Διώξε τον συγγραφέα που σε διαμόρφωσε― κι επιστρέφει καλπάζοντας
Πώς ξαναγάπησα την Γιουρσενάρ, εκεί που πήγαινα γι' άλλα
Στο τελευταίο ταξίδι στο πατρικό μου, πήγα ως συνήθως φουριόζος, πήρα μόνο το λάπτοπ, και δυο αλλαξιές εσώρουχα. Διαβάζω πια ελάχιστα βιβλία, αν και είναι το μόνο που με συνεφέρνει.
Χαρμάνιασα όμως κάποιο πρωί και ήθελα κάτι να ξεφυλλίσω. Δεν είχα τίποτα. Σε ένα ντουλάπι, κλειστό μονίμως, η μάνα μου είχε τα απομεινάρια δεκαετιών ανάγνωσης. Τελείως κουφή σοδειά. Μια λαϊκή έκδοση από τα χρόνια του Γυμνασίου “Οι μεγάλοι φιλόσοφοι” ενός γερμανού που μου διαφεύγει το όνομα (φίσκα στα επίθετα μεγαλείου -ίδια για όλους), το Τάδε έφη Ζαρατούστρα, η Ασκητική, μια συμπαθητική μονοτυπία των εκδόσεων Γνώση με τον Ερωτικό του Πλούταρχου σε μετάφραση Μερακλή (και εξαιρετική εισαγωγή), τις Ωδές του Κάλβου σε μια εκδοσούλα τσέπης που μοίρασε η χούντα στους γυμνασιόπαιδες (χούντα ξεχούντα, ο Κάλβος δεν λερώνεται), το “Άλλη” της Νανάς Ησαϊα (!!) και ένα χοντρό κιμπάρικο, που ούτε θυμάμαι πότε κατέβασα: την Αλληλογραφία της Γιουρσενάρ “Γράμματα σε φίλους κι όχι μόνο” (900 σελίδες).
‘Εχω περάσει από 40 κύματα με τη Γιουρσενάρ -όπως περνάς με τις πρώτες αγάπες. Την λάτρεψα, την αποστήθισα, με διαμόρφωσε, την σιχάθηκα, την ξέχασα και αφού περασαν τα χρόνια την ξαναδιάβασα με τη λαχτάρα του άσωτου, που όσο κι αν ξεχνάει το σπίτι του, ο αναθρώσκων καπνός του φέρνει δάκρυα στά μάτια. Δάκρυα κυριολεκτικά.
Πάνε μόλις δυο μήνες που ξανακατέβασα απ’ το πιο ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης μου την πρώτη έκδοση του Αδριανού που μού είχε χαρίσει ο Αλέξης Δαμιανός στο κτήμα του στα Βασιλικά ―σε μεγάλο σχήμα, με τα ψηφιδωτά περιστέρια από το Τίβολι στο εξώφυλλο, που σίγουρα θα τα είχε δεί πολλές φορές κι ο Αδριανός όσο ζούσε. Όχι, δεν με ενοχλούσε πια η μουσική της γλώσσας, ένα στρογγύλεμα στις φράσεις που στα χρόνια της τσαντίλας μου το θεωρούσα ολίγον ροκοκό. Δεν διέκρινα περιττή καλλιέπεια, λόγια στο βρόντο, περιχυμένα επίθετα. Κάθε τι είχε το λόγο του. Κι υπήρχε βαθιά σκέψη πίσω από κάθε πρόταση― μια συμπαγής και στέρεη φιλοσοφία του ζην, πινδαρικής ανωτερότητας (δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη της μελέτη είναι για τον Πίνδαρο).
Η Αλληλογραφία της λοιπόν μου ήρθε κουτί. Άρχισα να τη διαβάζω τσιμπητά κι ανάκατα, γρήγορα όμως με πήρε από τα μούτρα.
Πρώτον, επιβεβαίωσα κάτι που μου είχε πει η Χατζηνικολή: η κυρία δεν μασάει. “Το έχεις δει το κέλτικο μάτι της;” με είχε ρωτήσει. “Δεν χαρίζει κάστανα”. Είναι μια απόλαυση (σε μια εποχή όπου η υποκριτική αμφιθυμία των δημόσιων σχέσεων έχει απονευρώσει κάθε κριτική) να βλέπεις μια γυναίκα να μιλάει ατρόμητα αλλά και χωρίς εμπάθεια για αυτό ακριβώς που πιστεύει. Με αμείλικτη ευγένεια, αληθινή έως τέλους, οδυνηρή σχεδόν, αλλά ποτέ ωμή και επιθετική. “Υποχρέωσή μας είναι να λέμε την αλήθεια” απαντά σε κάποιον που ζητά τη συμβουλή της. Το τηρεί ευλαβικά σε 900 σελίδες.
Δεύτερον, απολαμβάνεις το γερό πλέγμα της γνώσης της. Η κλασσική παιδεία κυλάει στο αίμα της, αβίαστα, φυσικά. Οι αναφορές της, έτσι χωνεμένες, έχουν την συμπύκνωση ενός χάικου, ώστε περιέργως να διδάσκεσαι την ουσία έργων που δεν έχεις διαβάσει μέσω ενός είδους διαισθητικής χάρης (δυστυχώς δεν μπορώ να το πω πιο απλά). Οπότε, το βιβλίο έχει μια πλούσια παιδευτική χροιά, ανθρωπιστικής ούτως ειπείν κλίσης, που θέλγει διαφωτίζοντας. Έμαθα πολλά, κόβοντας δρόμο (ή μάλλον πηδώντας φράχτες).
Τρίτον, φωτίζεται το έργο της. Για όποιον το αγαπά, αυτό είναι ηδονικό. Έτσι όπως μ’ αρέσει να διαβάζω χιλιάδες πράγματα μετά από την προβολή μιας ταινίας που μου άρεσε, η ίδια “σινεφιλική” φάση λειτουργεί για την λογοτεχνία που με διαμόρφωσε. Ο Ζήνων της Αβύσσου, ο Αδριανός, ο Αλέξης, ο Έρικ της Χαριστικής βολής, ο πρίγκηπας Ζένγκι, συνεχίζουν να ζουν καθημερινά στο μυαλό της δημιουργού τους― κι αυτό τους δίνει ένα βάθος νέο, λίγο παράδοξο, που όμως λειτουργεί.
Τέταρτον, χάρηκα (και ζήλεψα) τον τρόπο της ζωής της. Μιλάμε για μια αριστοκράτισσα, δεν το ξεχνάω, αλλά επιτρέψτε μου να ονειρεύομαι. Λίγες ζωές έχω ζηλέψει έτσι. Απομακρυσμένη από το ψιλόβροχο της μοντέρνας ζωής, στο νησί των Έρημων Βουνών, σε μια ξύλινη λευκή έπαυλη που ακόμα και τ΄όνομά της είναι άψογο (Petite Plaisance), στη σιωπή του μεγάλου χειμώνα, με τη σύντροφο της ζωής της Γκρέις Φρικ, τις σκιές των ηρώων της, βιβλία, δίσκους, γράψιμο ― ο τρόπος της είχε πάντα μια προσήλωση στα ουσιώδη και μια πειθαρχία στο μέτρο, που άρχιζε από το πόσες ώρες ανάβεις στο τζάκι (για λόγους οικολογίας, αν και οι θερμοκρασίες έξω ήταν πολικές), μέχρι το τι τροφές καταναλώνεις (το κρέας είχε εξοριστεί από το τραπέζι).
Ακόμα και η εν λόγω αλληλογραφία της, αν και πλούσια, υπήρξε επιλεκτική. Στις μακρές περιόδους που τα χιόνια έθαβαν τα ταχυδρομεία κι η απομόνωση ήταν πλήρης, η αυστηρών αρχών κυρία ήταν μια γυναίκα του κόσμου που τα είχε δει όλα και είχε αποφασίσει να ζήσει με τα λίγα και πολυτιμότερα: την αγάπη της συντρόφου της, την καθαρότητα της φύσης και την επάρκεια της τέχνης της.
Απόλαυσα αυτό το βιβλίο, πραγματικά. Ελπίζω να είναι ακόμα στο εμπόριο.