Γεννήθηκα στη Νέα Σμύρνη, στον πόλεμο. Η περιοχή ονομάστηκε έτσι επειδή κατοικήθηκε από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες μετά την Καταστροφή. Όταν μεγάλωσα λίγο και μπορούσα να έχω φίλες στο σχολείο, γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους. Ο πατέρας μου έψαλλε στην Αγία Παρασκευή. Εκεί οι Μικρασιάτες είχαν πολύ ενεργό συμμετοχή. Ως επίτροποι στην εκκλησία, οι γυναίκες οργάνωναν ομάδες και έκαναν τα πρώτα παζάρια με γλυκίσματα και κεντήματα που έφτιαχναν οι ίδιες για να βοηθήσουν τους ντόπιους. Στον πόλεμο και στον Εμφύλιο που ακολούθησε σπάραξε όλος ο τόπος εκεί. Ήταν σπουδαίοι και δημιουργικοί άνθρωποι και παρόλα όσα είχαν περάσει, έφεραν έναν πραγματικό πολιτισμό. Ήταν τόσο δοτικοί και αλληλέγγυοι και πολιτισμένοι, νοικοκυραίοι που έδωσαν έναν άλλο αέρα, μια καινούργια νοοτροπία στον χώρο.
- Μαζεύονταν όλοι αυτοί κι εγώ καθόμουν στη μέση και τους άκουγα να λένε ιστορίες ή να τραγουδάνε ή να απαγγέλλουν ποιήματα. Από την άλλη, όταν παίζαμε έξω μας φώναζαν οι γονείς μας να μην τρέχουμε στα χωράφια γιατί υπήρχαν ακόμα σπαρμένες νάρκες και είχαν συμβεί πολλά ατυχήματα και θάνατοι παιδιών που έπαιζαν εκεί. Έτσι, θα μπορούσε να πω ότι ενώ τα παιδικά μου χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα λόγω της πείνας, χάρη σ' εκείνους τους ανθρώπους, αλλά και τους γονείς μου, μεγάλωσα με έναν τρόπο που μέσα μου αναπτύχθηκε το αίσθημα της ανθρωπιάς, παρόλη τη σκληρότητα της εποχής.
- Οι γονείς μου ήταν Κωνσταντινουπολίτες, αλλά το όνομά μου παραπέμπει στη Λέσβο. Οι τέσσερις παππούδες ήταν από τη Μυτιλήνη που πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς μου όμως γνωρίστηκαν στην Αθήνα, παντρεύτηκαν εδώ κι έκαναν εμένα, μία και μοναδική. Ο πατέρας ήταν πουκαμισάς και είχε μια βιοτεχνία, αλλά ήταν και ψάλτης – είχε σπουδάσει βυζαντινή μουσική στην Κωνσταντινούπολη. Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα. Δούλευαν μαζί, αλλά η μαμά δούλευε και στο σπίτι, είχε τις πελάτισσές της.
Ο Κουν ήταν άσπρο-μαύρο. Ήρθε στον γάμο μας και μας έφερε ένα πανάκριβο δώρο. Δεν μπορούσα να θυμώσω ή να τον διαγράψω. Ούτε ως άνθρωπο. Μου ήταν αδιανόητο να αλλάξω άποψη για την προσωπικότητά του. Έτσι ήθελε, αυτό ήταν.
- Είχα μάθει να διαβάζω. Ο πατέρας μου είχε γεμίσει το σπίτι –ένα πάρα πολύ μικρό σπιτάκι, χωρίς ανέσεις– βιβλία, από παραμύθια μέχρι ιστορικά βιβλία και μυθιστορήματα αργότερα. Ο πρώτος που διάβασα ήταν ο Λουντέμης. Είχα, λοιπόν, επαφή με τα βιβλία χάρη στους γονείς μου, όπως και με την τέχνη. Έκανα πιάνο και τραγούδι και πήγαινα στο θέατρο, επειδή οι γονείς μου ήταν θεατρόφιλοι. Αγαπούσαν πάρα πολύ το θέατρο και ήταν η έξοδός μας. Παρακολουθούσαμε το Εθνικό Θέατρο και όλους εκείνους τους λίγους μεν, αλλά εκλεκτούς θιάσους που υπήρχαν. Επίσης, ακούγαμε θέατρο από το ραδιόφωνο και τις εκπομπές του Αχιλλέα Μαμάκη που αφορούσαν το θέατρο.
- Η Νέα Σμύρνη είχε δύο κινηματογράφους. Το Σπόρτινγκ, που ήταν καλοκαιρινός πάνω και χειμερινός κάτω, και το Αστόρια, που ήταν μόνο καλοκαιρινός. Ακόμα έχω στη μύτη μου την ευωδιά από τα στραγάλια και τα φιστίκια από τον στραγαλατζή που ήταν απ' έξω το καλοκαίρι, τη μοσχοβολιά από τους ξηρούς καρπούς. Ο μπαμπάς αγαπούσε πολύ το σινεμά. Βέβαια, οι ταινίες που έβλεπε εκείνος δεν ήταν σαν αυτές που προτιμούσε η μαμά μου. Τα μοιραζόμασταν τα είδη.
- Ήμουν στο δημοτικό ακόμα, όταν πήρα μια υποτροφία και γράφτηκα στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στο παράρτημα της Καλλιθέας. Μου άρεσαν πάρα πολύ τα γράμματα και σκεφτόμασταν ότι θα μπορούσα σπουδάσω γαλλικά και να γίνω δασκάλα. Να γίνω καθηγήτρια κι ακόμα, αν ήμουν τυχερή, να πάω και στη Σορβόνη. Συγχρόνως, είχα πάντα στο σχολείο την πρωτοκαθεδρία στις γιορτές, στις επετείους, στη λήξη κάθε χρονιάς, με ποιήματα, τραγούδια, σκετσάκια, θέατρο. Κάποιος καθηγητής, και μάλιστα θεολόγος, μου είπε: «Δέσποινα, γιατί δεν δοκιμάζεις να σπουδάσεις θέατρο;». Κεραυνός εν αιθρία! Πού να φανταστώ κάτι τέτοιο; Απλώς μ' άρεσε να βλέπω. Βέβαια, κάτι μου συνέβαινε κάθε φορά που έβλεπα μεγάλες παραστάσεις. Όμως αυτό ήταν στο πίσω μέρος του εγκεφάλου μου. Έπιασα τη μαμά και της το είπα. Μου απάντησε: «Εσύ τι λες;». «Ε, ό,τι πει ο μπαμπάς», απάντησα – αλίμονο! Ο μπαμπάς είπε: «Γιατί όχι, αλλά θα τελειώσεις τα γαλλικά για να έχουμε και κάτι στο χέρι». Έτσι έγινε κι έδωσα εξετάσεις στη Σχολή του Πέλου Κατσέλη και πέρασα. Δεν είχα δώσει καν εξετάσεις για απολυτήριο, όταν μου πρόσφεραν την πρώτη μου επαγγελματική εμφάνιση. Ήταν στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» με τον αείμνηστο Μάνο Κατράκη, το οποίο σκηνοθετούσε ο Κατσέλης. Μετά, πάλι μέσω αυτού, έκανα ακρόαση στο Θέατρο Τέχνης για ένα έργο του Ιονέσκο που ανέβαζε ο Κάρολος Κουν. Με πήρε κι έμεινα τρία χρόνια, από το '63 έως το '65.
- Θεωρώ ότι είναι από τα πιο μεγάλα και τυχερά πράγματα που μου έχουν συμβεί. Αν δεν είχα φοιτήσει –γιατί ήμουν νεαρότατο κορίτσι τότε και πάντα μαθήτευες δίπλα του– στον Κουν, δεν θα είχα μάθει τόσο πολλά στην περαιτέρω πορεία μου, όπως όλοι οι άνθρωποι που έμπαιναν εκεί και ήθελαν να ακούσουν και να μάθουν. Ο Κουν ήταν ένας άνθρωπος που είχε αντιθέσεις και αντιφάσεις. Καταρχάς, είχε μια έμφυτη αρχοντιά. Αλλά κάποιες φορές φερόταν σαν να μην ήξερε γράμματα, λόγω των εκρήξεων που τον χαρακτήριζαν. Αυτές οι εκρήξεις δεν ήταν ούτε κακία ούτε στριφνάδα. Ήταν η αγωνία του να φτάσει στο αποτέλεσμα. Να πείσει τους ηθοποιούς γι' αυτό που τους ζητούσε, να τους δώσει να καταλάβουν. Όταν δεν καταλαβαίναμε, όταν δεν κάναμε κάτι σωστά ή αργούσαμε να το κάνουμε σωστά, γινόταν έξαλλος. Ήταν οικείος, γλυκύτατος και απόμακρος. Και ψυχρός και απών. Και ευγενικός. Είχε μια παιδικότητα μέσα του. Καθόταν στο ιστορικό γραφειάκι του και μας υποδεχόταν καθώς μπαίναμε στα καμαρίνια. Κάθε βράδυ έβλεπε την παράσταση από το ηλεκτρολογείο. Όσο εμείς παίζαμε, βλέπαμε δυο γυαλιά να γυαλίζουνε.
- Όταν έκανα το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» και γνωριστήκαμε με τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίο κάναμε πρόβες γιατί τα τραγούδια ήταν ζωντανά επί σκηνής με τον Μπιθικώτση και την ορχήστρα κάθε βράδυ, ο Μίκης με πήρε και τραγουδούσα στις συναυλίες του. Στο μεταξύ, ήμουν και στον Κουν, ο οποίος το έμαθε. Μου είπε: «Αν θέλεις να μείνεις εδώ μέσα που εγώ σε θέλω, θα σταματήσεις. Ή τραγούδι ή θέατρο, διάλεξε». Αυτό ήταν, διάλεξα. Αυτομάτως. Πάντα λέω, όταν αφηγούμαι αυτό το δίστρατο όπου βρέθηκα, ότι δεν το μετάνιωσα. Γιατί σε όλη τη θεατρική μου πορεία, έχω πει τόσο ωραία τραγούδια, και στο αρχαίο δράμα, στην τραγωδία, μοιρολόγια, κομμούς, και Έλληνες και Κύπριους συνθέτες. Δεν μου έλειψε το τραγούδι ποτέ.
- Καμαρώνω να λέω ότι στο Θέατρο Τέχνης πήρα μέρος κι εγώ στους ιστορικούς Όρνιθες. Αυτούς που πήγαν στο Λονδίνο πρώτα, στο Aldwych Theatre. Θεέ μου, τι ωραία που ήταν! Η πρώτη μου εμπειρία σ' ένα ξένο θέατρο, ευρωπαϊκό – κόσμος, κόσμος, κόσμος. Είχαν έρθει πρίγκιπες και δούκες. Κι ένας ενθουσιασμός απερίγραπτος από το κοινό. Μετά η παράσταση πήγε στο Παρίσι και πήρε το βραβείο στο Θέατρο των Εθνών.
- Ήταν μια ομάδα Κυπρίων που είχαν έρθει να συμπληρώσουν τις σπουδές τους στο Θέατρο Τέχνης και ο Κουν κράτησε δυο-τρεις από αυτούς και ως ηθοποιούς. Μεταξύ αυτών και τον Στέλιο Καυκαρίδη. Γνωριστήκαμε, ερωτευτήκαμε, παντρευτήκαμε. Το να ερωτευτείς μέσα στο Θέατρο Τέχνης τότε ήταν δύσκολο, γιατί τα πράγματα ήταν πάρα πολύ σφιχτά. Θα μου πεις, αφού ήταν πάρα πολύ σφιχτά, πώς; Ε, ο έρωτας δεν σε ρωτάει. Έρχεται μόνος του και σου χτυπάει την πόρτα. Βέβαια, οι Κύπριοι έφεραν έναν άλλο αέρα, μια ανοιχτοσύνη, μια ντομπροσύνη, και ο άντρας μου δεν το δεχόταν αυτό, να είναι κρυφό. Όταν πήγαμε στο Λονδίνο για τις παραστάσεις, βγαίναμε μαζί έξω και μαζί γυρίζαμε από τις βόλτες μας. Ο άντρας μου μού το επέβαλε. Βέβαια, εγώ έφυγα από το Θέατρο Τέχνης.
- Ενώ ήμουν στις διανομές, κάποια στιγμή, και ενώ παίζαμε Όρνιθες στο Πορεία, δεν είδα το όνομά μου. Με κάλεσε ο Λαζάνης και μου είπε: «Ο κύριος Κουν είπε ότι δεν θα είσαι. Τον ρώτησα: «Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν θα είμαι στη διανομή ή στο θέατρο;». Μου είπε: «Δεν ξέρω, πήγαινε ρώτα τον». Δεν τον ρώτησα. Κατάλαβα ότι ήταν ένας πλάγιος τρόπος για να μου πει να φύγω. Κι έφυγα.
- Ο Κουν ήταν άσπρο-μαύρο. Ήρθε στον γάμο μας και μας έφερε ένα πανάκριβο δώρο. Δεν μπορούσα να θυμώσω ή να τον διαγράψω. Ούτε ως άνθρωπο. Μου ήταν αδιανόητο να αλλάξω άποψη για την προσωπικότητά του. Έτσι ήθελε, αυτό ήταν. Ο σύζυγος παρέμεινε στο Τέχνης. Εμένα το μόνο μου παράπονο ήταν ότι δεν μπόρεσα να μείνω περισσότερα χρόνια εκεί μέσα. Ε, δεν έμεινα, δεν πειράζει. Γνώρισα κι άλλους σκηνοθέτες, κι άλλους μεγάλους ηθοποιούς. Είχα αυτή την τύχη να μπαίνω σε θιάσους με πολύ σημαντικούς ανθρώπους.
Διαπιστώνω ότι 10 χρόνια μετά δεν έχω λησμονηθεί. Και υπάρχει μια προσδοκία. Αν δεν ανταποκριθώ, τι θα κάνω; Γι' αυτό δεν θέλω να έχω άλλες εικόνες.
- Πήγα στου Μυράτ και έπαιξα στη Δίκη του Ιησού, όπου επιστήμονες ανέλυαν το δισυπόστατο του Χριστού. Μετά, στον θίασο του Αλέκου Αλεξανδράκη και της Αλίκης Γεωργούλη, όπου έμεινα 4 χρόνια. Ο Αλεξανδράκης έκανε σινεμά για να διοχετεύει τα κέρδη του στο θέατρο ρεπερτορίου. Το 1969 τα παιδιά αποφάσισαν να γυρίσουν στην Κύπρο. Είχαν όνειρο να γυρίσουν να κάνουν θέατρο στην πατρίδα τους. Εγώ είχα ενταχθεί πια στην παρέα τους λόγω γάμου και ακολούθησα. Και δεν το μετάνιωσα.
- Η Κύπρος τότε ήταν ένα νησάκι που μόλις είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία του. Πολύ οργανωμένο, με ιδιωτικές και κρατικές υπηρεσίες που είχαν πίσω τους το στίγμα του Εγγλέζου, γι' αυτό και δούλευαν τα πάντα ρολόι. Είχα μείνει άλαλη τότε, γιατί, φεύγοντας από δω, έκανα τη σύγκριση. Από το '69 μέχρι το '74, που ήρθε η συμφορά κι ακόμα συνεχίζεται, κάναμε μεγάλα βήματα. Ιδρύθηκε το θεατράκι του ΡΙΚ με πρωτοβουλία του τότε διευθυντή του και σε μια διετία κάναμε σπουδαία πράγματα. Παραμένει σημείο αναφοράς για τη θεατρική ιστορία της Κύπρου.
- Υπήρχε μια συμφωνία στα συμβόλαιά μας: μόλις τελείωνε μια παράσταση στο θεατράκι, το οποίο στεγαζόταν στο ΡΙΚ –ένα καταπληκτικό μικρό θεατράκι–, να περνάει στην τηλεόραση. Ήταν τόσο ανεπτυγμένη η τεχνική, τηλεσκηνοθέτες, κάμεραμαν, μπούμαν, όλοι ήταν σπουδασμένοι στην Αγγλία. Αυτές οι παραγωγές ήταν μάθημα για τους Ελλαδίτες. Παίχτηκαν όλες οι παραγωγές στην ελληνική τηλεόραση με τη Μεταπολίτευση. Το 1971, τη δεύτερη χρονιά του ΡΙΚ, ιδρύθηκε ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου. Και τι έγινε; Έκλεισε το θεατράκι του ΡΙΚ, γιατί δεν υπήρχαν ηθοποιοί να επανδρώσουν τον ΘΟΚ. Έτσι, πήγαμε όλοι εκεί.
- Θεωρώ τον εαυτό μου, και όλη μας την οικογένεια, πραγματικά τυχερούς που από τις δύο φοβερές δοκιμασίες, του πραξικοπήματος και της εισβολής, δεν χάσαμε κανέναν. Περιουσίες δεν είχαμε για να χάσουμε. Την ιστορία την ξέρουμε. Μέχρι τώρα παλεύουν. Τώρα είναι στην Ελβετία για να τα βρουν. Αν τα βρουν.
- Από τον καιρό που το νησί χωρίστηκε, η ζωή στο νησί άλλαξε. Πάρα πολλοί Κύπριοι έφυγαν. Άδειασε η Κύπρος από άντρες. Πήγαν στα Εμιράτα και δούλεψαν γιατί τα έχασαν όλα. Είχαν περιουσίες, είχαν το έχει τους. Οι Κύπριοι όμως είναι δημιουργικοί άνθρωποι, δουλευταράδες, ορθοπόδησαν πάλι. Ο οικογενειακός ιστός είναι πολύ στενός. Δεμένες οικογένειες, δουλεύουν για τα παιδιά τους, να τα μορφώσουν, να τα προικίσουν. Παρόλο που δεν υπάρχει ο θεσμός της προίκας, θέλουν να αφήσουν κάτι και στην κόρη αλλά και στον γιο.
- Δούλεψα πολύ ωραία στον ΘΟΚ, γιατί έφερναν και σκηνοθέτες από έξω, από Ευρώπη, Αμερική, Ρωσία, Γερμανία, Αγγλία, Βουλγαρία. Έρχονταν πολλοί σκηνοθέτες που μας αναζωογονούσαν κάθε τόσο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχαμε κι εμείς σημαντικούς, όπως ο Εύης Γαβριηλίδης, ο κουνιάδος μου Βλαδίμηρος Καυκαρίδης, ο Νίκος Χαραλάμπους. Κι έπαιξα πάρα πολύ σημαντικούς ρόλους από το κλασικό ρεπερτόριο, τραγωδία και ποιητικό θέατρο και Σαίξπηρ.
- Στο πλαίσιο ανταλλαγών με τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας και έναν χρόνο μετά την εισβολή, το '75, ήρθε ο Ανατολικογερμανός σκηνοθέτης Χανς Ούβε Χάουζ κι έκανε τον Κύκλο με την Κιμωλία, όπου έπαιξα τη Γρούσα. Τον μεθεπόμενο χρόνο επέστρεψε και έκανε τη Μάνα Κουράγιο, όπου έπαιξα την Άννα Φίρλινγκ. Προσκληθήκαμε να παίξουμε αυτή την παράσταση στο Εθνικό Θέατρο κι έγινε πάταγος. Ήταν κάτι το συναρπαστικό, και για μας και για το κοινό.
- Στην Αθήνα φέραμε και τον Βυσσινόκηπο, στην Επίδαυρο την παράσταση-σταθμό του Χαραλάμπους, τις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη. Έκτοτε ερχόμασταν κάθε χρόνο, από το '80 και μετά. Έκανα Εκάβη στις Τρωάδες, Ιοκάστη στις Φοίνισσες, Αγαύη στις Βάκχες, Ηλέκτρα του Σοφοκλή και, βέβαια, Αριστοφάνη και Μένανδρο. Παραστάσεις που ξεχωρίζω είναι εκείνες που έκανα με τον Χανς Ούβε Χαουζ, από τον οποίο έμαθα πώς σκηνοθετείται και παίζεται ο Μπρεχτ. Πόσο μεγάλη σημασία έχει για τον ηθοποιό. Επίσης, έκανα σπουδαία εργασία στη Μαρία Στιούαρτ όπου κρατούσα τον ρόλο της Ελισάβετ, όπως και ως Τρελή του Σαγιό ή Αρκάντινα – είναι πάρα πολλοί οι ρόλοι από όλο το φάσμα.
- Τα πρώτα χρόνια δεν ήταν εύκολη η ανταπόκριση. Το να ανεβάσεις το 1969 το Περιμένοντας τον Γκοντό στην Κύπρο ήταν πολύ μεγάλο άλμα. Μετά, στο Δημοτικό Θέατρο, με τον ΘΟΚ, άρχισε το κοινό σιγά-σιγά να αποκτάει θεατρική συνείδηση. Τώρα είμαστε σε ένα στάδιο όπου υπάρχουν πολλοί θίασοι κι έχουν γίνει δημοτικά θέατρα. Ενώ παλιά παίζαμε σε καφενεία και κινηματογράφους, όταν κάναμε περιοδείες, τώρα όλες οι πόλεις έχουν δικά τους, πανέμορφα θέατρα. Βέβαια, δεν συγκρίνεται με το ελληνικό κοινό. Είναι θέμα χαρακτήρα, ξέρετε. Οι Κύπριοι δεν ξανοίγονται πάρα πολύ. Τα τελευταία χρόνια έχουν ξεδώσει, άρχισαν να καυχώνται ως λαός ότι έχουν θέατρο.
- Μετά την επιτυχία με το Μάνα Κουράγιο στο ΘΟΚ, μου πρότεινε ο Γιάννης Φέρτης να κάνω τους Βρικόλακες. Πήρα άδεια από τον ΘΟΚ και το έκανα. Η πρώτη μου επιστροφή, μετά το '93, ήταν με τον Θάνατο του εμποράκου με τον Ντασέν, στο Καρέζη. Χριστέ μου, τι σπουδαία προσωπικότητα! Το ότι γνώρισα τον Ζιλ Ντασέν και σκηνοθετήθηκα από εκείνον είναι από αυτά που φυλάω μέσα μου ως μεγάλα κέρδη. Γύρισα στον ΘΟΚ και το '95 μου πρότεινε ο Γιάννης Βούρος να κάνουμε με τον Ιορδανίδη το Χάρολντ και Μοντ. Πήρα άδεια τον πρώτο χρόνο από τον ΘΟΚ, αλλά η παράσταση είχε μεγάλη επιτυχία κι έπρεπε να πάρω και δεύτερη. Ο ΘΟΚ δεν μου έδινε κι έφυγα. Δεν το μετάνιωσα γιατί άνοιξε ο δρόμος για την Αθήνα, όπου έκανα πολλά.
- Τότε έκανα ένα πολύ ωραίο τηλεοπτικό, το «Περί ανέμων και υδάτων», με τον σπουδαίο φίλο και άνθρωπο, τον Βέγγο. Ο Βέγγος ήταν ο «καλός μας άνθρωπος». Όπως τον βλέπαμε στις ταινίες, έτσι ήταν και στη ζωή. Αυτό ήταν μια μοναδικότητα. Λέμε για ηθοποιούς ότι παίζουν τον εαυτό τους κι έχουμε μια απαρέσκεια ως προς αυτό. Τον έβλεπες να παίζει όπως ήταν στη ζωή του και το απολάμβανες. Δεν σκεφτόσουν ότι έτσι τον βλέπω και στον δρόμο, δίπλα μου. Ήταν τόσο πηγαίος, αυθόρμητος, αεικίνητος και καλός άνθρωπος. Αυτό που έλεγε, το «καλέ μου άνθρωπε», ο πρώτος καλός άνθρωπος ήταν εκείνος. Συνεπέστατος, ευγενέστατος, τρυφερός, οικογενειάρχης σπουδαίος. Μας στοίχισε πάρα πολύ όταν έφυγε.
- Συμμετείχα στο Μια αιωνιότητα και μια μέρα του Αγγελόπουλου. Έτρεχα πάνω-κάτω, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, αλλά ήταν μια εμπειρία. Δεν μπορώ την ταλαιπωρία του κινηματογράφου, να τρέχω από το ένα μέρος στο άλλο, βρέξει-χιονίσει. Το θέατρο είναι μια άλλη λειτουργία, η μελέτη γίνεται στη γωνιά μου, θα πάω στην πρόβα μου, θα συναντήσω τους συναδέλφους μου, τον χώρο μου. Άλλο είναι να ετοιμάσεις μια παράσταση και άλλο μια ταινία. Ο Αγγελόπουλος δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Ήταν απαιτητικός, όπως όλοι οι άνθρωποι που θέλουν να κάνουν τη δουλειά τους κι έχουν απαιτήσεις από τους συνεργάτες τους.
- Έχει πολύ ενδιαφέρον να παίζεις τον ίδιο ρόλο σε διαφορετικές εκδοχές. Καταρχάς, έχεις τον ίδιο ρόλο, τον ξέρεις, ο κάθε σκηνοθέτης λέει τη δική του συμπληρωματική άποψη ή την αντίθετη από αυτή που έχεις κάνει πριν. Αξίζει να καταφέρεις να βρεις κοινό δρόμο, ώστε να μη ξεχάσεις όσα σωστά ξέρεις. Αλλά έχει ενδιαφέρον να κρατάς στη μνήμη σου μια παράσταση και τις φωνές των άλλων ηθοποιών και να μπαίνεις σε μια άλλη παράσταση του ίδιου έργου, με άλλους συνεργάτες, και να ακούς τα ίδια λόγια από άλλες φωνές. Αυτό μου έχει συμβεί 2-3 φορές. Και στη Μάνα Κουράγιο και στην Εκάβη, που την έκανα 2-3 φορές, και στον ΘΟΚ, και στο ΚΘΒΕ, και με τον Ευαγγελάτο. Έχει ενδιαφέρον η επανάληψη, άσε που ανακαλύπτεις πράγματα κάθε φορά. Κι αυτό είναι συναρπαστικό.
- Τα τελευταία 10 χρόνια είμαι στην Κύπρο όπου παίζω, σκηνοθετώ και διδάσκω στο Σατιρικό, το θέατρο που ίδρυσε ο κουνιάδος μου, αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί, γιατί έφυγε λίγο μετά. Είχα αποφασίσει, αν και είχα πάρει πολλές χαρές και συγκινήσεις, ότι είναι κουραστικό να λείπεις 9-10 μήνες από το σπίτι σου. Από τον Αύγουστο, που ξεκινάνε οι πρόβες, μέχρι Κυριακή των Βαΐων. Είχα σκοτωθεί να παίρνω αεροπλάνο Δευτέρα-Τρίτη για να βλέπω τον άντρα μου και τα παιδιά μου και να γυρίζω πίσω. Είχα πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις, αλλά δεν ήθελα να λείπω από το σπίτι μου τόσο καιρό. Γιατί στο μεταξύ έκανα και εγγόνια, που είναι διπλή χαρά από τα παιδιά. Πλήθυνε η οικογένεια, δεν μπορώ να την αποχωριστώ. Είπα: «Δεν μπορώ να το κάνω πια, φτάνει». Έλα που ήρθε η Φιλιώ! Είπα το «ναι» γιατί συγκινήθηκα πάρα πολύ με αυτό το βιβλίο και γιατί είναι ένας τόπος, η Ανατολή, που δεν μου είναι άγνωστη. Η Φιλιώ είναι Σμυρνιά, οι γονείς μου ήταν Κωνσταντινουπολίτες, η Ανατολή είναι Ανατολή. Όσα διάβασα στο βιβλίο της Φιλιώς τα έχω ακούσει από τη γιαγιά μου, είναι η μάνα μου, ο πατέρας μου, η ζωή τους. Υπάρχει ένα μιξάζ πραγμάτων. Λίγο η Κύπρος, με τον πόλεμο, με τη σφαγή, με την προσφυγιά, λίγο η Κωνσταντινούπολη, οι αφηγήσεις της μάνας μου, λίγο ο πόλεμος που εγώ ως παιδάκι βίωσα μέσα από τις αφηγήσεις της μάνας μου – όλα αυτά είναι και της Φιλιώς. Τα αφηγείται στην εγγονή της. Γεννήθηκε το 1899 και πέθανε το 2007, 107 ετών. Έζησε τρεις αιώνες.
- Εγώ είμαι όχι λάτρης, μαθήτρια του αγγλικού θεάτρου. Κυνηγάω αγγλικές παραστάσεις, είτε στο Διαδίκτυο είτε σε απευθείας συνδέσεις. Υπάρχει ένα τέρας ταλέντου τώρα στην Αγγλία, ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς. Τι ηθοποιός είναι αυτός, Παναγία μου! Τον είδα στον Άμλετ. Κυνηγάω ακόμα και τα τηλεοπτικά. Θαυμάζω το επίπεδο της παραγωγής, εκεί που ψάχνεις με τον φακό κανένα λαθάκι να έχεις να λες και δεν το βρίσκεις. Τη σπουδή των ηθοποιών, τη μόρφωσή τους, την τεχνική τους. Βγαίνουν από τη σχολή και είναι έτοιμοι, πνεύμα, σώμα, ψυχισμός, να παίξουν μεγάλα πράγματα. Αυτό το εκτιμώ και το ζηλεύω. Είναι η παράδοσή τους, που ξεκινάει από τους πολύ παλιούς και μεγάλους πρωταγωνιστές τους.
- Επειδή λείπω, δεν έχω δει ελληνικές παραστάσεις. Ό,τι έρχεται στην Κύπρο και μπορώ να το δω, το βλέπω. Ό,τι έρχεται στην Κύπρο και ψυχανεμίζομαι ότι δεν θέλω να το δω, δεν το βλέπω. Αυτό που με ξενίζει, σε σημεία που να με απωθεί κιόλας, με το μοντέρνο, το ότι κάνουν ό,τι κάνουν για το κάτι αλλιώτικο από αυτό που γινόταν μέχρι τώρα, ντε και σώνει. Δηλαδή, αλλοιώνω τον συγγραφέα, τον διασκευάζω, είτε λέγεται Αισχύλος είτε Σαίξπηρ, και του αλλάζω τα φώτα. Αντί να αλλάξεις τα φώτα σε έναν ποιητή του δικού τους μεγέθους, γράψε ένα δικό σου έργο, αν μπορείς. Και κάνε ό,τι θέλεις, αλλά μην κάνεις πάνω στον Αισχύλο άλλα αντ' άλλων. Εκεί θυμώνω.
- Είμαι πάρα πολύ συγκινημένη με το κοινό. Τώρα, που λείπω 10 χρόνια, δεν έχω επαφή με το Διαδίκτυο, δεν ξέρω ούτε πλήκτρο να πατήσω, και μου λένε αυτά που γράφονται, πόσο μεγάλη αναμονή υπάρχει για την παράσταση κι έχω φορτωθεί ένα απίστευτο άγχος. Διαπιστώνω ότι 10 χρόνια μετά δεν έχω λησμονηθεί. Και υπάρχει μια προσδοκία. Αν δεν ανταποκριθώ, τι θα κάνω; Γι' αυτό δεν θέλω να έχω άλλες εικόνες. Για να μη σκέφτομαι τίποτε άλλο, παρά μόνο τη Φιλιώ.
- Όταν μεγάλωνα εγώ κι έπαιρνα το λεωφορείο μέχρι τη Σίνα για να πάω στο Ινστιτούτο έβλεπα την Ακρόπολη αριστερά, γιατί ήταν διώροφα τα σπίτια. Μου αρέσει η Αθήνα, αλλά λυπάμαι. Η πόλη βρόμισε και σκοτείνιασε. Μνημόνια, αφραγκιές, ανεργίες. Δυσάρεστα πράγματα. Βλέπω κλειστά μαγαζιά. Όταν πηγαίνω να κάνω «προσκύνημα» στη Νέα Σμύρνη, το μόνο που έχει μείνει ατόφιο είναι το πρώτο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Το σπίτι όπου γεννήθηκα, όπου με γέννησε η μάνα μου με μαμή, τώρα είναι βενζινάδικο, στην Ελευθερίου Βενιζέλου 129. Ψάχνω να βρω τα σπίτια των φιλενάδων μου, είναι όλα πολυκατοικίες. Οι δρόμοι, τα δρομάκια ήταν όμορφα. Εξακολουθεί να είναι μια πάρα πολύ ωραία πόλη. Γιατί έγινε πόλη η Νέα Σμύρνη.
- Δεν αποχωρίζομαι ποτέ τα μολύβια μου, τις ξύστρες μου και τις γόμες μου. Γιατί εγώ έτσι γράφω. Αν μου ζητήσουν κάτι να γράψω, θα το γράψω πρώτα με το μολύβι και μετά με στιλό, ώστε αν δεν μ' αρέσει, να το σβήσω με τη γομολάστιχα. Κι όταν στρογγυλέψει η μύτη του μολυβιού μου, θα την ξύσω με την ωραία μου την ξύστρα – είναι μια απόλαυση αυτό για μένα. Μ' αρέσει η μυρωδιά του ξύλου, όταν ξύνω το μολύβι και βγαίνει εκείνη η φουστανελίτσα του εύζωνα. Με συνδέει με την παιδική μου ηλικία, από την οποία δεν έχω αποσπαστεί. Οι καλλιτέχνες δεν νεάζουν, διατηρούν μια νεανικότητα η οποία είναι λυτρωτική. Δεν μας αφήνει να αφεθούμε. Αυτή η συνεχής σχέση με ρόλους, η μεταμόρφωση, η μετουσίωση, η εισδοχή του εαυτού μας στον ρόλο και του ρόλου μέσα μας, αυτό μας κρατάει διαρκώς σε εγρήγορση και σε ενέργεια.
H Δέσποινα Μπεμπεδέλη ως Εκάβη στην ιστορική παράσταση που δόθηκε στο αρχαίο θέατρο της Δήλου το καλοκαίρι του 2016.
σχόλια