Το πάρε-δώσε
Ο Σπάνιας, ένα ποίημα του Κarl Shapiro και ένας φοιτητής
ΞΕΦΥΛΛΙΖΑ ΧΘΕΣ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ που εκδόθηκε το 1972 στη Νέα Υόρκη από το Νίκο Σπάνια, ιδίοις αναλώμασιν φαντάζομαι, με μεταφράσεις ποιημάτων. Απαράμιλλες μεταφράσεις. Γουίτμαν, Πάουντ, Μπωντλαίρ, Λόρδο Βύρωνα... ― όλα τα καλά παιδιά. Κι ανάμεσά τους, ένας ποιητής που εκτιμήθηκε πολύ στα νιάτα του, θεωρήθηκε σύμβολο της γενιάς του, αλλά σιγά-σιγά έσβησε καθώς γερνούσε και σήμερα ελάχιστοι τον διαβάζουν. Συγκριτικά με όλους τους άλλους του μικρού βιβλίου, θα τον έλεγες ασήμαντο- ελάσσονα. Περιέργως όμως, αυτό το ποίημα ψηφιοποιώ σήμερα. Ισως γιατί αυτό ταιριάζει στο ύφος της μέρας (μου). Κι ίσως γιατί μου θυμίζει το φοιτητικό μου κόλλημα με την beat ποίηση που είχε το ρυθμό της μεγάλης ανάσας, της συνειδησιακής ροής - σα να βιάζεσαι να τα πεις όλα, δίχως τελείες, γιατί προέχει το ξέσπασμα της ειλικρίνειας, κι όχι το σμίλεμα και η καλλιλογία.
Ναι, το διακρίνεις, ότι δεν είναι μεγάλη ποίηση, αλλά έχει μια σχεδόν σωματική αμεσότητα. Ο Καρλ Σαπίρο (περί αυτού πρόκειται) ήταν τότε στο μέτωπο του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και έγραφε φλογώδη γράμματα στη γυναίκα που αγαπούσε ― αυτό το ποίημα είναι σαν ένα γράμμα, που μέσα του διακρίνεις την εξιδανίκευση που φέρνει η απουσία και η απόσταση και τον σαρκικό πόθο ενός μόνου άντρα (κόσμιο πόθο, παντως, σε σύγκριση με τους στίχους των μπιτνικ που τον επηρρέασαν).
Ξεχώριζα και τον Σπάνια ως φοιτητής. Ήταν κι αυτός Ζακύνθιος. Του είχα γράψει ένα αφελέστατο γράμμα στα 18 μου (το 1977), ότι θέλω να πάω στη Νέα Υόρκη και άν μπορεί να με βοηθήσει να βρω τίποτα άκρες. Μου απάντησε με μια σχεδόν πορνογραφική επιστολή― ήθελε μεγέθη της ανατομίας. Το γάλα της επαρχίας ήταν ακόμη πάνω στο χνούδι μου που έλεγα γένι, ένιωσα αμήχανα, δεν του ανταπάντησα. Αλλά με γοήτευε η περίπτωσή του, γιατί ήταν αυθεντικός. Είχε δημοσιεύσει, αν δε κάνω λάθος στην Οδό Πανός ένα αυτοβιογραφικό, σπονδυλωτό κείμενο που περιέγραφε τις αλητείες του, σεξουαλικές κυρίως, στη Νέα Υόρκη, αν και το μέγα πάθος του το αποσιωπούσε και το έμαθα αργότερα: την ηρωίνη.
Με τα σημερινά μυαλά, θα τού έστελνα όσες dick pics θέλει, αρκεί νά έφευγα από τα 30 τετραγωνικά της φοιτητικής εστίας. Δεν ήξερα όμως τότε ότι αδίκως τόσοι δαίμονες καβαλικεύουνε το σεξ― θα έπρεπε να γίνεται λίγο πιο χαλαρά το πάρε-δώσε της επιθυμίας, δεν χρειάζεται να το κάνουμε μεσανατολικό. Αν κάποιος σε θέλει πολύ, όταν είσαι στην ακμή σου, δεν έγινε και τίποτα να του διαθέσεις την αγάπη σου για μισή ώρα, αν λίγο θες κι εσύ. Η αγάπη δεν λήγει όπως το γιαούρτι ή η σάρκα. Γεννιέται νέα με κάθε άνοιξη, με κάθε βλέμμα.
Δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε.
Κράτησα την ορθογραφία του πρωτοτύπου (και το πολυτονικό).
Το γραμμα της νικης
Πρώτα-πρώτα, σ' άγαπώ γιά τήν γλυκειά μορφή σου. Γιατί τα μάτια σου
τά γαλανά κ’ έβρέϊκα μ’ έκφραση κάπως ξενική μά τόσο νόστιμη πάνω άπ’ τά μάγουλά σου, κυττουνε πιό πολύ παρά όνειροπολούνε.
Η όψη σου συχνά φέρνει στο νου μου κάποιο γαλανομάτικο μικρό παιδί
πού ή σιωπηλή του πονηριά τυράννιζε τά γονικά του καί μ’ έκανε νά τό μισώ καί τον κακό του θάνατο νά θέλω. Γι' αυτήν τήν ύπενθύμιση τήν θύελλα τής ψυχής μου καί γιά τό πρόσωπό σου, συχνά
τόσο όμορφο, σ’ άγαπώ καί σου εύχομαι νά ζήσεις. Πρώτα-πρώτα
σ’ άγαπώ γιατί περιμένεις, γιατί γιά χάρη σου δεν βαστώ παρά νά γράφω αύτές τις λέξεις, σ' άγαπώ γι’ αύτές τούτες τις λέξεις πού
τσιμπούν καί σέρνονται σάν έντομα πού άφήνουν λίγδα.
Σ’ άγαπώ γιά τήν φτώχεια σου πού σέ κάνει καί κλαις καί κάνει έμένα νά λυγίζω μέ δάκρυα ατσάλινα πού λοιώνουν σάν κερί στό χέρι σου, κι' όχι γι’ αύτόν τόν πόλεμο, σταγόνες φευγαλέες φωτίζοντας
σάν δαδιά τά εύρετήρια της χαράς μου, άλλά γιά τ' όνομά σου της άγωνίας, άγάπη μου, πού πήζει τά δυό χείλια μου με αλάτι.
Γιατί κάθε άρετή καί κάθε λάθος σου κι όλο το μεγαλείο της χάρης σου
κι' όλος τούτος ό έρωτας έρμηνευμένος κι' άνερμήνευτος είναι μιά ανάσα
μόνο. Σέ βλέπω μέ τήν κορμοστασιά σου της γυναίκας νά προβάλεις
θεόρατη καί πιό θεοτική άπό τις άργυρές σειρήνες τής όθόνης
Σέ βλέπω στήν άσκήμια του φωτός, μά είσαι ώραία. Καί μές στής άπουσίας τό ζόφο τό μάκρος σου σμίγει στό άκέραιο μέ τό σώμα μου
καθώς είμαι έτοιμος καί πεινασμένος. Ανοίγουνε τά μάτια μου αύτές τις μέρες σ’ ένα τοπείο άπό άνοιχτό παράθυρο μακρυά άπό τήν ξένη πολιτεία καί τήν σύρραξη.
Είσαι τό σπίτι μου καί μές τόν διάπλατο έρωτά σου όνειρευομαι νά βαδίσω κάτω άπό πύρινες σημαίες έως νά κλείσει ήρεμα ή πόρτα.
Δός μου τό αδάκρυτο μάθημα τής άξιοπρέπειάς σου, δίδαξέ με νά ζήσω ή νά πεθάνω σάν ένας πού αξιώθηκε τήν ανωνυμία, την αφοσίωση πού ένώνει μιά γυναίκα καί έναν άντρα σέ μιά κάμαρα
Δόσε μου τήν φτωχή κ' έλεύθερη κληρονομιά του λαού μας, όχι έπιπλα μόρφωσης, μήτε καί τήν υπεροψία του προφήτη, την τριμμένη ροή των λέξεων, τήν έπιτηδευμένη στάση του ηρώα, τις φιλοδοξίες
δυσανάλογες μέ τήν σάρκα, μά τ’ άπέριτα σκεύη του δωμάτιου όπου
κάποτε ό στοχασμός, σβέλτος καί έκτυφλωτικός, φωτίζει τούς θάλαμους
τής θέλησής σου, δείχνοντας τόν χαριτωμένο Παρθενώνα νά μέτρα του χρόνου τήν αιωνιότητα.
Οπως στό ράφι τά ψώνια, γυαλίζουν καί χαμογελουν, βάρη σημαντικά,
αγορασμένα μέ τά μεταλλικά λεπτά τής πληρωμής σου, έτσι καί
οί ώρες τούτες όρθωνονται σέ στιβαρές σειρές, προίκα νιά τήν συμβίωσή μας.
Πρώτα-πρώτα, σ αγαπώ γιατί τά χρόνια σου μέ πηγαίνουν στόν
άπλό καί βέβαιο θάνατό μου είτε στόν ανοιχτό γάμο μας, καί ούτε εύχομαι νά γυρίσω πίσω ζωντανός, ούτε κάν καλή τύχη, γιατί ή άγάπη μας έχει πια τέλεια συμπληρωθή ή ζήσω ή πεθάνω
Ταβέρνα στη Ζάκυνθο, 2022. Από το κινητό του αδελφού μου.