»Πέρασα τοΣαββατοκύριακο στην Κρήτη, εκεί που οιρακές ποτέ δεν σε χτυπάνε και ταντολμαδάκια είναι πάντα πιο νόστιμα,καλεσμένος από την εξαιρετικήΚινηματογραφική Λέσχη Ηρακλείου, σεμια εκδήλωση-ομιλία με θέμα την κριτική.Μια κριτική για την κριτική, με εισηγητέςκριτικούς, στην Κρήτη, και με παριστάμενουςανθρώπους που εξακολουθούν ναενδιαφέρονται για αυτό το διαμεσολαβητικόσπορ, και να πιστεύουν ενδεχομένως στηχρησιμότητά του, την ίδια στιγμή πουπολλοί εκδότες και ακόμη περισσότεροιαναγνώστες αμφισβητούν την εγκυρότητάτου.
»Ειλικρινά,δεν ήξερα τι να πω. Πώς να αρχίσω. Απόπού να πιάσω ένα κοινό, που δεν γνωρίζωαν διατηρεί μια εξιδανικευμένη άποψηγια την κριτική ή αν παρακολουθεί μεκαθαρό μάτι τα κείμενα και τις ταινίεςνα χορεύουν στον ίδιο ρυθμό, να συμβαδίζουνσε μια εποχή που το σινεμά δεν είναισίγουρο αν θα πρέπει να ονομάζεταιτέχνη ή αν θα πρέπει να παραδεχθεί πωςανήκει στον θαυμαστό κόσμο μιαςφαντασμαγορικής βιομηχανίας.
»Η αλήθειαείναι στη μέση. Όπως ακριβώς και οικριτικοί πρέπει λογικά να αισθάνονταισαν μεσοαστοί, που μια ποζάρουν ωςπλούσιοι με το που πιάσουν κάποια φράγκαστα χέρια τους, και αμέσως μετά ντρέπονταιλίγο και θυμούνται πως κατά βάση είναιφτωχότεροι απ' ό,τι νομίζουν ή απ'ό,τι έχουν αφήσει στους άλλους ναδιαφανεί. Οι κριτικοί δεν είναι σίγουροιαν πρέπει να συνδιαλέγονται με τουςθεατές περισσότερο απ' ό,τι με τουςκαλλιτέχνες, πού πρέπει να ρίξουν τοβλέμμα και το ύφος της γραφής ή τουλόγου τους. Το έργο βλέπουν, αλλά αναπομονωθούν, ποιος θα τους διαβάζει;
»Έτσι, διάλεξανα ασχοληθώ με το αν υπάρχει διαφοράανάμεσα στο ιδανικό και το υπαρκτόμοντέλο της κριτικής. Ευτυχώς με πρόλαβεη εισαγωγή του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου,μια αυστηρή και δυστυχώς σωστήπροειδοποίηση με τη μορφή διαπίστωσηςγια τον ευτελισμό της νεόκοπης κριτικής,που με έκανε να αισθάνομαι σαν τονΕφιάλτη που αποκάλυψε την Ανοπαίαατραπό στους Πέρσες. Προδότης σε σχέσημε τους παλιούς θεωρητικούς. Βιαστικόςκαι υποχωρητικός. Συμβιβασμένος με τησυνθήκη του νέου μοντέλου παραγωγήςκαι διανομής. Πηγαίνω και σε συνεντεύξειςστο εξωτερικό. Βγαίνω και στην τηλεόραση.Πρόσφατα ζήτησα και δυο τρισδιάστατεςαφίσες του SpeedRacerαπό τη Villageως δωράκι. Χέσε μέσα.
»Περίμενα τοδιάλογο με τον κόσμο. Εκεί λύνονταιόλα. Εκεί που ξεκινάει η επαφή καιθυμάμαι πως, αν δεν υπήρχε το σινεμάπου λατρεύω, για κάτι άλλο θα έγραφα.Άρα αυτήν τη δουλειά θα έκανα τελικάκαι δεν θα εξαφανιζόμουν επειδή δεν θαζούσα μέσα στο σινεμά ή δευτερογενώςαπό αυτό. Και ο κόσμος που μας τίμησεήταν ζεστός και καίριος και κριτικός.Και ενθαρρυντικός και σκεπτικός με τιςπολλές τάσεις και τις ενστάσεις γύρωαπό ένα θέμα που είναι δαιδαλώδες καιφυσικά η επιτομή της θεωρίας γύρω απόμια θεωρία. Σαν τη δουλειά ενός κριτικού:το σημείο συνάντησης του συναισθήματοςμε το μυαλό του. Όπως είπε και ο ΧρήστοςΜήτσης, ο κινηματογράφος είναι πλέονμια βρόμικη τέχνη. Εμείς ζούμε στο τώρα,καθρεφτιζόμαστε μέσα της και καλούμαστεπιο συχνά από το αντίθετο να δούμε καινα γράψουμε για (πολλά) σύγχρονα έργαπου δεν έχουν σχέση με την τέχνη. Υπάρχειλόγος να τα αντιμετωπίζουμε σαν γλυπτάτου Ροντέν ή σαν τον Ανδαλουσιανό Σκύλο;
»Το ίδιο βράδυσε ένα μπαρ ένα παιδί με ρώτησε γιατίαντιμετωπίζουμε το ελληνικό εμπορικόσινεμά με τόση επιείκεια. Είναι αλήθειααυτό; Οι σύγχρονες κωμωδίες δεν ξεπερνάνετη βάση στην κριτική τους αποτίμηση,αλλά συχνά ο κόσμος μπερδεύει τη θεμιτήπροωθητική τους καμπάνια με τη γνώμητων «προηγμένων θεατών-γραφιάδων».Στην «Ελευθεροτυπία» της Κυριακής,ο Λουκάς Κατσίκας αναρωτήθηκε αν αυτότο σινεμά είναι το σινεμά που μας αξίζει,προφανώς εννοώντας πως εντέλει βλάπτειτις καλλιτεχνικές ταινίες, όπως τηνΙστορία 52, που εξωθείται ακόμη περισσότεροστο περιθώριο. Κάνοντας μια αναγωγή,κατά τον ίδιο τρόπο, οι κριτικοί πουεγκωμίασαν το νέο ελληνικό σινεμά τηςδεκαετίας του '80, παρομοιάζοντάς τοούτε λίγο ούτε πολύ με μια αναγέννησηπου όμως δεν συνέβη παρά μόνο μεταφυσικά,εξόργισαν τους αναγνώστες σε τέτοιοβαθμό που έχασαν την εμπιστοσύνη τουςστα θεωρητικά κείμενα και τα τοποθέτησανστη σφαίρα μιας φανταστικής και ίσωςεγκάθετης υπερβολής. Σε εκείνη τηνπερίπτωση, οι κριτικοί νομίζω πως είχανπαρασυρθεί από μια αλαζονική αυταπάτη.Πως δηλαδή μπορούσαν με τη διανοητικήτους κατάρτιση και την ανατρεπτικήτους διάθεση να ανακηρύξουν ένα αυτόνομοκρατίδιο στη μέση του πουθενά. Κάτιτέτοιο δεν υπάρχει πια. Δεν είναιαυτολογοκρισία ή ανικανότητα η αυτογνωσίακαι η λογική εκτίμηση των φαινομένων.Η ομοβροντία των εγχώριων κωμωδιώνείναι ένα φαινόμενο που κι αυτό αντανακλάμια ανάγκη διασκέδασης. Κανείς δεν λέειπως είναι σημαντικό. Ας μην ανησυχούνοι σκληροπυρηνικοί. Άλλωστε το νέοελληνικό σινεμά, ό,τι κι αν σημαίνειαυτό, γεννήθηκε ως αντίδραση στο παλιόεμπορικό. Τώρα, γιατί να γεννηθεί κάτιαν δεν έχει ένα μικρό δέος για ναπολεμήσει; Τουλάχιστον, με τη δημιουργίαενός πόλου έλξης, μπορεί και να αντιμιλήσειένας πιθανός εχθρός που μέχρι στιγμήςκοιμάται και δεν έχει λεφτά και κίνητρανα ξυπνήσει. Αν βέβαια υπάρχει.
σχόλια