γηράσκει καὶ χαλκὸς ὑπὸ χρόνου, ἀλλὰ σὸν οὔτι. κῦδος ὁ πᾶς αἰών καθελεῖ
Αντίφιλου Βυζαντίου, 1ος αι. μ.Χ.
Σήμερα συμπληρώνονται 4 εβδομάδες από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος αρχαιολόγος, ακαδημαϊκός καθηγητής Σπυρίδων Ιακωβίδης. Στις μέρες που ακολούθησαν την απώλειά του, είδα να αναπαράγεται στον τύπο ένα κατατοπιστικό βιογραφικό του σημείωμα, που το παραθέτω εδώ.
Ο Σπύρος Ιακωβίδης γεννήθηκε το 1923 στην Αθήνα. Πήρε δίπλωμα αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1946 και διδακτορικό το 1962. Διετέλεσε Επιμελητής Αρχαιοτήτων (1952-1954), δίδαξε αρχαιολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών (1970-1974), Marburg (1976-1977), Heidelberg (1977) και University of Pennsylvania (1979-1991) και υπήρξε μέλος του Ινστιτούτου Προχωρημένων Σπουδών στο Princeton, ΗΠΑ (1977-1978).
Συνέγραψε, μεταξύ άλλων, τα βιβλία: Η Μυκηναϊκή Ακρόπολις των Αθηνών (1962), Περατή (1969-1970), Αι Μυκηναϊκαί Ακροπόλεις (1973), Vormykenische und Mykenische Wehrbauten (1977), Late Helladic Citadels on Mainland Greece (1988), Γλας Ι (1989), Γλας ΙΙ (1998), Gla and the Kopais (2001), Ανασκαφές Μυκηνών ΙΙΙ. Η Νοτιοδυτική Συνοικία (με συμμετοχή συνεργατών, 2013). Δημοσίευσε σαρανταοκτώ άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, πραγματοποίησε διαλέξεις σε 90 περίπου Πανεπιστήμια, Μουσεία και επιστημονικά σωματεία στην Ελλάδα, Γερμανία, ΗΠΑ, Αυστρία, Αγγλία, Βέλγιο, Καναδά, Κύπρο, Ιρλανδία, Ισπανία, Αυστραλία, Ελβετία.
Μετείχε σε 65 περίπου επιστημονικές συναντήσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό (1971-2002). Επί Κατοχής κατατάχθηκε στις Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα και τιμήθηκε με το Μετάλλιο Εθνικής Αντιστάσεως, και τον Μέγα Ταξιάρχη του Φοίνικος
Διετέλεσε συνεργάτης στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1970) και στην Ägäische Bronzezeit (1987). Υπήρξε μέλος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, της Society for the Promotion of Hellenic Studies, της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, της Society of Antiquaries του Λονδίνου, της Société de Préhistoire Française, του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, εταίρος του Σεμιναρίου Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Columbia, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (Έδρα Αρχαιολογίας, 1991), Γραμματεύς επί των Πρακτικών της Ακαδημίας (2000-2003), Πρόεδρος αυτής (2004) και επόπτης του Κέντρου Ερεύνης της Αρχαιότητος της Ακαδημίας Αθηνών (1993 έως τον θάνατό του). Επίσης υπήρξε Ξένος Εταίρος της Accademia Nationale dei Lincei (Ρώμη), επίτιμο μέλος της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών στην Τάξη Φιλοσοφίας και Ιστορίας (Βιέννη), Επίτιμος Διδάκτωρ της Αρχαιολογίας του Dickinson College, Pennsylvania, ΗΠΑ, και του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Όσο εντυπωσιακό κι αν είναι ένα βιογραφικό σημείωμα που περιλαμβάνει τόσο σπουδαία επιστημονικά επιτεύγματα, σκέφτομαι ότι αποτυγχάνει να αποκαλύψει κάτι περισσότερο για τον ίδιο τον άνθρωπο και τις σπάνιες αρετές του. Έτσι αποφάσισα να καταγράψω κάποιες σκέψεις δικές μου σήμερα εδώ, όχι χωρίς λόγο, αλλά γιατί πιστεύω ότι άνθρωποι σαν τον καθηγητή Ιακωβίδη αντιπροσωπεύουν μια γενιά που χάθηκε ανεπιστρεπτί, ένα υψηλό ηθικό πρότυπο που βαθμηδόν απορρίφθηκε ως περιττό από την νεοελληνική κοινωνία, όταν επικράτησε το θράσος ως σημαντικότερο της ευγένειας.
Ο αποχαιρετισμός στον δάσκαλο Σπύρο Ιακωβίδη, η καληνύχτα σε μια ολόκληρη εποχή και μια μεγάλη περίοδο της ζωής μου, είναι εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία. Γράφω και ξαναγράφω αυτό το κείμενο από τότε που χάθηκε και διστάζω να το ολοκληρώσω και να το δημοσιεύσω. Δεν ξέρω τι να πρωτοπώ και δεν ξέρω πώς να πω αυτά που θέλω χωρίς να ακουστούν κοινότοπα. Έχοντας όμως χάσει μέσα στον ίδιο χρόνο τη μητέρα μου και τον δάσκαλό μου, μπορώ τουλάχιστον να σας βεβαιώσω για ένα πράγμα: ότι, σε αντίθεση με το δημοφιλές ρητό, οι άνθρωποι τελικά είναι αναντικατάστατοι και το κενό που αφήνουν δεν γεμίζει, χαίνει πάντα μέσα μας και η απώλειά τους μένει οδυνηρή.
Γνώρισα τον καθηγητή Ιακωβίδη πριν 13 χρόνια, όταν άρχισα να εργάζομαι κοντά του στο Πρόγραμμα Δημοσίευσης των ανασκαφών των Μυκηνών. Όλα αυτά τα χρόνια συνεργαστήκαμε στενά, κάποιες φορές τα καλοκαίρια στο Μουσείο Μυκηνών δουλέψαμε δίπλα-δίπλα στο ίδιο τραπέζι. Το πρότυπο εργατικότητας που έδινε ο ίδιος άλλωστε ήταν αξεπέραστο – έγραφε, μελετούσε υλικό, συντόνιζε όλο το πρόγραμμα της δημοσίευσης και των ανασκαφών. Όλα αυτά με εξαιρετική μειλιχιότητα και ηρεμία, με αποφασιστικότητα και όραμα, με υψηλό αίσθημα ευθύνης για την σημαντική θέση που είχε ως Διευθυντής των ανασκαφών της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας στις Μυκήνες. Ο Ιακωβίδης βρισκόταν στο τέλος μιας μακράς σειράς σπουδαίων προσωπικοτήτων που όρισαν την πορεία της έρευνας σ'αυτή την κορυφαία αρχαιολογική θέση: Schliemann, Σταματάκης, Τσούντας, Wace, Taylour, Παπαδημητρίου, Μυλωνάς. Ονόματα θρυλικά της ελληνικής αρχαιολογίας.
Ο ίδιος ήταν ήδη, πολύ πριν αναλάβει τη διεύθυνση της ανασκαφής στις Μυκήνες, κορυφαίος διεθνώς ειδήμων της μυκηναϊκής αρχαιολογίας και οι σχετικές δημοσιεύσεις του ήταν και παραμένουν ως σήμερα αξεπέραστες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζω προσωπικά την τρίτομη δημοσίευση της ανασκαφής που ο ίδιος πραγματοποίησε στο μυκηναϊκό νεκροταφείο της Περατής στην ανατολική Αττική. Νομίζω ότι σε αυτό το πόνημά του αντικατοπτρίζεται απόλυτα το επιστημονικό του πνεύμα: σαφήνεια, ακρίβεια, οξυδερκής παρατήρηση, καλλιέπεια, ευφυής ερμηνευτική ικανότητα, ευρύτητα παιδείας και γνώσεων για το ιστορικό πλαίσιο της εποχής.
Ο καθηγητής Ιακωβίδης επέμενε πάντοτε, και το εφάρμοσε σε όλες τις πρωτογενείς δημοσιεύσεις υλικού που πραγματοποίησε, να υπάρχει μια θεμελιώδης διάκριση στην αρχαιολογική επιστημονική εργασία: τα δεδομένα δεν έπρεπε ποτέ να συγχέονται με την ερμηνεία. Αυτή η αρχή ήταν και η βασική του οδηγία σε όλους τους συνεργάτες του στις Μυκήνες. Η παρουσίαση των ευρημάτων έπρεπε να γίνεται αναλυτικά και με σαφήνεια και οι ερμηνευτικές μας απόψεις να συνιστούν ένα χωριστό επόμενο κεφάλαιο. Με αυτόν τον τρόπο η εργασία μας γίνεται επιστημονικό εργαλείο χρήσιμο σε όλους τους συναδέλφους και δεν χάνει την αξία της ποτέ –ακόμη κι αν οι ερμηνείες μας αποδειχτούν κάποτε ατυχείς ή ανατραπούν μελλοντικά από νέα δεδομένα.
Τα μαθήματα που πήρα από αυτόν τον εξαιρετικό δάσκαλο ήταν πάρα πολλά. Ο Ιακωβίδης δεν δίδασκε συμβατικά, αλλά κυρίως με το παράδειγμα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την πρώτη χρονιά που μελετούσαμε κεραμική στο Μουσείο Μυκηνών, τον ρώτησα κάποια στιγμή τη χρονολόγηση για κάποιο όστρακο κι εκείνος, ήρεμος, χαμογέλασε και μου είπε «δεν ξέρω παιδί μου», διασκεδάζοντας κάπως φαντάζομαι με την έκπληξή μου. Σε μια επιστήμη που βρίθει από δοκησίσοφους, ερχόταν ο μέγας Ιακωβίδης να μου πει «δεν ξέρω», χωρίς μάλιστα να το βρίσκει καθόλου μεμπτό, ίσα-ίσα. Μου εξήγησε λοιπόν το αυτονόητο, ότι δηλαδή δεν ήταν ποτέ δυνατόν να γνωρίζει κανείς την ακριβή χρονολόγηση για το παραμικρό όστρακο κεραμικής, κι έτσι, απλά και διακριτικά, με έβαλε σε μια διαφορετική πορεία σκέψης, ώστε να φτάσω σήμερα, πολλές χιλιάδες όστρακα αργότερα να συνειδητοποιήσω κι εγώ ότι πολλά πράγματα δεν θα τα μάθουμε ποτέ, πολλά πράγματα δεν είναι δυνατόν να τα ξέρουμε όσο καλοί επιστήμονες κι αν είμαστε, πολλά πράγματα ίσως δεν αξίζει κιόλας να προσπαθούμε να τα μάθουμε χάνοντας την ουσία της έρευνάς μας στο κυνήγι του τύπου. Έτσι βρέθηκα κι εγώ πια να απενοχοποιούμαι και να χαμογελώ λέγοντας «δεν ξέρω», ακόμη κι αν ο συνομιλητής μου βλέπω ότι επικρίνει την άγνοιά μου απαιτώντας να γνωρίζω την απάντηση σε παν τι αρχαιολογικό ζήτημα.
Αν έπρεπε ωστόσο μόνο ένα πράγμα να ξεχωρίσω από την προσωπικότητα του καθηγητή, πέρα από την παιδεία και την επιστημονική του κατάρτιση, αυτό θα ήταν η βαθιά, ουσιαστική, γνήσια καλοσύνη που χαρακτήριζε όλες του τις πράξεις, μια αληθινά ανθρωπιστική προσέγγιση της ζωής. Πρώτη εγώ μπορώ να μαρτυρήσω γι'αυτό, αφού με δίδαξε, με ωφέλησε με πολλούς τρόπους και υπήρξε αληθινά γενναιόδωρος μαζί μου δίνοντάς μου, όντας ακόμη νέα αρχαιολόγος, την ευκαιρία να μελετήσω και να δημοσιεύσω αρχαιολογικό υλικό από τις Μυκήνες. Κοντά του όμως όλα αυτά τα χρόνια είχα την ευκαιρία να διαπιστώνω διαρκώς την καλοσύνη που έδειχνε σε όλους ανεξαιρέτως, κι όχι μόνο στους στενούς του συνεργάτες, που τους περιέβαλε με αγάπη και τους βοήθησε καθοριστικά στην σταδιοδρομία τους.
Κάθε νέος άνθρωπος, ακόμη και απλός φοιτητής της αρχαιολογίας, έβρισκε την πόρτα του καθηγητή ανοικτή, άκουγε έναν λόγο ενθάρρυνσης από αυτόν τον αληθινά σπουδαίο αρχαιολόγο, έπαιρνε συμβουλές ουσιαστικές, πρακτικές, χρήσιμες. Εξ' όσων γνωρίζω ο Ιακωβίδης δεν αρνήθηκε ποτέ να παραχωρήσει σε κάποιον την δυνατότητα μελέτης αρχαιολογικού υλικού, εκτός φυσικά από τις περιπτώσεις που τη μελέτη αυτή είχε ήδη αναλάβει κάποιος άλλος επιστήμονας. Οι άνθρωποι που ωφελήθηκαν από αυτή την αξιοθαύμαστη γενναιοδωρία του είναι πάμπολλοι. Διδάσκουν στα πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, εργάζονται στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, διακονούν την επιστήμη μας από διάφορες θέσεις. Ελπίζω κι εύχομαι την ευεργεσία που δέχτηκαν όχι μόνον να μην την ξεχνούν, αλλά να την αναπαράγουν, να διδάσκονται από το παράδειγμα του καθηγητή και να βοηθούν και οι ίδιοι όσους τους απευθύνονται.
Δεν χρειαζόταν να είσαι «ο γνωστός του γνωστού» του Ιακωβίδη για να τον προσεγγίσεις, δεν τον ενδιέφεραν τα διαπιστευτήρια, κοινωνικά ή άλλα. Εμένα την ίδια με διάλεξε γιατί η τύχη το έφερε, χωρίς να το επιδιώξω, να πέσει στα χέρια του το βιογραφικό μου. Φαντάζεστε την έκπληξη που δοκίμασα όταν –ήταν Μάϊος του 2000 θυμάμαι- τηλεφώνησε ο ίδιος στο σπίτι μου (όχι η γραμματέας του) για να με καλέσει να συναντηθούμε προκειμένου να συνεργαστούμε – «αν ήθελα» όπως μου είπε από κοντά!
Αυτός ο σπάνια ευγενής άνθρωπος φερόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με την ίδια πραότητα, σε όλους ανεξαιρέτως. Παρατηρώντας αυτή τη συμπεριφορά του πήρα ένα μεγάλο μάθημα ζωής: έμαθα –με μέτρο εκείνον- να κρίνω έναν άνθρωπο από τον τρόπο που συμπεριφέρεται στους κατώτερούς του, στους πιο αδύναμους, και όχι στους ίσους ή τους ανώτερους, όπου ασφαλώς συνειδητά ελέγχει κανείς τη συμπεριφορά, την αγένεια ή τα νεύρα του και γίνεται αναλόγως καλότροπος. Δοκιμάστε αυτή την απλή αρχή και θα δείτε ότι ισχύει: όποιος εκμεταλλεύεται την υπέρτερη θέση του για συμπεριφερθεί άσχημα σε ανθρώπους πιο αδύναμους, αυτός που δεν διστάζει να ειρωνευτεί, να υποτιμήσει, να τιμωρήσει ή να εκδικηθεί γιατί μπορεί, δεν είναι παρά ένας άνθρωπος ουσιαστικά κακός.
Οι περισσότεροι που διαβάζετε αυτές τις γραμμές ίσως γνωρίσατε τον καθηγητή Ιακωβίδη από μια πρόσφατη εκτενή συνέντευξη που παραχώρησε στη δημοσιογράφο της ΕΡΤ Βίκυ Φλέσσα για την εκπομπή «Στα Άκρα». Πρόκειται για μια σπάνια τηλεοπτική του εμφάνιση, καθώς δεν επιζητούσε ποτέ τη δημοσιότητα που δικαιωματικά θα μπορούσε να έχει, ούτε έκανε ποτέ περιττές δημόσιες εμφανίσεις, όπως άλλωστε δεν επιζητούσε τα οφφίκια και δεν σύχναζε σε γραφεία πολιτικών όπως δυστυχώς κάνουν πολλοί. Σε αυτή λοιπόν την εκπομπή προσέξτε με πόση φυσικότητα, με πόση απλότητα αφηγείται τη συγκλονιστική διάσωση των ελληνικών αρχαιοτήτων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην οποία συμμετείχε ο ίδιος εθελοντικά ως νεαρός φοιτητής αρχαιολογίας. Το καθήκον για την πατρίδα, ακόμη και σε ακραία επικίνδυνους καιρούς, ήταν για τους ανθρώπους σαν τον καθηγητή Ιακωβίδη μονόδρομος και όχι επιλογή.
Το πιο πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή Ιακωβίδη, που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, αφορά τη δημοσίευση της ανασκαφής στη Νοτιοδυτική Συνοικία της ακρόπολης των Μυκηνών. Όταν εκδόθηκε το πολυσέλιδο αυτό πόνημα, καρπός καταγραφής και μελέτης πολλών ετών, συγκινήθηκα πολύ όταν είδα στο εξώφυλλο στη θέση του ονόματος του συγγραφέα «Σπύρου Ιακωβίδη και συνεργατών». Δεν ήταν βέβαια καθόλου υποχρεωτικό να γράψει κάτι τέτοιο. Ήδη στον πρόλογο ευχαριστούσε αναλυτικά όλους όσους συνέβαλαν με κάποιο τρόπο στη μελέτη. Όταν του τηλεφώνησα για να τον ευχαριστήσω, το προσπέρασε ως κάτι φυσικό, χαίρομαι όμως τώρα που πρόλαβα να του πω πόσο μεγάλη τιμή ήταν και είναι να θεωρείσαι συνεργάτης του.
σχόλια