Ο θάνατος. Πάνω απ' όλα αυτός, το απόλυτο παράλογο της ανθρώπινης φύσης. Το απόλυτο κακό, το αναπόδραστο κι οριστικό τέλος, το μεγάλο αίνιγμα. Συνάμα, ανεξάντλητη πηγή στοχασμού και έμπνευσης που τον στοίχειωνε από έφηβο. Η μεγάλη αντίφαση, σε σχέση με την ηλιόλουστη μεσογειακή Αλγερία, όπου γεννήθηκε το 1913 ο Αλμπέρ Καμύ.
Μικρότερος γιος μιας οικογένειας pied-noir, Γάλλων μεταναστών χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Ο πατέρας χάνεται στη δίνη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και η μάνα με τα δύο της παιδιά μετακομίζουν από την Ντρεν στις λαϊκές συνοικίες του Αλγερίου, όπου συγχρωτίζονται με Άραβες και φτωχολογιά. Αυτοί, Γάλλοι πολίτες α' κατηγορίας, να συμβιώνουν με την απόλυτη πλέμπα. Κι εκεί, βουτηγμένος μες στις στερήσεις και την ανέχεια, τον χτυπάει στα δεκαεπτά του η φυματίωση, που με τη σειρά της του στερεί την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Αλγερίου. Αλλά όχι και τη δημιουργικότητά του. Πολιτικοποιημένος από νωρίς, συνδέεται από με το Κομμουνιστικό Κόμμα κι όταν μεταπηδάει στο Λαϊκό Αλγερινό Κόμμα αποπέμπεται ως τροτσκιστής. Εκείνος, ένας ουμανιστής, όπως θα αποδεικνυόταν περίτρανα από την πορεία της ζωής του, που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η ισότητα και η δικαιοσύνη.
Ακριβώς τον καιρό του πρώτου του και αποτυχημένου γάμου, το 1935 ιδρύει το Theatre du Travail που απευθύνεται στην εργατική τάξη και το οποίο λήγει άδοξα τέσσερα χρόνια αργότερα. Το 1938 γράφει το πρώτο του θεατρικό έργο, τον Καλιγούλα, που δεν θα ανέβει πριν το 1945. Ο πρώτος μεγάλος του λογοτεχνικός ήρωας, ένας «αντάρτης» απέναντι στον παραλογισμό της ανθρώπινης φύσης. Παράλληλα, γράφει για ντόπιες γαλλόφωνες εφημερίδες, εργάζεται ως πολιτικός συντάκτης και μόνο όταν είναι φανερό πόσο ενοχλητική είναι η πένα του αποφασίζει να φύγει για τη Γαλλία.
Το 1940, που πιάνει δουλειά στην «Paris-Soir», έχει ήδη παντρευτεί για δεύτερη φορά. Η κατοχή, όμως, τον αναγκάζει να ακολουθήσει το επιτελείο της εφημερίδας στο Μπορντώ. Συνδέεται με κορυφαία μυαλά της παριζιάνικης rive gauche, όπως το ζεύγος Σαρτρ - Μποβουάρ, με τους οποίους μοιράζεται τις ίδιες φιλοσοφικές ανησυχίες πάνω στον υπαρξισμό, αλλά αργότερα παίρνει αποστάσεις. Αν όμως εναντιώνεται κάθετα σε κάτι, παρόλο τον αθεϊσμό του, είναι ο «μηδενισμός» του Μπρετόν. Με τον Μύθο του Σίσυφου το '42, ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα του κείμενα, στρέφει το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας επάνω του, ενώ με τον Ξένο της ίδιας χρονιάς, το έργο που θα τον χαρακτήριζε -μαζί με την αλληγορική Πανούκλα το '47- περισσότερο από άλλα, ίσως ουσιαστικότερα, κείμενά του, γίνεται ένας από τους σημαντικότερους τιμητές της γενιάς του. Πάντα με το φιλοσοφικό υπόβαθρο του αδιεξόδου και του παραλόγου της ανθρώπινης μοίρας.
Στην αντίσταση συμμετέχει ενεργά, γράφει για την αντιναζιστική Combat και καλύπτει την αιματοχυσία της απελευθέρωσης του Παρισιού τον Αύγουστο του '45. Τα ενθουσιώδη μεταπολεμικά χρόνια των ατέλειωτων συζητήσεων στο Café de Flore όπου περνάει ολόκληρη η γαλλική διανόηση θα συνοδευτούν από την πλήρη απόρριψη και απομόνωσή του από την αριστερά, καθώς αντιτίθεται με σθένος σε κάθε μορφή απολυταρχικής εξουσίας προερχόμενη από τη Σοβιετική Ένωση. Εν μέσω μιας νέας κρίσης φυματίωσης γράφει το 1951 τον Επαναστατημένο Άνθρωπο κι έρχεται σε οριστική ρήξη με τον Σαρτρ. Στηλιτεύει τις επεμβάσεις των Ρώσων στις εξεγέρσεις του Ανατολικού Βερολίνου, του Πόζναν της Πολωνίας και λίγο μετά της Ουγγαρίας. Δεν θα κάνει το ίδιο με μια άλλη εξέγερση, καθώς τάσσεται με το μέρος των Γάλλων εθνικιστών και των pied noir στον απελευθερωτικό αγώνα των Αλγερινών το '54, πιστεύοντας σε μια ειρηνική συνύπαρξη Αράβων και Γάλλων. Όλη εκείνη την περίοδο, παράλληλα με τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα στο «L' Express», αγωνίζεται υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής και καταγγέλλει την εκτέλεση του ζεύγους Ρόζενμπεργκ στην Αμερική. Μια χώρα που είχε ήδη κατακεραυνώσει, μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Εν τω μεταξύ, παραιτείται κι από τη συνεργασία του με την ΟΥΝΕΣΚΟ, όταν η φρανκική Ισπανία γίνεται μέλος του ΟΗΕ.
Διασκευάζει για το θέατρο Καλντερόν, Λόπε ντε Βέγκα, Μπουζάτι, Φώκνερ, τους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι, κι ενώ με την εκδοτική επιτυχία της Πτώσης μιλάει όλο το Παρίσι γι' αυτόν, η Σουηδική Ακαδημία τού απονέμει το 1957 το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το δοκιμιακό του Reflexions sur la Guillotine.
Μόλις τρία χρόνια αργότερα, στο απόγειο της φήμης και της διεθνούς αποδοχής, τον Ιανουάριο του 1960, ταξιδεύοντας με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μισέλ Γκαλιμάρ των διάσημων εκδόσεων, προσκρούουν σε ένα δέντρο. Χάνουν κι οι δυο τη ζωή τους ακαριαία. Ο Καμύ ήταν μόλις σαράντα έξι χρονών, άφηνε στις αποσκευές του ένα ημιτελές μυθιστόρημα για τα παιδικά του χρόνια, τον Πρώτο Άνθρωπο, και δύο δίδυμα ορφανά, την Κριστίν και τον Ζαν. Μαζί τους ορφάνευαν τα γαλλικά γράμματα, χάνοντας έναν από τους ιδιοφυέστερους στοχαστές του 20ού αιώνα.
σχόλια