Δεν θυμάμαι τον Νίκο Γούναρη (1915-1965) επειδή προ ημερών (την 5η Μαΐου) συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από το θάνατό του. Τον θυμάμαι τακτικά και επί μονίμου βάσεως. Είναι από τους πολυαγαπημένους μου τραγουδιστές. Μεγάλωσα με το «Πέντε χρόνια περάσανε» και το «Τώρα που σε γνώρισα», γιατί ήταν o αγαπημένος των γονιών μου. Ο πατέρας μου ήξερε πάμπολλα τραγούδια του απ’ έξω, ενώ η μάνα μου τον είχε δει «ζωντανό» στην Αίγλη του Ζαππείου στα πρώτα χρόνια του ’50. Είχα, έτσι, πληροφόρηση από πρώτο χέρι…
Τα «Γλυκά μου μάτια αγαπημένα», «Γύρνα πάλι αγάπη μου», «Πες μου, πώς θα μπορέσω να σε ξεχάσω», «Που να ’σαι τώρα αγαπημένη» και άλλα πολλά θα πρέπει να τα είχα ακούσει εκατοντάδες φορές στην παιδική μου ηλικία, δίχως, τότε, να μπορούσα να φανταστώ πως, χρόνια μετά, θα τα έβρισκα μπροστά μου πάλι.
Ήταν μια συμπυκνωμένη ζωή ο Γούναρης εκεί μέσα, κάτω από τις φουσκωμένες Καρυάτιδες. Κουνιόνταν σαν δαιμονισμένος, απάνω κάτω, έχωνε την κιθάρα του κάτω απ' το πηγούνι του, σαν να έκοβε μ' αυτήν το κεφάλι του, γούρλωνε τα μάτια του άρπαζε το μικρόφωνο, μιλούσε, τραγουδούσε, ούρλιαζε σε μια γλώσσα δική του. Κι όλα αυτά σε μια αδιάκοπη διαπασών, ακράτητος, ακούραστος, ανένδοτος, βέβαιος για το αποτέλεσμα.
Αντρέας Καραντώνης, 1963
Μπορεί να λειτουργεί κάπως σαν καπρίτσιο… η γλυκιά εκδίκηση που μας επιφυλάσσει η ήβη έτσι όπως προετοιμάζει τις αναμνήσεις, είναι όμως αλήθεια πως ό,τι θεωρούσα κάποτε ως «μουσική των γέρων», ή εν πάση περιπτώσει ως «μουσική των δικών μου γέρων», να έρχεται και να παίρνει θέση, τώρα, δίπλα στα καλύτερα των ακουσμάτων μου. Πόσω μάλλον όταν στρίβει στο πικάπ ο «Αλλάχ», το αριστούργημα του Νίκου Γούναρη – ένα κομμάτι, που και ο ίδιος ο μέγας ερμηνευτής το θεωρούσε ως το παντοτινό «διαμάντι» του.
Παρά το γεγονός, λοιπόν, πως ακούω ηχογραφημένο τον 4λεπτο «Αλλάχ» από τα χρόνια του ’80, δεν γνώριζα πως το τραγούδι, στην αληθινή κεκαυμένη εκδοχή του είχε 9λεπτη διάρκεια! Τούτο διαπίστωσα κατά πρώτον το 1998, όταν το κομμάτι συμπεριλήφθηκε στο CD «Jazz & Χιτζάζ Νο 2» (επιμέλεια: Βαγγέλης Αρναουτάκης, Μωυσής Ασέρ), που είχε κυκλοφορήσει μαζί με το εξηκοστό τεύχος του «Jazz & Τζαζ», τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς. Οποία έκπληξη!! Ένας Νίκος Γούναρης στην Αμέρικα, πέραν των συνόρων του μύθου, να δημιουργεί ένα έπος φλογερό μίλια μπροστά απ’ την εποχή του.
Δεν ήταν μόνο η 9λεπτη διάρκεια τού «Αλλάχ», που σκορπούσε πρωτόφαντα… ψυχεδελικά ρίγη, ήταν και η ερμηνεία του καλλίφωνου τραγουδιστή, και βεβαίως το… one in a lifetime παίξιμό του στην κιθάρα του, που σ’ έκανε να «φύγεις».
Εκεί γύρω στο 2000, κι έχοντας πάντα στ’ αυτιά μου τον μακρύ στο χρόνο «Αλλάχ», εντοπίζω το τραγούδι σ’ ένα δισκάδικο του κέντρου – σ’ ένα αμερικανικό LP του Γούναρη, στην εταιρεία Liberty, που είχε τίτλο “My Songs” (τυπωμένο, πιθανώς, το 1961). Θυμάμαι, μάλιστα, το εξής περιστατικό. Να δοκιμάζω το δίσκο επιτόπου και με όλους τους πελάτες, που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο μαγαζί, να παραμιλούν… Επιφωνήματα θαυμασμού, μαζί με… αόρατα μπιζαρίσματα και μιαν απροκάλυπτη συγκίνηση μάς είχαν όλους κατακλύσει…
Ο Γούναρης είχε πάρει δύο παλαιότερα δικά του τραγούδια, την πρώτη εκδοχή του «Αλλάχ» από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 (αν πάρουμε τοις μετρητοίς εκείνο που διαβάζουμε στο δίκτυο, την αναφορά δηλαδή στο περιοδικό «Καινούργιο Τραγούδι» της 15/4/1951) και το «Να ’χα δυο ζωές να ζούσα» (αναφορά στο «Μοντέρνο Τραγούδι» της 1/9/1954) ενώνοντάς τα και επεκτείνοντάς τα προς… ακαθόριστες διευθύνσεις… Κάπως έτσι δημιουργείται ο νέος 9λεπτος «Αλλάχ», που σπάει τα ρολόγια…
Στης Ανατολής τα μέρη
σαν θα βγει το πρώτο αστέρι
και σαν πέσει το λιοπύρι
αρχινάει το πανηγύρι
αχ! λυγερόκορμες χορεύουν
και τον κόρφο τους σαλεύουν
αχ!
Στο Μαρόκο, στο Μπερούτι
πω πω πω πενιές το ούτι
και ακούς το μουεζίνη
στον Αλλάχ ευχές να δίνει
Αλλάχ!
Τη ζωή μου σου τη δίνω
για να βρω το βεδουίνο
που μου πήρε τη χαρά
Αλλάχ!
Με τον άπιστο εκείνο
την τιμή μου θα ξεπλύνω
μεσ’ του Νείλου τα νερά
Νίκος Γούναρης - Αλλάχ
Οι πρώτες δύο στροφές του τραγουδιού προέρχονταν σχεδόν αυτούσιες από το «Να ’χα δυο ζωές να ζούσα» (λόγια του Κώστα Μάνεση), με τους τρεις πρώτους στίχους της τρίτης στροφής να ανήκουν στον πρώτο «Αλλάχ» (λόγια Νίκος Γούναρης) και με το τελευταίο τρίστιχο να είναι (μάλλον) καινούριο.
Αν και το τραγούδι χρωστά πολλά στον κιθαριστικό αυτοσχεδιασμό τού Νίκου Γούναρη, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε τον τρόπο που συνοδεύει ρυθμικώς η ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του πιανίστα Γιώργου Παδρά. Λίγα λόγια, λοιπόν, και γι’ αυτόν τον άγνωστο εν πολλοίς μουσικό, όπως τα πληροφορούμαστε από το οπισθόφυλλο του δίσκου…
Ο Γιώργος Παδράς είχε μεγαλώσει και σπουδάσει στην Αθήνα. Από μικρός είχε δώσει στοιχεία εξαιρετικού ταλέντου στη μουσική, κατορθώνοντας σιγά-σιγά να εξελιχθεί σ’ έναν από τους σημαντικότερους πιανίστες της χώρας. Νεαρότατος επιλέχθηκε από τη Σοφία Βέμπο για να την συνοδεύσει, ως πιανίστας, στην περιοδεία της στην Αφρική. Και πράγματι. Αργότερα επιστρέφει στην Αθήνα και σχεδόν αμέσως καλείται από τον Νίκο Γούναρη, για να τον συνοδεύσει στην Αυστραλία και κατόπιν στην Αμερική. Έκτοτε ο Παδράς συνέδεσε το όνομά του μ’ εκείνο του Γούναρη. Σε όλα τα τραγούδια του άλμπουμ “My Songs” («Πέντε χρόνια περάσανε», «Ήλθες και άλλαξες το παν», «Γλυκά μου μάτια αγαπημένα», «Αλλάχ»…) στο πιάνο είναι ο Γιώργος Παδράς, ο οποίος ενορχήστρωσε κιόλας.
Το τι σήμαινε «Νίκος Γούναρης» είναι γνωστό τοις πάσι. Εκείνη η ρήση του Βασίλη Τσιτσάνη που διαβάζουμε παντού πως… «όσο υπάρχει Γούναρης δεν πρόκειται το λαϊκό να σηκώσει κεφάλι» ακόμη και αν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (αν την είπε ή δεν την είπε, έτσι ακριβώς, ο Τσιτσάνης εννοώ), είναι απολύτως αποδεικτική τού τι σήμαινε για το χώρο το καλλιτεχνικό μέγεθος του Νίκου Γούναρη. Βάσει εκείνων που έχω διαβάσει, αλλά και όσων έχουν φθάσει στ’ αυτιά μου από διηγήσεις παλαιών, δεν υπήρχε δεύτερος, στα χρόνια του ’40 και του ’50, με την απήχησή του. Ούτε «λαϊκός», ούτε «ελαφρός», ούτε κάτι ενδιάμεσο ή πέραν αυτών… Παραληρούσαν τα πλήθη με το πρώτο άρπισμά του, την πρώτη συλλαβή του. Βάρδος αληθινός.
Για το μεγαλείο του Γούναρη, αλλά και για τη μοναξιά τού καλλιτέχνη καθώς εκείνος ολοκληρώνει την αποστολή του, έχει γράψει ένα πολύ ωραίο κείμενο ο Αντρέας Καραντώνης στο βιβλίο του «Θυμάμαι την Αμερική» [Το Ελληνικό βιβλίο, 1963]. Το χαρακτηριστικό απόσπασμα, που είχε αναδημοσιευτεί και στο «Jazz & Τζαζ» του ’98, αναφέρεται σε μιαν επίσκεψη τού γνωστού λογοτέχνη, κριτικού κ.λπ. στο κέντρο «Αθήναι» του Σικάγου, στις αρχές των sixties…
«(…) Στην εξέδρα με την ορχήστρα, ορθοί γύρω από τον Γούναρη, κάμποσοι βαρυμάγουλοι και μουστακοφόροι, με μπρούτζινα πρόσωπα μπουζουξήδες, κρούοντας με ρυθμικότατη μανία και επιδεξιότατες “πενιές” τα βροντερά τους όργανα. Χορεύτριες από τη “λαγγεμένη Ανατολή”, διάφορα “άστρα” της Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Συρίας, μισόγυμνες και μεταξοτύλιχτες προσπαθούσαν να δείξουν τα βαριά τους κορμιά σα “φιδίσια”, με λογής τσακίσματα και λυγίσματα και διασκελισμούς αργούς και τινάγματα κοιλιάς, μπροστά και μακροβούτια στην “άβυσσο του πάθους” – πάσκιζαν οι καημένες “να εκφράσουν ηδονή” και να τη διαχύσουν ηλεκτρικά σε όλους μας. Κι ανάμεσα σ’ αυτό το μισοβάρβαρο σύμπλεγμα η πιο συμπαθητική, η πιο ανθρώπινη νότα: ο Νίκος Γούναρης με τη κιθάρα του, το τραγούδι του και τη γνωστή σε όσους το ξέρουν “μέθοδο παραγωγής ομαδικού κεφιού”, τη μέθοδο αυτή, που η ίδια είναι μια διασκέδαση.
Δεν είναι εύκολο να μεταδώσεις κέφι σε μια μάζα κουρασμένων ανθρώπων της εποχής μας. Τα μπουζούκια, που έχουν κάμποση πέραση στην Αμερική –το διαπιστώνουμε αυτό στην Ουάσιγκτων, στον Άγιο Φραγκίσκο, στην Νέα Υόρκη– τονώνουν, φαίνεται, με τον βαθύ αντάμικο αντρισμό τους και ξυπνάν από τη νάρκη της την “πολιτισμένη ευαισθησία”, που την έχουν ατονήσει τα αισθηματικά νεροπλύματα του σύγχρονου παγκόσμιου “ελαφρού τραγουδιού”. Μα εκείνη τη βραδιά, το Νίκο Γούναρη, τον βάφτισα μέσα μου “εθνικό ήρωα”. Με πόσες και ποιες κραυγές κι επιφωνήματα πάθους αγωνίστηκε ο καημένος για να “ηλεκτρίσει” τον καλοφαγά κόσμο, που έδειχνε πως δεν τον πολυσυγκινούσαν οι χορευτικές ροδομετάξινες σάρκες της “λαγγεμένης Ανατολής”.
Ήταν μια συμπυκνωμένη ζωή ο Γούναρης εκεί μέσα, κάτω από τις φουσκωμένες Καρυάτιδες. Κουνιόνταν σαν δαιμονισμένος, απάνω κάτω, έχωνε την κιθάρα του κάτω απ’ το πηγούνι του, σαν να έκοβε μ’ αυτήν το κεφάλι του, γούρλωνε τα μάτια του άρπαζε το μικρόφωνο, μιλούσε, τραγουδούσε, ούρλιαζε σε μια γλώσσα δική του. Κι όλα αυτά σε μια αδιάκοπη διαπασών, ακράτητος, ακούραστος, ανένδοτος, βέβαιος για το αποτέλεσμα. Το φρένιασμά του είχε μεταδοθεί και στα μπουζούκια, που με τις τρομερές διπλοπενιές τους κάναν το “Αθήναι” να τρέμει συθέμελο, έτσι που νόμιζες πως χόρευαν κι οι Καρυάτιδες. Μα σιγά-σιγά, μέσα απ’ όλα αυτά, ξέκοβε, ξεχώριζε ο Γούναρης. Τον έβλεπες και έλεγες πως παλεύει μέσα στο κενό.
Μα εκεί που νομίζαμε, με τρόμο, πως τώρα πια δεν έχει τίποτε άλλο να κάνει παρά να πέσει λιπόθυμος στη σκηνή, άξαφνα το θαύμα είχε ακαριαία συντελεστεί: ομαδικό κέφι είχε ξεσπάσει. Τα νευρόσπαστα επιτέλους είχαν πάρει φωτιά. Κουνιόνταν τώρα κι αυτά ρυθμικά στα καθίσματά τους, επαναλάμβαναν ρυθμικά τα επιφωνήματα και τα ρεφραίν του Γούναρη, χειροκροτούσαν, οι γυναίκες άρπαζαν τους άντρες τους και τρέχαν στην πίστα, πολλαπλασιάζονταν οι παραγγελίες των ποτών, δίσκοι με μουσακάδες και ντολμαδάκια ταξίδευαν πάνω από τα κεφάλια, που ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά σα γλόμποι. Κέφι! Κέφι! Η Ελλάδα για μια φορά ακόμη “είχε νικήσει”. Κι ο νικητής εξαντλημένος, ιδρωμένος, χλωμός, χωρίς πια να τον προσέχει κανείς, προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο μέσα από την χορευτική μάζα που είχε ηλεκτρίσει, για να φτάσει στο μπαρ να πιεί κάτι. Μόνος του ολόμονος. Κανείς πια δεν τον είχε ανάγκη.(…)».
Την ίδια εποχή, εκεί κάπου στις αρχές του ’60, ο Νίκος Γούναρης θα ολοκληρώσει κατά έναν τρόπο την τριλογία της «λαγγεμένης Ανατολής», μ’ ένα ακόμη συναρπαστικό τραγούδι του, το «Κάιρο»… Σπαράγματα από τα προηγούμενα υπάρχουν κι εδώ, αλλά ταυτοχρόνως και η σιγουριά πως το πάθος του θεόπνευστου καλλιτέχνη, για ακόμη μια φορά, θα ταλαντευόταν πέραν του υπαρκτού…
Κάιρο, Κάιρο, Κάιρο
Σαν βγαίνει το φεγγάρι
ο Νείλος σου γελά
στ’ ασήμι που κυλά
σιργιάνα με βαρκάρη
Κάιρο, Κάιρο, Κάιρο
Μαζί σου όποιος ζήσει
και όταν πιει νερό
του Νείλου με καιρό
θε να ξαναγυρίσει
Κάιρο, Κάιρο, Κάιρο…
Νίκος Γούναρης - Κάιρο
σχόλια