ΛΙΓΑ ΒΙΒΛΙΑ, ΕΝΑ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ, μερικές επιστολές, ένα ωροσκόπιο που προμήνυε «τραγικό θάνατο» κι ένα χειρόγραφο 144 σελίδων. Αυτά ήταν τα προσωπικά αντικείμενα που παρέδωσε στη χήρα του Αλμπέρ Καμύ ο εκπρόσωπος του γαλλικού υπουργείου Πολιτισμού, μετά το αυτοκινητιστικό που κόστισε τη ζωή του νομπελίστα συγγραφέα στις 4 Ιανουαρίου του 1960.
Γραμμένες με πένα, ενίοτε χωρίς στίξη, με νευρικό, δυσκολοδιάβαστο γραφικό χαρακτήρα, οι σελίδες του παραπάνω χειρογράφου χρειάζονταν πολλή δουλειά ακόμα. Γι’ αυτό και οι κληρονόμοι του Καμύ κράτησαν τον «Πρώτο άνθρωπο» ανέκδοτο επί τρεισήμισι δεκαετίες.
Καχύποπτος απέναντι σ’ αυτούς που ονόμαζε «βιοφάγους», ο Αλμπέρ Καμύ είχε αποφασίσει να συντάξει ο ίδιος τη βιογραφία του, εξιστορώντας τη ζωή μιας οικογένειας Γάλλων στην Αλγερία: «Φαντάζομαι έναν άνθρωπο που ξεκινάει από το μηδέν, που δεν ξέρει να διαβάζει ούτε να γράφει, που δεν έχει θρησκεία ούτε ηθική». Θα μιλούσε για τον ίδιο και, κυρίως, θα μιλούσε γι’ αυτούς που αγαπούσε.
Στην πρώτη του μορφή ο «Πρώτος άνθρωπος» είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας. Στην τελική του μορφή τα αυτοβιογραφικά στοιχεία θα ήταν πιο καλά κρυμμένα. Το 1994, όμως, όταν δημοσιεύτηκε από τον Γκαλιμάρ το ημιτελές αυτό έργο, όσα δεν πρόλαβε ο Καμύ να «σκεπάσει» αποδείχτηκαν πολύτιμα.
Στην πρώτη του μορφή ο «Πρώτος άνθρωπος» είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας. Στην τελική του μορφή τα αυτοβιογραφικά στοιχεία θα ήταν πιο καλά κρυμμένα. Το 1994, όμως, όταν δημοσιεύτηκε από τον Γκαλιμάρ το ημιτελές αυτό έργο, όσα δεν πρόλαβε ο Καμύ να «σκεπάσει» αποδείχτηκαν πολύτιμα.
Φορώντας τη μάσκα του Ζακ Κορμερί ο Καμύ ξεκινά την αφήγησή του μια φθινοπωρινή νύχτα του 1913, τη βραδιά της γέννησής του. Ξαναθυμάται τα παιδικά του χρόνια μέσα σ’ ένα περιβάλλον φτωχικό και απαίδευτο, στήνει από την αρχή το ψηφιδωτό με εικόνες από το παρελθόν. Μια μητέρα βυθισμένη στη σιωπή της και, στη θέση του πατέρα, ένα τεράστιο κενό. Πληγωμένος θανάσιμα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πατέρας παραμένει για τον ήρωα ένα μεγάλο ερωτηματικό.
Σαράντα χρόνια αργότερα ο Ζακ Κορμερί επιστρέφει στην Αλγερία. Επιστρέφει στο φως και στη «ζεστή φτώχεια που τον είχε βοηθήσει να ζήσει και να γιατρέψει τα πάντα». Μπροστά στον τάφο του πατέρα του συνειδητοποιεί ότι τον ξεπέρασε σε ηλικία – ο γιος είναι μεγαλύτερος από τον νεκρό.
Κι εκεί, αυτός που από μικρός είχε προσπαθήσει να ξεχωρίσει μόνος του το καλό από το κακό, νιώθει εγκαταλελειμμένος. Και παραδέχεται, επιτέλους, ότι έχει ανάγκη να του δείξει κάποιος το δρόμο, να τον επιπλήξει ή να τον παινέψει, όχι επειδή θα 'ναι πιο δυνατός, αλλά επειδή θα έχει κύρος. Μ’ άλλα λόγια, έχει ανάγκη τον πατέρα του. Η μόνη που θα μπορούσε να του μιλήσει γι’ αυτόν είναι η μητέρα του. Όμως, αλίμονο, εκείνη δεν τον βοηθάει καθόλου.
Αντιγράφω από την πρώτη έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά (μετ. Ν. Καρακίτσου Ντουζέ, Λιβάνης, 1995 – ακολούθησε εκείνη του Καστανιώτη το 2017, σε μετάφραση Ρ. Κολαΐτη): «Η μνήμη των φτωχών δεν τροφοδοτείται όπως εκείνη των πλουσίων. Έχει λιγότερα σημάδια μέσα στο χώρο, καθώς σπάνια εγκαταλείπουν τον τόπο τους, έχει λιγότερα σημεία αναφοράς στη διάρκεια μιας ζωής γκρίζας και μονότονης. Βέβαια, υπάρχει η μνήμη της καρδιάς, για την οποία λένε ότι είναι η πιο σίγουρη, η καρδιά όμως φθείρεται από τη θλίψη και τη δουλειά, ξεχνά πιο γρήγορα κάτω από το βάρος του μόχθου. Το χαμένο χρόνο ξαναβρίσκουν μόνο οι πλούσιοι. Για τους φτωχούς, απλά σημαδεύει με ανάλαφρα ίχνη το δρόμο του θανάτου. Κι έπειτα, για ν’ αντέξει πραγματικά κανείς, δεν πρέπει να πολυθυμάται, πρέπει να ζει μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, όπως έκανε η μητέρα του, αναπόφευκτα ίσως, καθώς αυτή η αρρώστεια των νεανικών της χρόνων (τελικά, απ’ ό,τι έλεγε η γιαγιά ήταν ένας τυφοειδής πυρετός. Όμως αυτός δεν αφήνει τέτοια κουσούρια. Ίσως τύφος. Ή κάτι άλλο; Μαύρο σκοτάδι κι εδώ) αυτή η αρρώστεια την άφησε κουφή κι ανήμπορη να εκφράζεται εύκολα, την εμπόδισε να μάθει όλα όσα διδάσκουν ακόμα και στους απόκληρους της κοινωνίας, την εξανάγκασε στη βουβή παραίτηση` αυτός όμως ήταν ο μόνος τρόπος που βρήκε για ν’ αντιμετωπίσει τη ζωή της, και τι άλλο άραγε θα μπορούσε να κάνει, ποιος στη θέση της θα είχε βρει άλλη λύση; Εκείνος θα ήθελε να τη δει να παθιάζεται περιγράφοντάς του έναν άντρα πεθαμένο πριν από σαράντα χρόνια, με τον οποίο μοιράστηκαν τη ζωή (την είχαν άραγε μοιραστεί πραγματικά;) για πέντε χρόνια, αλλά εκείνη δεν μπορούσε κι εκείνος δεν ήταν καν σίγουρος πως η μητέρα του είχε αγαπήσει με πάθος αυτόν τον άντρα, κι εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να της το ζητήσει, στεκόταν κι ο ίδιος σιωπηλός -ανάπηρος με τον τρόπο του- απέναντί της και κατά βάθος δεν ήθελε να μάθει τι υπήρχε ανάμεσά τους, έπρεπε να παραιτηθεί από την προσπάθειά του να μάθει κάτι από εκείνη»…
Λίγοι συγγραφείς δέχτηκαν τόσα πυρά όσα ο Καμύ. Ίσως επειδή φρόντιζε να παίρνει εγκαίρως αποστάσεις.
Στο Κομμουνιστικό Κόμμα έμεινε μόνο δύο χρόνια, από το 1935 ως το 1937. Εναντιώθηκε στον φασισμό, χωρίς ν’ ασπαστεί τα κελεύσματα της Μόσχας. Οργανώθηκε στην αντίσταση το 1943, πιστεύοντας σε αξίες όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη, ο ορθός λόγος, η παιδεία αλλά μετά τη βόμβα στη Χιροσίμα πείθεται πως ο κόσμος έκανε ένα βήμα ακόμα προς τη βαρβαρότητα.
Ο Αλμπέρ Καμύ ήταν ένας από τους λιγοστούς διανοούμενους που αναλογίστηκε τι κόστος έχουν για την ανθρωπότητα οι επαναστάσεις στο όνομα ενός καλύτερου μέλλοντος. Όταν το 1951 δημοσίευσε τον «Επαναστατημένο άνθρωπο» αποτολμώντας μια κριτική των κομμουνιστικών καθεστώτων, προκάλεσε τη μήνι του Σαρτρ ενώ σήμερα ξαφνιάζεται κανείς από την οξυδέρκεια των αναλύσεών του.
Ωστόσο, η στάση του για τον πόλεμο της Αλγερίας –ο Καμύ ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που πίστευαν ότι η Αλγερία ήταν Γαλλία, στο μέτρο που ενάμισι εκατομμύριο Γάλλοι είχαν γεννηθεί εκεί– θεωρήθηκε επί μακρόν μελανή σελίδα στο βιογραφικό του.
Η δημοσίευση του «Πρώτου ανθρώπου» ήρθε να φωτίσει καλύτερα αυτή τη στάση του. Διαβάζοντας το βιβλίο, αντιλαμβάνεται κανείς ότι στο συγκεκριμένο θέμα τού ήταν αδύνατο να πάρει αποστάσεις. Με τον πόλεμο της Αλγερίας και με την προοπτική της ανεξαρτησίας της γενέθλιας γης του, ο Καμύ είχε νιώσει δυο φορές ξεριζωμένος. Τους Γάλλους της Αλγερίας –άρα και τον εαυτό του– τους θεωρούσε «ιθαγενείς», ενώ το αίτημα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα το χαρακτήριζε ως μια ακόμη εκδήλωση του αραβικού ιμπεριαλισμού. «Οφείλω να καταδικάσω την τρομοκρατία που ασκείται στα τυφλά στο Αλγέρι, θύμα της οποίας μπορεί να πέσει και η μητέρα μου», έλεγε. «Αγαπώ τη δικαιοσύνη, αλλά αγαπώ και τη μητέρα μου»…
Ο Καμύ δεν άντεχε στην ιδέα ότι θα θεωρούνταν ξένος στην πατρίδα του. Επιθυμούσε χίλιες φορές τη δημιουργία μιας συνομοσπονδίας, πρότεινε διαρκώς τον δρόμο του διαλόγου και της συναίνεσης, αλλά ταυτόχρονα δήλωνε: «Αν υπήρχε ένα κόμμα για εκείνους που δεν είναι σίγουροι για τίποτε, θα 'μουν κι εγώ μέλος σ’ αυτό».
Η συναισθηματική του φόρτιση τον εμπόδιζε να βλέπει καθαρά, το γεγονός όμως ότι γνώριζε πολύ καλά τους Αλγερινούς τού επέτρεψε να μη διατηρεί την παραμικρή ψευδαίσθηση απέναντι στο Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο. Από τα χρόνια του ΄50 είχε διακρίνει τις εθνικιστικές, λαϊκίστικες τάσεις του και την έχθρα που έτρεφε για τους διανοούμενους. Και σ’ αυτό το σημείο, η Ιστορία τον δικαίωσε.