(Περίληψη προηγουμένου: «Να τι ξεχάσαμε! Τα διαβατήρια», είπαμε λίγο πριν ξεκινήσει το πούλμαν για να πάμε στη συναυλία του Morrissey στα Σκόπια -και για λίγες διακοπές σε πάμφτηνο πεντάστερο ξενοδοχείο-, παρόλα αυτά οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν γίνει τόσο καλές που ταξιδέψαμε με κάτι παλιές ελληνικές ταυτότητες, λες και δεν πηγαίναμε καν στο εξωτερικό. Κι έτσι φτάσαμε κάποτε, νύχτα, στα Σκόπια...)
Η πόλη των Σκοπίων τη νύχτα είναι αριστοκρατική και όμορφη, τουλάχιστον όπως την είδαμε απ' το πούλμαν φτάνοντας. Φαρδύτατες λεωφόροι, υπέροχα παλιά κτίρια, ευρωπαϊκός αέρας. Ταυτόχρονα έμοιαζε με την Ελλάδα -είδαμε εμπορικά κέντρα με GOODY'S και JUMBO!- μόνο που η γλώσσα μας μπέρδευε. Στο σταθμό των λεωφορείων παντού υπήρχαν λέξεις και φράσεις με άγνωστα σε μας γράμματα που δεν έβγαζαν νόημα και κάπως στα τυφλά ρωτήσαμε αν χρειάζεται να πάρουμε ταξί για το ξενοδοχείο. «Ναι, πάρτε από εδώ απέξω, αλλά να έχετε δηνάρια». Από ένα ΑΤΜ βγάλαμε 3.000 δηνάρια -τόσα μας είπαν ότι είναι τα 50 ευρώ- και βγήκαμε για ταξί.
Όπως και στην Ελλάδα υπήρχαν διάφοροι ταξιτζήδες έξω και μακριά απ' τα αμάξια τους που προσπαθούσαν πιεστικά να σε καπαρώσουν. Σε αντίθεση με την Ελλάδα τα αμάξια τους δεν ήταν σε μία σειρά -για να ξέρεις ποιος είναι πρώτος και να πας εκεί- αλλά όλα μαζί χύμα σε μια αλάνα, χωρίς σειρά και λογική. Δεν θέλαμε να πάρουμε τον πρώτο τυχόντα, αλλά η αλάνα έμοιαζε γεμάτη πρώτους τυχόντες.
«Τάξι; Τάξι;» είπε ένας μεσόκοπος κύριος με συμπαθητική φάτσα και ενδώσαμε. Μας πήρε κι αρχίσαμε να περπατάμε προς το τέρμα της αλάνας, ενώ σύντομα στην παρέα προστέθηκε ένας δεύτερος, ψηλός φουσκωτός με ξυρισμένο κεφάλι. Νόμισα ότι ήταν άλλος ταξιτζής, αλλά τελικά αυτοί οι δύο συνεργάζονταν. Συνέχισαν να μας οδηγούν στο σκοτάδι, αφού ρώτησαν σε ποιο ξενοδοχείο πάμε, και μίλησαν λίγο μεταξύ τους, σαν να διαφωνούσαν.
Κάποτε φτάσαμε στο ταξί τους που -έκπληξη- δεν ήταν ακριβώς ταξί. Ήταν δίπλα σε διάφορα ταξί, που περίμεναν πελάτες με τις φωτεινές ταμπελίτσες τους TAXI στην οροφή τους, αλλά ήταν ένα κανονικό αυτοκίνητο, χωρίς κανένα διακριτικό. Ούτε ο Γιώργος ούτε εγώ είμαστε απ' τους πιο θαραλλέους ανθρώπους του κόσμου, οπότε δεν τολμήσαμε να το βάλουμε στα πόδια, και κάπως μας καθησύχασε το, μάλλον αφύσικο, γεγονός ότι ο ψηλός φουσκωτός άνοιξε το πορτ μπαγκάζ, έβγαλε μια ταμπελίτσα TAXI και την τοποθέτησε στον ουρανό του αμαξιού. Και ιδού. Είχε μετατραπεί σε ταξί. Απλώς μάλλον όχι νόμιμο. Απλώς.
«Μισό λεπτό» είπα, «πόσο θα κοστίσει μέχρι το ξενοδοχείο;» Δεν ξέραμε αν ήταν κοντά -δεν είχαμε ακόμα ίντερνετ- και δεν ξέραμε και ποιες είναι οι λογικές τιμές. Ρώτησα έτσι, για την τιμή των όπλων.
«750 δηνάρια» απάντησε σαν έτοιμος από καιρό αυτός.
Τώρα που γράφω, είναι η επόμενη μέρα και ξέρω πάνω κάτω και πόσα είναι τα 750 δηνάρια και πόσο περίπου θα κόστιζε η διαδρομή του ταξί. (Γύρω στα 15 ευρώ, που στα Σκόπια είναι σα να λέμε 50 ευρώ για Ομόνοια μέχρι Σύνταγμα, και κανονικά η μέση ανάλογη διαδρομή θα κόστιζε άντε 100 ή 200 δηνάρια).
Μην ξέροντας αν τα 750 ήταν πολλά ή λίγα, μπήκαμε στο ταξί ανυπομονώντας να φτάσουμε στο ξενοδοχείο. Τα περίεργα συνεχίστηκαν όταν στη θέση του συνοδηγού κάθησε και ο δεύτερος «ταξιτζής». Πρώτη φορά σε κούρσα συνοδευόμασταν από δύο άτομα, και ήταν τότε που άρχισα να τρώω τα νύχια μου. Οι μνήμες απ' την αυτοβιογραφία του Morrissey -περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια πως μετά από συναυλία στο Μεξικό ο οδηγός τον πήγε προς άλλη κατεύθυνση και σύντομα κατάλαβε ότι είχε πέσει θύμα απαγωγής και γλίτωσε με την επέμβαση του σωματοφύλακά του- ήταν ακόμη νωπές στο μυαλό μου. Και δεν είχαμε και σωματοφύλακα.
Έγινε λίγη κουβεντούλα, από που είστε, απ' την Ελλάδα, α, τι ωραία, μας αρέσει πολύ η Ελλάδα, δείτε περνάμε την πλατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μετά από κανά πεντάλεπτο διαδρομής φτάσαμε σε έναν ανηφορικό δρόμο με υπέροχα τείχη κάστρου -σα να πηγαίναμε προς την Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης- και ξαφνικά είδαμε μπροστά μας το ξενοδοχείο. Τζάμπα οι φόβοι! Οι άνθρωποι δεν ήταν απατεώνες τελικά.
Όταν ήρθε η ώρα της πληρωμής του (αστρονομικού για τα δεδομένα) ποσού των 750 δηναρίων, έδωσα χίλια και περίμενα ρέστα.
«Δεν κατάλαβες» είπε αγριωπά ο φουσκωτός. «750 ο καθένας εννοούσα. Θέλω κι άλλα λεφτά αλλιώς δεν φεύγετε.»
Βγήκαμε έξω απ' το ταξί, και βγήκαν αυτόματα κι οι δύο τύποι. Σε τέτοιες φάσεις δε με νοιάζει το χρηματικό, αλλά το 'γαμώτο'. Από πού βρίσκω το θάρρος ποτέ δεν θα μάθω.
«Πάμε στη ρεσεψιόν να το κανονίσουμε;» πρότεινα ευγενικά. Ήμασταν σ' ένα σκοτεινό πάρκινγκ, εκατοντάδες μέτρα και απ' τη ρεσεψιόν και από οποιονδήποτε άνθρωπο του ξενοδοχείου.
«Όχι» το ξέκοψε ο φουσκωτός, «αυτό είναι το δικό μου αυτοκίνητο και εγώ λέω πόσο θα πληρώσεις».
«Δώστα» μουρμούρισε ο σώφρων Γιώργος, κι εγώ ζύγισα το πόσο μπορούσα να παζαρέψω πριν μου δώσουν καμιά μπουνιά ή κουτουλιά. «Ρώτησα στα λεωφορεία» είπα ψέματα, «και μου είπαν ότι είναι παράνομο να δώσουμε πάνω από 300 δηνάρια».
«Δε με νοιάζει καθόλου» αγρίεψε ανυπόμονος ο φουσκωτός. «Δώσε τώρα».
Ήμουν σχεδόν σίγουρος πια πως αν του έδινα το άλλο χιλιάρικο που είχα στην τσέπη μπορεί να μην έπαιρνα καν ρέστα, αλλά είχε έρθει η ώρα να παραδοθώ. «Αν μου λέτε ότι είναι απολύτως νόμιμο να σας δώσω άλλα 500...» είπα κι έβγαλα το χιλιάρικο.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά με το που είπα αυτό, ο τύπος υποκρίθηκε σα να θίχτηκε που τον είπα παράνομο -τον χτύπησα στο φιλότιμο του ανύπαρκτου επαγγελματισμού του;- και φώναξε τάχα πληγωμένος: «Κράτα τα λεφτά σου, δεν θέλω άλλα», και έκανε νόημα στον άλλον να μπουν στο αμάξι και σε μερικά δευτερόλεπτα (αφού αφαίρεσαν απ' την οροφή την πινακίδα TAXI) είχαν φύγει μακριά...
Στη ρεσεψιόν μάθαμε ότι με 1500 δηνάρια έπαιρνες αεροπορική πτήση που λέει ο λόγος, και μας έδωσαν τις απαραίτητες συμβουλές για το πώς θα διαλέγουμε ταξί, αλλά, τέλος πάντων, τίποτα απ' αυτά δεν είχε πλέον σημασία.
Η όμορφη και ξεδιάντροπα kitsch αυτή πόλη μας περίμενε να την ανακαλύψουμε και μόνο αυτό μας ένοιαζε πλέον...
[Συνεχίζεται]
σχόλια