Η βιογραφία είναι λογοτεχνικό είδος; Όσο κι αν έχει υπονομευτεί από την ψυχανάλυση, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στην Αγγλία είναι λατρευτό λογοτεχνικό είδος, ενώ στη Γαλλία (όπου η κατοχή της ψυχανάλυσης είναι απόλυτη) θεωρείται απαρχαιωμένο, η αυτοβιογραφία ή απλώς η βιογραφία καλά κρατεί. Συχνά, οι επαγγελματίες αναγνώστες της λογοτεχνίας καγχάζουν σε βάρος της βιογραφικής αφηγήσεως, ενώ οι ίδιοι οι συγγραφείς που εντέλει ενδίδουν στον πειρασμό να μιλήσουν για τον εαυτό τους μάλλον μένουν στα μισά του δρόμου. Το συμβάν, το οιοδήποτε συμβάν που βιώνει ένας άνθρωπος, αποτελεί βίωμα τουλάχιστον δύο προσώπων, οπότε η αφήγηση, αν θέλει να φτουρήσει, αναγκαστικά θα πρέπει να παραστήσει τον ψυχογνώστη.
Πάντως, πέρα από τις βιογραφίες «μεγάλων ανδρών» που συχνά αναγγέλλονται με μια πινελιά απειλής λόγω των αποκαλύψεων, υπάρχουν και οι άλλες, που δεν απειλούνται από το είδος, διότι γι' αυτές η γραφή είναι απόλαυση, συνοδεύονται μάλιστα από εξάρσεις και δάκρυα, διότι δεν βάζουν απλώς στη θέση τους τα πρόσωπα που γνώρισε ένας άνθρωπος αλλά κυρίως πασχίζουν να αναμοχλεύσουν καταστάσεις και να αναθερμάνουν συναισθήματα που αποτελούν τον πλούτο του αυτοβιογραφούμενου. Προφανώς, η Άλκη Ζέη ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Έχουμε να κάνουμε με ένα κορίτσι ευνοημένο από την κοινωνική του τάξη – κάποιος πρόγονός τους το 1620 βρισκόταν στη Σκωτία, απέκτησε τρία ιστιοφόρα και με ένα από αυτά έπλευσε προς τα Ιεροσόλυμα για να γίνει χατζής. Για να μπούμε, λοιπόν, στο θέμα του βιβλίου, αρκεί η ακόλουθη παράγραφος: «Η κόρη του θείου Ανακρέοντα, η πανέμορφη Ρωξάνη, ίδρυσε στην Αθήνα τη σχολή Εσπεράντο. Σε αυτήν έμαθε τη γλώσσα ο Άγγελος Τσιριμώκος, γιος του Γιάννη Μαρή, που ζει στις Βρυξέλλες και εργάζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά παρακολουθεί μέχρι σήμερα συνέδρια Εσπεράντο όπου κι αν γίνονται».
«Η γιαγιά ήταν από πλούσια οικογένεια εμπόρων, που αγαπούσαν όμως πολύ τα γράμματα. Έτσι, παππούς και γιαγιά μετέβησαν στο Μόναχο, όπου έμειναν δύο χρόνια. Η γιαγιά είχε μια ξαδέλφη στο Μόναχο, που ήτανε υψίφωνος [...]. Γύρισαν στη Σάμο ενώ ήταν έγκυος στην πρώτη της κόρη και μετά γέννησε άλλα δώδεκα παιδιά και δύο φορές δίδυμα. Τα τέσσερα τελευταία παιδιά της γεννήθηκαν στη Σμύρνη, γιατί ο παππούς, που ήταν καθηγητής Αρχαίων Ελληνικών, διορίστηκε καθηγητής και διευθυντής στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. Από την καταστροφή τον έσωσε ο Τούρκος συνέταιρός του, ο Αμπιντίν Μπέη, κι αυτόν και την περιουσία του, και δεν ξέρω πώς τον φυγάδευσε και βρέθηκε στη Βαγδάτη, όπου έκανε ακόμα πιο μεγάλη περιουσία».
Τα παιδικά χρόνια της Ζέη δεν μιλούν μόνο για ένα πανίσχυρο σόι που διέπρεπε με τα μέλη του εντός και εκτός Ελλάδος αλλά και για τα τρυφερά χρόνια μιας συγγραφέως που, γνωστό αυτό, ό,τι έγραψε διαβάστηκε σε πολλές γλώσσες. Έχουμε και λέμε: Το καπλάνι της βιτρίνας – 264η χιλιάδα (αγγλικά, ρωσικά, εσθονικά, νορβηγικά, φινλανδικά, ιαπωνικά, δανέζικα, γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά, σουηδικά, ουγγρικά, καταλανικά, πορτογαλικά, αραβικά, ιταλικά, τουρκικά, αλβανικά, σλοβένικα, βουλγάρικα, κορεατικά, βασκικά). Ο θείος Πλάτων – 87η χιλιάδα, Κοντά στις ράγες – 128η χιλιάδα, Αρβυλάκια και γόβες – 30ή χιλιάδα, και η ακολουθία είναι μεγάλη και εξίσου επιτυχής.
Επειδή τα βιβλία της Ζέη έχουν διαβαστεί τόσο σ' εμάς όσο και σε ξένες γλώσσες, η αφηγήτρια δεν μιλάει για τον πλασματικό κόσμο της γραφής, αλλά για τον άμεσο κόσμο της οικογένειας και των τόπων. «Το μεγάλο μου όνειρο», γράφει, «ήτανε να βάλω σουτιέν, αλλά άργησε πολύ να πραγματοποιηθεί» (όπως σε άλλα κείμενα συναντάμε τη σφοδρή επιθυμία του εφήβου να φορέσει μακρύ παντελόνι). Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ζέη δεν μεγαλοποιεί την Τασκένδη και τους τασκενδίτες κομμουνιστές. Αντίθετα, θυμάται ότι μια ηλιόλουστη ημέρα στις 27 Απριλίου, στο ηλιόλουστο Ουζμπεκιστάν, γέννησε την κόρη της, το 1955. Δεύτερη αναφορά στην Τασκένδη: «Πάλι πίσω στην Τασκένδη, έφαγα λίγο από το πλιγούρι με το κόκκινο κρέας κι είπα να μη θυμηθώ πια τίποτα από την πολυτάραχη ζωή μου. Τώρα, πώς βρέθηκα στην Τασκένδη; Το λέω στην Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Και για να ησυχάσουν οι πάντες, ο Αχιλλέας δεν ήτανε ποτέ ο άντρας μου, ούτε ο αρραβωνιαστικός μου. Το μυθιστόρημα το θέλησε έτσι. Τώρα, όμως, δεν γράφω μυθιστόρημα. Γράφω από τη ζωή μου όσα θυμάμαι, γιατί δεν έχουν περάσει μόνο δεκατέσσερα χρόνια, μα πολλά, πάρα πολλά».
Το 1943 τονίζει το μέγα γεγονός: την ίδρυση του Ικάρου. Ποιοι πήγαιναν στον εκδοτικό οίκο; Ο Άγγελος Σικελιανός με τη μαύρη του μπέρτα, ο Κατσίμπαλης με το χοντρό μπαστούνι, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Γιώργος Λίκος, ο Καραντώνης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας με τη γυναίκα του την Τίγκη, η Βακαλό, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Θεοτοκάς, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Μπάτης, ο Τερζάκης, ο Βουσβούνης και πρώτος πρώτος, βέβαια, ο Γιάννης Τσαρούχης. Μετά από εβδομήντα χρόνια η Ζέη διερωτάται: πώς μαζευόμασταν τόσες νεαρές κοπέλες και κανένα νεαρό αγόρι, εκτός από τον Μάνο Χατζιδάκι;
Σχετικά με τις κοσμικές και μη γνωριμίες, η Ζέη αναφέρει τη Ζωρζ Σαρρή, την Κυβέλη, τη Μιράντα Μυράτ, τη Μελίνα Μερκούρη, τον Κ. Δεσποτόπουλο, τον Καραγάτση, τον Κώστα Αξελό, προτού αναχωρήσει για τα Παρίσια, τον Κουν, τον Άδωνη Κύρου, την Αξιώτη, τη Ζεύγου, τη Σβώλου, τον Δεσποτίδη, τον Σκαλιόρα, τον Πλωρίτη, τον Γκάτσο κ.λπ.
Πειστική σκηνή και αξέχαστη μέρα. «Ξάφνου, ακούμε στον διάδρομο, έξω από την πόρτα μας, τη Λαίδη να νιαουρίζει σαν να της πάτησαν την ουρά και φωνές ανάκατες. Πάμε κι ανοίγουμε την πόρτα. Η Λαίδη, με σηκωμένη τη φουντωτή ουρά. Οι Τριανταφύλλου στην ορθάνοιχτη πόρτα τους με τα πανωφόρια τους κι από μια κουβέρτα στο χέρι. Πίσω τους δύο Ελασίτες με τα τουφέκια τους. Μόλις μας βλέπουν, η κυρία Μιράντα λέει, με κείνη τη γλυκιά κι ευγενική φωνή που την είχε ξεχάσει: "Έλλη μου, μας παίρνουνε". Η μαμά βγαίνει μπροστά. Πάει με τους Ελασίτες που στέκουν στον διάδρομο. "Παιδιά, πού τους πάτε;". Εκείνοι, μόλις είδαν τη μαμά, σαν να ντράπηκαν. "Έχουμε εντολή, κυρία μου". "Σας παρακαλώ" λέει η μαμά. Άκουσε τον θόρυβο, βγήκε και η Διδώ. "Παιδιά", τους λέει, "είναι συγγενείς μου. Θα κανονίσω εγώ με το κόμμα". Τώρα οι νεαροί αγριεύουν. "Ποιο κόμμα, κυρά μου; Εμείς είμαστε το κόμμα, τράβα μέσα". Τους σπρώχνουν να κατέβουν τη σκάλα. "Έλλη, τη Λαίδη" προφταίνει να πει η κυρία Μιράντα. Ο κύριος Τριανταφύλλου, ωχρός κι αμίλητος. Φύγανε. Μπαίνουμε σπίτι. Η Διδώ έξαλλη. "Μα, τι κάνουν, παίρνουν ομήρους; Κάποιος θα τους κάρφωσε από τη γειτονιά. Γιατί, όμως, αυτοί ήταν άχρωμοι και άοσμοι". Η Διδώ λέει στον Καραγιώργη για τους Τριανταφύλλου. Η φωνή του βγαίνει σκληρή, θυμωμένη. "Θα το πληρώσουμε αυτό ακριβά, Διδώ, πολύ ακριβά". Και τους πληρώσαμε ακριβά αυτούς τους ομήρους».
Για τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, σύζυγο της Άλκης Ζέη και δραστήριο θεατράνθρωπο, δεν μιλήσαμε, καθώς και η ίδια η συγγραφέας δεν άφησε τον εαυτό της να μιλήσει για τον άνθρωπο, επειδή ήταν σεμνός και λιγομίλητος.
Δίνουμε, λοιπόν, τον λόγο στην ίδια την Άλκη Ζέη – σύζυγο, συναγωνίστρια και συγγραφέα: «Ο Γιώργος, όπου κι αν βρέθηκε να κάνει θέατρο, το έκανε όπως έλεγε ότι του το έμαθε ο Κουν. Με την πίστη στη μεγάλη αποστολή του θεάτρου, την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία, τον αγώνα για ελεύθερη δημιουργία. Με τον ίδιο τρόπο, την ίδια σοβαρότητα και αφοσίωση δούλευε, είτε βρισκότανε στη Λάρισα –μια λασπούπολη τότε–, σ' έναν πρώην κινηματογράφο που τον έκαναν θέατρο, είτε στο Παρίσι, στην Επίδαυρο, στη Μόσχα ή στην Τασκένδη, με θίασο των προσφύγων από την Ελλάδα».
σχόλια