Όπως κάθε φοιτητής και φοιτήτρια που σπούδασε στα Γιάννενα και σέβεται τον εαυτό του, την Ήπειρο την έχω γυρίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό και επανέρχομαι συχνά-πυκνά για να δω... αν είναι όλα εντάξει. Ενώ όμως τα Ζαγοροχώρια, την Κόνιτσα και το Μέτσοβο τα ξέραμε σχεδόν από την αρχή σαν την παλάμη του χεριού μας, υπήρχαν δύο χωριά που δεν είχαμε καταφέρει να επισκεφθούμε, παρόλο που τα είχαμε βάλει στο μάτι. Το Συρράκο και οι Καλαρρύτες, αν και απέχουν από τα Γιάννενα καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα, δεν είναι προορισμός, στον οποίο πετάγεσαι για να πιεις καφέ – απαιτούν σεβασμό και... ύπνο. Αυτήν τη φορά, λοιπόν, στις παραδοσιακές διανυκτερεύσεις στα Ζαγόρια προσθέσαμε και τρεις στο Συρράκο και ξεκινήσαμε να γνωρίσουμε καινούργια μέρη. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το ξεκίνημα με ζόρισε αρκετά. Ο δρόμος για το Συρράκο ουσιαστικά ολοκληρώθηκε μέσα στη δεκαετία του '90 και δεν είναι τυχαία αυτή η αργοπορία. Στενός, απότομος, με κατολισθήσεις κατά τόπους, υψώνεται πάνω από βαθιές χαράδρες και είναι μια μικρή δοκιμασία για όσους έχουν ακροφοβία. Αν και αρχικά ήμουν μάλλον πανικόβλητη, είναι τέτοια η ομορφιά του τοπίου, που κάποια στιγμή ξεχνάς την τρομάρα σου κι αρχίζεις να χαζεύεις τα επιβλητικά βουνά, τα νερά που κυλούν στο πολύ βάθος και τις πράσινες πλαγιές που τιμούν με κέφι πρόβατα, κατσίκια και, όπως μάθαμε στο χωριό, αγριογούρουνα. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, τα αγριογούρουνα έχουν πολλαπλασιαστεί στην περιοχή και κάθε βράδυ οι ντόπιοι τα βλέπουν να ανεβαίνουν πάνω από το Συρράκο για να φάνε. Όσο για το τι τρώνε, έχω να κάνω δύο καταγγελίες: βολβούς λουλουδιών, σύμφωνα με την ιδιοκτήτρια του ξενώνα όπου έμεινα, γεγονός που τη στενοχωρεί ιδιαίτερα, αλλά και καλαμπόκια και ό,τι άλλο τους γυαλίσει από τα μικρά μποστάνια που διατηρούν οι κάτοικοι, όπως άκουσα να λέει ένας τσαντισμένος παππούς, πίνοντας τσίπουρο.
Συρράκο
Η όποια ταλαιπωρία της διαδρομής ξεχνιέται αυτομάτως τη στιγμή που αντικρίζει κανείς το Συρράκο: αγέρωχο, πέτρινο, γαντζωμένο σε μια κάθετη πλαγιά, προκαλεί θαυμασμό με την πρώτη ματιά. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος που η ανθρώπινη θέληση κατάφερε να δαμάσει το τοπίο, με αποτέλεσμα ένα παραμυθένιο χωριό με πέτρινα σπίτια, βρύσες, γεφύρια και καλντερίμια με τόσο απότομη κλίση που η γκλίτσα είναι απαραίτητο και καθόλου φολκλόρ αξεσουάρ. Εννοείται ότι στο χωριό δεν μπαίνουν αυτοκίνητα. Η κεντρική του είσοδος είναι μια πέτρινη πύλη, η Λεύκα, με καλντερίμι που οδηγεί σε δυο γεφυράκια και ύστερα από λίγο περπάτημα στην κεντρική πλατεία. Υπάρχει, επίσης, ένας περιφερειακός δρόμος με τον οποίο φτάνει κανείς λίγο πιο κοντά στους ξενώνες του χωριού. Από κει και πέρα ετοιμαστείτε για πολύ και απολαυστικό περπάτημα. Οτιδήποτε διαθέτει ρόδες είναι πλέον άχρηστο. Η δυσκολία στην πρόσβαση μας έκανε να αναρωτηθούμε πώς το Συρράκο βρίσκεται σε τόσο καλή κατάσταση, με τη συντριπτική πλειονότητα των κτισμάτων του να είναι άριστα συντηρημένη. Ρωτώντας, μάθαμε ότι δύο ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στην «ανάσταση» του χωριού, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί σχεδόν μετά τον Εμφύλιο: η διάνοιξη του δρόμου και ο ερχομός των Αλβανών στην Ελλάδα. Όπως μας εξήγησαν, οι μετανάστες από την Αλβανία ανέλαβαν το δύσκολο έργο της μεταφοράς οικοδομικών και άλλων υλικών στα απότομα καλντερίμια του χωριού. Μέχρι σήμερα, κάθε χρόνο έρχονται στο Συρράκο και φεύγουν μόνο κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Την εμφάνισή τους έχουν κάνει και μικρά ερπυστριοφόρα μηχανήματα μεταφοράς, ενώ απουσιάζουν τα γαϊδούρια ως ασύμφορα – «ταΐστε τα εσείς τον χειμώνα», μας είπαν χαρακτηριστικά.
Οι Συρρακιώτες έμποροι ήταν τόσο δαιμόνιοι, που κατάφεραν να προμηθεύσουν με τις περίφημες αδιάβροχες κάπες από κατσικίσιο μαλλί που φτιάχνονταν στο χωριό ακόμα και τον στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντα!
Τη βόλτα μας στο χωριό την ξεκινήσαμε από την κεντρική πλατεία, που ακόμα κι αυτή απλώνεται σε επίπεδα και διαθέτει τις απαραίτητες ταβέρνες για να φάτε, να πιείτε και να ξαναπιείτε. Εκεί, κάτω από έναν εντυπωσιακό θόλο βρίσκεται και η πηγή Γκούρα, που, απ' ό,τι φαίνεται, είναι και σημείο συνάντησης. «Γκούρα» στα βλάχικα σημαίνει «στόμα», ενώ βλάχικα μιλούσαν και οι άνθρωποι γύρω μας, καθώς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κάτοικοι τα χρησιμοποιούν συστηματικά και, όπως μας είπαν, μοιάζουν με τα ρουμάνικα – οι νεότεροι δυστυχώς δεν τα γνωρίζουν. Όσο κι αν προσπαθήσαμε, δεν μπορέσαμε να πιάσουμε κουβέντα – το ίδιο συνέβη την άλλη μέρα και στους Καλαρρύτες. Στην πλατεία βρίσκεται ο Άγιος Νικόλαος με το ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο και τον χρυσοΰφαντο ρωσικό επιτάφιο. Αν αναρωτιέστε τι δουλειά έχει ο Άγιος Νικόλαος στα 1.150 μέτρα υψόμετρο, λάβετε υπόψη ότι αντίστοιχες εκκλησίες συναντάμε σε πολλά ορεινά της Ηπείρου, μια και οι κάτοικοί τους ασχολούνταν με το εμπόριο και ταξίδευαν πολύ, οπότε χρειάζονταν και την ανάλογη προστασία. Οι Συρρακιώτες έμποροι, μάλιστα, ήταν τόσο δαιμόνιοι, που κατάφεραν να προμηθεύσουν με τις περίφημες αδιάβροχες κάπες από κατσικίσιο μαλλί που φτιάχνονταν στο χωριό ακόμα και τον στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντα! Επόμενο σημείο ενδιαφέροντος είναι το σπίτι του «Τραγουδιστή του χωριού και της στάνης», Κώστα Κρυστάλλη, το οποίο σήμερα έχει γίνει μουσείο και στεγάζει και τη βιβλιοθήκη του χωριού, ενώ αξίζει να δείτε και το Λαογραφικό Μουσείο που δημιούργησε και δώρισε μετά τον θάνατό της η Ερμηνεία Φωτιάδου. Από τον ενθουσιασμό με τον οποίο θα σας ξεναγήσει ο υπεύθυνος του μουσείου θα καταλάβετε πόσο αγαπούν το χωριό τους οι Συρρακιώτες, οι οποίοι το κατακλύζουν κάθε Αύγουστο για το μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας –«κάθε δωμάτιο και οικογένεια»–, αφήνοντάς το τον χειμώνα σε όσους ασχολούνται με τον τουρισμό, μια και το μυστικό το έχουν μάθει πλέον αρκετοί και το Συρράκο έχει επισκέπτες όλο τον χρόνο.
Μονή Κηπίνας
Όταν φτάσαμε στο Συρράκο, μετά από τρεις μέρες με πολλά χιλιόμετρα στα Ζαγόρια, είχαμε αποφασίσει ότι η μόνη οδική μετακίνηση που θα κάναμε θα ήταν για να δούμε τους Καλαρρύτες. Απαραίτητη, όμως, σύμφωνα με τη σπιτονοικοκυρά μας, ήταν μια στάση στη Μονή Κηπίνας και ήταν τέτοια η σιγουριά της, που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Συνήθως το κλειδί για το μοναστήρι το παίρνει κανείς από το καφενείο του χωριού(!), τον Αύγουστο όμως μένει ανοιχτό καθημερινά, μια και η περιοχή είναι γεμάτη επισκέπτες που έχουν ακούσει τις ανάλογες θερμές συστάσεις. Φτάνοντας στο μοναστήρι, η πρώτη εικόνα είναι εντυπωσιακή. Ένα Μέγα Σπήλαιο τσέπης από πέτρα, σχεδόν αόρατο από μακριά, χτισμένο το 1212 από τον Αρχιεπίσκοπο Γρηγόριο. Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι ιδρύθηκε από έναν υποψήφιο ηγούμενο που αποχώρησε από τη Μονή Βύλιζας μαζί με άλλους μοναχούς, όταν έχασε στις εκλογές, ενώ η πιο θεάρεστη εκδοχή αφηγείται ότι από τη γειτονική Βύλιζα οι μοναχοί έβλεπαν κάθε βράδυ μια μικρή φλόγα αναμμένη, μέχρι που αποφάσισαν να φτιάξουν στο σημείο ένα μοναστήρι – διαλέγετε και παίρνετε. Πάνω από τη μονή μπορεί κανείς να δει ό,τι απέμεινε από τις φιλόδοξες προσπάθειες επέκτασής της, οι οποίες εγκαταλείφθηκαν μετά τη θανάσιμη πτώση ενός καλόγερου καθώς μετέφερε υλικά, γεγονός που θεωρήθηκε θεϊκό σημάδι. Μπαίνοντας στο μοναστήρι, ο επισκέπτης περνά πάνω από μια ξύλινη γέφυρα, η οποία σε περίπτωση κινδύνου σηκωνόταν, μετατρέποντάς το σε απόρθητο φρούριο. Ο μικρός ναός έχει για στέγη τον βράχο, λαξεμένο για να σχηματίζει θόλο, κι ένα όμορφο ξυλόγλυπτο τέμπλο, ακριβές αντίγραφο –όπως διαπιστώσαμε εκ των υστέρων– του αυθεντικού τέμπλου του 18ου αιώνα, που το 1997 κλάπηκε ολόκληρο(!) από αρχαιοκάπηλους κι είναι ακόμα άφαντο. Δίπλα από την εκκλησία ξεκινά ένα σπήλαιο, το οποίο επισκέφθηκε το 1815 ο Πουκεβίλ, βλέποντας όμως μόνο την αρχή του. Σήμερα μπορεί κανείς να ακολουθήσει μια διαδρομή 300 περίπου μέτρων, αν δεν τον ενοχλούν οι νυχτερίδες, αρκεί να έχει μαζί του έναν υποτυπώδη, έστω, φακό, μια και ο χώρος είναι σχεδόν αφώτιστος. Αξίζει, τέλος, να δείτε το αρχονταρίκι και τα κελιά που είναι κυριολεκτικά τρυπωμένα στον βράχο και κρέμονται στο κενό. Αν είστε παρατηρητικοί, θα εντοπίσετε να κρέμεται σε έναν τοίχο ένα υφαντό «Πάτερ Ημών» – δεν έχει τύχει ποτέ να δω κάτι παρόμοιο και μου έκανε μεγάλη εντύπωση.
Καλαρρύτες
Οι Καλαρρύτες και το Συρράκο είναι δίδυμα χωριά εκατέρωθεν του φαραγγιού, με βίους παράλληλους από τον 14ο αιώνα, όταν και ιδρύθηκαν από Βλάχους βοσκούς. Η μόνη εποχή που διαφοροποιήθηκε η μοίρα τους ήταν το 1881, όταν ως σύνορο του ελληνικού κράτους ορίστηκε το Φαράγγι του Χρούσια, με αποτέλεσμα το Συρράκο να μείνει «τουρκοχώρι» και οι Καλαρρύτες να γίνουν «ελληνοχώρι», όπως χαρακτηριστικά μας είπαν. Η απόσταση που χωρίζει τα δυο χωριά είναι περίπου σαράντα λεπτά με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο. Η ζέστη και η επερχόμενη βροχή λειτούργησαν αποτρεπτικά κι έτσι δεν αποφασίσαμε να πάρουμε το μονοπάτι που διασχίζει το φαράγγι κι ενώνει τα δύο χωριά – άλλωστε, ήταν και η Κηπίνα στη μέση. Φτάσαμε στο χωριό και το πρώτο που αντικρίσαμε ήταν ένας αγωγιάτης με τα τρία του γαϊδούρια, μια κι οι Καλαρρύτες είναι πιο «απλωτό» χωριό, με καλντερίμια λιγότερο επικίνδυνα για τα υπομονετικά τετράποδα απ' ό,τι αυτά του Συρράκου, οπότε οι μεταφορές δεν έπαψαν να γίνονται με ζώα – φυσικά, και στους Καλαρρύτες αφήνεις το αυτοκίνητο έξω από τον οικισμό. Οι Καλαρρυτινοί ήταν διάσημοι για την ασημουργία τους, στην οποία και οφείλεται η χρυσή εποχή του χωριού, στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν οι έμποροι πουλούσαν την πραμάτεια τους σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ υπάρχει Μουσείο Αργυροχρυσοχοΐας, το οποίο δυστυχώς δεν κατέστη δυνατό να δούμε, καθότι κλειστό. Αρκεστήκαμε, λοιπόν, στην πληροφορία ότι ο πασίγνωστος Bulgari κατάγεται από δω και πήγαμε να πιούμε καφέ στο άλλο... μουσείο του χωριού. Πρόκειται για το καφενείο «Άκανθος», ηλικίας 176 ετών, που λειτουργεί ασταμάτητα από το 1840. Ο Ναπολέων Ζαγκλής αποφάσισε τη δεκαετία του '90 να εγκαταλείψει την πολυεθνική όπου εργαζόταν και να αναλάβει το καφενείο του προπάππου του – απ' ό,τι φαίνεται, δεν το έχει μετανιώσει καθόλου. Την ώρα του καφέ έπιασε και καταιγίδα, οπότε ακολούθησαν και τα σχετικά τσίπουρα με εξαιρετικό μεζέ, μια και στον «Άκανθο» σερβίρεται και καλομαγειρεμένο φαγητό, που αν κατάλαβα καλά, μάλλον κάποιοι ντόπιοι το παίρνουν και για το σπίτι. Η βόλτα που κάναμε μετά τη βροχή αποκάλυψε ένα πανέμορφο χωριό με πέτρινα αρχοντικά, συντηρημένα με σεβασμό, ενώ η έκπληξη της ημέρας –δεν είμαι σίγουρη ότι ήταν ευχάριστη– ήταν δύο ελαφάκια που εντοπίσαμε να βόσκουν ήσυχα σε έναν περιφραγμένο χώρο, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε μήπως έχουμε χάσει σε τέτοιο βαθμό την επαφή με τη φύση, που μπερδεύουμε τα κατσίκια με τα ελάφια.
Το Συρράκο και οι Καλαρρύτες ήταν αντικείμενο του πόθου μας για πολλά χρόνια και τώρα που τα γνώρισα τα θεωρώ από τα ωραιότερα ορεινά χωριά της Ελλάδας. Όσο για το Συρράκο, το τοποθετώ μετά βεβαιότητας στην πρώτη τριάδα. Η ζεστασιά των ανθρώπων, η αυθεντική φιλοξενία, το «άγριο» τοπίο, το πέτρινο αρχοντικό του 1864 με το... σαγηνευτικό πρωινό και τους ανοιχτόκαρδους ιδιοκτήτες με κέρδισαν από την πρώτη στιγμή. Θα επιστρέψω με την πρώτη ευκαιρία, μια κι έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου αυτήν τη φορά να κάνω και πεζοπορία. Άλλωστε στην επιστροφή η διαδρομή δεν μου φάνηκε τόσο επικίνδυνη, τη συνήθισα.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 24.9.2016
σχόλια