Στην μοναξιά των κάμπων με megabytes
Ημερολόγιο παπλώματος για την Κ ή κάνοντας φίλους στο ίντερνετ
39.6
Αγαπητή Κ.
Ο πυρετός φρυγανίζει το κεφάλι μου, το σώμα μου αχνίζει, ο κόσμος στην Ασκληπιού κάνει φασαρία. Η ζωή τους έξω τρέχει, γλιστράνε στην Μεθώνης, κάθονται στο Τανίνι, είναι 1, έχει πάει αργά, είναι τυχεροί και βρίσκουν τραπέζι. Καταπίνω δύο ντεπόν. Έχω περάσει την μέρα σερνόμενος από την κουζίνα στο κρεβάτι. Αρχίζω ξανά να ιδρώνω, το air-condition μουγκρίζει "κάνε κάτι βλάκα".
Σηκώνομαι.
Τα μάτια μου καίνε αλλά με αναγκάζω να σταθώ έστω μπροστά στην οθόνη του λάπτοπ μου. Ελπίζω κιόλας ότι η ζάλη του πυρετού θα κάνει τις λέξεις να βγαίνουν πιο εύκολα, χωρίς πολλές αναστολές. Επιχειρώ την φλώρικη βερζιόν του να κάνεις κόκα ή να παίρνεις μανιτάρια για να κάνεις κάποιου είδους τέχνη. Λογικά το πείραμα θα αποτύχει, τουλάχιστον όμως τώρα που τα γράφω αυτά έχω την πρόθεση να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου.
Αυτές τις μέρες νιώθω σαν σε πίνακα της Nicole Eisenman μια από αυτές τις ηλίθιες φιγούρες κλειδωμένες μέσα στο σπίτι ενώ έξω πέφτουν αστέρια. Κάνω μια ευχή. Μου τηλεφωνεί η Μελίνα κι επιστρέφω μαζί της για λίγο στην έξαλλη χώρα των υγιών. Με ποιον έκανε κάτι, ποιοι γύρισαν από διακοπές, ποιοι έφυγαν ήδη για το εξωτερικό και τέτοια. Μου λέει πως θέλει να βάλει κι αυτή την ζωή της σε μια σειρά αυτόν τον μήνα, να τελειώσει η πτυχιακή, να βρει καμιά δουλειά τέτοια... Έχουμε βγει όλοι παραταγμένοι με τα φαρασάκια μας.
Φθινόπωρο σημαίνει τάξη!
Καλύτερα λίγο ακόμη άρρωστος να βλέπω ταινίες και να προσπαθώ να σου γράψω μια απάντηση.
Ξεκινάω.
Πριν λίγο καιρό μου λες πως είχες γράψει κάποια κείμενα κυρίως χειρόγραφα και τα απεύθυνες σε εμένα. Δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ από κοντά αλλά είσαι από τους αγαπημένους μου ανθρώπους. Μάλλον δεν θα το θεωρήσεις τελείως περίεργο που στο λέω αυτό. Τα στόρυ σου στο ίνσταγκραμ είναι μαγικοί κήποι. Cabinets of curiosities. Ψάχνω κάθε φορά αναφορές, ονόματα, βιβλία και τραγούδια. Τρέχω να σε φτάσω, εσένα που είσαι πάντα μπροστά. Καμία φορά ελπίζω ότι αφήνεις όλα αυτά τα βιβλιοφιλικά ψίχουλα και για εμένα.
Αυτά λοιπόν είναι τα δικά μου ψίχουλα, οι χυμοί μιας επιβεβλημένης πολιτιστικής βοσκής.
Ακριβώς πριν αρρωστήσω με την 5η αμυγδαλίτιδα μου για φέτος είχα αγοράσει τα μικρά πεζά της Νίκης-Ρεββέκας Παπαγεωργίου από τις εκδόσεις Άγρα, σου μεταφέρω εδώ ένα κείμενο της από την σελίδα [17].
To δέντρο
Επειδή ήταν πολύ αγαπημένοι, όλη μέρα μπορούσαν να λεν σαχλαμάρες, χωρίς να πέφτουν απ τα κλαριά του πανύψηλου εκείνου δέντρου, όπου είχαν ανέβει για να ναι μόνοι, ανάμεσα στους ωραίους καρπούς που ακίνητοι άκουγαν, με μιαν αμείωτη και συγκινημένη σοβαρότητα. Ύστερα έπαψαν ν'αγαπιούνται, πιάσαν μια ατελείωτη σοβαρή κουβέντα. Τότε το δέντρο τους τίναξε κάτω μαζί με τους άλλους ανθρώπους. Αυτό το δέντρο δεν αστειεύεται, οι καρποί του είναι είρωνες κι αυστηροί, έχουν εξάλλου ειδικευτεί στη μετάφραση.
— Του Λιναριού τα Πάθη, ο Μέγας Μυρμηγκοφάγος, Εκδόσεις Άγρα 1986.
Άλλες σελίδες που μου αρέσαν πολύ είναι οι εξής: [22], [31], [48], [69], [76], [84], [107].
Ακούς Men I Trust; Θα σου συνιστούσα να βάλεις το άλμπουμ τους Oncle Jazz να παίζει όσο μιλάω, θα πάρει κάποια ώρα όλο αυτό. Στα προσεχώς: Sophie Calle / Chris Kraus / Agnes Varda.
Ίσως όλη αυτή η εξομολόγηση, όλες αυτές οι προσωπικές, εσωτερικές ειδήσεις, να έχουν πλάκα για κάποιον εκτός από εμάς τους 2. Μπορεί πάλι και όχι. Πάντως αυτά είναι τα γούστα μας, χωρίς ντροπές ή ψέμματα.
(χεστήκατε)
38.8
Μου λες πως είμαστε σαν την Ανίες με τον Ντεμί στο συνεργατικό.
Μ'αρέσει αυτή η εικόνα. Μαντεύω τα βιβλία που διαβάζεις, ξέρω τις ταινίες που σου αρέσουν, έχω απορία τι θα συζητάγαμε από κοντά, μπορεί και τίποτα, μπορεί και να βαρεθούμε ο ένας τον άλλο θανάσιμα αν βρεθούμε ποτέ. Μιλάμε πάντως την ίδια γλώσσα, και κάποιες μέρες ζούμε στον ίδιο κόσμο 2 κατοίκων, δεν ξέρω αν το βλέπεις κι εσύ. Η Virginia Woolf λέει ότι το να ξέρεις σε ποιον γράφεις, σημαίνει να ξέρεις και πως να γράφεις. Σε κάποια πράγματα είσαι σκέφτομαι η μοναδική μου αναγνώστρια, πειρατής από τον κουλ κόσμο σου.
Πέρα από παιδόφιλους στο Ίντερνετ βρίσκεις κι αυτό, εμάς.
Ένα κινητό στην Αθήνα, ένα στο Βερολίνο, ένα στην Ανάφη, ένα στο Παρίσι, ο Preciado γράφει ότι οι οθόνες είναι το νέο δέρμα του κόσμου μας. Αν μιλούσα στην γιαγιά μου για εσένα θα ανησυχούσε πολύ, "δεν ξέρεις ποτέ με ποιον μιλάς στο ίντερνετ"... Ναι γιαγιά, θα της έλεγα εγώ. "Τώρα μου λες ναι, αλλά στην πραγματικότητα με κοροϊδεύεις" θα απαντούσε. Αν της έλεγα βέβαια ότι η μαμά σου είναι συγγραφέας και κάπως γνωστή θα άλλαζε γνώμη, σίγουρα. Είναι άλλωστε ένα από τα ελάχιστα πράγματα που ξέρω για εσένα, εσύ μάλλον ξέρεις ακόμα λιγότερα, η δική μου μαμά πάντως, είναι δικηγόρος, αν σε ρωτήσουν.
38.9
Ανοίγω παρένθεση:
Αυτές τις μέρες βλέπω μανιωδώς ταινίες, από το Χάρρυ Πόττερ ως κάτι περίεργα soft-porn που ξεθάβω στο mubi. Ξεκινάω χθες βράδυ να βλέπω το "The Gleaners and I" της Agnes κυρίως για την σκηνή στην οποία πιάνει με την χούφτα της τα περαστικά αυτοκίνητα στον αυτοκινητόδρομο.
Έχεις δει τον κρυφό κήπο της στο 86, Rue Daguerre στο Παρίσι; Τις τελευταίες μέρες μου εκεί κατάλαβα ότι απέναντι σε ένα καημένο Amorino που τρώγαμε παγωτό κοντά στο σπίτι της Ναταλίας βρισκόταν το ροζ καταφύγιο της, με τον μακρύ ακάλυπτο κηπάκο.
Κι ένιωσα λίγο βλάκας, σαν να με πήρε τηλέφωνο η γιαγιά μου και να μου είπε «με ξέχασες». Κι είχε δίκιο, τώρα λοιπόν το διορθώνω και ξαναβλέπω τις ταινίες της εμμονικά. The queen of the margins, πρώτη στην παρέλαση των τεράτων, φαντάζομαι πλαστικές καρέκλες και γάτες. Σινεμά χαράς και χαίρομαι, κι αλλά κλισε που είναι είναι πολύ σημαντικά για να μπούν σε παρένθεση, θα σου τα πω άλλη φορά.
Κλείνω την παρένθεση.
39.1
Σε ένα ποίημα που βρίσκω λίγο μετά σε κάποιο αδέσποτο pdf, ο Schuyler απαριθμεί τα πράγματα που του φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Το κόψιμο των κρεμυδιών, ο λιγοστός ύπνος, τα ζώα στους ζωολογικούς κήπους, η ομορφιά, α και το να πας και να μην πας σινεμά.
Κατά λέξη γράφει: going to the movies and not going.
Πόσο όμορφη φράση και πόσο κοντά μου την νιώθω αυτή την στιγμή. Σκέφτομαι τις φορές που έχω περάσει μπροστά από το σινεμά και στην Αθήνα και στο Παρίσι και δεν έχω μπει, γιατί είχε πολύ κόσμο κι εγώ τύχαινε να είμαι μόνος μου. Έφτανα ως εκεί και το μετάνιωνα, γιατί είδα κάποιον γνωστό μου να περιμένει για εισιτήρια κι εγώ δεν φόραγα ωραία μπλούζα, σου έχει συμβεί; Νομίζω εσύ είσαι πολύ κούλ για να το πάθεις αυτό, σε ζηλεύω για αυτό. Πιστεύω ξυπνάς το πρωί και τρως αβοκάντο με αυγό πάνω σε πολύσπορο ψωμί, και ένα τζίντζερ σοτ για δύναμη. Δεν φαντάζομαι να αρρωσταίνεις εσύ τόσο συχνά, απίθανο. Θα σου αρέσουν και τα αχλάδια. Σίγουρα.
Σου διαβάζω James Marcus Schuyler
Crying is a habit with me.
You mustn’t mind: onions make me
smog
headlines in the Daily News,
not getting enough sleep
going to the movies and not going.
Fear of getting bawled out by people shorter than me,
animals in zoos,
deserted buses late at night,
teargas, hunger, frustration
sob
and, oh, yes,
superfluous lines of verse and great beauty
move me to tears,
sliding out of me like oil
out of an over-oiled electric fan
—Tears, Oily Tears
38.6
Πιάνω στο κρεβάτι -ως εύκολο και fun, για δεύτερη φορά το βιβλίο I LOVE DICK της Chris Kraus; Η εμμονή της πρωταγωνίστριας μου θυμίζει λιγάκι αυτό που κάνω κι εγώ τώρα σε μια πιο ψύχραιμη έκδοση.
Σκέφτομαι κιόλας ότι υπάρχει κάτι τελικά που μας τραβά σε όλα αυτά τα έργα που θολώνουν την ζωή με το κείμενο, και αυτό είναι ότι έχουμε κουραστεί με την ιδέα της βαριάς κουλτούρας, τις πολλές αναφορές και την φλύαρη θεωρία, είναι σχεδόν ανακουφιστικό όταν ερχόμαστε σε επαφή με ένα έργο το οποίο δημιουργήθηκε απλά γιατί έτσι, χωρίς την φιλοδοξία να είναι ούτε πολύ καλό ούτε πολύ κακό.
Αντιγράφω από την πρώτη σελίδα:
Η Chris Kraus, μια 39-χρονη πειραματική κινηματογραφίστρια και ο Sylvere Lotringer, ένας 56-χρονος καθηγητής πανεπιστημίου από την Νέα Υόρκη, βγαίνουν για φαγητό με τον Dick ____, έναν συγγραφέα στον τομέα της πολιτιστικής θεωρίας, και γνωστό του Sylvere, σε ένα sushi-bar στην Pasadena... Πίσω στο σπίτι του Dick η βραδία κυλά σαν την μεθυσμένη πρωτοχρονιά στο My Night at Mauds του Eric Rohmer. Η Chris παρατηρεί ότι ο Dick φλερτάρει μαζί της, η απλωμένη εξυπνάδα του ζορίζεται ανάμεσα στις λέξεις και αποκαλύπτει μια μοναξιά που μόνοι αυτοί οι 2 μοιράζονται.
Το ζευγάρι παθαίνει εμμονή μαζί του και τον επόμενο χρόνο του γράφουν - και σε ορισμένες περιπτώσεις του ταχυδρομούν, δεκάδες γράμματα, ερωτικές επιστολές, εξομολογήσεις. Το βιβλίο είναι φανταστικό, νιώθεις σαν να ακολουθείς τα έργα της Sophie Calle απο μέσα, είναι έξυπνο, γρήγορο, και κυρίως διασκεδαστικό. Αν έπρεπε να προτείνω κάπου ένα φρέσκο βιβλίο θα διάλεγα αυτό, κι ας κυκλοφόρησε το 1997. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα τέτοιο βιβλίο αν κυκλοφορούσε σήμερα, κι αν ο Dick, ήταν γυναίκα, α γιατί ναι ξέχασα να σου πω το σημαντικότερο, το Dick δεν είναι ένα φανταστικό όνομα, αλλά το μικρό όνομα του Dick Hebdige, του κάποτε διάσημου και καταξιωμένου κοινωνιολόγου που έγραψε ένα σήμερα λιγάκι cult βιβλίο για τις υποκουλτούρες.
ΝΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΣΤΕΛΝΕΙ Η CHRIS ΣΤΟΝ DICK:
♦
Crestline, California
December 9, 1994
Dear Dick,
Since Sylvere wrote the first letter, I'm thrown into this weird position. Reactive—like Charlotte Scant to Sylveres Maggie Verver, if we were living in the Henry James novel The Golden Bowl-the Dumb Cunt, a factory of emotions evoked by all the men. So the only thing that I can do is tell The Dumb Cunts Tale. But how?
Sylvere thinks its nothing more than a perverse longing for rejection, the love I feel for you. But I disagree, at bottom I'm a very romantic girl. What touched me were all the windows of vulnerability in your house... so Spartan and self-conscious. The propped up Some Girls album cover, the dusky walls—how out of date and declasse. But I'm a sucker for despair, for faltering— that moment when the act breaks down, ambition fails. I love it and feel guilty for perceiving it and then the warmest indescribable affection floods in to drown the guilt. For years I adored Shake Murphy in New Zealand for these reasons, a hopeless case. But you're not exactly hopeless: you have a reputation, self-awareness and a job, and so it occurred to me that there might be something to be learned by both of us from playing out this romance in a mutually self-conscious way. Abstract romanticism?
It's weird, I never really wondered whether I'm your type. ('Cause in the past. Empirical Romance, since I'm not pretty or maternal, I never am the type for Cowboy Guys.) But maybe action's all that really matters now. What people do together overshadows Who They Are. If I can t make you falll in love with me for who I am, maybe I can interest you with what I understand. So instead of wondering 'Would he like me?' I wonder 'Is he game?'
When you called on Sunday night, I was writing a description of your face. I couldn't talk, and hung up on the bottom end of the romantic equation with beating heart and sweaty palms. It's incredible to feel this way. For 10 years my life's been organized around avoiding this painful elemental state. I wish that I could dabble like you do around romantic myths. But I can't, because I always lose and already in the course of this three-day totally fictitious romance, I've started getting sick. And I wonder if there'll ever be a possibility of reconciling youth and age, or the anorexic open wound I used to be with the money-hustling bag that I've become. We suicide ourselves for our own survival. Is there any hope of dipping back into the past and circling round it like you can in art?
Sylvcre, who's typing this, says this letter lacks a point. What reaction am I looking for? He thinks this letter is too literary, too BaudriIlardian. He says I'm squashing out all the trembly little things he found so touching. Its not the Dumb Cunt Exegesis he expected. But Dick, I know that as you read this, you'll know these things are true. You understand the game is real, or even better than, reality, and better than is what its all about. What sex is better than drugs, what art is better than sex? Better than means stepping out into complete intensity. Being in love with you, being ready to take this ride, made me feel 16, hunched up in a leather jacket in a corner with my friends. A timeless fucking image. It's about not giving a fuck, or seeing all the consequences looming and doing something anyway. And I think you -I- keep looking for that and it's thrilling when you find it in other people.
Sylvere thinks he's that kind of anarchist. But he's not. I love you Dick.
Chris
Για αυτό το παιχνίδι που μιλά η Kraus, το "Are you game", μιλά και ο Μπάρτ στην Απόλαυση του κειμένου: "Δεν είναι το πρόσωπο του άλλου που είναι αναγκαίο, είναι ο χώρος: η δυνατότητα μιας διαλεκτικής του πόθου, μιας μη-πρόβλεψης: το παιχνίδι να μην κλείσει, να υπάρχει ανοικτό παιχνίδι". Ίσως κι εμείς να είμαστε τα φανταστικά υποκείμενα ο ένας του άλλου, δυο φανταστικοί - με κάθε έννοια, αναγνώστες;
EXEIΣ ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΗ ΧΡΟΝΟ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ SOPHIE CALLE;
37.4
Με τρόπο σχεδόν φυσικό καταλήγω να διαβάζω το Suite Venetienne, απο την άλλη βασίλισα της παρανοικής αυτό-μυθο-πλαστικής τέχνης, την Sophie Calle.
Την αφήνω να εξηγήσει:
Για μήνες ακολουθούσα ανθρώπους στον δρόμο. Για την απόλαυση του να τους ακολουθώ, όχι επειδή με ενδιέφεραν ιδιαίτερα. Τους φωτογράφιζα εν αγνοία τους, σημείωνα τις κινήσεις τους, και τελικά τους έχανα από τα μάτια μου και τους ξεχνούσα. Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1980, στους δρόμους του Παρισιού, ακολούθησα έναν άνδρα τον οποίον μερικά λεπτά αργότερα έχασα. Το ίδιο βράδυ, εντελώς τυχαία, μου συστήθηκε στα εγκαίνια μιας έκθεσης. Κατά τη διάρκεια της σύντομης συζήτησής μας, μου είπε ότι σχεδίαζε ένα επικείμενο ταξίδι στη Βενετία και αποφάσισα να τον ακολουθήσω.
*
Το Suite Vénitienne είναι το βιβλίο που προέκυψε από αυτό το πρότζεκτ, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1979. Σε αυτό η Calle καταγράφει τις προσπάθειές της να ακολουθήσει το θύμα της. Τηλεφωνεί σε εκατοντάδες ξενοδοχεία, επισκέπτεται ακόμη και το αστυνομικό τμήμα της πόλης, για να εντοπίσει τον τόπο διαμονής του, και έπειτα πείθει μια γυναίκα που έμενε απέναντι του να την αφήσει να τον φωτογραφίσει από το παράθυρό της.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
(μη βαρεθείτε, μιας και φτάσατε ως εδώ - έχουν πλάκα)
Δευτέρα. 11 Φεβρουαρίου 1980.
10:00 μ.μ. Gare de Lyon. Πλατφόρμα Η. Χώρος επιβίβασης.
Ο πατέρας μου με συνοδεύει στην πλατφόρμα. Κουνάει το χέρι του. Στη βαλίτσα μου: ένα σετ μακιγιάζ για να μπορώ να μεταμφιέζομαι- μια ξανθιά περούκα με μπούκλες- καπέλα, πέπλα, γάντια, γυαλιά ηλίου- μια Leica και ένα Squintar (ένα εξάρτημα φακού εξοπλισμένο με ένα σετ καθρεφτών για να μπορώ να τραβάω φωτογραφίες χωρίς να σημαδεύω το υποκείμενο). Φωτογραφίζω τους επιβάτες των άλλων κουκετών και στη συνέχεια πέφτω για ύπνο. Αύριο θα δω τη Βενετία για πρώτη φορά.
Παρασκευή. 15 Φεβρουαρίου 1980.
10:00 π.μ. Φεύγω από τη Locanda Montin ως μελαχρινή και φοράω την περούκα μου σε ένα μικρό στενάκι εκεί κοντά. Θα το κάνω έτσι κάθεμερα. Δεν θέλω να μπερδέψω τους ιδιοκτήτες. Ήδη με φωνάζουν Sophie. Ρωτάω για τον Henri B. σε όλα τα ξενοδοχεία που έχουν ένα μικρό όνομα για επωνυμία: το Da Bruno, το Leonardo, το San Moise, το Alex ... Την ώρα του μεσημεριανού γεύματος, κοιτάζω μέσα από τα παράθυρα των εστιατορίων. Βλέπω πάντα τα ίδια πρόσωπα, ποτέ το δικό του. Βρίσκω κάποια παρηγοριά στην γνώση ότι δεν είναι εκεί που τον ψάχνω. Ξέρω πού δεν είναι ο Henri B.
Για λίγες στιγμές, παίρνω μια διαφορετική κατεύθυνση και ακολουθώ αφηρημένα έναν διανομέα λουλουδιών - λες και μπορεί να με οδηγήσει σ' αυτόν.
2:00 μ.μ. Κάθομαι μπροστά από το τηλέφωνο στο σπίτι της Anna Lisa G.. Ο κατάλογος των ξενοδοχείων της Βενετίας, χωρίς το Λίντο, περιλαμβάνει 181 ονόματα χωρισμένα σε διάφορες κατηγορίες: deluxe, πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης κατηγορίας, Pension. και πανδοχεία. Θα τα αναφέρω όλα με την αντίστοιχη σειρά. Έτσι θα καλέσω τους αριθμούς για τα ξενοδοχεία Bauer Gram. Id, Ciprian Gritti, Carlton Executive, Europa & Brittania, Gabrielli, Londra, Luna, Metropole, Monaco & Grand Canal, Park Hotel, Regina & Di Roma, Satumia & International, Ala, All'Angelo, Al Sole Palace, Austria, Bel Sitio, Bisanzio, Bonvecchiati, Boston, Capri, Carpaccio, Casanova, Cavaletto, Concordia, Continental, Corso, De L: Alboro, Do Pozzi, Flora, Giorgione, La Fenice, Montecarlo, Patria Tre Rose, Principe, Residence Palace, San Marco, Terminus, Torino, Union, Universo, Adriatic°, Alla Fava, Antico Panada, Astoria, Ateneo, Atlantide, Basilea, Canal...
Πέμπτη. 21 Φεβρουαρίου 1980.
9:00 π.μ. Χτυπάω στο σπίτι του Δρ. Η καθαρίστρια μου ανοίγει την πόρτα. Είναι μόνη στο σπίτι. Της είπαν να με πάει με την άφιξη μου, στον ξενώνα. Την ακολουθώ. Με τη Leica μου εξοπλισμένη με το Squintar, πλησιάζω το παράθυρο. Βρίσκομαι μόλις λίγα μέτρα από την είσοδο της Casa de Stefani (εκεί όπου μένει). Τον περιμένω σκυμμένη. Κατά διαστήματα φωτογραφίζω τους περαστικούς. Αν τον δω να βγαίνει έξω, δεν θα τον ακολουθήσω. Θέλω μόνο να τον παρακολουθήσω άλλη μια φορά στα κρυφά, να τον φωτογραφίσω, αλλά δεν θα ήθελα να τον ενοχλήσω, να τον δυσφορήσω.
10:00 π.μ. Ένας νεαρός χτυπάει στο σπίτι του Ζ., αφήνει ένα φακελάκι και μετά φεύγει.
11:30 π.μ. Του δίνω μια τελευταία ευκαιρία: Μετράω μέχρι το εκατό, δεν εμφανίζεται, φεύγω.
Μεσημέρι.
Περιπλανιέμαι στην Πιάτσα Σαν Μάρκο. Κατά τη διάρκεια του απογεύματος φωτογραφίζω την Calle del Traghetto, κάθε κομμάτι, από κάθε πλευρά. Μια απελπισμένη κίνηση. Αλλά τι να κάνω; Απόψε θα προσπαθήσω να μην τον πλησιάσω. Θα ξεκουραστώ, θα τον ξεχάσω για λίγο. Η μέρα μου πέρασε σε σύγχυση. Τα παρατάω;
Πηγαίνω για ύπνο νωρίς.
Παρασκευή. 22 Φεβρουαρίου 1980.
9:00 π.μ. Όπως έκανα και χθες, παραμένω στο παράθυρο του Δρ. Αποχωρώ στις 11:00 π.μ. χωρίς να τον έχω δει.
11:20 π.μ. Πιάτσα Σαν Μάρκο. Ένας ντόπιος φωτογράφος, με βγάζει φωτογραφία μπροστά στην εκκλησία. Με μια ξανθιά περούκα, το απλωμένο χέρι μου γεμάτο σπόρους για τα περιστέρια, άγνωστοι με παρακολουθούν να ποζάρω: ντρέπομαι. Κι αν με είδε;
Περιπλανιέμαι νωχελικά στους δρόμους. Είμαι κουρασμένη. Το απόγευμα περνάει έτσι, απελπισμένα, αφηρημένα. Μήπως η περιπέτειά μου μαζί του τελείωσε επειδή με ανακάλυψε, επειδή ξέρει;
Στις 6:00 μ.μ. πηγαίνω στη συνάντηση που έχει κανονίσει ο αντικέρ. Χτυπάω το κουδούνι, η πόρτα ανοίγει. Ανεβαίνω στον δεύτερο όροφο. Ο Λουίτζι με υποδέχεται. Του θυμίζω ότι με έστειλε ο Henri B. Αναφωνεί: "Ω, ναι! Αυτός που η γυναίκα του είναι επιπλοποιός. Ο Daniele D. ήταν αυτός που μου τον έστειλε". Κουνάω το κεφάλι μου. Ο Luigi θυμάται την επίσκεψή του- θυμάται με δυνατή φωνή: "Πράγματι, κουβεντιάσαμε για αρκετή ώρα τις προάλλες. Ήρθε να ρωτήσει αν θα μπορούσα να τον κατευθύνω σε εγκαταλελειμμένα παλάτια. Αλλά δεν ήμουν πραγματικά σε θέση να τον βοηθήσω". Ο Λουίτζι με κοιτάζει σαν να περιμένει να επιβεβαιώσω αυτή την πληροφορία. Παραμένω σιωπηλή, εκείνος συνεχίζει.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
36.6
Δεν ξέρω τελικά, αν θα ήταν και τόσο καλή ιδέα να βρεθούμε όταν επιστρέψεις Ελλάδα. Τι κι αν αυτό ήταν αυτό που χρειαζόμασταν, ένα άγνωστο μικρό δαχτυλάκι, μια γλυκιά διαδικτυακή χειραψία.
Περνάει ο παλιατζής, όλα τα παλιά σύννεφα μαζεύει. Τέλος χρόνου αλλά θα πω ακόμη αυτό:
Το Κλάρα είναι το πιο όμορφο όνομα που έχω ακούσει ποτέ.
Φιλί.