιμάζει, του αρέσει και το προτείνει σε φίλους του. Και τα franchise έτσι τα δώσαμε, ήρθαν στο μαγαζί, έφαγαν και τους άρεσε πολύ το φαγητό. Είχαν πάει σε όλα τα ινδικά μαγαζιά της Αθήνας, αλλά τους άρεσε το δικό μας.
• Κάθε φορά που μαγειρεύω το φαγητό της πατρίδας μου θυμάμαι τη μάνα μου που μαγειρεύει πολύ καλά. Το φαγητό μάς συνδέει με την πατρίδα, είναι κάτι που το κουβαλάς όπου και να πας. Προσπαθώ να μαγειρεύω σαν κι εκείνη, για να τρώει ο κόσμος τα φαγητά μου και να είναι χαρούμενος. Το πρώτο πράγμα που νοσταλγεί κάποιος όταν είναι μακριά από την πατρίδα είναι το φαγητό και στο Naan Stop θέλω του δώσω αυτή τη γεύση που του λείπει. Έρχονται τουρίστες από την Ινδία ή ινδικής καταγωγής από Αμερική, από Ευρώπη, τρώνε εδώ και λένε ότι θυμήθηκαν την πατρίδα. Μου λένε ότι το φαγητό είναι όπως το μαγείρευε η μαμά τους και αυτό είναι το πιο μεγάλο κομπλιμέντο για μένα.
• Είναι ακριβώς το φαγητό που θα σέρβιρε και ένα εστιατόριο στην Ινδία, αυθεντικό, απλώς κάποια πιάτα τα κάνουμε λιγότερο πικάντικα, γιατί δεν αντέχει ο Έλληνας τα πολύ καυτερά. Τα vindaloo, τα madras είναι από τη φύση τους καυτερά, αλλά τα κάνουμε όσο καυτερά αντέχει ο πελάτης. Και το Κorma είναι καυτερό, αλλά αν δεν το ζητήσουν καυτερό, το κάνουμε όσο πιο ήπιο γίνεται. Στην Ινδία δεν γίνεται ένα πιάτο να μην είναι καυτερό, αυτή είναι η μόνη διαφορά. Δεν πειράζουμε τίποτε άλλο.
• Ο Έλληνας ξέρει και παραξέρει να φάει ινδικά. Δοκιμάζει σε πολλά μαγαζιά και ξέρει πού είναι το καλό φαγητό, καταλαβαίνει πότε λείπει κάτι από ένα πιάτο. Υπήρχαν μαγαζάτορες που θεωρούσαν ότι επειδή δεν ήξερε ο κόσμος τι είναι καλό, μπορούσαν να τους σερβίρουν ό,τι να ’ναι. Δεν γίνεται πλέον αυτό γιατί ο κόσμος ξέρει.
• Αυτοί που ξέρουν, παραγγέλνουν αυτό που τρώμε κι εμείς: ένα πιάτο tandoori, ένα πιάτο με κάρι, ρύζι και μια πίτα. Αν έπρεπε να προτείνω, θα τους σέρβιρα Chicken Tikka (μπουκίτσες κοτόπουλου μαριναρισμένες με διάφορα κόκκινα μπαχαρικά και γιαούρτι ψημένο στο tandoor), Chicken Makhni, ρύζι Pulao (μαγειρεμένο με σαφράν, βούτυρο και κάρδαμο) και μια απλή πίτα Naan. Το tandoor είναι ινδικός φούρνος. Ο κόσμος που δεν ξέρει το ινδικό φαγητό παίρνει τα γλυκά μας πιάτα, που είναι πάντα κοτόπουλο Korma. Ή Βutter Chicken γιατί είναι σίγουροι ότι δεν θα καίει. Πιο πολύ τα καυτερά τα παίρνουν οι τουρίστες που έχουν εξοικειωθεί με τις καυτερές γεύσεις.
• Το φαγητό μού έχει δώσει την ευκαιρία να γνωρίσω κόσμο ‒οικογενειακώς γνωρίζουμε κόσμο‒, κι αυτό δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε αλλιώς. Όχι μόνο Έλληνες αλλά ανθρώπους από διάφορες χώρες. Έρχονται διασημότητες, πολιτικοί ‒είχε έρθει μια μέρα ο Παπανδρέου‒, τραγουδιστές, γιατροί, κι αυτό μας δίνει χαρά, γιατί δεν θα μπορούσαμε να τους πλησιάσουμε διαφορετικά. Είμαστε η πρώτη γενιά ξένων που ανοίγουν δικά τους μαγαζιά στην Αθήνα ‒ δεν είναι πολλοί οι ξένοι ιδιοκτήτες, κι ας φαίνονται πολλοί. Δεν ήταν εύκολο να ανοίξω δικό μου μαγαζί, γιατί σε δυσκολεύει πολύ η γραφειοκρατία. Ανοίγουν πολλοί μαγαζιά και τα κλείνουν αφήνοντας χρέη στην εφορία, δεν είναι εύκολο να τους πείσεις ότι δεν θα κάνεις το ίδιο, είναι επιφυλακτικοί για να δώσουν άδεια. Ευτυχώς ο σύζυγός μου είναι μια εγγύηση γιατί τα μαγαζιά του πάνε καλά και είναι αξιόπιστος. Στο πρώτο μαγαζί ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά.
• Οι Ασιάτες, γενικά, το θεωρούν λίγο υποτιμητικό να ανοίγει μαγαζί μια γυναίκα, δεν πρέπει να κάνει η γυναίκα δική της επιχείρηση και ο άντρας της να δουλεύει αλλού, αλλά ζω στην Ελλάδα και μου αρέσει που το τόλμησα. Προσπαθώ να έχω όσο πιο πολλές γυναίκες εργαζόμενες γίνεται στο μαγαζί, δίνω προτεραιότητα στις γυναίκες που θέλουν να δουλέψουν για να έχουν την ευκαιρία, γιατί είναι πολύ δύσκολο να έχει ευκαιρίες για δουλειά μια ξένη γυναίκα στην Αθήνα, ειδικά αν είναι από την Ασία. Θα ήθελα να περάσω ένα μήνυμα στις γυναίκες, να βγουν από το σπίτι και να προσπαθήσουν να κάνουν κάτι για τον εαυτό τους, να μη βασίζονται στους άντρες τους μόνο.
Στην Ελλάδα αισθάνθηκα αμέσως ζεστασιά, και δεν εννοώ μόνο όσον αφορά το κλίμα. Μπορεί οικονομικά να μην είναι ίδια η κατάσταση, αλλά οι άνθρωποι είναι πιο καλοί. Αλλάζουν τα πράγματα και βλέπουν ότι οι ξένοι δεν είναι απειλή.
• Θα μείνουμε μόνιμα στην Ελλάδα, θέλω να μείνω εδώ για πάντα και να γίνει πατρίδα μου. Μου αρέσει πολύ η Αθήνα. Μόλις παντρευτήκαμε κάναμε ταξίδια και σε άλλες χώρες της Ευρώπης για να δούμε πώς είναι, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ελβετία, αλλά δεν θα μπορούσα να μείνω πουθενά αλλού. Η Ελβετία είναι όμορφη, αλλά πολύ ψυχρό μέρος, στην Ελλάδα αισθάνθηκα αμέσως ζεστασιά, και δεν εννοώ μόνο όσον αφορά το κλίμα. Μπορεί οικονομικά να μην είναι ίδια η κατάσταση, αλλά οι άνθρωποι είναι πιο καλοί. Αλλάζουν τα πράγματα και βλέπουν ότι οι ξένοι δεν είναι απειλή. Η εικόνα που έχει ο Έλληνας για τους ξένους δεν είναι και η καλύτερη, ίσως και επειδή ήρθαν και κάποιοι ανειδίκευτοι άνθρωποι για να δουλέψουν κυρίως ως εργάτες. Δεν έχει προλάβει να γνωρίσει την κουλτούρα μας, την πραγματική Ινδία ή το πραγματικό Νεπάλ. Οι πιο πολλοί ξένοι δεν φαίνονται καν.
• Πριν έρθω στην Ελλάδα ο σύζυγός μου με είχε προϊδεάσει θετικά, δεν ανησυχούσα ιδιαίτερα για τον νέο τόπο διαμονής μου. Κι αλήθεια, οι άνθρωποι είναι πολύ θερμοί και ένιωσα πως με «αγκάλιασαν» κατευθείαν, σαν να ήμουν στον τόπο καταγωγής μου. Η προσαρμογή στην Ελλάδα δεν ήταν καθόλου δύσκολη, τουναντίον. Όσον αφορά τη γλώσσα, είναι παγκοσμίως γνωστό ότι η ελληνική γλώσσα είναι από τις αρχαιότερες και πιο περίπλοκες. Επιβεβαιώνω πως είναι μια δύσκολη, αλλά όμορφη γλώσσα, όπως είναι και η Ελλάδα. Προσπαθώ να τη μάθω μέσω του γιου μου και του συζύγου μου. Επίσης, η αλληλεπίδρασή μου με τους πελάτες με έχει βοηθήσει πολύ στην καθημερινότητά μου.
• Μαθαίνω ελληνικά, αλλά θα ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο, να κάνω κι άλλο ένα μεταπτυχιακό, κι αυτό είναι κάτι που σκοπεύω να κάνω άμεσα. Το δεύτερο παιδί μου είναι πολύ μικρό ακόμα, ενός χρόνου, και περιμένω να μεγαλώσει ακόμα λίγο. Γράφω πάντως ελληνικά, μου είναι πιο εύκολο να τα γράφω παρά να τα μιλάω.
• Οι Έλληνες είναι ευγενικοί, μου φέρονται καλά στο μαγαζί, με παρακινούν να μιλάω ελληνικά για να τα μάθω καλύτερα, αλλά στο σπίτι τους δεν σε καλούν. Θα ήθελα να κάνω περισσότερα πράγματα με Έλληνες για να τους γνωρίσω καλύτερα, γι’ αυτό σκέφτομαι να ξαναπάω στο πανεπιστήμιο. Μου αρέσει να χορεύω, να κάνω βόλτες, θέλω να μάθω ελληνικούς χορούς. Μου αρέσει πολύ στην Ελλάδα, μου αρέσει πολύ το φαγητό της, τα θαλασσινά, τα καλαμαράκια. Μου αρέσουν οι ελληνικές σαλάτες και το τζατζίκι. Το αγαπημένο μου φαγητό απ’ όσα έμαθα εδώ είναι τα μακαρόνια με κιμά. Το μόνο που μου λείπει είναι να κάνω Έλληνες φίλους, και όχι μόνο πελάτες…
Το Naan Stop βρίσκεται στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στον αριθμό 223.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.