TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Éric Hazan, ο επαναστάτης εκδότης

Éric Hazan, ο επαναστάτης εκδότης
 

Ο ιστορικός Enzo Traverso αποτίει φόρο τιμής στον τεράστιο εκδότη Éric Hazan, ιδρυτή των εκδόσεων La fabrique και συγγραφέα πολυάριθμων βιβλίων, μεταξύ των οποίων L'invention de Paris (2002), Une Histoire de la Révolution française (2012) και La Dynamique de la révolte (2015), που πέθανε πριν από λίγες ημέρες. Κοιτάζοντας πίσω την πορεία του, ορθώς τονίζει τον κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτισαν οι εκδόσεις La fabrique από τη στιγμή της ίδρυσής τους, ιδίως για τα αντιρατσιστικά και αποαποικιακά κινήματα.

 

Éric Hazan, ο επαναστάτης εκδότης Facebook Twitter
La fabrique: "Ο Éric Hazan κρατάει το οδόφραγμα". (1η Ιουλιου, συγκέντρωση στο Παρίσι, Place de la République). Ο πιο ταιριαστός αποχαιρετισμός στον Éric Hazan: το μαύρο πανό αντιγράφει την κλασική φάσα στους τίτλους των βιβλίων που αντικαθιστά με το σύνθημα "Ο χρόνος πιέζει, ας επιταχύνουμε το βήμα". © Rootsy


 

Enzo Traverso
New Statesman - 07.06.2024
Contretemps - 12.06.2024


Ο Éric Hazan - γιατρός, συγγραφέας, ο μεγαλύτερος εκδότης στην ιστορία της γαλλικής αριστεράς μετά τον François Maspero και ένας από τους σημαντικότερους σε παγκόσμια κλίμακα - πέθανε στις 6 Ιουνίου στο Παρίσι. Πέθανε στην πόλη όπου γεννήθηκε πριν από 87 χρόνια και της οποίας είχε γίνει ο βιογράφος. Ο θάνατός του είναι μια απώλεια για την Αριστερά, αλλά η ζωή του παραμένει υπόδειγμα μιας παράδοσης πνευματικής φιλοδοξίας και διεθνισμού που η Αριστερά θα έπρεπε πάντα να υπερασπίζεται. Οι εκδόσεις γι' αυτόν δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ένα κλειστό σύμπαν, αλλά ένας σεισμογράφος του κοινωνικού κόσμου, με τις συγκρούσεις και τους αγώνες του, καθώς και ένα εργαστήριο ιδεών στην υπηρεσία της εξέγερσης κατά της εξουσίας. 

Οι εκδόσεις αποτελούσαν οικογενειακή παράδοση, αλλά ο ίδιος αγκάλιασε αργά το επάγγελμα, γύρω στα σαράντα. Τις προηγούμενες δύο δεκαετίες είχε εργαστεί ως καρδιοχειρουργός, με εξειδίκευση στην παιδιατρική, έναν τομέα στον οποίο είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος. Ενώ η πολιτική του δέσμευση στην Αριστερά χρονολογείται από την εφηβεία του (υπήρξε κομμουνιστής μέχρι το 1956), το πρώτο του επάγγελμα τον απορρόφησε πλήρως, απομακρύνοντάς τον από τον πολιτισμό και τις εκδόσεις, που αργότερα θα γίνονταν οι κύριες ασχολίες του, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο.

Ο Éric πάντοτε συνδύαζε την εργασία με την αγωνιστική δράση. Στον πόλεμο της Αλγερίας, "μεταφέρει βαλίτσες", ένας ευφημισμός για τους μυστικούς εκείνους αγωνιστές που υποστήριζαν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας. Όταν ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο το 1975, φεύγει για να εργαστεί ως χειρούργος σε έναν παλαιστινιακό καταυλισμό. Το 1983, ο χειρούργος εγκαταλείπει την ιατρική για να αναλάβει τη διεύθυνση των Éditions Hazan, του εκδοτικού οίκου που ειδικεύεται στις καλές τέχνες και τον οποίο είχε ιδρύσει ο πατέρας του στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Από τότε μέχρι το τέλος της ζωής του, υπήρξε εξέχουσα φυσιογνωμία της γαλλικής πνευματικής κουλτούρας.

Τα βιβλία συνόδευαν πάντα τη ζωή του Eric. Ο παππούς του, ένας γαλλόφωνος Αιγύπτιος Εβραίος, διατηρούσε βιβλιοπωλείο στο Κάιρο. Ο πατέρας του μετακόμισε στο Παρίσι για να γίνει εκδότης και παντρεύτηκε τη μητέρα του Éric, μια Ρουμάνα Εβραία γεννημένη στην Παλαιστίνη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, επιβίωσαν κρυμμένοι σε ένα χωριό της νότιας Γαλλίας, ζώντας από τις οικονομίες τους: ο Éric σημείωνε συχνά ότι η επιβίωση από το Ολοκαύτωμα ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις θέμα χρημάτων. Όσοι είχαν τα μέσα κατάφεραν να κρυφτούν- οι περισσότεροι εκτοπισμένοι ήταν Εβραίοι μετανάστες από την Κεντρική Ευρώπη. Είχε επίσης επίγνωση του ιδιαίτερου καθεστώτος της οικογένειάς του στη μεταπολεμική Γαλλία, η οποία ενσάρκωνε το παράδοξο του να είσαι ταυτόχρονα μετανάστης και αστός.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Éric δεν πήγε στο δημοτικό σχολείο. Κρυμμένος στη νότια Γαλλία, αποκτάει γνώσεις κοντά στην οικογένειά του και διαβάζει τα βιβλία που διαθέτει το σπίτι. Μετά την απελευθέρωση, γίνεται δεκτός στο Lycée Louis-le-Grand, ένα από τα πιο φημισμένα γυμνάσια του Παρισιού, όπου συνειδητοποιεί ότι έχει λάβει μια εξαιρετική εκπαίδευση, πιθανώς καλύτερη από εκείνη των περισσότερων συμμαθητών του. Αλλά παρόλο που η λογοτεχνία και η ιστορία είναι σαφώς στο κέντρο των ενδιαφερόντων του, ο πατέρας του δεν πιστεύει ότι θα του εξασφαλίσουν μια σταθερή κοινωνική θέση και τον ωθεί να προσανατολιστεί στην ιατρική.

Από το στιγμή που ο Éric στράφηκε στις εκδόσεις, ήταν ελεύθερος να επιστρέψει στα πραγματικά του ενδιαφέροντα. Εξερευνώντας άλλα μονοπάτια πέρα από την ευρυμάθεια του πατέρα του και τα συμβατικά εν τέλει γούστα του, μετέτρεψε γρήγορα τις Éditions Hazan σε κορυφαίο εκδοτικό οίκο ειδικευμένο σε βιβλία μοντέρνας τέχνης, ανοιχτό στην αισθητική πρωτοπορία του εικοστού αιώνα, με ιδιαίτερη έμφαση στη φωτογραφία. Όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον Éric στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ετοίμαζε ένα βιβλίο για τη φωτογραφία και την επανάσταση. Θυμάμαι τον μεταδοτικό ενθουσιασμό του καθώς μου περιέγραφε τις δύο μοναδικές φωτογραφίες που υπήρχαν από τα παρισινά οδοφράγματα του 1848. Αυτές οι φωτογραφίες είχαν συμπυκνώσει τα πνευματικά του πάθη: το Παρίσι, την επανάσταση, την τέχνη και την ιστορία του 19ου αιώνα.

Στο τέλος της δεκαετίας αυτής, καθώς η συγκέντρωση της γαλλικής βιομηχανίας του βιβλίου στα χέρια λίγων εταιρειών απειλεί την ανεξαρτησία των περισσότερων εκδοτών, οι Éditions Hazan απορροφούνται από την Hachette. Ο Éric δεν άντεξε τις εμπορικές επιταγές του νέου καθεστώτος - ένα μοντέλο του "παρακολουθώ και τιμωρώ" προσαρμοσμένο στον εκδοτικό κόσμο - και παραιτήθηκε για να ιδρύσει τη La fabrique, έναν εκδοτικό οίκο με σαφή αριστερό πρόσημο. Αντί για βιβλία τέχνης, η παραγωγή του αποτελείται πλέον κυρίως από έργα κριτικής θεωρίας και πολιτικά συγγράμματα.

Διέθεσε εκεί όλες τις οικονομίες του, και για το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής της, η La fabrique καταλάμβανε μόνο ένα δωμάτιο. Αλλά μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Éric μπορεί να θέσει τις ικανότητές του ως εκδότης στην υπηρεσία της πολιτικής του στράτευσης. Δημιούργησε μια μικρή εκδοτική επιτροπή (στην οποία συμμετείχα για σχεδόν δέκα χρόνια), η οποία συνεδρίαζε τακτικά για να προτείνει και να συζητήσει ιδέες βιβλίων, ενώ ταυτόχρονα μεριμνούσε ο ίδιος, μαζί με τη Stefanie, τη σύντροφό του εκείνη την εποχή, για τις σχέσεις με τους συγγραφείς, τη διόρθωση, τις σχέσεις με τον Τύπο και τα διοικητικά. Η δυναμική της συλλογικότητας εξαρτιόταν επομένως από τη χαρισματική του καθοδήγηση, αλλά μπορούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο χάρη στην ελκυστική προσωπικότητά του, σεχταριστική κάποιες φορές, αλλά ποτέ δογματική.

Ο Éric δεν ήταν ποτέ ένας "οργανικός" εκδότης ή διανοούμενος, συνδεδεμένος με κάποιο κίνημα ή κόμμα. Τον ενδιέφερε πολύ ο μαρξισμός, τόσο ο κλασικός όσο και ο σύγχρονος, αλλά αντλούσε επίσης από πολλές γαλλικές παραδόσεις που προϋπήρχαν του μαρξισμού. Οι "αυταρχικές" τάσεις του - κληρονομιά των ηρώων του Μπλανκί και Ροβεσπιέρου, των οποίων τα γραπτά δημοσίευσε διεκδικώντας μια εικονοκλαστική στάση - μετριάζονταν και μετουσιώνονταν από την προσωπική του γενναιοδωρία και καλοσύνη.

Στην εποχή του θριαμβευτικού νεοφιλελευθερισμού, όπου η φιλελεύθερη δημοκρατία και η κοινωνία της αγοράς έχουν γίνει αδιαμφισβήτητοι κανόνες, κατάφερε να καταστήσει τις εκδόσεις μια αντίθετη φωνή που έγινε γρήγορα ένα απαραίτητο εργαλείο πνευματικής κριτικής και πολιτικού αντικομφορμισμού. Η La fabrique φρόντισε να επανεκδώσει όχι μόνο κλασικά κείμενα των Μαρξ, Αντόρνο και Μπένγιαμιν, αλλά και τόμους σύγχρονης κριτικής θεωρίας (για παράδειγμα, των Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Ζακ Ρανσιέρ, Αλαίν Μπαντιού, Ντανιέλ Μπενσαϊντ και Αντρέας Μαλμ), βιβλία επανάσταστικής ιστορίας και λογοτεχνικές μελέτες για τον Προυστ ή τον Μπαλζάκ.

Αλλά ο Éric ανέλαβε επίσης να δημοσιεύσει βιβλία για το Ολοκαύτωμα, την κρίση της δημοκρατίας και τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό, τον εξευγενισμό των μητροπόλεων, την "καπιταλόκαινο" και τα δικαιώματα των έμφυλων μειονοτήτων. Η La fabrique αναβίωσε επίσης την παράδοση του αντιαποικιοκρατισμού που ενστερνίστηκε ένας άλλος μεγάλος γαλλικός εκδοτικός οίκος, οι Éditions Maspero, τη δεκαετία του 1960, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στη Μέση Ανατολή και παρέχοντας φωνή σε Παλαιστίνιους και Εβραίους αντισιωνιστές συγγραφείς.

Ο Éric έχει γράψει ο ίδιος ένα δοκίμιο μαζί με τον φίλο του Εγιάλ Σιβάν, τον Ισραηλινό σκηνοθέτη των ταινιών Route 181 (2003) και Jaffa: The Orange's Clockwork (2009), καταγγέλλοντας αυτό που θεωρούν ως απατηλή χρήση της εβραϊκής ιστορίας για τη νομιμοποίηση των καταπιεστικών πολιτικών του Ισραήλ. Από αυτή την άποψη, ο Éric ταιριάζει στο προφίλ του "μη Εβραίου Εβραίου" που θεωρητικοποίησε ο Ισαάκ Ντόϋτσερ: ο Εβραίος που απορρίπτει τον Ιουδαϊσμό στο όνομα του κοσμοπολιτισμού και του αντικληρικαλισμού, χωρίς ωστόσο να φοβάται ποτέ να παρουσιάζεται ως Εβραίος μπροστά στους αντισημίτες. Ο Éric υποστήριζε πάντα ότι η πραγματική του πίστη ήταν στο Παρίσι, το οποίο θεωρούσε ως τη μόνη αληθινή πατρίδα του.

Στη Γαλλία, η La fabrique έγινε σημείο αναφοράς για το αποαποικιακό κίνημα, εκδίδοντας πολυάριθμα βιβλία που αμφισβητούν τα δόγματα της εθνο-δημοκρατίας, αποκαλύπτοντας τα αποικιακά τους θεμέλια. Η ξενοφοβία και η ισλαμοφοβία ήταν οι φυσιολογικοί του στόχοι. Τόνισε ότι αυτός ο αγώνας δεν αποτελεί ζήτημα γενναιοδωρίας και συμπόνιας προς τους μετανάστες και τους μη έχοντες (σύμφωνα με το κλασικό σύνθημα του SOS-Racisme: "touche pas à mon pote" - μην αγγίζεις τον φίλο μου -σ.σ.), αλλά ζήτημα ισότητας και αυτοχειραφέτησης.

Διευθύνοντας ταυτόχρονα τη La fabrique, ο Éric ανακάλυψε και το λογοτεχνικό του ταλέντο. Γίνεται ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας, ιστορικός και δοκιμιογράφος. Το βιβλίο του Invention de Paris (Η εφεύρεση του Παρισιού, 2002), μια ιστορία της γαλλικής πρωτεύουσας μέσα από τους δρόμους, τις πλατείες, τα μνημεία και τους αγώνες της, έγινε διεθνές μπεστ σέλερ. Και το βιβλίο του Histoire de la Révolution française (Ιστορία της γαλλικής Επανάστασης, 2012) εξέπληξε πολλούς αναγνώστες αποκαθιστώντας την αφήγηση - που μερικές φορές θεωρήθηκε ιστοριογραφικά παρωχημένη - ως ριζοσπαστική ιστορική μέθοδο, αντλώντας έμπνευση από τον Μπαλζάκ και τον Μπένγιαμιν, και αποκτώντας συγγένειες με ιστορικούς τόσο διαφορετικούς όσο ο Ζυλ Μισελέ και ο Ε. Π. Τόμσον.

Ο Éric Hazan άφησε το πραγματικό πολιτικό και πνευματικό του στίγμα στη La fabrique. Σε αντίθεση με τον François Maspero - ίσως ο μόνος ισάξιος του Éric ως εκδότης και άνθρωπος των γραμμάτων, ο οποίος όμως αποθαρρύνθηκε και απογοητεύτηκε όταν αποφάσισε να σταματήσει τις εκδόσεις για να γίνει συγγραφέας και δοκιμιογράφος (ευτυχώς, βρήκε αντικαταστάτη στο πρόσωπο του François Gèze, ενός άλλου μεγάλου εκδότη που πέθανε πρόσφατα) - ο Éric κατάφερε να δημιουργήσει μια ομάδα που θα εξασφαλίσει τη συνέχεια του εγχειρηματός του. Η κληρονομιά του δεν θα ξεχαστεί ούτε θα εγκαταλειφθεί.
 

Δείτε ακόμα στο Αλμανάκ δύο αποσπάσματα από το βιβλίο του Enzo Traverso Αριστερή μελαγχολία

Και στο σάιτ Lundi matin, από φίλους και φίλες του Éric Hazan, μία χιονοστιβάδα από αναμνήσεις: Nous souvenir d' Éric Hazan

Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ