Τον Ιούνιο του 1970 κυκλοφορεί το πρώτο βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη (1934-2000). Ήταν το «12 Μαθήματα για τον Κινηματογράφο», που αποτύπωνε τις εισηγήσεις του στα σχετικά σεμινάρια τού Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου Ώρα. Όπως σημειώνεται στον πρόλογο:
«Η έκδοση σε βιβλίο της σειράς των σεμιναρίων, που άρχισαν τον Οκτώβριο του 1969 και έληξαν τον Απρίλιο του 1970 στην Ώρα, εκπληρώνει μιαν επιθυμία των ακροατών τους, και μιαν υπόσχεση του Κέντρου προς όσους δεν μπόρεσαν να τα παρακολουθήσουν. Η έκδοση των σεμιναρίων είναι αποτέλεσμα σοβαρής προσπάθειας και μια συμβολή στην Ελληνική Καλλιτεχνική Βιβλιογραφία».
«Το να παριστάνεις τον προφήτη είναι η σαφέστερη ένδειξη βλακείας. Όμως, το να κάνεις εικασίες βασισμένες στα σημερινά (τεχνικά και κινηματογραφικά) δεδομένα είναι ένα θεμιτός τρόπος αντιμετώπισης του μέλλοντος, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν έτσι και όχι αλλιώς».
Και ο πάντα ρεαλιστής και μ’ έναν δημιουργικό κυνισμό 36χρονος Ραφαηλίδης στη δική του εισαγωγή:
«Όταν ανέλαβα την υποχρέωση να μιλήσω για τον κινηματογράφο σε μια σειρά σεμιναρίων με το γενικό θέμα ‘Η Τέχνη και οι σύγχρονες τάσεις’ δεν είχα και πολύ σαφή ιδέα για το τι έπρεπε να πω και πώς έπρεπε να φερθώ σ’ ένα ακροατήριο που πλήρωνε για ν’ ακούσει πράγματα, που για μένα ήταν κοινοτοπίες. Για να εξιλεωθώ απέναντί τους και ν’ απαλύνω την ενοχή μου για γνώσεις που υποτίθεται πως θα μετέδιδα επί χρήμασι σε ανθρώπους που, αν μου το ζητούσαν οι ίδιοι, θα τους έλεγα περίπου τα ίδια στο σπίτι μου –και μάλιστα δωρεάν– θεώρησα υποχρέωση να βάλω τα καλά μου στο πρώτο μάθημα, κι επιπλέον να φορέσω και γραβάτα!
Ευτυχώς οι ακροατές μου, με την προσοχή και το ενδιαφέρον τους, μου ’δωσαν να καταλάβω γρήγορα πως αυτό που είχε σημασία δεν ήταν ούτε η γραβάτα, ούτε το μικρόφωνο που υπήρχε μπροστά μου, ούτε η έδρα, ούτε το τυπικό ποτήρι με το νερό –για να βρέχει ο ‘ρήτορας’ τη στεγνωμένη από τη φλυαρία γλώσσα του– αλλά η προσπάθεια για την εξεύρεση ενός τρόπου συνεννόησης ανάμεσά μας, για θέματα που εκείνοι τα ’ξεραν ήδη εμπειρικά. Το μόνο που απέμενε σε μένα ήταν να τους βοηθήσω να συνειδητοποιήσουν, κατά το δυνατόν, και να ‘θεωρητικοποιήσουν’, κατά κάποιο τρόπο, την εμπειρική τους γνώση, βάζοντάς την σε κάποια τάξη που, δυστυχώς, ούτ’ εγώ την συμπαθώ πολύ».
Ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου και άρα μία από τις εισηγήσεις του Βασίλη Ραφαηλίδη στα σεμινάρια της ΩΡΑΣ είχε τίτλο «Ο κινηματογράφος του μέλλοντος». Έχει ενδιαφέρον να δούμε τι έγραφε το 1970 για το θέμα ο επιφανέστερος των ελλήνων κριτικών και θεωρητικών του κινηματογράφου. Θα κάνω μιαν επιλογή των προβλέψεών του, μένοντας σ’ εκείνες που έχουν άμεσο ενδιαφέρον…
Ξεκινά ο Ραφαηλίδης, με το γνωστό και επί της ουσίας προκλητικό ύφος του:
Το να παριστάνεις τον προφήτη είναι η σαφέστερη ένδειξη βλακείας. Όμως, το να κάνεις εικασίες βασισμένες στα σημερινά δεδομένα είναι ένα θεμιτός τρόπος αντιμετώπισης του μέλλοντος, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν έτσι και όχι αλλιώς.
(…) Τα συστήματα πολλαπλής οθόνης μάς δίνουν μια ιδέα για το πώς θα είναι διαμορφωμένη η κινηματογραφική αίθουσα του μέλλοντος. Ήδη από το 1940 γίνονται πειράματα για την «αιωρούμενη» εικόνα χωρίς οθόνη. Οι επιτεύξεις της ηλεκτρονικής μάς κάνουν να πιστεύουμε ότι σύντομα η αιωρούμενη εικόνα θα είναι πραγματικότητα. Οι τεχνικοί βεβαιώνουν πως γύρω στα 1980 οι οθόνες θα έχουν καταργηθεί. Φαντάζεστε τι σημαίνει προβολή μιας εικόνας στο κενό; Ο πραγματικά τρισδιάστατος κινηματογράφος θα είναι πια πραγματικότητα.(…)
(…) Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για τον σημερινό κινηματογράφο είναι το σύστημα της μεταβλητής οθόνης, που ήδη άρχισε να εφαρμόζεται πειραματικά με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Πρόκειται για μια οθόνη που ανοιγοκλείνει κατά βούληση και παίρνει όλα τα δυνατά τετράπλευρα σχήματα, αρχίζοντας από την κοινή νορμάλ οθόνη, οι διστάσεις της οποίας καθορίζονται από τον γεωμετρικό κανόνα της χρυσής τομής και καταλήγοντας στην σούπερ σινεμασκόπ. Η οθόνη δεν ανοιγοκλείνει τυχαία, αλλά σύμφωνα με τις αισθητικές ανάγκες της ταινίας.(…)
(…) Μια άλλη βασική επιδίωξη των τεχνικών είναι η τηλεόραση μεγάλης οθόνης. Αν εφαρμοστεί πλατιά αυτό το σύστημα θα προκαλέσει την πρώτη μεγάλη κινηματογραφική επανάσταση, που θα ανατρέψει ριζικά τα κρατούντα στην οικονομία του κινηματογράφου.
Από έναν κεντρικό πομπό τηλεοράσεως, η ίδια ταινία, θεωρητικά, θα μπορεί να «διανέμεται» στιγμιαία σε όλες τις κινηματογραφικές αίθουσες του κόσμου! Στην περίπτωση αυτή καταργούνται οι εκτελωνισμοί, καταργούνται τα ασφάλιστρα, καταργείται η σημερινή τηλεόραση, καταργούνται οι κινηματογραφικές αίθουσες.
Θα μπορούσε να διαμορφώσουμε τον τοίχο ενός δωματίου του σπιτιού μας σε οθόνη και να διαλέγουμε την ταινία της αρεσκείας μας, όπως σήμερα διαλέγουμε το τηλεοπτικό θέαμα. Αν δεν διαθέτουμε «οικιακό κινηματογράφο», μπορούμε να πηγαίνουμε στις αίθουσες «δημόσιας τηλεόρασης». Έτσι, καταργούνται οι διαφορές ανάμεσα στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο και ο τελευταίος εισβάλλει κυριολεκτικά στο σπίτι μας.
(…) Το μαγνητόφωνο εικόνας, το βίντεο-τέιπ, του οποίου ήδη έχει αρχίσει η εμπορική παραγωγή, ξανοίγει προοπτικές ασύλληπτες για την κινηματογραφική αισθητική. Το 1956 η αμερικανική εταιρεία Άμπεξ, πρωτοκατασκεύασε ένα γιγαντιαίο βίντεο-τέιπ, που μεταφερόταν μόνο με καμιόνι. Το πρόβλημα για τους τεχνικούς ήταν η σμίκρυνση των διαστάσεων, ώστε το βίντεο-τέιπ να γίνει εμπορικά εκμεταλλεύσιμο.
Αν πάρουμε υπ’ όψιν πως το ίδιο ακριβώς πρόβλημα απασχόλησε τους τεχνικούς σχετικά με το μαγνητόφωνο, που από το 1939 που εφευρέθηκε μέχρι σήμερα μίκραινε συνεχώς, για να καταλήξει στο σημερινό μαγνητόφωνο-τρανζίστορ τσέπης, τότε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως σε λίγα χρόνια το βίντεο-τέιπ θα είναι τόσο εύχρηστο όσο και το μαγνητόφωνο-τρανζίστορ.
Σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούμε να κινηματογραφούμε τα πάντα εκ του αφανούς, χωρίς κανείς να καταλαβαίνει τι κάνουμε. Το βίντεο-τέιπ βασίζει τη λειτουργία του στην ίδια με το μαγνητόφωνο αρχή, με τη διαφορά πως αντί να γράφει στην μαγνητοταινία ήχο, γράφει φως. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να γράψουμε το είδωλο, να το δούμε αμέσως, να το σβήσουμε αν δεν μας αρέσει, και να το ξαναγράψουμε όσες φορές θέλουμε. Έτσι, το κόστος παραγωγής περιορίζεται στο μίνιμουμ και ο καθένας στο μέλλον θα μπορεί να γίνει άνετα παραγωγός.(…)
(…) Στο μέλλον ο κινηματογράφος δεν θα είναι προνόμιο των τεχνικών και των κεφαλαιούχων. Ο καθένας θα μπορεί να γυρίζει ταινίες με την ίδια ευκολία που γράφει.
Οι υπεραισιόδοξοι διακηρύσσουν ότι οι προοπτικές που ξανοίγονται στο μέλλον για τον κινηματογράφο θα ανατρέψουν όχι μόνο την αισθητική του, αλλά θα αλλάξουν ριζικά τη νοοτροπία μας. Ο Ζωρζ Σαντούλ λέει χαρακτηριστικά πως θα μάθουμε να εκφραζόμαστε με την εικόνα, πριν μάθουμε να εκφραζόμαστε με το λόγο. Ήδη σε αμερικάνικα πειραματικά σχολεία οι μαθητές δεν γράφουν εκθέσεις, αλλά γυρίζουν ταινίες, όπου αναπτύσσουν το δοσμένο από τον δάσκαλο θέμα.
Το πιο πιθανό είναι πως η εικόνα δεν θα φτάσει ποτέ την ικανότητα έκφρασης ιδεών που έχει ο λόγος και οπωσδήποτε δεν πρόκειται να υποκαταστήσει τον λόγο. Πάντως διανύουμε ήδη την περίοδο του «πολιτισμού της εικόνας», πράγμα που σημαίνει ότι η εικόνα ολοένα και περισσότερο μπαίνει στη ζωή μας και επηρεάζει τη συμπεριφορά και τη νοοτροπία μας.(…)
(…) Ο μοντέρνος κινηματογράφος δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να προσπαθεί να μας πείσει να ξεχάσουμε τη μαγεία της εικόνας, ώστε να την θεωρούμε σαν έναυσμα για εγρήγορση και όχι σαν κατευναστικό μέσο και τρόπο φυγής σ’ ένα ονειρικό κόσμο όπου τα πάντα είναι απλά, εύκολα και όμορφα.