Μια χαρακτηριστική εικόνα που μεταφέρεται από τις εφημερίδες της εποχής και αποτυπώνει την πραγματικότητα της μετανάστευσης τη δεκαετία του ’90 είναι η παρακάτω: «Η Ελληνική Αστυνομία προχώρησε σε μαζικούς ελέγχους στο κέντρο της Αθήνας με στόχο τη σύλληψη αλλοδαπών που δεν βρίσκονται νόμιμα στη χώρα. Όσοι από τους προσαχθέντες διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα παραμονής θα αφεθούν ελεύθεροι και οι υπόλοιποι θα απελαθούν». Ήταν, όπως έγραψαν, μία ακόμα «επιχείρηση σκούπα». Οι λέξεις δεν είναι τυχαίες. Η «σκούπα» καθαρίζει την πόλη από αυτούς και αυτές που δεν πρέπει να βρίσκονται εκεί.
Η ξενοφοβία των ΜΜΕ τη δεκαετία του 1990 στην Ελλάδα ήταν απροσχημάτιστη. Με λιγοστές εξαιρέσεις, η οπτική τους για τη μετανάστευση από την πλευρά της συνύπαρξης στην πόλη ήταν ολικά αρνητική, ενώ την ίδια στιγμή απουσίαζαν αναφορές για παραβιάσεις των δικαιωμάτων των εργαζόμενων μεταναστών. Στις ειδήσεις κυριαρχούσε η συζήτηση γύρω από την έλλειψη ασφάλειας και η απαίτηση για επιπλέον αστυνόμευση.
Σε αυτή την πρακτική συνοψίζεται η δομική αντίφαση της ελληνικής διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος: μια πολιτεία που δεν επιτρέπει στους μετανάστες να αποκτήσουν χαρτιά και αναθέτει στην αστυνομία τη διαχείρισή τους.
Ένα κοινωνικό ζήτημα με πολλαπλές διαστάσεις περιορίστηκε στα στενά όρια της αστυνομικής διαχείρισης. Οι συνέπειες αυτής της επιλογής έγιναν πολύ σύντομα ορατές στη δημόσια σφαίρα.
Από πολύ νωρίς, το ελληνικό κράτος είχε αποφασίσει ότι το χαρτοφυλάκιο της μετανάστευσης θα παραχωρούνταν στην αρμοδιότητα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, και ειδικότερα της Αστυνομίας. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι σχεδόν όλες οι διοικητικές αρμοδιότητες που αφορούσαν τους αλλοδαπούς βρίσκονταν στην ευθύνη των αστυνομικών αρχών.
Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής από το υπουργείο αυτό συμβόλιζε ρητά και υπόρρητα την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού φαινομένου ως ένα θέμα ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Η συνέχεια; Ένα κοινωνικό ζήτημα με πολλαπλές διαστάσεις περιορίστηκε στα στενά όρια της αστυνομικής διαχείρισης. Οι συνέπειες αυτής της επιλογής έγιναν πολύ σύντομα ορατές στη δημόσια σφαίρα.
Ο νέος μεταναστευτικός πληθυσμός από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες, και κυρίως από την Αλβανία, χωρίς υποστηρικτικά δίκτυα στη χώρα, είχε από την άφιξή του έντονη παρουσία στον αστικό χώρο και αποτέλεσε εξαρχής θέμα συζήτησης στον δημόσιο λόγο. Η κυρίαρχη αναπαράσταση των μεταναστών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αφορούσε την παραβατικότητά τους και την εργασιακή ανασφάλεια που επέφερε η παρουσία τους στη χώρα.
Σύντομα ο αλλοδαπός ταυτίστηκε με τον επικίνδυνο εγκληματία και στη συνέχεια με αυτόν συσχετίστηκε ευθέως ο Αλβανός μετανάστης (Καρύδης, 1996). Αυτή ήταν η «αλβανοφοβία». Η αναπαραγωγή του επίσημου λόγου μέσα από τα δελτία του αστυνομικού ρεπορτάζ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ταύτιση των μεταναστών με την εγκληματικότητα και στη δημιουργία του αρνητικού στερεοτύπου. Το αποτέλεσμα ήταν ο εθισμός της κοινής γνώμης στη λογική αυτή και στη νομιμοποίηση της κατασταλτικής μεταναστευτικής πολιτικής.
Οι μαζικής κλίμακας επιχειρήσεις για τον εντοπισμό και τη σύλληψη αλλοδαπών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, οι περιβόητες «επιχειρήσεις σκούπα» γίνονταν σε δημόσιους χώρους όπου σύχναζαν ή εργάζονταν Αλβανοί. Στην Αθήνα, όπως και στα άλλα αστικά κέντρα, αυτό συνέβαινε κυρίως σε κεντρικές πλατείες και δρόμους της πόλης. Οι συλληφθέντες επιβιβάζονταν σε λεωφορεία και απελαύνονταν στην Αλβανία, συχνά χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση των συνοριακών αλβανικών αρχών (ΕΛΙΑΜΕΠ, 2013).
Η πολιτική αυτή αποδείχτηκε αναποτελεσματική, καθώς οι απελαθέντες διέσχιζαν εκ νέου τα ελληνοαλβανικά σύνορα και επέστρεφαν ακόμα και την επόμενη ημέρα. Παράλληλα, οι διαδικασίες κράτησης και απέλασης είχαν σοβαρό οικονομικό κόστος, ενώ ο μεγάλος αριθμός απελάσεων και οι σκληρές συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτές πραγματοποιούνταν προκαλούσαν διεθνή κριτική.
Η συστηματική και μαζική προσαγωγή αλλοδαπών στο πλαίσιο των επιχειρήσεων αυτών είχε τον χαρακτήρα ενός γενικευμένου μέτρου καταστολής που ενίσχυσε τον κοινωνικό αποκλεισμό στον αντίποδα κάθε έννοιας κοινωνικής ένταξης. Μέχρι το 1997 η βασική πολιτική βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στη σύλληψη στο πλαίσιο μαζικών ελέγχων για την εξακρίβωση στοιχείων και στην επακόλουθη απέλαση των αλλοδαπών χωρίς χαρτιά.
Στις αρχές του 21ου αιώνα οι μέχρι πολύ πρόσφατα «εγκληματίες» Αλβανοί αρχίζουν να γίνονται πιο αποδεκτοί από την ελληνική κοινωνία. Καθοριστικοί παράγοντες γι’ αυτό υπήρξαν η πολιτική των πρώτων νομιμοποιήσεων το 1998 και το 2001 και η άμβλυνση του αντι-αλβανικού τόνου στα μέσα ενημέρωσης, που πλέον προβάλλουν τις θετικές όψεις της μετανάστευσης. Έτσι η κοινή γνώμη εξοικειώνεται με το γεγονός της μόνιμης εγκατάστασής τους στη χώρα.
Ανάμεσα στην «κατάληψη» και στην «ανακατάληψη» της πόλης
Λίγα χρόνια μετά το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων όμως, και παρά τα θεσμικά βήματα που είχαν γίνει έως τότε, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει και πάλι. Το αφήγημα της μετανάστευσης ως απειλής επανέρχεται με πεδίο αναφοράς το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, αλλά αυτήν τη φορά με νέους πρωταγωνιστές. Πλέον, η εστίαση φεύγει από τους Αλβανούς και μετατοπίζεται στους νεοεισελθόντες από χώρες της Ασίας (κυρίως από το Ιράκ, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, το Αφγανιστάν) και της Αφρικής (κυρίως από τη Σομαλία, το Σουδάν και τη Νιγηρία).
Η μετανάστευση γίνεται κεντρικό θέμα στη δημόσια ατζέντα. Ταυτίζεται ξανά με την παράνομη δραστηριότητα, συνδέεται με την απειλή για τη δημόσια υγεία και την αύξηση της ανεργίας στο πλαίσιο του γνώριμου μοτίβου της καλλιέργειας φοβικών ανακλαστικών. Εφεξής αρχίζει αυτοτελώς να απασχολεί το θέμα του Ισλάμ και οι νέοι μετανάστες αντιμετωπίζονται με καχυποψία.
Αν μεγεθύνουμε λίγο την εικόνα, θα δούμε ότι το πρόβλημα ήταν πολύ μεγαλύτερο και οι ρίζες του πολύ βαθύτερες από την απλουστευτική «κατάληψη του κέντρου της Αθήνας από μετανάστες».
Ήδη από το 2006 ο αριθμός των ανθρώπων που εισέρχονταν στη χώρα αυξανόταν (1). Η πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου ήταν προβληματική και η εξέταση των αιτημάτων χαρακτηριζόταν από χρόνιες καθυστερήσεις και λειτουργικές αδυναμίες, ενώ, στο πεδίο της νόμιμης μετανάστευσης, τα προγράμματα είχαν ολοκληρωθεί. Από τα πρώτα χρόνια της κρίσης πολλοί κάτοχοι αδειών διαμονής αδυνατούν να τις ανανεώσουν και μένουν χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα (Χριστόπουλος, 2020).
Τα παραπάνω ενίσχυσαν τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού χωρίς χαρτιά. Οι άνθρωποι αυτοί, μην έχοντας καμία εγγύηση ασφάλειας, βρέθηκαν έκθετοι ενώπιον μιας πολιτικής που τους οδηγούσε σε ολική επισφάλεια και κοινωνική απομόνωση. Τα χρόνια της κρίσης και ειδικότερα την περίοδο μετά το 2012 το κέντρο της Αθήνας αναγορεύεται σε επιτομή του «μεταναστευτικού προβλήματος» της χώρας.
Από την προεκλογική δέσμευση της «ανακατάληψης των πόλεων» (2) έως τη διακήρυξη «θα τους κάνουμε τον βίο αβίωτο» (3), η συνεχής αναπαράσταση του κέντρου με πολεμικούς όρους, η υποτιθέμενη αλλοίωσή του από τους ξένους εισβολείς και οι ρατσιστικές επιθέσεις από τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής συνθέτουν λίγες εικόνες από το πρόσφατο ακόμα παρελθόν της πόλης (Κανδύλης, 2013).
Η «επιχείρηση σκούπα» ως μόνιμο μέτρο
Στις αρχές Αυγούστου του 2012 τέθηκε σε εφαρμογή η μαζικότερη και σφοδρότερη «επιχείρηση σκούπα». Η οργανωμένη αυτή επιχείρηση διαρκείας έφερε το όνομα «Ξένιος Δίας» ως ένδειξη νοσηρής αλληγορίας από την πλευρά της ΕΛ.ΑΣ. Στόχος της ήταν η σύλληψη παράτυπων αλλοδαπών στην Αθήνα και άλλα αστικά κέντρα, καθώς και στις συνοριακές περιοχές του Έβρου.
Μόνο για τις επιχειρήσεις στο κέντρο της Αθήνας διατέθηκαν 2.000 αστυνομικοί. Ακολούθησαν μαζικές και χωρίς την τήρηση των νόμιμων εγγυήσεων συλλήψεις. Χιλιάδες άνθρωποι υπέστησαν τρομερή ταλαιπωρία και ένας κρίσιμος αριθμός παρέμεινε σε πολύμηνη κράτηση (4). Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι εκείνες τις ημέρες στους δρόμους της Αθήνας εξελίχθηκε ένα πραγματικό κυνήγι μεταναστών. Η ένταση της επιχείρησης ήταν τέτοια ώστε να καταγράφονται πολλά περιστατικά αυθαίρετης σύλληψης και κράτησης, όπως η σύλληψη προσώπων με νομιμοποιητικά έγγραφα που τέθηκαν υπό κράτηση χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να τα προσκομίσουν (5).
Η κατάσταση αυτή αποτυπώθηκε και στα στατιστικά της ΕΛ.ΑΣ. όσον αφορά τους αστυνομικούς ελέγχους στο κέντρο της Αθήνας κατά τους πρώτους έξι μήνες υλοποίησης του Ξένιου Δία. Στο σύνολο 65.766 προσαγωγών έγιναν 4.145 συλλήψεις αλλοδαπών, οι οποίοι δεν πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις παραμονής στη χώρα (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Μετανάστευσης, 2012).
Ο Ξένιος Δίας συνοδεύτηκε από μια προσεχτικά σχεδιασμένη επικοινωνιακή καμπάνια με τη δημοσιοποίηση από την ΕΛ.ΑΣ. οπτικοακουστικού υλικού στα ΜΜΕ ήδη από τις πρώτες ημέρες υλοποίησής του6. Ελάχιστες ημέρες μετά την έναρξη της επιχείρησης, ο Τύπος κατακλύστηκε από άρθρα που μιλούσαν για την επιτυχία των αστυνομικών ελέγχων και την αλλαγή που επέφεραν στο κέντρο της πόλης. Ενδεικτικοί τίτλοι εκείνης της περιόδου: «Επιστρέφει η ασφάλεια. Μια εντελώς διαφορετική εικόνα εμφάνιζε σήμερα το κέντρο», «Οι Αθηναίοι πηγαίνουν πάλι στα πάρκα», «Συνεχίζεται με επιτυχία η επιχείρηση “Ξένιος Ζευς”».
Η εντατική εφαρμογή των επιχειρήσεων του Ξένιου Δία στο κέντρο της Αθήνας επηρέασε αρνητικά τη λειτουργία πολλών επιχειρήσεων μεταναστών, αφενός λόγω των ίδιων των ελέγχων, αφετέρου επειδή, λόγω της έντονης αστυνομικής παρουσίας, οι μετανάστες απέφευγαν να κινούνται στις περιοχές του κέντρου (Χατζηπροκοπίου, & Φραγκόπουλος, 2015).
Παράλληλα, την ίδια περίοδο (2011-2013) οι ρατσιστικές επιθέσεις στην Αθήνα βρίσκονταν σε έξαρση. Η Χρυσή Αυγή βρισκόταν ακόμα τότε στο θεσμικό απυρόβλητο και απολάμβανε υψηλά ποσοστά δημοτικότητας. Μεγάλης κλίμακας πογκρόμ, όπως αυτό που σημειώθηκε τον Μάιο του 20117, βίαιες επιθέσεις και καταστροφές μαγαζιών, αποτελούσαν καθημερινά φαινόμενα, με την αστυνομία και τη Δικαιοσύνη να λάμπουν διά της απουσίας τους. Είναι αδιαμφισβήτητο πια ότι οι Αρχές επέδειξαν τότε ασυγχώρητη ανοχή και αδράνεια, καθώς δεν έπραξαν αυτά που έπρεπε προκειμένου να αποτραπεί η κλιμάκωση της ρατσιστικής βίας.
Αυτό είχε ως άμεση συνέπεια ο αριθμός των περιστατικών ρατσιστικής βίας που καταγράφηκε να είναι πολύ μικρότερος από τον πραγματικό. Τα θύματα που δεν διέθεταν νομιμοποιητικά έγγραφα δεν επιθυμούσαν να προβούν σε επίσημη καταγγελία εξαιτίας του φόβου ότι θα τεθούν υπό κράτηση και θα απελαθούν. Ακόμη όμως και εκείνοι που είχαν νόμιμη διαμονή δεν κατήγγελλαν τις επιθέσεις στις Αρχές, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης (Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, 2013).
Από τον «εγκληματία» μετανάστη στον «επικίνδυνο» πρόσφυγα
Η εντατικοποιημένη αστυνόμευση του μεταναστευτικού πληθυσμού στην πόλη μειώθηκε αισθητά τα επόμενα χρόνια, αλλά παρέμεινε ισχυρή. Ο λόγος ήταν η μαζικότητα των προσφυγικών αφίξεων του 2015. Η πολιτεία αναγκάστηκε, λόγω των συνθηκών, να εστιάσει στη διαχείριση του προσφυγικού πληθυσμού κυρίως στα νησιά. Ο περιορισμός των αιτούντων άσυλο στα νησιά για μεγάλο διάστημα και οι πολιτικές αποτροπής που εφαρμόζονται με τρομερή ένταση και βαναυσότητα τα τελευταία χρόνια στα θαλάσσια και στα χερσαία σύνορα περιόρισαν σημαντικά την παρουσία τους στα αστικά κέντρα.
Οι αιτούντες άσυλο οδηγήθηκαν ως επί το πλείστον σε δομές εκτός του αστικού ιστού και οι στεγαστικές λύσεις που προσφέρθηκαν στην πόλη αφορούσαν κυρίως τον ευάλωτο πληθυσμό. Η βραχυπρόθεσμη λύση που πρόσφεραν οι καταλήψεις στέγης στο κέντρο της Αθήνας έληξε με εφόδους των αστυνομικών δυνάμεων στα κτίρια και μαζικές προσαγωγές ακόμη και βρεφών.
Η διαχείριση αυτή αντανακλά τόσο το ζήτημα της έλλειψης επαρκών στεγαστικών λύσεων όσο και την κουλτούρα που ενδημεί στην ελληνική διοίκηση σχετικά με την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού πληθυσμού.
Με την άφιξη του νέου μεταναστευτικού πληθυσμού στις αρχές του ’90 ο κρατικός μηχανισμός εφάρμοσε πολιτικές καταστολής την ώρα που απουσίαζε πλήρως από άλλα πεδία παρέμβασης, και κυρίως αυτά της υλοποίησης ενταξιακών πολιτικών. Η μετανάστευση αντιμετωπίστηκε εξαρχής ως πρόβλημα και υπεύθυνη για τη διαχείρισή του ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα η ΕΛ.ΑΣ.
Την ίδια στιγμή όμως που το κράτος επένδυσε στην καταστολή, η κοινωνία ανέπτυξε τους δικούς της μηχανισμούς κι έτσι η ένταξη πραγματοποιήθηκε από κάτω προς τα πάνω μέσα από την καθημερινή συνύπαρξη στις γειτονιές, την εκπαίδευση και την εργασία και κυρίως χάρη στη θέληση και τις θυσίες των ίδιων των μεταναστών.
Το κρίσιμο είναι ότι η αστυνόμευση δεν αντανακλά απλώς ήδη διαμορφωμένες αντιλήψεις, σε πολλές περιπτώσεις τις κατασκευάζει. Η πολιτική της αστυνομικής εποπτείας του μεταναστευτικού πληθυσμού δημιούργησε για μεγάλη περίοδο την πεποίθηση στη διοίκηση και στην κοινή γνώμη ότι τα θέματα που αφορούν τους «ξένους» ανήκουν στην επικράτεια και στη λογική της αστυνομικής διαχείρισης.
Πηγές
Gemi, E. (2013). «Αλβανική παράτυπη μετανάστευση στην Ελλάδα: Η νέα τυπολογία της κρίσης», EΛΙΑΜΕΠ
Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας (2013), Ετήσια Έκθεση για το έτος 2012
Κουντούρη, Φ. (2008). «Ο μετανάστης στον Ελληνικό Τύπο: 1950-2005. Η περίπτωση της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ», Κείμενα Εργασίας 2008/15, Εθνικό Ίδρυμα Κοινωνικών Ερευνών
Κανδύλης, Γ. (2013). Ο χώρος και ο χρόνος της απόρριψης των μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, Το κέντρο της Αθήνας ως πολιτικό διακύβευμα, ΕΚΚΕ
Καρύδης, Β. Χ. (1996). Η Εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα, Αθήνα: Παπαζήσης
Καρύδης, Β. Χ. (2015). (Νέα) Μετανάστευση και κοινωνικοί πανικοί - Η ελληνική εμπειρία, ηθικοί πανικοί, εξουσία και δικαιώματα - Σύγχρονες προσεγγίσεις, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Χατζηπροκοπίου, & Φραγκόπουλος (2015). «Αντιμέτωποι με την κρίση: Προκλήσεις για τη μεταναστευτική επιχειρηματικότητα στην Αθήνα σε μια εποχή ύφεσης και λιτότητας». Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 145
Χριστόπουλος, Δ. (2020). Αν το προσφυγικό ήταν πρόβλημα, θα είχε λύση, Εκδόσεις Πόλις
Η Γεωργία Σπυροπούλου είναι νομικός και υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο πανεπιστήμιο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.