Όλα θα πάνε καλούτσικα
Θεοί και δαίμονες. Ένα πολυπόστ.
08.32
«Πανίσχυρε Τυφώνα, σου παραδίδω τη Φιλόστρατα, για να παγώσεις ό,τι είναι δικό της: την αναπνοή της, τη ζωή της, τις δυνάμεις της, την αντοχή της, το σώμα της, τα μέλη της, τα νεύρα της, τα κόκαλά της, τις φλέβες της, τις αρτηρίες της, την καρδιά της, τα νύχια της, το συκώτι της, τα πνευμόνια της, όλα τα εσωτερικά της όργανα...».
Είναι μια αρχαία κατάρα που βρέθηκε σε ένα ξερό πηγάδι της Αρχαίας Αγοράς – ένας κατάδεσμος. Τη θυμήθηκα καθώς «προαυλίζομαι» στη χιονισμένη ταράτσα. Καταθλιπτικό μπουκέτο: ακινησία, κρύο, ανεύθυνο κράτος, εκατό νεκροί τη μέρα σαν να μη συμβαίνει τίποτα, κάτι δικά μου. Στα όρια να κλατάρω.
Σ' αυτή την παγερή ακινησία, σκέφτομαι αν θα ευδοκήσω να πάω κάνα ταξίδι, όταν ανοίξει ο καιρός. Μεικτά αισθήματα!
Πρώτη φορά νιώθω μια κάμψη της περιέργειάς μου. Δεν με βοηθάνε κι οι εικόνες στα σόσιαλ – με γρονθοκοπούν με την ηλίθια ευτυχία τους: ημίγυμνοι μοντέλοι στην πιο απάτητη έρημο, δεν έχω ούτε τα κυβικά ούτε τη διάθεση να τους σπρώξω να μου αφήσουν μια άδεια θέση. Ας τα πάρουν όλα, και τα βουνά και τα λαγκάδια – η πεζή ζωή πώς να τα βάλει με τους λογαριασμούς του ίνσταγκραμ; Δεν έχει φίλτρα η ζωή, μόνο ανασφάλειες, φόβους και κάτι ριπές ηδονής.
Προφανώς περνάω φάση σοβαρής μισανθρωπίας (αν ειναι άνθρωποι όλοι αυτοί οι λογαριασμοί του ίντερνετ – κι όχι νευρόσπαστα στο νησί του δόκτορα Μορό).
Καλύτερα ακίνητος λοιπόν. Υπάρχει μια μικρή περίπτωση αυτό το πτώμα που φύτεψα στον κήπο μου να ανθίσει εφέτος.
I said to my soul, be still, and wait without hope
For hope would be hope for the wrong thing; wait without love,
For love would be love of the wrong thing; there is yet faith
But the faith and the love and the hope are all in the waiting.
Wait without thought, for you are not ready for thought:
So the darkness shall be the light, and the stillness the dancing.
― T. S. Eliot, East Coker
09.03
Χθες είδα τους «Οlvidados» του Μπουνιουέλ. Φιλμ του 1950! Τα αλάνια του Μέξικο Σίτι. Πώς κλέβουν, πώς μαχαιρώνονται, πώς φυλακίζονται, πώς χάνονται. Σε σημεία, δεν αντέχεται: κοιτάει την ανθρώπινη σκληρότητα, όπως κοιτάς έναν βάκιλο στο μικροσκόπιο. «Αυτό είναι, πάρτε το απόφαση».
Πώς μπορεί ένα φιλμ που γυρίστηκε πριν 70 χρόνια να με σοκάρει περισσότερο από το «Σαλό», τον Τρίερ ή όλα αυτα τα κατακαημένα φιλμ που επίτηδες σε αρρωσταίνουν γιατί έτσι μόνο δεν θα σε πάρει ο ύπνος;
Απάντηση: αυτό συμβαίνει επειδή ο άνθρωπος που το γύρισε είχε να πει κάτι αμείλικτο αμείλικτα: Χωρίς στερεότυπα, χωρίς προσποίηση, χωρίς ναρκισσισμό. Με ύφος τόσο ελεγχόμενα απλό, που το ύφος είναι μη ανιχνεύσιμο. Κι αυτό είναι μεγάλη ανακούφιση, μέσα σε τόσα έργα μεγάλης καλλιγραφίας και μικρής ουσίας. Μεγάλης ειρωνίας και μικρού κύρους.
Δεν είναι το αίτημα της πρωτοπορίας άκυρο – βέβαια. Είναι ωραίο να γκρεμίζεις. Αλλά ακόμα πιο ωραίο είναι να λες κι εσύ κάτι πάνω στα χαλάσματα. Οι περισσότεροι νεωτερισμοί του στυλ είναι τόσο προβλέψιμοι, τόσο ομοιοκατάληκτοι – σαν φθισικό σονέτο, τελικά.
Τις ελάχιστες φορές που η ανανέωση της φόρμας συνοδεύεται από αποκαλυπτική σκέψη – τότε έχουμε τα νέα αριστουργήματα.
Αλλά δεν γεννιούνται κάθε μέρα Κiefer.
14.05
Στις παλιές φωτογραφίες μ' αρέσει να κόβω «φάτσες» ― που με το πονηρό βλέμα τους ή την πρόστυχη κλίση του κορμιού τους πηδάνε σαν ψύλλοι από την εποχή τους στην εποχή μας. Π.χ. στον Μεσοπόλεμο, που όλοι φωτογραφίζονταν σα να τους είχες χύσει αυγολέμονο στο κεφάλι (απόμακρο, στοχαστικό ύφος, λιγάκι γλαρό και με μια γεύση εποποιίας), αυτοί οι δύο φίλοι... Ευχαρίστως θα έπινες ενα ποτό μαζί τους στο Γκάλαξι.
15.28
Ο Μπουνιουέλ αντιπαθούσε την επιτήδευση, όχι μόνο στο σινεμά, αλλά και στη ζωή εν γένει. Στην «Τελευταια Πνοή» του (την αυτοβιογραφία του), έγραφε κάτι που μ' έκανε να νιώσω λίγο απατεώνας με τον στρυφνό τρόπο που έγραφα τότε:
Απεχθάνομαι τον σχολαστικισμό και την επιτήδευση της γλώσσας. Μου ’χει συμβεί να γελώ μέχρι δακρύων διαβάζοντας κάποια άρθρα στα «Cahiers du Cinema». Στο Μεξικό, όταν ονομάστηκα επίτιμος πρόεδρος του Κέντρου Κινηματογραφικής Εκπαίδευσης (ανώτατης σχολής κινηματογράφου), με προσκαλούν μια μέρα να επισκεφθώ τις εγκαταστάσεις. Μου συστήνουν τέσσερις-πέντε καθηγητές. Ανάμεσά τους είναι ένας νεαρός, άψογα ντυμένος, που διαρκώς κοκκινίζει από συστολή. Τον ρωτάω τι διδάσκει. Μου απαντάει: «Σημειολογία της κλονικής εικόνας». Μου 'ρθε να τον δολοφονήσω.
Ο σχολαστικισμός και η επιτήδευση της γλώσσας, φαινόμενο τυπικά παριζιάνικο, δημιουργεί θλιβερά επακόλουθα στις υπανάπτυκτες χώρες. Είναι ένα ολοφάνερο σημάδι πολιτιστικής αποικιοκρατίας.
Εκείνη την εποχή διάβαζα «Σύγχρονο Κινηματογράφο» και προσπαθούσα να γράψω σαν τον Μπαρτ. Αστεία πράγματα. Όσα έγραφα, ένας λόξιγκας, βασικά κραυγάζανε ότι εγώ είμαι πιο ψαγμένος και ανώτερος από αυτούς που με διαβάζουν. Δεν ήταν ακριβώς «πολιτιστική αποικιοκρατία», είχε όμως τα «ταξικά» χαρακτηριστικά της – τον σνομπισμό μιας ψευδούς ελίτ.
Δεν ξέρω αν ο Χάμπερμας μπορεί να ειπωθεί απλά (#not), ξέρω όμως ότι όσοι δεν έχουν να πούνε τίποτα (από τεμπελιά, φτωχή εμπειρία ή ένστικτα) γεμίζουν με αφρούς την άδεια σούπα τους. Μπλοφάρουν «αποικιακά». Και δυστυχώς πολλοί τσιμπάνε. Κανείς δεν γυρίζει να τους πει: «Ωραίο το κανάτι σας, αλλά πού είναι το νερό;»
Κι ακόμη κάτι που λειτουργεί ως προπέτασμα στα κούφια κείμενα: Ένα διαρκές «μ' αρέσει/ δεν μ' αρέσει» το οποίο δεν συνοδεύεται από καμμία παρατήρηση ή ερμηνεία. Μου 'ρχεται να πάω μες στη νύχτα στο καπηλειό ή στο όργιο, να βρω εκείνον που παραληρεί έτσι, να τον ταρακουνήσω απ' τους ώμους και να του φωνάξω: «Πες μου, χριστιανέ μου, μας γκάστρωσες: γιατί σου αρέσει; Γιατί δεν σου άρεσει; Κάποιος λόγος θα υπάρχει!».
16.21
Με την ευκαιρία, κατεβάζω από το ράφι την «Τελευταια Πνοή». Έχω να το ανοίξω από τότε! Κιτρινισμένο. Αυτό το βιβλίο ήταν δημοφιλές κάποτε, για όσα λέει ο Μπουνιουέλ για τα μπαρ ή μία συνταγή του για ντράι μαρτίνι. Βρίσκω όμως πολύ πιο ενδιαφέρον το εισαγωγικό κεφάλαιο με τίτλο «Μνήμη». Ο γέρος σκηνοθέτης, πριν καλέσει τα πνεύματα κι αρχίσουν τα τραπεζάκια να κουνιούνται (πλάκα κάνω), μιλά για τη λειτουργία της μνήμης, τα κενά της, τις πλαστές αναμνήσεις της, τη λήθη, τις επιθέσεις της φαντασίας και της ονειροπόλησης. Κείμενο βαθιάς αυτοπαρατήρησης. Αντιγράφω δυο σημεία:
Ο ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ ΓΙΑ ΤΗ ΜΝΗΜΗ
Στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της, η μητέρα μου έχασε σιγά σιγά τη μνήμη της. Όταν πήγαινα να τη δω στη Σαραγόσα, όπου έμενε μαζί με τους αδελφούς μου, της δίναμε καμιά φορά κάποιο περιοδικό κι εκείνη το ξεφύλλιζε προσεκτικά, από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Ύστερα της παίρναμε το περιοδικό απ' τα χέρια, για να της το αλλάξουμε μ' ένα άλλο· στην πραγματικότητα όμως της δίναμε πάλι το ίδιο. Εκείνη ξανάρχιζε να το ξεφυλλίζει με την ίδια προσοχή.
Έφτασε σε σημείο να μην αναγνωρίζει πια τα παιδιά της, να μην ξέρει ποιοι ήμαστε, ποια ήταν. Έμπαινα στο δωμάτιό της, τη φιλούσα, καθόμουν λίγο κοντά της – κατά τα άλλα ήταν τελείως υγιής, είχε μάλιστα αρκετή κινητικότητα για την ηλικία της. Ύστερα έβγαινα κι αμέσως μετά ξαναγύριζα. Εκείνη με καλωσόριζε με το ίδιο χαμόγελο, με προσκαλούσε πάλι να καθίσω, σαν να μ’ έβλεπε για πρώτη φορά. Δεν θυμόταν πια ούτε τ’ όνομά μου.
(...) Φριχτό συναίσθημα το ν’ αναγκάζεσαι να χρησιμοποιήσεις μια μεταφορά για να πεις «τραπέζι». Κι ακόμη περισσότερο, η μεγαλύτερη αγωνία: να είσαι ζωντανός, αλλά να μην αναγνωρίζεις πια τον εαυτό σου, να μην ξέρεις πια ποιος είσαι.
Πρέπει ν’ αρχίσει κανείς να χάνει τη μνήμη του, έστω και μικρά της κομμάτια, για ν’ αντιληφθεί ότι αυτή η μνήμη είναι που φτιάχνει όλη μας τη ζωή. Μια ζωή δίχως μνήμη δεν θα ήταν ζωή, όπως μια διάνοια χωρίς τη δυνατότητα να εκφράζεται δεν θα ήταν διάνοια. Η μνήμη μας είναι η συνοχή μας, η λογική μας, η δράση μας, το συναίσθημά μας. Χωρίς αυτή δεν είμαστε τίποτε.
«Ο Νταλί; Ένας φαντασιόπληκτος με ελαφρά σαδιστικές τάσεις»
ΕΝΑ ΑΝΕΛΕΗΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΑΣΠΟΝΔΟΥ ΦΙΛΟΥ ΤΟΥ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ
Ο Πικάσο ήταν ζωγράφος και δεν ήταν παρά μόνο ζωγράφος. Ο Νταλί ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Ακόμη κι αν μερικές πλευρές της προσωπικότητάς του είναι απαράδεκτες, όπως το πάθος του για προσωπική προβολή και επίδειξη, η μανιώδης αναζήτηση πρωτότυπων χειρονομιών ή φράσεων, που για μένα είναι εξίσου παλιές όσο το «αγαπάτε αλλήλους», δεν παύει να είναι μια αυθεντική ιδιοφυΐα, ένας συγγραφέας, ένας συζητητής, ένας στοχαστής δίχως όμοιο. Για πολλά χρόνια υπήρξαμε στενοί φίλοι και η συνεργασία μας στο σενάριο του «Ανδαλουσιανού Σκύλου» μου έχει αφήσει την υπέροχη ανάμνηση μιας τέλειας αρμονίας.
Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι ότι πρόκειται για το λιγότερο πρακτικό πλάσμα του κόσμου. Τον θεωρούν έναν δαιμόνιο επιχειρηματία, έναν παραδόπιστο. Στην πραγματικότητα, πριν συναντήσει την Γκαλά, δεν είχε καμιά αίσθηση του χρήματος. Για παράδειγμα, η Ζαν, η γυναίκα μου, έπρεπε να πηγαίνει να του βγάζει το εισιτήριο του τρένου. Μια μέρα ήμαστε στη Μαδρίτη με τον Λόρκα και ο Φεντερίκο του ζήτησε να διασχίσει την οδό Αλκαλά, για να πάει να βγάλει εισιτήρια για το Απόλλων, όπου παιζόταν μια οπερέτα, μια zarzuela. Ο Νταλί βγαίνει, εξαφανίζεται για μισή ώρα, κι επιστρέφει χωρίς τα εισιτήρια, λέγοντας: «Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω».
Στο Παρίσι η θεία του έπρεπε να τον παίρνει από το χεράκι για να τον περάσει απέναντι στη λεωφόρο. Όταν πλήρωνε, ξεχνούσε να ζητήσει τα ρέστα του κι ούτω καθ’ εξής. Κάτω από την επίδραση της Γκαλά, που τον υπνώτισε, πέρασε από το ένα άκρο στο άλλο κι έκανε το χρήμα (ή μάλλον το χρυσάφι) τον θεό που θα κυριαρχούσε στο δεύτερο μέρος της ζωής του. Αλλά είμαι σίγουρος ότι ακόμη και σήμερα δεν έχει καμιά πραγματική αίσθηση πρακτικότητας.
Μια μέρα, στη Μονμάρτη, πηγαίνω να τον δω στο ξενοδοχείο του. Τον βρίσκω γυμνό μέχρι τη μέση, μ' έναν επίδεσμο στην πλάτη. Νομίζοντας οτι ένιωσε έναν «κοριό» ή κάποιο άλλο τέρας –στην πραγματικότητα ήταν ένα σπυρί ή μια κρεατοελιά– ειχε ανοίξει την πλάτη του μ' ένα ξυράφι, προκαλώντας ακατάσχετη αιμορραγία. Ο ξενοδόχος κάλεσε έναν γιατρό. Όλ' αυτά για έναν φανταστικό κοριό.
Έχει διηγηθεί πολλά ψέματα, κι ωστόσο είναι ανίκανος να πει ψέμα! Όταν, για παράδειγμα, με σκοπό να σκανδαλίσει το αμερικάνικο κοινό, έγραψε ότι μια μέρα, σε μια επίσκεψή του σ’ ένα μουσείο φυσικής ιστορίας, αισθάνθηκε έντονα ερεθισμένος στη θέα των σκελετών των δεινοσαύρων, σε σημείο που ένιωσε υποχρεωμένος να σοδομίσει την Γκαλά μέσα σε έναν διάδρομο, αυτό είναι προφανώς ψέμα. Αλλά είναι τόσο έντονα θαμπωμένος από τον εαυτό του, που οτιδήποτε λέει τον εντυπωσιάζει με την τυφλή δύναμη της αλήθειας.
Η σεξουαλική του ζωή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ήταν ένας φαντασιόπληκτος, με ελαφρά σαδιστικές τάσεις. Τελείως ασεξουαλικός, στα νιάτα του κορόιδευε αδιάκοπα τους φίλους του που αγαπούσαν κι αναζητούσαν τις γυναίκες, ως τη μέρα που, διακορευμένος από την Γκαλά, μου ’γραψε ένα εξασέλιδο γράμμα για να μου εξηγήσει με τον τρόπο του όλα τα θαύματα του φυσικού έρωτα.
Η Γκαλά είναι η μόνη γυναίκα με την οποία έχει πραγματικά κάνει έρωτα. Έχει γοητεύσει κι άλλες γυναίκες, κυρίως Αμερικανίδες δισεκατομμυριούχους, αλλά περιοριζόταν, λόγου χάρη, να τις βάζει να γδυθούν στο διαμέρισμά του, να τηγανίζει δυο αυγά, να τους τα βάζει πάνω στους ώμους και να τις διώχνει, χωρίς να προσθέσει κουβέντα.
Όταν ήρθε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ’30 –σ’ ένα ταξίδι οργανωμένο από έναν έμπορο έργων ζωγραφικής– γνωρίστηκε με τους δισεκατομμυριούχους, που του άρεσαν ανέκαθεν, και τον προσκάλεσαν σ’ έναν χορό μεταμφιεσμένων. Εκείνο τον καιρό όλη η Αμερική έφερε βαρέως την απαγωγή του μικρού Λίντμπεργκ, παιδιού του διάσημου αεροπόρου.
Σ' αυτόν το χορό, λοιπόν, η Γκαλά εμφανίστηκε ντυμένη μ' ένα παιδικό κοστούμι και με σημάδια απο αίμα στο πρόσωπο, στον λαιμό και στους ώμους. Ο Νταλί, παρουσιάζοντάς την, έλεγε:
― Είναι μεταμφιεσμένη στο μωρό του Λίντμπεργκ δολοφονημένο.
Το γεγονός προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια. Επρόκειτο για ένα πρόσωπο σχεδόν ιερό, για μια υπόθεση που με καμία πρόφαση δεν μπορούσε κανείς να θίξει Ο Νταλί, αφού δέχτηκε αυστηρές συστάσεις από τον έμπορο, έκανε βιαστική υποχώρηση και εξήγησε στους δημοσιογράφους, σε διάλεκτο ερμητικοψυχαναλυτική, ότι η μεταμφίεση της Γκαλά ήταν στην πραγματικότητα εμπνευσμένη από το σύμπλεγμα X. Επρόκειτο για μια φροϋδική μεταμφίεση.
Γυρίζοντας στο Παρίσι, βρέθηκε αντιμέτωπος με την ομάδα. Το σφάλμα του ήταν βαρύ: δημόσια αποκήρυξη μιας σουρεαλιστικής πράξης. Ο ίδιος ο Αντρέ Μπρετόν μου διηγήθηκε ότι σ’ αυτήν τη συγκέντρωση, στην οποία δεν ήμουν παρών, ο Σαλβαντόρ Νταλί έπεσε στα γόνατα, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα και τα χέρια ενωμένα, παίρνοντας όρκους ότι οι δημοσιογράφοι είχαν πει ψέματα, και πως ο ίδιος πάντα έλεγε, πάντα διαβεβαίωνε, ότι η Γκαλά είχε ντυθεί μωρό του Λίντμπεργκ δολοφονημένο.
― Λουίς Μπουνιουέλ, Η τελευταία πνοή, μτφρ. Μαρία Μπαλάσκα, εκδ. Οδυσσέας
19.44
9 ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΛΑΠΤΟΠ ΜΟΥ
Μια προσπάθεια να τιθασσευτεί το Ιmage Overload
1.
Ένα εξώφυλλο του (symbol), 2001. O Σωκράτης Σωκράτους πήρε μια σελίδα από περιοδικό και με τη γόμα έσβησε τη σιλουέτα. Εγώ πρότεινα να μπει ο τίτλος σαν λέξη του scrambble. Κάθε εβδομάδα κάτι άλλο. Ελευθερία της έκφρασης.
2.
Les valseuses (1974), του Μπερνάρ Μπλιέ. Ψηφίο ανεκτίμητο στην εφηβεία μου.
3.
Μια σχεδόν συγκινητική μεταμόρφωση. Κάτω από την πολυτέλεια των σημείων, κάτι ανυπεράσπιστο. Η γνώση ότι όσο κι αν το οχυρώσεις, το Μεσολόγγι πέφτει.
4.
5.
Η Cookie Mueller. Σκόνταφτα πάνω της συνέχεια, μέχρι να συνδυάσω ότι επρόκειτο για το ιδιο πρόσωπο. Έγραφε τεχνοκριτικές στο πρώτο «Details» (καμία σχέση με το κατοπινό – ήταν ένα μποέμ, χειρονομιακό έντυπο της καλλιτεχνίζουσας Νέας Υόρκης, ασπρόμαυρο όλο σε γαλατένιο velvet χαρτί, καρφίτσα και μια γλώσσα ποιητικής ντάγκλας), ήταν η φιλενάδα της Ντιβάιν/ Ντέιβενπορτ στο «Female Troubles», ήταν μια νύφη που έκλαιγε στη «Μπαλάντα» της Ναν Γκόλντιν, ήταν τέλος ένα πτώμα στο φέρετρο με φριχτά άσπρα άνθη, στην ίδια «Μπαλάντα». Πέθανε νέα, πολύ νέα. Ατρόμητη. Απόκοτη. Θαυμαστή. Την πάτησε τελικά.
6.
7.
Κάποιος που ήξερα. Ακομινάτου 22. Ρετιρέ. Κίτρινα γυαλιά ηλίου. Λύκρα εφαρμοστό πουκαμισο, με έιτις ηλιοβασιλέματα, ανοιχτό ως τη μέση, χρυσό σταυρό (με τίμιο ξύλο). Δασύτριχος. Μπερδεμένος. Ποτέ δεν κατάλαβα τι τύπος είναι, αν είχε νόημα η ζωή του, τι έβλεπαν οι άλλοι πάνω του. Δεν εχει σημασία πια. Χαθήκαμε.
8.
Σκόνταψε; Λιποθύμησε; Τη χτύπησαν; Ή παίζουν;
Τι μυθιστόρημα!
9.
H μόνη φορά που δείλιασα μπροστά σε φωτογραφία του Στάβερη ήταν αυτή. Είχαμε κάνει ένα θέμα για τα πέριξ της Βαρβακείου και φωτογραφίσαμε τις σεξεργάτριες. Δούλευε στο Ξενοδοχείο Πίνδαρος. Δεν είχε πρόβλημα να δείξει το πρόσωπό της, κάποια στιγμή βαρέθηκε και του είπε: «Τι με φωτογραφίζεις και δεν βάζεις την πουτσαρίκα στο μουνάκι;». Είχε την ηλικία της γιαγιάς μου, δεν ήταν η στερεοτυπική φιγούρα της πορνης – σκέφτηκα «Ας την αφήσουμε» και αρχικά δεν τη δημοσιεύσαμε... Μας έκανε παράπονο όταν βγήκε το τεύχος – «οι άλλες είναι καλύτερες;». Αν ζει, θα είναι 100 χρονών.
Κάθε που δημοσιεύουμε τετοιες φωτογραφίες, κάτι με πειράζει. Ακόμη και οι ειλικρινέστερες προσεγγίσεις της «άγριας πλευράς» έχουν ένα ποσοστό εξωτισμού. Κάνουμε τουρισμό στα βάσανα των άλλων. Είναι αντιπαθητικό. Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι μας έλκει σε αυτά τα θέματα; Πάντως όχι, δεν ήμασταν εντελώς ζώα – σαν την Ανούκ Αιμέ που πάει με το ανοιχτό αμάξι της στις φτωχογειτονιές της «Ντόλτσε Βίτα». Νομίζω νιώθαμε κάποια συγγένεια εξ αντανακλάσεως με αυτά τα πρόσωπα – χώμα όπως ήμασταν από την έλλειψη αυτοεκτίμησης και λύπες διάφορες (μιλάω για μένα).
Εξίσου αντιπαθητική βρίσκω πλέον τη νοσταλγία για Βαρδάρια, Κόκκινα Φανάρια, τσοντάδικα, μπορντέλα και τα τοιάυτα. Είναι σαν λιτανεία των ιερών λειψάνων μας – κυριολεκτικά. Ωραιοποιούν μια εποχή μεγάλης βίας και στενοχώριας. Το μονο καλό: τότε ήμασταν νέοι και φιλοπερίεργοι.
Μια εκπληκτική διασκευή ενός τραγουδιού του Ξαρχάκου από τη «Λόλα». Τέλεια συνύπαρξη Αγγελάκα και Βελιώτη. Σχολή Ψαραντώνη.
21.44
Οι μαρτυρίες του Βασίλη Πισιμίση από τα Βούρλα, την Τρούμπα, τα Κόκκινα Φανάρια κ.λπ. δεν έχουν να κάνουν με τις νοσταλγίες που λέγαμε. Είναι ιστορία. Είναι ο μόνος ίσως θαμώνας της ύστερης φάσης που ενδιαφέρθηκε να καταγράψει όσα είδε κι άκουσε από τους παλιότερους. Εξαιρώ μαρτυρίες που από σπόντα λένε άκρες-μέσες κάποια πράγματα (π.χ. τη συγκλονιστική αυτοβιογραφία του Βαμβακάρη), ή μερικά μπλογκ που ερανίζουν πληροφορίες. Εδώ είμαστε εντός θέματος, από πρώτο χέρι.
Το βιβλίο του «Βούρλα-Τρούμπα, Μια περιήγηση στο χώρο του περιθωρίου και της πορνείας του Πειραιά (1840- 1968)», εκδ. Μωβ, κυκλοφορεί ξανά σε νέα, αναθεωρημενη έκδοση. Διαβάστε ένα απόσπασμα:
«Ρε Τσάκα-τσούκα, με γουστάρεις;»
Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΒΙΟΥ ΒΙΚΤΩΡΑ, ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗ ΣΤΟ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ, ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΚΑΤΕΓΡΑΨΕ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΙΣΙΜΙΣΗΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «ΒΟΥΡΛΑ - ΤΡΟΥΜΠΑ»
«Εγώ πριν τον πόλεμο, μετά τη δουλειά μου τα βράδια, πούλαγα σποράκια, στραγάλια και φιστίκια με το καλαθάκι. Πήγαινα στους σινεμάδες και όταν δεν ξεπούλαγα, κατέβαινα στην Τρούμπα. Εκεί ήταν πιο ήσυχα. Στα Βούρλα δεν πήγαινα βράδυ γιατί εκεί ήταν όλο χασικλήδες, εκτός από κάτι απογεύματα πριν νυχτώσει, όταν ήταν φύλακας ο Μήτσος απ’ τον Πύργο. Μπασκίνας ήτανε· αλλά καλός άνθρωπος. Του ’δινα λίγα φιστίκια και μ’ άφηνε να τρυπώνω και να πουλάω μέσα, στις κοπέλες. Εκεί μου γυάλισε μια Κρητικιά – η Σούλα. Ήταν ψηλή, μελαχρινή, όμορφη κοπέλα. Είχε και δυο παιδιά· τα φύλαγε η μάνα της μου είχε πει. Εγώ της χάριζα στραγάλια για τα παιδιά της κι εκείνη μου έλεγε τον πόνο της. Είχαμε γίνει φίλοι. Πώς να της πω ότι ήθελα να πάω μαζί της; Όχι ότι δεν θα πλήρωνα, αλλά ντρεπόμουνα.
»Μια φορά από τις πολλές που κουβεντιάζαμε, φαίνεται πως το κατάλαβε. Φορούσε κάτι πολύ ανοιχτό κι εγώ δεν είχα ξεκολλήσει τα μάτια μου από τα στήθια της. "Ρε Τσάκα-τσούκα" μου είπε "με γουστάρεις;" (έτσι με φώναζαν, από τα σποράκια που πουλούσα. Ο Βίκτωρας ο Τσάκα-τσούκας). Εγώ ντράπηκα πολύ, αλλά είχα φουντώσει κιόλας. Χαμήλωσα τα μάτια μου και της έκανα νόημα με το κεφάλι, που σήμαινε ναι. Μ’ αγκάλιασε και κάναμε ό,τι κάναμε. Είπα να την πληρώσω αλλά δεν το δέχτηκε. "Από σένα θα πάρω λεφτά; Εσύ είσαι ο δικός μου άνθρωπος" μου είπε.
»Μετά ήλθε ο πόλεμος και χαθήκαμε. Τα Βούρλα έγιναν φυλακές. Εγώ δεν έβρισκα φιστίκια για να πουλήσω. Μόνο καμιά φορά στη μαύρη αγορά. Δεν τα έβαζα όμως στο καλαθάκι, γιατί στον δρόμο θα ’τρωγαν κι εμένα· όχι μόνο τα φιστίκια. Και με το δίκιο τους. Ο κόσμος πεινούσε. Πέθαινε απ’ την πείνα. Τα έκρυβα σε μια τσαντούλα πάνινη που είχα φτιάξει από μαξιλαροθήκη και πήγαινα στην Τρούμπα το βράδυ. Εκεί, είχα τους πελάτες μου – τις πατρόνες που είχαν τα σπίτια.
»Ένα βραδάκι, χειμώνας ήτανε κι έβρεχε πολύ, είχα αγοράσει λίγα φιστίκια και πήγα στην Τρούμπα να τα πουλήσω. Μπαίνοντας σ’ ένα σπίτι στη Νοταρά, όλες οι κοπέλες ήταν μαζεμένες γύρω από το μαγκάλι με τα κάρβουνα για να ζεσταθούνε. Μαζί και η χοντρή πατρόνα – δεν θυμάμαι τ’ όνομά της να σ’ το πω. Εγώ μουσκεμένος ως το κάκκαλο. Άκουσα τότε μια από τις κοπέλες να μου φωνάζει: "Ρε Τσάκα-τσούκα, τι θες εσύ εδώ;". Γνώριμη φωνή. Ήταν η Σούλα η Κρητικιά από τα Βούρλα, που είχαμε χαθεί.
»Έκατσα να ζεσταθώ λίγο μαζί τους και να μιλήσω με τη Σούλα. "Τι έγινες; Για πες μου, Σούλα". "Κατέβηκα στην Κρήτη με τα παιδιά και τη μάνα μου μόλις μας έδιωξαν από τα Βούρλα. Εκεί βρίσκεις και κάτι να φας. Αλλά μετά από λίγο καιρό είδα ότι δεν με σήκωνε άλλο το κλίμα. Όλο υπονοούμενα ήταν ο κόσμος και φοβήθηκα μη μάθουν τα παιδιά μου τη δουλειά που κάνω. Έτσι, ξαναγύρισα εδώ".
»Φεύγοντας, αφού πούλησα τα φιστίκια στην πατρόνα, φώναξα τη Σούλα να τη χαιρετήσω. Μόλις ήλθε κοντά μου, έβαλα το χέρι μου στην τσέπη –είχα κρύψει μισή χουφτίτσα φιστίκια– και της είπα: "Πάρε αυτά, να τα δώσεις στα παιδιά". "Μα τα παιδιά είναι στην Κρήτη". "Ε... τότε φάτα εσύ". Έφυγα γιατί ένιωθα ότι βουρκώνουν τα μάτια μου. Και η Σούλα μου φώναξε: "Α ρε Τσάκα-τσούκα, πάντα ο ίδιος έμεινες!".
22.41
«Ξαφνιαζόμαστε τα τελευταία χρόνια όποτε συνειδητοποιούμε την απήχηση που εξακολουθούν να έχουν σε ολοένα και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι φυλετικές θεωρίες και οι ρατσιστικές αντιλήψεις. Οι ιδέες που ταξινομούν τις ανθρώπινες ομάδες σε φυλές σύμφωνα με τα εξωτερικά τους φυσικά χαρακτηριστικά, και τις ιεραρχούν ανάγοντας τα χαρακτηριστικά αυτά σε διανοητική ικανότητα, πολιτισμικό επίπεδο και κοινωνική οργάνωση, είναι προϊόν του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Στη Δύση, επί έναν περίπου αιώνα, αποτέλεσαν απολύτως αποδεκτές και έγκυρες επιστημονικές θέσεις με τεράστια απήχηση στο ευρύ κοινό και τροφοδότησαν κρατικές πολιτικές για τη βελτίωση της φυλετικής ποιότητας σε πολλές χώρες, πριν γνωρίσουν τη διεθνή απόρριψη μετά τη σύνδεσή τους με τα εγκλήματα του ναζισμού κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο».
― «Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα». Ένα εξαιρετικό συλλογικό βιβλίο που μελετά τη διάχυση των φυλετικών θεωριών στην Ελλάδα και τα πολλαπλά νοήματα που παίρνει στον χρόνο η έννοια της φυλής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Οι δεκαετίες του ’20 και του ’30
και η «δημαγωγία του φυλετικού μυστικισμού»
Της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου
Διερευνώντας το μοτίβο της ελληνικής φυλής ή της ράτσας στα λογοτεχνικά κείμενα της δεκαετίας του '20, το βρίσκουμε σε κοινή χρήση, αλλά παρατηρούμε επιπροσθέτως ότι γίνεται διάκριση ανάμεσα σε καλούς και κακούς Έλληνες. Και, περιέργως, κακοί Έλληνες δεν είναι μόνο οι διάφοροι παθολογικοί χαρακτήρες, αλλά και εκείνοι που έζησαν στο εξωτερικό, ή σε αρρωστημένα περιβάλλοντα. Διαβάζουμε στους «Πρίγκηπες» (1924) του Θράσου Καστανάκη: «Μα τρέμω, τρέμω μήπως έρθει μια μέρα που... θέλει απλώσει στη φυλή μου η ράτσα του μετοίκου... Και τότες πάει το άτομο, πάει τότε και το Έθνος». Το έθνος, όπως και παλιότερα, είναι διχασμένο σε αυτόχθονες και τουρκομερίτες, τουρκόσπορους, δεξιούς, κομμουνιστές και λοιπές ομάδες που διεκδικούν τη δική τους ιδιαίτερη ταυτότητα.
Στο σημείο αυτό θέλω να διατυπώσω την υπόθεση ότι στη δεκαετία του '20 η «ράτσα» ως λογοτεχνικό θέμα δεν στηριζόταν κατ’ ανάγκη στο βιολογικό μοντέλο· ο λογοτέχνης χρησιμοποιούσε τον όρο όχι διότι υιοθετούσε αναγκαστικά την επιστημονική θεωρία, αλλά διότι αυτή η επιστημονική θεωρία τού προσέφερε το υλικό για μια ρητορική της διαφορετικότητας, της υπεροχής, της ισχύος. Είναι μια εποχή με μεγάλη ανάγκη για υπεραναπλήρωση, και αυτό φαίνεται καθαρά στα περιοδικά ποικίλης ύλης, όπου αφθονούν τα μυθιστορήματα για την επανάσταση του '21 και τα ληστρικά μυθιστορήματα, διά χειρός Ιωάννη Σκουτερόπουλου ή Ηλία Οικονομόπουλου, που διέπρεψαν σ' αυτό το είδος, είτε σε αυτοτελείς φυλλάδες είτε σε συνέχειες στα περιοδικά. Σύμφωνα με τα παραπάνω, καταλήγω στην άποψη ότι στη δεκαετία του '20 οι Έλληνες λογοτέχνες υιοθετούν και προωθούν τις ταξινομικές πρακτικές των βιοφυσικών επιστημών και είναι πρόθυμοι να περιθωριοποιήσουν και να στιγματίσουν, αλλά δεν ιδεολογικοποιούν τη «διαφορά» με όρους βιοϊατρικούς. Η χρήση της τυπολογίας του παθολογικού την περίοδο αυτή γίνεται ο καθρέφτης μιας κοινωνίας σε κρίση και, κατά τη γνώμη μου, δείχνει περισσότερο μια κοινωνία με πρόβλημα ταυτότητας που κατηγοριοποιεί, ταξινομεί, αλληλοπαρατηρείται με καχυποψία και δίνει δείγματα ενός εσωτερικού ρατσισμού που διαχωρίζει τους καλούς από τους κακούς Έλληνες. Η κατάσταση προαναγγέλλει τους διχασμούς που θα ακολουθήσουν και την αλληλοσφαγή μέσα στην ίδια «φυλή».
Όμως στη δεκαετία του ’30 συντελείται μια αλλαγή. Το ενδιαφέρον για τις βιοϊατρικές επιστήμες αυξάνεται. Πληθαίνουν τα εκλαϊκευτικά άρθρα για τις μεταδοτικές νόσους και την ευγονική. Οι επιστημονικές μελέτες για την τυπολογία των ανθρώπινων χαρακτήρων, όπως αυτή του Γερμανού ψυχιάτρου Ερνστ Κρέτσμερ, που δημοσιεύεται το 1931 στο περιοδικό «Κοσμοθεωρία» του Νικόλαου Λούβαρη, είναι πηγή φαντασιακών προβολών που βρίσκουμε και στα λογοτεχνικά κείμενα. Οι Έλληνες «κοσμοπολίτες» συγγραφείς μαθαίνουν πλέον καλά τη γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Πολ Μπουρζέ στο μυθιστόρημά του «Cosmopolis» (1892), στο οποίο οι θεωρίες περί κληρονομικότητας, φυλής, εθνικών χαρακτηριστικών φτιάχνουν ένα «κοσμοπολίτικο» συνονθύλευμα. Οι ιδέες της ευγονικής έχουν αρχίσει να διαδίδονται, ενώ ο λόγος περί της ιδιαιτερότητας της ελληνικής φυλής ξεπερνά τα εβραϊκά ανέκδοτα και προβάλλει ισχυρός, με επιστημονικοφανή επιχειρήματα. Τον λόγο αυτό τον ακούμε στα έγκριτα περιοδικά, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Περνάμε σε μια φάση όπου το πρόβλημα της παθολογίας προβάλλει καθαρότερα, χωρίς πλέον τον οιονεί εξωτικό διάκοσμο του περιθωρίου, των απόκληρων και των κατατρεγμένων. Υπάρχει ρητά το αίτημα για εξυγίανση και κάθαρση, διασαφηνισμένο στα περιοδικά «Νέοι Πρωτοπόροι», «Ιδέα, «Νέον Κράτος», «Νέα Γράμματα» και θεωρητικοποιημένο από τους στοχαστές της περιόδου, ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση.
Στην «Παρακμή των Σκληρών» (1933) ο Αγγελος Τερζάκης χρησιμοποιεί ως κομβικό το θέμα του κληρονομικού στίγματος, στο οποίο οφείλεται η παρακμή της οικογένειας των Σκληρών. Στο μυθιστόρημα του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη «Γερές και αδύναμες γενεές» (τριλογία, πρώτη έκδοση 1933, επανέκδοση το 1950 με τον τίτλο «Μαρία Πάρνη») το θέμα είναι η βιολογική παρακμή των κλειστών κοινωνικών ομάδων, με κεντρικό άξονα την ιστορία μιας οικογένειας με συμπτώματα εκφυλισμού που θα διασταυρωθεί όμως με μιαν άλλη που σφύζει από υγεία: οι αρρωστημένοι Έλληνες πρέπει να υποχωρήσουν μπροστά στους υγιείς. [...]. Πρέπει ωστόσο να επισημάνω ότι στην ίδια δεκαετία αρχίζει να ακούγεται ο αντίλογος και η λογοτεχνική υπονόμευση αυτών των στερεότυπων, και θα έρθει από τους «αλητογράφους», οπαδούς της ρομαντικής φυγής κατά το πρότυπο του Χάμσουν, στους αντίποδες των συγγραφέων του «περιθωρίου» της δεκαετίας του '20, όπως ο Σκαρίμπας με το «Θείο τραγί» του, από τους νεοτερικούς Κοσμά Πολίτη και Μέλπω Αξιώτη και από τους υπερρεαλιστές που τότε πρωτοεμφανίζονται στην Ελλάδα.
Στη δεκαετία του '30 η «δημαγωγία του φυλετικού μυστικισμού» και η υποκρισία περί της «περιούσιας φυλής των Ελλήνων», που καταγγέλλει ο Γιάννης Μηλιάδης το 1933 στο περιοδικό «Σήμερα» εμφανίζεται πιο οργανωμένη. Τόσο τα επιστημονικά άρθρα όσο και τα δημοσιογραφικά ή λογοτεχνικά κείμενα της περιόδου πυροδοτούνται από τις ίδιες φαντασιακές προβολές, και βρίσκουν επιστημονική στήριξη στις φυλετικές θεωρίες, ακόμη και εάν εκφράζονται σε διαφορετικά ιδιώματα. Το αίτημα για τον υγιή «νέο άνθρωπο» γίνεται πλέον κυρίαρχο και θα απασχολήσει γιατρούς, πολιτειολόγους και λογοτέχνες.
23.01
ΣΤΑ ΠΕΤΡΟΚΟΜΜΕΝΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
Για να είμαι ειλικρινής, διάβασα μόνο το τελευταίο μέρος από το βιβλίο του Πάτρικ Λη Φέρμορ «Καιρός του σιγάν», που μόλις κυκλοφόρησε από το Μεταίχμιο. Είναι το ταξίδι του στα «πετροκομμένα μοναστηρια της Καππαδοκίας», όπως τα είπε, αποφασιστικά, ο Σεφέρης, αυτά τα μοναδικά δημιουργήματα του μοναχισμού μέσα σε σμιλεμένους βράχους, σπηλιές φαγωμένες, διάστικτες από μάλλον αφελείς αγιογραφίες. Δεν θέλει πολύ. Είναι το θέμα συναρπαστικό, γράφει ωραία και ο Φέρμορ – ξεφεύγεις. Ένα απόσπασμα, καθώς ο Φέρμορ και η συντροφιά του πλησιαζουν στο φαράγγι τους κωνοειδείς βράχους και διακρίνουν τις εισόδους τους:
ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΒΑΣΕΙΣ των κώνων φάνηκαν μικρά σκοτεινά ανοίγματα, όπου έφτανες από αδρά λαξεμένα σκαλοπάτια. Κατεβαίνοντας στο φαράγγι κι ανεβαίνοντας στην τύχη σε μια από τούτες τις σκάλες, μπήκαμε σκυφτοί από μια σκοτεινή είσοδο. Τα σκαλιά κατέληγαν σε μια αίθουσα που τη φώτιζε μ' ένα τρεμοφέγγισμα από πάνω το φρεάτιο ενός φωταγωγού. Σιγά σιγά, μια βυζαντινή εκκλησία, περίπλοκη και σκοτεινή, πρόβαλε γύρω μας. (...) Η ψευδαίσθηση μιας συνηθισμένης βυζαντινής εκκλησίας ήταν απόλυτη.
Ο επόμενος κώνος είχε μέσα έναν ακόμα πιο περίτεχνο ναό ψηλά στην κορυφή, στο τέλος μιας σκοτεινής μητριαίας ανόδου. Η εκκλησία, πλούσια ζωγραφισμένη με Προδοσίες και Μυστικούς Δείπνους, είχε αψίδα, τρούλο και θολούς· κλιτή δεξιά κι αριστερά, και εικονοστάσι και νάρθηκα· ωστόσο –και τόσο πειστική ήταν η μίμηση μιας συμβατικά κατασκευασμένης εκκλησίας, που μας πήρε λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσουμε την παραδοξότητα– τρεις από τις τέσσερις κολόνες είχαν γκρεμιστεί από το κιονόκρανο και κάτω. Η εναπομείνασα μάς γεννούσε μια αίσθηση ανασφάλειας, σάμπως να ήμασταν παιδιά κάτω από ένα τραπέζι που ως εκ θαύματος στεκόταν σ’ ένα πόδι μόνο. Τα ζωγραφισμένα τόξα συνέκλιναν σε τρία «λοφία» που κρέμονταν εκεί σαν σταλακτίτες. Μονάχα τότε έγινε ολότελα φανερή η αλλόκοτη φύση αυτών των εκκλησιών. Μονάχα τότε θυμηθήκαμε την πελώρια, τυφλή, πέτρινη μήτρα που πίεζε απ’ όλες τις πλευρές και που, μέσα της, μοναχοί του δέκατου και του δωδέκατου αιώνα, σχεδιάζοντας το περίγραμμα των εισόδων με το σκεπάρνι και το καλέμι πάνω στην άδεια όψη του βράχου, είχαν με τρόπο τόσο εκπληκτικό σκάψει τα λαγούμια τους. Ποια πιο καθαρή απόδειξη μπορούσε να βρεθεί για τη βυζαντινή αυστηρότητα από τούτο το σκάψιμο, σε πείσμα κάθε δυσκολίας και αρχιτεκτονικής ανάγκης, αντιγράφων με τόση ακρίβεια; Ούτε μια λεπτομέρεια δεν αγνοήθηκε. Νάρθηκας, τρούλος, κολόνα, τόξο και βασιλική πελεκήθηκαν μέσ’ από το σκοτάδι με τόση σιγουριά σαν να ήταν πλίνθος βαλμένη πάνω σε ηλιοφώτιστη πλίνθο από τους εκκλησιαστικούς κτίστες της Θεσσαλονίκης και του Βυζαντίου.
Οι εκκλησίες είναι δεκάδες και τα γειτονικά ερημητήρια πλήθη. Κάθε δεύτερος κώνος έχει σκαφτεί σε θαλάμους όμοιους με κυψέλες, ώσπου, μερικές φορές, να γίνει κούφιος από τη βάση ως την κορυφή, σαν σάπιο δόντι. Πού και πού το σκοτεινό εσωτερικό έχει μέγεθος μικρού καθεδρικού ναού. Περιστασιακά, εκεί που ο βράχος είναι λεπτός, οι εύθραυστες πλευρές έχουν πέσει, εκθέτοντας στον ανοιχτό αέρα τους ζωγραφισμένους προφήτες και αγγέλους. Οι περισσότεροι, όμως, απεικονισμένοι σε άκαμπτες ιερατικές στάσεις, είναι κρυμμένοι στο κρύο μισοσκόταδο του βράχου (...)
Έπειτα, σκαρφαλώνοντας σ’ ένα αντέρεισμα στο μέσον ενός φαραγγιού, βρεθήκαμε να κοιτάζουμε μια βαθιά κοιλάδα, πράσινη από τις φυλλωσιές δαμασκηνιών και αγριομηλιών, που έριχναν τη σκιά τους σ’ ένα φιδωτό ποταμάκι. Τα πλαϊνά του φαραγγιού, επίσης, ήταν σκεπασμένα με τον άναρχο απόγονο ενός αμπελώνα: οι τελευταίες ρίζες από κλήματα και οπωρώνες που φύτεψαν εδώ οι μοναχοί πριν από μία χιλιετία. (Οι ευσεβείς μουσουλμάνοι της Καππαδοκίας πίνουν ακόμη έναν αραιό ωχρό ζύθο, όχι πολύ διαφορετικό από τα εκλεκτά κρασιά του Ανζού και του Μεν, μιμούμενοι τους χριστιανούς προκατόχους τους.) Η ερημιά εξανθρωπίστηκε. Καθώς κοιτούσαμε, ένα σμήνος από περιστέρια πέταξαν στο φαράγγι με ένα ξαφνικό θρόισμα και μ’ όλα τα φτερά να αντιφεγγίζουν ταυτόχρονα τον ήλιο, καθώς έκαναν κύκλο και κάθισαν σε έναν απ’ τους περιστερώνες που είχαν λαξεύσει για τα πουλιά οι εξαφανισμένοι μοναχοί. Είναι οι μόνοι επιζώντες.
Ποιοι ήταν αυτοί οι μοναχοί; Πότε ήρθαν και πώς ζούσαν; Ως και ο πατήρ Ζερφανιόν, ένας λόγιος Ιησουίτης που μελέτησε αυτή την κοιλάδα για είκοσι χρόνια, δεν μπόρεσε να βρει καμία εξήγηση. Έφτασαν ως ερημίτες για να ξεφύγουν από τη διαφθορά στο Βυζάντιο και την Αντιόχεια; Οι τρωγλοδυτικές τράπεζες, με τα μακριά πέτρινα τραπέζια, οι ληνοί και τα ρείθρα που έχουν λαξευτεί στον βράχο, οι μεγάλες εστίες που είναι ακόμη μαύρες από τον καπνό εκείνων των σχεδόν προϊστορικών γευμάτων, τα ράφια για τα κουζινικά και οι σχισμές για να κρεμιούνται κατσαρόλια, όλα φανερώνουν μια κοινοβιακή ζωή. Σειρές από τάφους σαν γούρνες είναι πλάι πλάι σε ειδικές ταφικές σπηλιές. Η χρονολογία των εκκλησιών συμπίπτει σχεδόν ακριβώς με την πρώτη εμφάνιση και εξάπλωση των Σελτζούκων Τούρκων στη Μικρά Ασία. Η Καππαδοκία, στους ειδωλολατρικούς χρόνους, ήταν φημισμένο καταφύγιο των ζωροαστριστών. Άραγε, αναζήτησαν και οι χριστιανοί καταφύγιο εδώ, για να ξεφύγουν από τους νιόφερτους βαρβάρους; Αυτές οι ορδές με το ξυρισμένο κεφάλι και την αλογοουρά, εγκαταλείποντας τις μουντές ασιατικές τους στέπες, σάρωσαν τις περιοχές προς δυσμάς με το γιαταγάνι και το τύμπανο, στα πρώτα στάδια του καταστροφικού τους ταξιδιού, που με το πέρασμα των αιώνων θα τους έφερνε ως τα τείχη της Βιέννης. Ενώ οι βυζαντινές στρατιές αντιστέκονταν στην τουρκική προέλαση, δεν θα ήταν διόλου παράξενο οι Έλληνες μοναχοί της Μικράς Ασίας να αναζήτησαν ένα μέρος για να κρυφτούν και να απομονωθούν. Οι τεράστιες πέτρες, βαλμένες σε εγκοπές όπου μπορούσαν να κυλήσουν, σφραγίζοντας την είσοδο μερικών από τις μεγαλύτερες σπηλιες, μοιάζει να επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση.
― Πάτρικ Λη Φερμορ, «Καιρός του σιγάν», μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Μεταίχμιο
00.22
«Κυριελέησον, κυριελέησον, κυριελέησον... Nα 'χα τώρα κάνα ανήλικο να το εξομολογήσω...»