Η ζωή και το έργο της Madge Gill
Η πορεία της παραγνωρισμένης Βρετανίδας ζωγράφου της Outsider Art, από το ορφανοτροφείο και τον θάνατο δύο παιδιών της ως τη φετινή Μπιενάλε της Βενετίας.
Σε ένα από τα πρώτα και (σχεδόν) τελευταία μαθήματα ζωγραφικής που έκανα σε ένα φροντιστήριο προετοιμασίας για εισαγωγικές εξετάσεις στην Καλών Τεχνών στην Κυψέλη, ο δάσκαλος μού είχε πει κάτι που κρατάω ακόμη: «Αν επιμείνεις αρκετά σε αυτό που φτιάχνεις και βάλεις χρόνο και πίστη, είναι σίγουρο πως θα βγει κάτι. Μπορεί να μην είναι αυτό που περίμενες, αυτό που ήθελες ή φανταζόσουν. Αλλά θα είναι αυτό ακριβώς που είχες μέσα σου». Αυτό νιώθεις ότι συμβαίνει και στα έργα της Madge Gill: μια απόλυτη ευθυγράμμιση του μέσα και του έξω, που φτάνει στο χαρτί με την ειλικρίνεια που κρύβουν οι μικρές σημειώσεις που κάνουν οι γιαγιάδες μας στο τετράδιο που έχουν δίπλα στο τηλέφωνο, τις ώρες που το μυαλό τους είναι κάπου αλλού...
Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή...
H Maude Ethel (Madge) Eades γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1882, στο East Ham, μια συνοικία του Ανατολικού Λονδίνου. Ήταν το νόθο παιδί της οικογένειας και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των πρώτων της χρόνων σε απομόνωση, καθώς οι συγγενείς της δεν μπορούσαν να διαχειριστούν την ντροπή που τους προκαλούσε. Σε ηλικία εννέα ετών, παρά το γεγονός ότι η μητέρα της ήταν ακόμα ζωντανή, στάλθηκε στο ορφανοτροφείο «Girls' Village Home» στο Barkingside του Essex. Το 1896 βρέθηκε στον Καναδά μαζί με ακόμη 254 παιδιά, τα οποία προορίζονταν να γίνουν εργάτες σε αγροκτήματα και οικιακές βοηθοί.
Αφού πέρασε τα εφηβικά της χρόνια δουλεύοντας ως οικιακή βοηθός και νταντά μικρών παιδιών σε αγροκτήματα του Οντάριο, κατάφερε να επιστρέψει το 1900 στο East Ham για να ζήσει με τη θεία της, η οποία τη μύησε στον πνευματισμό και την αστρολογία. Βρήκε δουλειά ως νοσοκόμα σε ένα κοντινό νοσοκομείο, το Whipps Cross, και σε ηλικία 25 ετών παντρεύτηκε τον ξάδελφό της, χρηματιστή, Thomas Edwin Gill. Μαζί απέκτησαν τρεις γιους, εκ των οποίων ο δεύτερος πέθανε από την ισπανική γρίπη. Τον επόμενο χρόνο γέννησε ένα νεκρό κοριτσάκι και παραλίγο να χάσει και τη δική της ζωή, έπειτα από σοβαρή ασθένεια η οποία την άφησε κλινήρη για αρκετούς μήνες και τυφλή στο αριστερό της μάτι.
Κατά τη διάρκεια της ασθένειάς της, το 1920, απέκτησε ένα ξαφνικό ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και δημιούργησε μέσα στα επόμενα 40 χρόνια χιλιάδες έργα, τα περισσότερα με ασπρόμαυρο μελάνι. Δούλευε σε κάθε πιθανό μέγεθος, από μικροσκοπικές καρτ ποστάλ και αποκόμματα, έως τεράστια φύλλα υφάσματος, μερικά εκ των οποίων ξεπερνούσαν τα 9 μέτρα, ενώ μέσα σε ένα βράδυ μπορούσε να δημιουργήσει εκατοντάδες από τα εμμονικά της σχέδια.
Το 1922, η Madge Gill συναντήθηκε με τη δρ. Helen Boyle, αφού ο άντρας της αναζήτησε βοήθεια, ανησυχώντας για την ψυχική της υγεία. Η Boyle εισήγαγε την Gill για θεραπεία στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο «Lady Chichester» στην παραθαλάσσια περιοχή του Hove. Το νοσοκομείο ήταν γνωστό για την προοδευτική και ευγενική μεταχείριση των γυναικών, και πιστεύεται ότι υπήρξε ιδιαίτερα ενθαρρυντικό με την τέχνη της.
Στη διάρκεια της καλλιτεχνικής της ζωής πειραματίστηκε με μια μεγάλη ποικιλία μέσων, όπως πλέξιμο, γραφή, ύφανση και πλεκτά, αλλά ισχυριζόταν πως οι δημιουργίες αυτές καθοδηγούνταν από ένα πνεύμα που αποκαλούσε «Myrninerest» (πιθανώς από το, «my inner rest», που σημαίνει η εσωτερική μου ανάπαυση), ενώ συχνά υπέγραφε τα έργα της με αυτό το όνομα.
«Ήμουν σίγουρα καθοδηγούμενη από μια αόρατη δύναμη, αν και δεν μπορούσα να πω ποια ήταν η πραγματική της φύση», θα πει η ίδια για τη μυστηριώδη φύση της έμπνευσής της. Έπεφτε σε κάτι σαν έκσταση για να δημιουργήσει τα σχέδιά της, δουλεύοντας πάντα μόνη και συχνά έως πολύ αργά τη νύχτα, κάτω από το ημίφως των κεριών.
Στα έργα της αποτυπώνονται αλλοπρόσαλλα περιστρεφόμενα σχήματα και στρεβλά μοτίβα περιστρεφόμενα γύρω από γυναικεία πρόσωπα, που αναδιπλώνονται το ένα πάνω στο άλλο και δημιουργούν μια ιλιγγιώδη, αποσπασματική και εντελώς δική της πραγματικότητα. Γεμάτα με ζιγκ-ζαγκ και διασταυρώσεις, τα πολύπλοκα έργα της με τη σχεδόν παραισθησιακή ποιότητα μοιάζουν με προσωπικές ασκήσεις διαλογισμού.
Όταν ο νεαρός γιος της τραυματίστηκε σε ατύχημα με μοτοσικλέτα και έμεινε ανάπηρος για δύο χρόνια, η Madge περνούσε ολόκληρες νύχτες καθισμένη δίπλα στο κρεβάτι του, συνήθως ζωγραφίζοντας ή γράφοντας. Το 1932, ο άντρας της εισήχθη στο νοσοκομείο, με διάγνωση καρκίνου. Την ίδια χρονιά, σε ηλικία πενήντα ετών, η Madge συμμετείχε για πρώτη φορά σε μια ετήσια έκθεση ερασιτεχνών καλλιτεχνών του East End, που διοργάνωνε η θρυλική γκαλερί «Whitechapel».
Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1933, η Madge συνέχισε να ζει με τους γιους της, αλλά και να εκθέτει κάθε χρόνο στη «Whitechapel», έως το 1947, ζητώντας πάντα για τα έργα της αστρονομικά ποσά, από φόβο μήπως η πώληση κάποιου εξαγριώσει το πνεύμα της. Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, η Gill απολάμβανε τη φήμη της ως μέντιουμ της γειτονιάς της, του Upton Park. Διοργάνωνε κατά καιρούς «μαγικές» συνεδρίες, ή σεάνς, στο σπίτι της, συντάσσοντας ωροσκόπια και προσφέροντας προφητείες, ενώ εξακολουθούσε να φτιάχνει έντονα διακοσμημένα μαξιλάρια, παπλώματα και φορέματα, παράλληλα με τα ζωγραφικά της έργα.
Κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής της, υπέφερε από διάφορες ασθένειες και έγινε εγωκεντρική και δύστροπη, ενώ προς το τέλος είχε σταματήσει εντελώς να βγαίνει από το σπίτι της, και τη φρόντιζε ο γιος της, Laurie. Δούλευε κάθε βράδυ στην κρεβατοκάμαρά της, γέρνοντας με το ένα καλό της μάτι πάνω από τα σχέδιά της, σε αυτήν τη διαδικασία αυτοΰπνωσης που είχε εφεύρει. Σε ένα γράμμα της περιόδου εκείνης αποκαλύπτει πως η καλλιτεχνική δημιουργία τής είχε γίνει ένα τεράστιο βάρος: «Αγαπητή Λουίζ, εύχομαι να μπορούσα να είμαι φυσιολογική». Μετά τον θάνατο του πρωτότοκου γιου της, Bob, το 1958, θάνατο τον οποίο είχε προβλέψει χρόνια πριν, θα πέσει στο ποτό και θα σταματήσει οριστικά να ζωγραφίζει.
Το 1961, στο σκοτεινό βικτοριανό σπίτι της στο Plashet Grove, με τη βαριά επίπλωση, τα χειροποίητα χαλιά και τα παπλώματα, το γέρικο πλέον αγρίμι της Outsider Art με το όνομα Madge Gill άφησε την τελευταία του πνοή, δέκα ημέρες μετά τα εβδομηκοστά ένατα γενέθλιά του. Μετά τον θάνατό της, ανακαλύφθηκαν καταχωνιασμένα μέσα στο σπίτι χιλιάδες άγνωστα σχέδιά της.
Σήμερα η Gill είναι μία από τις πιο αναγνωρισμένες καλλιτέχνιδες της Outsider Art παγκοσμίως, με έργα της να συμπεριλαμβάνονται σε μεγάλες συλλογές τέχνης στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων στη συλλογή Art Brut του Jean Dubuffet στη Λωζάνη και στη συλλογή l'Aracine στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Λιλ. Φέτος ένα έργο της συμπεριλήφθηκε στην κεντρική έκθεση της Μπιενάλε της Βενετίας.
Διαβάστε ακόμη στο Notebook:
*Mε πληροφορίες από τη Wikipedia, την επίσημη ιστοσελίδα της, το περιοδικό Frieze, και την The Telegraph.