Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ 12ης προς τη 13η Απριλίου 1995 έχει καταγραφεί, με κάθε επισημότητα, ως η ληξιαρχική πράξη γέννησης του stand-up comedy στην Ελλάδα. Εκείνο το βράδυ, στο μπαρ Κούνιες –στη συμβολή των οδών Αθανασίου Διάκου και Μακρυγιάννη– πραγματοποιήθηκε η πρώτη παράσταση που αυτοπροσδιοριζόταν με τον όρο «σταντ-απ κόμεντι».
Καμία αναφορά ή χρήση του όρου δεν έχει εντοπιστεί πριν από εκείνη την ημερομηνία στο αρχείο του ελληνικού Τύπου, όπως τεκμηριώνεται στη διατριβή του διδάκτορα Θεατρολογίας, Αντώνη Ηλιάδη, «Το σταντ-απ κόμεντι στην Ελλάδα», η οποία φωτίζει διεξοδικά την εξέλιξη του είδους στη χώρα μας.
Η Λουκία Ρικάκη υπήρξε κάτι παραπάνω από εμπνεύστρια. Οραματίστηκε το ελληνικό stand-up, του έδωσε στέγη, πρόγραμμα, γυναικεία συμμετοχή, βιντεοσκόπηση, ντοκιμαντέρ και ιστορική συνέχεια. Όπως είχε δηλώσει η ίδια: «Δεν ήθελα απλώς να καταγράψω. Ήθελα να φτιάξω κάτι που δεν υπήρχε».
Τριάντα χρόνια μετά, ένα τηλεφώνημα του stand-up κωμικού Δημήτρη Δημόπουλου (συμμετείχε από τη δεύτερη χρονιά στις «Νύχτες Κωμωδίας») μού υπενθύμισε τη γενέθλια ημέρα του stand-up και με παρότρυνε να γράψω ένα αφιέρωμα γι' αυτό. Η Λουκία Ρικάκη, σκηνοθέτρια με εμπειρία στο Λονδίνο και σαφή οπτική για το τι σημαίνει κωμικός μονόλογος, ξεκίνησε τότε τις πρώτες ακροάσεις για να βρει ερμηνευτές ενός είδους που στην Ελλάδα δεν είχε ακόμη ονομασία.Οι stand-up κωμικοί Χριστόφορος Ζαραλίκος, Θανάσης Παπαγεωργίου και Σίλας Σεραφείμ αφηγούνται στη LiFO τι θυμούνται από εκείνες τις ημέρες που δεν είχαν ακόμα συνηθίσει να κρατάνε μικρόφωνο μπροστά σε κοινό. Καθοριστικό ρόλο στη συνομιλία μας παίζουν τόσο ο δρ. Αντώνης Ηλιάδης, όσο και ο Νίκος Νικολαΐδης, αρχιτέκτονας, στενός φίλος της Λουκίας Ρικάκη, η οποία πέθανε τον Δεκέμβριο του 2011, και διαχειριστής του αρχείου της.
«Με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου γιατί είδε μια αγγελία για οντισιόν στην εφημερίδα», αφηγείται ο Σίλας Σεραφείμ. «Εκείνη την εποχή, η Λουκία Ρικάκη είχε αρχίσει να αποκτά αναγνωρισιμότητα στους κύκλους των σινεφίλ, κυρίως λόγω των "Κουαρτέτων σε τέσσερις κινήσεις". Μου είπε: "Βρες πού γίνεται και πήγαινε". Το σκέφτηκα και τελικά πήγα. Μόλις είχα φύγει από το ΚΘΒΕ, είχα κατέβει στην Αθήνα και έψαχνα για δουλειά».

«Στην οντισιόν ήμουν ο μόνος που ήξερε πώς λέγεται αυτό που ζητούσε: stand-up comedy. Το ήξερα τελείως τυχαία, επειδή είχα δει μια βιντεοκασέτα στο σπίτι ενός φίλου στο Λονδίνο. Αυτό ακριβώς ονειρευόμουν να κάνω κι εγώ – χωρίς να ξέρω ακριβώς τι είναι– και μου το προσέφερε», λέει χαρακτηριστικά. «Η επιθεώρηση τότε θεωρούνταν “τελειωμένη”. Ήθελα κάτι που να έχει ως βάση του την κωμωδία, αλλά κάτι καινούργιο, με νέα φόρμα». Και η φόρμα αυτή είχε όνομα – έστω κι αν κανείς άλλος δεν το ήξερε ακόμα.
Δεκατρείς κωμικοί, κατά κύριο λόγο ερασιτέχνες (πλην των προαναφερθέντων), επιλέχθηκαν μέσα από ακροάσεις που διοργάνωσε η Λουκία Ρικάκη. Ανέβηκαν στη σκηνή το βράδυ της 12ης Απριλίου με σύμμαχο τον αυθορμητισμό, την αμηχανία και –όπως εύστοχα περιγράφεται από την ίδια Χρύσα Ρώπα σε δημοσιεύματα της εποχής που έχει ανασύρει ο κ. Ηλιάδης – πολύ τρακ. Η Χρ. Ρώπα είχε αναλάβει τον ρόλο της παρουσιάστριας και δεν έκρυψε πως έχασε τα λόγια της, ενώ πριν καν ξεκινήσει η παράσταση ένας από τους περφόρμερ μοίραζε στους θεατές χαρτάκια με τη φράση «έχω τα νεύρα μου από εννιά χρονών», ως οιωνό του ιδιότυπου χιούμορ που θα ακολουθούσε.
«Να ξέρεις, είχε πλάκα μέχρι και η οντισιόν», λέει μιλώντας στη LiFO ο Χριστόφορος Ζαραλίκος. «Είχα φτιάξει ένα κείμενο και περίμενα να το παρουσιάσω, ούτε που ήξερα πώς θα είμαι». Τότε, όπως εξηγεί, η μόνη του επαφή με παρόμοιες σκηνικές φόρμες ήταν από την επιθεώρηση και προσωπικότητες όπως ο Γιώργος Μαρίνος και ο αξέχαστος Τζίμης Πανούσης. «Θυμάμαι να πηγαίνω να λιποθυμήσω από τα γέλια με τον Σωτήρη Μουστάκα. Δεν ήξερα το όνομα “stand-up”, αλλά μου άρεσε αυτή η φόρμα – ένας μόνος του με μικρόφωνο να παίζει με το κοινό».
«Εκείνη την ημέρα μού συνέβησαν διάφορα πράγματα στη διαδρομή και με νευρίασαν», θυμάται. Αντί να παρουσιάσει το κείμενο που είχε ετοιμάσει, αποφάσισε να διηγηθεί όσα του συνέβησαν στη Λουκία Ρικάκη και στους υπόλοιπους παρόντες. «Λύθηκαν στα γέλια. Οπότε το κείμενο που είχα ετοιμάσει, το παράτησα».
Από την «ανεπίσημη» συνέντευξη Τύπου που είχε δοθεί την προηγούμενη μέρα (11 Απριλίου), διαφαίνεται το πνεύμα του εγχειρήματος: ελευθερία, διάθεση για πείραμα, αλλά και η φιλοδοξία της καθιέρωσης. Στόχος, όπως ειπώθηκε, δεν ήταν μια ευκαιριακή εμφάνιση, αλλά η δημιουργία μιας νέας κωμικής σκηνής, με προοπτικές ραδιοφωνικής και τηλεοπτικής εξέλιξης.
Άλλωστε, το δελτίο Τύπου που διανεμήθηκε στον Τύπο τα λέει όλα: «Tο stand-up comedy δεν ειναι τίποτε άλλο από τον γνώριμό μας φίλο: το χιούμορ. Mέσα από την απλότητά του απελευθερώνουμε την αξία του καλοπροαίρετου, πηγαίου και ανοιχτόκαρδου γέλιου. Tο γέλιο που βγαίνει μέσα από την παρουσίαση μιας φαιδρής και ποτέ εκχυδαϊσμένης πραγματικότητας. Tο stand-up comedy ειναι οικείο, φιλικό, άμεσο. Όπως ακριβώς ο αληθινός Έλληνας. Έχει μια παράξενη γλυκύτητα, μια απίθανη κομψότητα που έχει αρχίσει να συνεπαίρνει το ελληνικό κοινό. Ίσως γιατί καταλαβαίνουν σιγά-σιγά πως η dolce vita δεν απέχει πολύ από αυτά που εμείς λέμε νύχτες κωμωδίας».

Η πρώτη βραδιά
«Στο πρώτο μου δεκάλεπτο ever, παρίστανα έναν δημοσιογράφο που έκανε δήθεν ερωτήσεις για την παράσταση. Θυμάμαι τα πάντα σαν να έγιναν χτες. Ανέβηκα και έλεγα κάτι σαν ρεπορτάζ: “Το κοινό τεμάχισε τους κωμικούς, απαράδεκτη η παράσταση. Μόλις κλοτσώ μπροστά σας το κατσαρομάλλικο κεφάλι της Λουκίας Ρικάκη”. Το κοινό λύθηκε στα γέλια». Ο Χρ. Ζαραλίκος, παρά το άγχος, κατάλαβε πως κάτι είχε συμβεί. Μια νέα σχέση θεατή και περφόρμερ γεννιόταν: άμεση, απρόβλεπτη, αφοπλιστικά ειλικρινής.
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου (για πολλούς ο φοιτητής Αναγνώστου από το «Κωνσταντίνου και Ελένης») ήταν από τους πρώτους που δοκίμασαν να παίξουν απευθείας με το κοινό, πολύ πριν ο όρος crowd working καθιερωθεί στο λεξιλόγιο του stand-up. Θυμάται πως ο αδελφός της Λουκίας Ρικάκη, παρών στις «Νύχτες Κωμωδίας», τους έλεγε: «Ο stand-up κωμικός δεν σκέφτεται ποτέ τι θα πει. Αν θα αρέσει ή όχι είναι αλλουνού θέμα. Αρκεί να λέτε αλήθειες».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ
«Εγώ ήμουν ο πρώτος που βγήκα. Έχει την ακαδημαϊκή του αξία αυτό!» λέει με χιούμορ ο Σίλας Σεραφείμ. «Έκανα ένα δεκάλεπτο διακωμωδώντας την απόφασή μου να γίνω ηθοποιός», θυμάται. Η σκηνή των «Νυχτών Κωμωδίας» δεν ήταν μόνο το βάπτισμα του πυρός για τον ίδιο, αλλά και η αφετηρία μιας περιοδείας που σύντομα επεκτάθηκε. «Μας προσέφερε τουρ σε διάφορα κλαμπ στην Ελλάδα, φεστιβάλ, διαφημίσεις, εταιρικά – και κυρίως εμπειρία. Γιατί αυτό το πράγμα δεν το είχε ξανακάνει κανείς στην Ελλάδα», λέει.
Ο Χριστόφορος Ζαραλίκος θυμάται πολύ έντονα το ντεμπούτο του στις Κούνιες. «Το άγχος μου ήταν πολύ έντονο, ένιωθα ότι θα πεθάνω. Αλλά έσκισα. Θυμάμαι πόσο καλά έπαιξα με το κοινό και κάποια αστεία που είπα μπροστά στον Θανάση Λάλα και τον Κώστα Γεωργουσόπουλο».

Το ταλέντο του αυθορημητισμού –σημαντικό συστατικό επιτυχίας για μακροχρόνια πορεία στο stand-up– τού χάρισε μια θέση στο σχήμα – και, όπως λέει ο ίδιος, του εξασφάλισε και ένα σταθερό εισόδημα, κάτι καθόλου αυτονόητο για έναν νέο ηθοποιό στα μέσα της δεκαετίας του ’90. «Είχα high score, χρωστούσα 9 νοίκια», λέει γελώντας. «Ήταν μια δύσκολη εποχή για εμένα. Και επειδή ήμασταν νέοι, το γεγονός ότι παίζαμε σε μπαρ ήταν ό,τι έπρεπε για μπατίρηδες απόφοιτους σαν εμάς. Τελειώναμε την παράσταση και πίναμε και τα ποτάκια μας. Ήταν πολύ ελκυστικό εγχείρημα για τη φάση που ήμουν τότε».
Η βραδιά δεν είχε μόνο αστεία: ξεκίνησε με ζωντανή μουσική από το συγκρότημα 1000 Κυβικά του Άρη Ζαρακά (ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός από τους Magic De Spell και τους Active Member). Το πρόγραμμα είχε διάρκεια περίπου 2,5 ώρες και ολοκληρώθηκε στις 2 το πρωί, κάτι που ανάγκασε τη Λ. Ρικάκη να ανακοινώσει πως στο εξής οι παραστάσεις θα συντομεύονται. Όπως αναφέρεται και από τον Αντώνη Ηλιάδη, η πρώτη αυτή «κουτσουρεμένη» σεζόν είχε μόλις πέντε παραστάσεις.

Το απόσπασμα από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» με τίτλο «Άλλοι νεύρα, άλλοι κέφια – Η Πρώτη "Νύχτα Κωμωδίας" προχθές στις "Κούνιες"», που δημοσιεύτηκε στις 14 Απριλίου 1995, αναφέρει επακριβώς: «Στην είσοδο του κλαμπ ένας νεαρός, ντροπαλός, με σκυμμένο το κεφάλι, μάς μοίραζε ένα χαρτί που έγραφε: “Έχω τα νεύρα μου από 9 χρόνων παιδί. Ευχαριστώ.” Ήταν η πρώτη των εκπλήξεων που ακολούθησαν προχθές το βράδυ στο κλαμπ «Κούνιες», στις “Νύχτες... Κωμωδίας” που είχαν την πρεμιέρα τους. Η ιδέα, δανεισμένη από το αμερικανικό stand up comedy, ανήκει στη σκηνοθέτρια Λουκία Ρικάκη. Συμμετείχαν ερασιτέχνες ηθοποιοί και φιλόδοξοι κωμικοί.
Δυνατή μουσική, χαμόγελα, κάμερες, φωτογράφοι, αρκετός κόσμος. Στον τοίχο, απέναντι από το μπαρ, κάτω από τη σκάλα, μια σκηνή άδεια φώναζε. Η ώρα πήγε 11:30. Τα φώτα χαμήλωσαν και το συγκρότημα “Άρης Ζαρακάς και οι Χίλια Κυβικά” παρουσίασε αρκετά τραγούδια. Ο προβολέας άναψε και η «είσοδος» της ηθοποιού Χρύσας Ρώπα, η οποία παρουσίαζε πρώτη και τράβαγε τα “νούμερα”,... εξολοθρεύτηκε. Πήρε θάρρος όμως από την ανταπόκριση επιδοκιμασίας φίλων και συνέχισε την παρουσία.
Ο κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να αφήνει την μπάρα και να κυκλώνει τους ηθοποιούς. Με το αναμενόμενο σφύριγμα άρχισαν να ακούγονται τα πρώτα γέλια που σε πολλά “νούμερα” οδήγησαν σε δυνατό χειροκρότημα. Τα νούμερα που ξεχώρισαν, με βάση το χειροκρότημα και τα γέλια, ήταν αυτά των Πέπης Κυριαζή και Γιώργου Κάκη, Σίλα Σεραφείμ, Θάνου Δημητριάδη, Εμμανουέλας Αλεξίου και Νίκου Ντούπη, Θανάση Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Νόιφελτ.
Δεν είναι εύκολο να αποτυπωθούν στο χαρτί τα νούμερα των ηθοποιών, καθώς χρειάζονται και τις κινήσεις τους, τις εκφράσεις, τις χειρονομίες. Γι’ αυτό θα περιοριστούμε σε ένα ανέκδοτο από τα πολύ καλά που διηγήθηκε η γκεστ σταρ της βραδιάς, παλιά καλή τραγουδίστρια Νίτσα Μόλλυ. Ένας τουρίστας βρίσκεται στο Τελ Αβίβ, όπου το πολύ καλό ρολόι του χαλάει. Γυρίζει όλη την πόλη ψάχνοντας απεγνωσμένα ένα εργαστήρι επισκευών. Ξαφνικά βλέπει στη βιτρίνα ενός μαγαζιού ρολόγια. Ανακουφισμένος μπαίνει μέσα στο μαγαζί και δίνει το ρολόι στον “υπάλληλο”. Έκπληκτος εκείνος του λέει:
– Δεν φτιάχνουμε ρολόγια εδώ κύριε, περιτομές κάνουμε!
– Και γιατί έχετε ρολόγια στη βιτρίνα; ρωτάει ο τουρίστας.
– Και τι να βάλουμε, κύριε;
Το πρόγραμμα κράτησε περίπου 2,5 ώρες. “Θα μειώσουμε τη διάρκειά του”, είπε η κ. Ρικάκη μετά το τέλος της “νύχτας”. Την άλλη Τετάρτη τα κείμενα θα είναι διαφορετικά, όπως και αρκετοί πρωταγωνιστές...»

Η ζωή με το stand-up
Ρωτώ τον Σίλα Σεραφείμ τι άφησε στην πρωτεύουσα αυτό το διαφορετικό στυλ διασκέδασης. «Τι άφησε; Αυτό που έλειπε. Να φύγει ο αυτοσχεδιασμός από τα ανοιχτά θέατρα και να πάει στα μπαρ της γειτονιάς, να δείξουμε ότι μπορούν να το κάνουν όλοι, με δύο κριτήρια: ταλέντο και όρεξη. Μερικοί ήμασταν ήδη ηθοποιοί, αλλά υπήρχαν δεκάδες άλλοι που ήταν ερασιτέχνες και το δοκίμασαν για χόμπι».
Για τον Χριστόφορο Ζαραλίκο, το stand-up είναι ιδανικό για ένα επάγγελμα «πολύπαθο», όπως του ηθοποιού. «Σου προσφέρει τόσο οικονομική όσο και καλλιτεχνική διέξοδο. Θες ένα μικρόφωνο και ένα κανονάκι για το φως, τίποτα άλλο. Το κανονάκι κάποιες φορές το χειριζόταν η ίδια η Λουκία – και ήταν αφορμή για πολλά αστεία και αυτοσχεδιασμό».

Για τον Θανάση Παπαγεωργίου, οι «Νύχτες Κωμωδίας» δεν προσέφεραν απλώς μια καλλιτεχνική πρόταση. Δημιούργησαν μια νέα αφορμή για κοινωνική συνεύρεση. «Το stand-up έφερε έναν νέο λόγο για να βγεις να διασκεδάσεις. Άρχισες να πίνεις ποτό, ακούγοντας αστεία. Ήταν μια ακόμα ευχάριστη έξοδος μέσα στην εβδομάδα. Υπήρχαν παρέες που ήρθαν 15 φορές σε μια χρονιά!».
«Η Λουκία ήθελε να φέρει το stand-up στην Ελλάδα, έζησε χρόνια στην Αγγλία και το πέτυχε. Αν το δούμε με σημερινούς όρους, οι πρώτες χρονιές των Νυχτών Κωμωδίας ήταν τα open mic της εποχής. Πλέον πιστεύω ότι χαμογελά δικαιωμένη από ψηλά – πέθανε το 2011».

Ο Αντώνης Ηλιάδης διακρίνει και μια παράλληλη καλλιτεχνική πρόθεση πίσω από το εγχείρημα: «Όσο την έχω γνωρίσει μέσα από τα διαβάσματά μου, έχω την αίσθηση ότι υπογείως υπηρετούσε και την ανάγκη της να κάνει σινεμά. Γι’ αυτό και από πολύ νωρίς υπήρχε βιντεοσκόπηση των παραστάσεων – όπως τώρα βλέπουμε τα stand-up στο YouTube και στο Netflix. Ήταν μπροστά από την εποχή της».
Για τη Λουκία Ρικάκη, ο Ζαραλίκος θυμάται: «Δεν ήταν καθόλου παρεμβατική. Πέρα από κάποιες σκηνοθετικές οδηγίες, ποτέ δεν μας την είπε για τα κείμενα. Είχαμε την ιδανική επαγγελματική σχέση – κάτι που δεν βρίσκεις εύκολα σήμερα».
Σύμφωνα με τον ίδιο, το μεγάλο κέρδος των «Νυχτών Κωμωδίας» ήταν ότι άνοιξαν μια νέα προοπτική: «Αυτή η δουλειά μού έφερε μετά το ραδιόφωνο και αμέτρητες παραστάσεις». Όμως είχε και κάτι πιο ουσιαστικό: «Δεν σε ένοιαζε τι θα πεις. Πλέον, η λογοκρισία είναι έντονη. Τότε, με έτρωγε μόνο το να μην προσβάλλω κάποιον από αδύναμη κοινωνική ομάδα. Το τι θα πουν οι άλλοι δεν με ένοιαζε ποτέ».

Η Ρικάκη, όπως εξηγεί ο Σίλας Σεραφείμ, επιδίωκε να εισαγάγει μια σκηνική πρακτική που είχε δει κυρίως στη Βρετανία: έναν μονόλογο που απευθύνεται απευθείας στο κοινό, χωρίς σκηνικά, με μόνο ένα μικρόφωνο και έναν προβολέα. «Ήταν duel. Το πάλευε! Ήταν θετικός άνθρωπος, αλάνι, μαγκάκι και αγωνίστρια. Μας μάζεψε, έφερε και τη Νίτσα Μόλλυ που είχε τραγουδήσει και στη Μάνδρα του Αττίκ, και έκανε χαμό την πρώτη μέρα».
Τον Δεκέμβριο του 1996, το σχήμα βρίσκει νέα στέγη στο 104 της Θεμιστοκλέους. Για πρώτη φορά διαμορφώνεται ένα περιβάλλον αποκλειστικά αφιερωμένο στο stand-up, όπως τα comedy clubs του εξωτερικού. Ο χώρος αυτός δεν ήταν μόνο σκηνή αλλά και ένα κοινωνικό πείραμα: περισσότερες παραστάσεις κάθε εβδομάδα, πολλοί νέοι κωμικοί και ένα κοινό που αρχίζει να επιστρέφει.

Η Λουκία Ρικάκη, στο μεταξύ, αντιλαμβάνεται την ιστορικότητα του εγχειρήματός της και ξεκινά τα ντοκιμαντέρ: το πρώτο «Νύχτες Κωμωδίας» προβάλλεται το 2001 στον κινηματογράφο Τριανόν και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Παρά τις επικρίσεις (κυρίως από τον Δημήτρη Δανίκα), τα φιλμ της Ρικάκη λειτουργούν ως μνήμη και τεκμήριο μιας σπουδαίας πολιτιστικής αρχής.

Το τέλος και η επόμενη ημέρα
Ο αρχιτέκτονας Νίκος Νικολαΐδης, στενός φίλος της Λουκίας Ρικάκη και διαχειριστής του προσωπικού της αρχείου, θυμάται με συγκίνηση αλλά και ακρίβεια τα τελευταία χρόνια της σκηνοθέτιδας και την απόλυτη αφοσίωσή της στις «Νύχτες Κωμωδίας», ένα εγχείρημα που –όπως λέει– ήταν η μισή της ύπαρξη.
Από ένα σημείο και μετά όμως, η λατρεία της γι' αυτό την έφερε αντιμέτωπη και με μια γραφειοκρατική κατάσταση που την εξαντλούσε. Από «καλλιτεχνική διευθύντρια» γινόταν ταυτόχρονα και... λογίστρια. «Ήταν το δημιουργικό αντίβαρο σε μια καθημερινότητα που, όσο περνούσαν τα χρόνια, την επιβάρυνε», επισημαίνει.

«Το stand-up ήταν το 50% της Λουκίας. Μετά, απλώς γραφειοκρατοποιήθηκε. Όταν έχεις καθημερινή ενασχόληση, σε φθείρει. Ήταν πολύ δύσκολο οικονομικά. Έπρεπε να διαχειρίζεσαι και τη νυχτερινή ζωή – την οποία η Λουκία σιχαινόταν: ποτά, τσιγάρα, νύχτα... Δύσκολος χώρος».

Ο Σ. Σεραφείμ αναγνωρίζει ότι το πλαίσιο της εποχής επέτρεπε περισσότερες υπερβάσεις – όχι πάντα προς το καλύτερο. «Ένα από τα κακά του τότε είναι ότι προσβάλλαμε περισσότερο. Δεν υπήρχε αυτό το όριο. Το είχα πει κάποια στιγμή, γιατί σε μια περίπτωση ένας από τους κωμικούς κόντεψε να πλακωθεί με θεατή».
«Μόλις αρρώστησε [η Λ. Ρικάκη], το καλοκαίρι του 2011, τα παράτησε όλα. Της είπαν “οκτώ μήνες ζωής” και έφυγε ακριβώς στους οκτώ. Είχε τεράστια αγάπη γι' αυτό που έκανε – γι’ αυτό και άφησε ένα τεράστιο, οργανωμένο αρχείο, που το φροντίζω εγώ σήμερα», συμπληρώνει ο κ. Νικολαΐδης.
Όπως προκύπτει από τη διατριβή του Αντώνη Ηλιάδη, η Λουκία Ρικάκη υπήρξε κάτι παραπάνω από εμπνεύστρια. Οραματίστηκε το ελληνικό stand-up, του έδωσε στέγη, πρόγραμμα, γυναικεία συμμετοχή, βιντεοσκόπηση, ντοκιμαντέρ και ιστορική συνέχεια. Όπως είχε δηλώσει η ίδια: «Δεν ήθελα απλώς να καταγράψω. Ήθελα να φτιάξω κάτι που δεν υπήρχε».

Ο Σίλας Σεραφείμ, ο Χριστόφορος Ζαραλίκος, ο Θανάσης Παπαγεωργίου και δεκάδες άλλοι ξεκίνησαν από εκεί. Ό,τι βλέπουμε σήμερα στις σκηνές της Αθήνας ή στα social media έχει ρίζες στα πρώτα τρεμάμενα δεκάλεπτα εκείνων των νεαρών στις Κούνιες, στους Ασωμάτους και στο 104.
Η Ρικάκη «παρέδωσε» το stand-up όταν το είδος είχε πια εδραιωθεί. Όχι μόνο ως τέχνη, αλλά ως τρόπος να βλέπουμε και να γελάμε με την αλήθεια μας.
Πίστευε βαθιά πως το stand-up είναι μια «τεχνική επικοινωνίας». Μια μάχη που δεν διεξάγεται με όπλα, αλλά με χιούμορ, αυθεντικότητα και πρόθεση να μοιραστείς κάτι αληθινό με τον άλλο. Δεν είναι ο κωμικός που ζητά να τον αποδεχτείς. Είναι εκείνος που σε κοιτάζει στα μάτια και σε καλεί να ανεβείς στη σκηνή μαζί του, όχι για να γελάσεις απλώς, αλλά για να νιώσεις ότι ανήκεις.

Γι' αυτό έγραφε χαρακτηριστικά σε ένα από τα πρώτα δελτία Τύπου που είχε μοιράσει στον Τύπο:
«Eδώ η θεατρική σύμβαση δεν ισχύει. Η σκηνή δεν υπακούει στη γνώριμη συνθήκη. H διάθεση του κοινού δεν είναι δεδομένη, εδώ δεν έρχεται διατεθειμένο να καταναλώσει την παράσταση, να ακούσει κείμενο προκαθορισμένης διάρκειας, να αποδεχθεί –έστω πρόσκαιρα, όσο θα βρίσκεται στον χώρο– τον τρόπο επικοινωνίας που έχει επιλέξει ο ηθοποιός, τη μέθοδο που προτείνει ο σκηνοθέτης.
Eδώ ο κωμικός εκτίθεται μπροστά σε όλο τον κόσμο, βλέπει, αντιλαμβάνεται τα πρόσωπα, συνομιλεί μαζί τους, σε αντίθεση με τη θεατρική σύμβαση ο κωμικός δεν χρησιμοποιεί την εξουσία της σκηνής, τον ενδιαφέρει να κατακτήσει, χωρίς να σπρώξει και να εξαφανίσει τους άλλους, προσκαλεί και προκαλεί το κοινό στη σκηνή.
Aυτή η έκθεση, με τον κίνδυνο και την αναμέτρηση που ενέχει, φαίνεται ότι απαιτεί μια ειδική τεχνική μάχης, μια τεχνική επικοινωνίας. O κωμικός κινείται κάτω από το φως των προβολέων, ορατός από παντού, συνομιλεί με το κοινό, προστατεύεται από την προσοχή του κοινού, ο κωμικός μέσα μας αφυπνίζεται για την κατάκτηση της επικοινωνίας».
Νύχτες κωμωδίας