Γεννήθηκα στη Χειμάρρα της Αλβανίας τον Αύγουστο του 1963. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του στρατού και η μητέρα εργαζόταν ως καθαρίστρια σε σπίτια. Θυμάμαι ότι εκείνη την περίοδο όλα ήταν υπό περιορισμό. Ήταν η περίοδος που διαφέντευε η δικτατορία του Ενβέρ Χότζα με το Κόμμα Εργασίας της Αλβανίας. Ζούσαμε στη σκιά ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, στο οποίο δεν είχες τη δυνατότητα να εκφραστείς ελεύθερα. Αποκλεισμός, προπαγάνδα, φόβος, σιωπή, διώξεις, φυλακίσεις, λογοκρισία, βία και καταπίεση. Δύσκολα και σκληρά χρόνια. Δεν έπρεπε να μιλάς, να ακούς και να βλέπεις. Ήμασταν άνθρωποι-κορνίζες σ’ ένα κράτος-φυλακή. Γι’ αυτό η λέξη που μου έχει αποτυπωθεί πολύ έντονα είναι εκείνη της τιμωρίας. Μια εσφαλμένη επιλογή και θα βίωνες τις συνέπειες. Δεν ξεχνώ ότι αν κάποιος κατάφερνε να διαφύγει από τη χώρα, οι συγγενείς του θα καταδικάζονταν σε ένα διά βίου εκδικητικό και ταπεινωτικό καθεστώς. Οφείλω, όμως, να πω ότι η Χειμάρρα τουλάχιστον ήταν και παραμένει μια πολύ όμορφη πόλη.
• Μεγάλωσα στους κόλπους μιας εξαμελούς οικογένειας. Όταν τελείωσα το σχολείο, αποφάσισα να σπουδάσω στα Τίρανα και ακολούθησα κι εγώ την επαγγελματική πορεία του πατέρα μου, μπαίνοντας στον αλβανικό στρατό. Ήμασταν χριστιανοί ορθόδοξοι και επειδή κυριαρχούσε ο αθεϊσμός, όλα τα ήθη και τα έθιμα έπρεπε να τα τηρούμε κρυφά. Πολλές εκκλησίες μετατράπηκαν σε κινηματογράφους, ενώ άλλες έγιναν αποθήκες. Από τον Δεκέμβριο του 1990 η χώρα κλονίστηκε από μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις, απεργίες και την έξοδο χιλιάδων Αλβανών προς την Ιταλία και την Ελλάδα. Έτσι, οι περισσότεροι άρχισαν να εγκαταλείπουν τη χώρα. Εμείς δεν θέλαμε να φύγουμε. Προτιμήσαμε με τη γυναίκα μου να συνεχίσουμε να δουλεύουμε εκεί. Ήδη είχαμε αποκτήσει το 1990 το πρώτο μας παιδί, τον Ανδρέα, ενώ το 1993 ακολούθησε η γέννηση της κόρης μας, Χριστίνας.
Όταν ζεις τόσα χρόνια σε μια χώρα, υιοθετείς όλα τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειές της. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν και ζουν στην Ελλάδα. Όταν κάποιες φορές χρειάζεται να ταξιδέψω στην Αλβανία, νιώθω ξένος.
• Για μας όλα άλλαξαν το 1997, όταν ξέσπασε το «σκάνδαλο των πυραμίδων» με τα ημιπαράνομα τραπεζικά συστήματα τύπου «πυραμίδα» που υπήρχαν στη χώρα. Ακολούθησε λαϊκή εξέγερση που οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα εμφυλίου με ανυπολόγιστες καταστροφές και νεκρούς. Χιλιάδες Αλβανοί έχασαν τότε τις αποταμιεύσεις τους. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι οικονομίες μιας ζωής είχαν χαθεί. Στη χώρα επικρατούσε χάος και αναρχία. Τότε, ήταν πρόεδρος ο Σαλί Μπερίσα και διάφοροι ένοπλοι διαδηλωτές έκαναν πλιάτσικο σε αποθήκες του αλβανικού στρατού. Από αστυνομικούς σταθμούς και στρατιωτικές βάσεις κλάπηκαν καλάσνικοφ και άλλα όπλα. Εκείνη την περίοδο κινδύνευσε και η ζωή μου, αφού κάποιοι παρακρατικοί, επειδή ήμουν στον στρατό, μου έβαλαν ένα περίστροφο στον κρόταφο, ζητώντας να τους πω πού είναι τα όπλα. Με έσωσε ένας παλιός μου φαντάρος, ο οποίος με αναγνώρισε και τους είπε: «Αφήστε τον».
• Το μέλλον μας φάνταζε, λοιπόν, διαφορετικό. Για την Ελλάδα πρώτα έφυγε η γυναίκα μου, Ελεωνόρα, και μετά από έξι μήνες αποφάσισα να ακολουθήσω κι εγώ. Είχαμε ήδη κάποιους συγγενείς μας εκεί κι αυτό μας βοήθησε. Αρχικά, σκέφτηκα ότι θα ήταν κάτι προσωρινό. Δηλαδή μια έκτακτη λύση ανάγκης για να μαζέψουμε κάποια χρήματα. Ωστόσο, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα και η άνοδος της εγκληματικότητας στην Αλβανία ήταν οι αιτίες που πολλοί Αλβανοί ξεχάσαμε οριστικά την επιστροφή στη χώρα μας.
• Πήρα τα παιδιά μου και ταξιδέψαμε για μια ολόκληρη μέρα προς την Αθήνα. Εγκατασταθήκαμε σ’ ένα διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο. Στις δύο πρώτες μέρες, και καθώς καθόμουν στην πλατεία του Αγίου Ιωάννη, μου πρότειναν δουλειά. Ξεκίνησα σε μια καφετέρια ως delivery και έμεινα για περίπου δύο χρόνια. Φυσικά, όλες τις παραγγελίες τις πήγαινα με τον δίσκο, αφού δεν συνηθιζόταν τότε να χρησιμοποιείς μηχανάκι. Λίγο καιρό μετά αγόρασα ένα ποδήλατο και έφτιαξα ένα αυτοσχέδιο κουτί διανομής καφέδων και προϊόντων. Θυμάμαι κάποιες από τις παραγγελίες που τις πήγαινα στα παλιά γραφεία της «Ελευθεροτυπίας». Η γυναίκα μου δούλευε σε συνεργείο καθαρισμού. Ήμασταν τυχεροί γιατί πήγαινε να καθαρίσει το σπίτι ενός παπά στο Καλαμάκι. Πολλοί άνθρωποι στάθηκαν αρωγοί στην προσαρμογή μας στη χώρα.
• Είχαμε πολλή όρεξη για δουλειά και δεν νιώθαμε κούραση. Τα παιδιά μας πήγαν από την αρχή σε ελληνικό σχολείο. Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν εκφοβισμό ή διακρίσεις, εκτός από μια φορά που ο γιος μου, ως αριστούχος, θα σήκωνε την ελληνική σημαία. Μάλιστα, επειδή υπήρχαν αντιδράσεις και ένα αρνητικό κλίμα από κάποιους, ο ίδιος, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα, τους είπε ότι θα την άφηνε. Τελικά, εξαιτίας του πείσματος μιας εξαιρετικής καθηγήτριας, ο Ανδρέας δέχθηκε να παρελάσει με την ελληνική σημαία.
• Για ένα μεγάλο διάστημα εργαζόμασταν από το πρωί μέχρι το βράδυ προκειμένου να αποκτήσουμε ένα κομπόδεμα και να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα μας. Ατελείωτα μεροκάματα, κούραση αλλά και ένα συναίσθημα ανασφάλειας. Σκεφτόμασταν το μέλλον των παιδιών μας και αναζητούσαμε καλύτερες συνθήκες ζωής. Ένας συγχωριανός μας διατηρούσε περίπτερο στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα στην οδό Καλλιρόης. Κάποια Σαββατοκύριακα τον επισκεπτόμουν και καθόμασταν παρέα. Τον έβλεπα ότι ήταν χαρούμενος και αρκετά ικανοποιημένος με τα έσοδα του περιπτέρου. Αγόρασα μια «Χρυσή Ευκαιρία» και έψαξα τις αγγελίες για να δω αν παραχωρείται κάποιο σε γειτονική περιοχή. Ξέρετε, όλοι οι άνθρωποι ζουν και πορεύονται με το όνειρο να ανοίξουν μια δική τους επιχείρηση. Και κάπως έτσι, το 2001, βρήκα το περίπτερο στην παιδική χαρά του Κουκακίου. Μετά φύγαμε για ένα διάστημα και διαχειριζόμασταν το περίπτερο κοντά στην είσοδο του νεκροταφείου στην οδό Αναπαύσεως, όμως δεν πήγαινε τόσο καλά όσο εκείνο του Κουκακίου. Και την περίοδο που στην Ελλάδα είχε ξεσπάσει η οικονομική κρίση, επιστρέψαμε εδώ, στο τέρμα της οδού Δημητρακοπούλου.
• Το περίπτερο απαιτεί αφοσίωση και επιμονή. Δεν μπορείς να δουλεύεις αν δεν είσαι εκεί ανά πάσα στιγμή. Η αποδοχή από την ελληνική κοινωνία σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ήταν πολύ καλή. Ζούμε σε μια περιοχή όπου οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πολύ καλοί και η γειτονιά ήσυχη. Πολλοί κάτοικοι μας έδειξαν από την αρχή την εμπιστοσύνη τους, εκτός από ελάχιστους που λένε την ατάκα «στον Αλβανό ψωνίζεις;». Αυτό που με ενοχλεί είναι όταν διάφοροι συμπολίτες μας δεν δέχονται την προκοπή και την εξέλιξη ενός Αλβανού. Παραξενεύονται και σε κοιτούν καχύποπτα, ενώ, όταν είσαι χωρίς χρήματα και έχεις ανάγκη, σε κοιτούν με συμπάθεια. Μου κάνει εντύπωση όταν από τους περισσότερους Έλληνες ακούς να λένε ότι όσοι Αλβανοί γνωρίζουν προσωπικά είναι καλοί άνθρωποι και παιδιά-μάλαμα και όλοι οι άλλοι είναι επικίνδυνοι, εγκληματίες και κακοποιοί.
• Η ενσωμάτωσή μας έγινε ομαλά κι έτσι τα χαρτιά μας ανανεώνονταν. Στην αρχή η άδεια παραμονής ήταν εξάμηνη, μετά έγινε ετήσια και ύστερα πενταετής. Πληρούσαμε όλα τα κριτήρια και τα δικαιολογητικά ως πολίτες άλλης χώρας που διαμένουν στην Ελλάδα. Εδώ και επτά-οκτώ χρόνια έχουμε αποκτήσει και την ελληνική ιθαγένεια. Τα πράγματα ξεκίνησαν να αλλάζουν σταδιακά προς το καλύτερο μετά το 2001, μετά τη δεύτερη διαδικασία της νομιμοποίησης.
• Πάντοτε θα συναντήσεις και ανθρώπους που βρίσκονται σε υπεύθυνες θέσεις και συμπεριφέρονται άκρως ρατσιστικά, οι οποίοι ασπάζονται μια βαθιά ριζωμένη αντιπάθεια προς τους Αλβανούς μετανάστες. Μια μέρα είχε πάει η γυναίκα μου για την ανανέωση της άδειας παραμονής και μια άλλη κυρία χρειάστηκε τη βοήθειά της, επειδή δεν μιλούσε ελληνικά. Όταν άκουσε τη γυναίκα μου να μιλά αλβανικά, ο υπάλληλος αντέδρασε φωνάζοντάς της: «Εδώ μέσα δεν μιλάμε αλβανικά. Να μιλάς μόνο ελληνικά. Σήκω και φύγε». Τελικά, την έδιωξε και πήγε ξανά την επόμενη μέρα. Οι Αλβανοί δεν πήραν τις δουλειές των Ελλήνων αλλά κάλυψαν κενές θέσεις εργασίας και συνέβαλαν καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
• Στο ρατσιστικό σύνθημα «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ - Αλβανέ» απαντώ ότι αισθάνομαι Έλληνας. Άλλωστε, είμαι πλέον πολίτης αυτής της χώρας. Και στον ποδοσφαιρικό αγώνα των εθνικών μας ομάδων, Ελλάδας - Αλβανίας, υποστηρίζω προφανώς την Ελλάδα, γιατί δεν γνωρίζω ούτε έναν παίκτη της αλβανικής ομάδας. Όταν ζεις τόσα χρόνια σε μια χώρα, υιοθετείς όλα τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειές της. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν και ζουν στην Ελλάδα. Όταν κάποιες φορές χρειάζεται να ταξιδέψω στην Αλβανία, νιώθω ξένος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.