Ο Θόδωρος Παπαδόπουλος χρησιμοποιεί τόσο συχνά το πρώτο πληθυντικό όταν αναφέρεται στο Berlin, που άθελά μου τον ρωτάω ποιους εννοεί, αν είχε ποτέ συνέταιρο. «Τον κόσμο που έρχεται εννοώ», μου απαντάει χωρίς να σκεφτεί, «το Berlin πάντα ήταν ο κόσμος». Στο σπίτι του, στη Χρυσοστόμου Σμύρνης 10, πάνω απ' το μαγαζί, με υποδέχεται σαν καλός φίλος που είχε να με δει καιρό. Κι η κουβέντα μας κυλάει σ' αυτό το κλίμα. Μιλάει αργά, λίγο βαριεστημένα, στη φωνή του ακούς τα ατέλειωτα ξενύχτια του Berlin, με φουλ κάπνα και μουσικές στο τέρμα («Οι Tindersticks έφυγαν άρον-άρον», μου λέει αργότερα, «γιατί δεν άντεξαν τη φασαρία»). Κι άξαφνα παίρνει μπρος: όταν θυμάται μια δυνατή βραδιά –«δυναμική», όπως του αρέσει να λέει– ο ρυθμός του ανεβαίνει, η βραχνάδα φεύγει και η αφήγησή του καταλήγει σ' ένα γέλιο που, καθώς περνά η ώρα, από επιτηδευμένο και ψευτο-υστερικό, γίνεται ειλικρινές, αβίαστο.
Το σπίτι του, άλλωστε, αποπνέει οικειότητα. Η επίπλωση είναι ετερόκλητη, υπάρχουν κασέτες και βινύλια στοιβαγμένα εδώ και κει, σουβενίρ από τα ταξίδια του, πόστερ από ταινίες αλλά και ρεπλίκες γνωστών ζωγράφων. Ευχάριστη αταξία που μου θυμίζει το Berlin με κάποιο τρόπο. «Όταν έφτιαξα το μαγαζί, δεν είχα ιδέα από διακόσμηση, αλλά δεν ήθελα να πάρω και διακοσμητή. Γιατί έτσι ήταν η φάση μου, αυτό με είχε μάθει το ροκ, οι παρέες. Ήθελα να είναι αυθεντικό, ρε παιδί μου, κι ας ήταν και μαλακία» λέει προτού τον διακόψει με μια δαγκωματιά η απρόσμενη σταρ της βραδιάς, η γάτα του η Λόλα. «Αλλά πίστευα ότι τα πράγματα πάνε προς τα μπροστά όχι προς τα πίσω. Το Berlin, ας πούμε, το έκανα ορθάδικο κι αυτό δημιούργησε μια κατάσταση, ο κόσμος μπορούσε να γνωρίζεται ο ένας με τον άλλον, να μιλάνε μεταξύ τους, να 'ρχονται μόνοι τους και να φεύγουν με παρέα. Αυτό έχει σημασία, τι να την κάνεις τη διακόσμηση».
Την ιδέα να κάνω το Berlin ορθάδικο την πήρα απ' τα γκέι μπαρ στο Άμστερνταμ. Γίνονταν εκεί κάτι πάρτι όπου ήταν όλοι όρθιοι, χορεύανε, φλερτάρανε, ήτανε ζωντανή φάση. Και σκεφτόμουνα: «Ρε συ, ένα τέτοιο μπαρ άμα γίνει στην Ελλάδα, θα 'ρθει κόσμος;».
— Θόδωρε, πώς άρχισες ν' ακούς μουσική; Θυμάσαι τον πρώτο δίσκο που αγόρασες;
Πρώτη φορά μού τη βάρεσε με τη μουσική όταν πήγαινα στο Δημοτικό, στην Πτολεμαΐδα. Ακούγαμε πολύ ραδιόφωνο στο σπίτι, λαϊκά εννοείται, και κάποια στιγμή άρχισα να πιάνω κάτι σταθμούς που παίζανε ξένα. Τα πρώτα των Beatles, κάτι ιταλικά, γαλλικά, ποπ φάση, αλλά μιλάμε τώρα και για αρχές των '60s. Αργότερα πήγαινα και σ' ένα μαγαζί που είχε δίσκους. Ηλεκτρικές συσκευές πουλούσε βασικά, αλλά έφερνε και κάνα δίσκο. Πήγαινα και χάζευα τη βιτρίνα. Και κάποια στιγμή πήρα δύο σινγκλάκια των Kinks. Δεν είχα πικάπ για να τα παίξω, τα είχα έτσι και τα 'βλεπα. Υπήρχε γραμμόφωνο στο σπίτι γιατί ο παππούς μου είχε μαγαζί, ένα καφενείο τύπου καφέ σαντάν, όπου έφερνε και καμιά ντιζέζ και κάνανε γλέντια. Αλλά πικάπ δεν είχαμε. Ε, μετά ο πρώτος μεγάλος δίσκος ήταν το «Trogglodynamite» των Troggs, που είχε το «I can only give you everything», το «Mona», ωραία κομμάτια, έτσι, δυναμικά. Από ελληνικά, οι πρώτοι που μου κάναν εντύπωση ήταν οι MGC. Είχαν κυκλοφορήσει ένα σινγκλάκι με το «Foxy Lady», αλλά στο τέλος ξέρεις τι κάνανε; Τραβούσανε το καζανάκι και παθαίναμε πλάκα μ' αυτό, τ' ακούγαμε και το ξανακούγαμε, ήτανε το πιο καλτ δισκάκι εκείνη την εποχή.
— Στη Θεσσαλονίκη πότε έρχεσαι;
Στην Α' Γυμνασίου. Μ' έστειλε ο πατέρας μου για καλύτερα, ήθελε να με κάνει επιστήμονα ντε και καλά, είχε τέτοια όνειρα. Έμενα στη θεία μου, στη Σταυρούπολη, κι έτσι ήμουνα λίγο ανεξάρτητος, τριγύριζα, κατέβαινα στο κέντρο, τα 'ψαχνα όλα. Το '68 μετακόμισα στη Δαγκλή, κοντά στο Ναυαρίνο. Έμεινα πολλά χρόνια σ' εκείνο το σπίτι, είχαμε στέκια εκεί τριγύρω – είχε θυμάμαι και μια ντισκοτέκ από κάτω, την Κατμαντού. Το όνομα τους το πρότεινα εγώ, ήταν η εποχή που είχα δει το «Katmandou» με την Μπίρκιν και ήθελα να πάω στην Ινδία. Το '69 τελείωσα το γυμνάσιο και για μερικά χρόνια πήγαινα σε μια τεχνική σχολή για να παίρνω αναβολές απ' τον στρατό. Στην αρχή πήγα να γίνω ηλεκτρονικός, μετά βαρέθηκα, πήγα σ' ένα τμήμα που κάνανε σχέδιο. Ε, εντάξει, είχε περισσότερες γυναίκες εκεί. Πενήντα κορίτσια και τρεις άντρες. Οι άλλοι ήταν ψιλοχαζοέτσι ας πούμε, εγώ ήμουνα πιο... νορμάλ (γέλια).
— Από παρέες τι γινόταν;
Κόλλησα με τους ροκάδες εγώ, με τον Παπαντίνα και τον Ψαλτάκη. Έρχονταν οι Socrates και κάνανε μονομαχία ποιος θα παίξει το καλύτερο σόλο. Ο Παπαντίνας είχε κάνει μπάντα με τον Παπάζογλου, τους Μακεδονομάχους. Ο Παπάζογλου τραγουδούσε και στους Olympians, παίζανε σ' ένα μαγαζί όπου δούλευα, το Guys and Dolls, κάτω από τη Στοά του Τόττη. Είχαμε φέρει και τον Rocky Roberts εκεί. Και εκεί ο κιθαρίστας των Olympians, ο Παντελής (Δεληγιαννίδης), κόλλησε με τον Σιδηρόπουλο και φτιάξανε τους «Δάμων και Φιντίας», που παίζανε κάτι χιποφόλκ, «Ο γερο-Μαθιός» και κάτι τέτοια. Αλλά η δικιά μας η παρέα δεν ήταν τόσο χίπικη, ήτανε στην πλευρά των Stooges, των Velvet Underground. Οι κλασικοί οι χιπάδες ακούγανε Doors, Joplin, εμείς γουστάραμε MC5, «Kick out the jams motherfuckers». Είχαμε κι ένα κλαμπ εδώ, Τσιμισκή με Γρηγορίου Παλαμά, ένα υπόγειο που το λέγανε Marco Polo. Κι όλη αυτή η... ψιλοπροοδευτική μαφία, να σ' την πω έτσι, σύχναζε εκεί κάτω.
— Μετά τη σχολή και τον στρατό πού βρίσκεσαι;
Για μερικά χρόνια έκανα τον ζωγράφο στα νησιά. Έπιανε το χέρι μου, έφτιαχνα κάτι τοπία, κάτι μνημεία, κάτι λιμάνια. Και πορτρέτα. Στη Ρόδο είχα πολλή πέραση, οι Σουηδοί με περνούσαν για μεγάλο καλλιτέχνη. Πήγα και στα Μάταλα, στο Βάι, πουλούσα κι εκεί πίνακες. Τσακ τσακ τσακ, ζωγράφιζα, ορίστε, κατευθείαν. Έκανα τα ίδια πράγματα, ξέρεις, για να τα κάνω γρήγορα. Κι έβγαζα καλά λεφτά, συντηρούσα άλλα δέκα άτομα. Στη Ρόδο νοίκιαζα ένα τριώροφο κι ερχόταν όλη η Θεσσαλονίκη κι η Αθήνα. Και το πλήρωνα εγώ. Αλλά, εντάξει, παρέα ήμασταν, ρε παιδί μου, όποιος είχε λεφτά τσόνταρε και για τους άλλους. Τον χειμώνα παίρναμε τα τρένα και φεύγαμε Ευρώπη. Καλά, ταλαιπωρία, τι να σε λέω, μόνο να περάσεις τη Γιουγκοσλαβία έκανες είκοσι τέσσερις ώρες, σταματούσε το τρένο κάθε τρεις και λίγο. Αλλά ήμασταν πιτσιρικάδες, στ' αρχίδια μας! Πηγαίναμε στη Σουηδία και βλέπαμε τον Θεό.
Σε μια τέτοια φάση κάναμε ένα κλαμπ μ' έναν ξάδερφό μου στη Γερμανία, στο Μίνστερ. Είχαμε πάρει ένα δάνειο από μια εταιρεία μπίρας. Σου κάνανε μαγαζί κι έπαιρνες μπίρα αποκλειστικά απ' αυτούς, με συμβόλαιο που το ξοφλούσες σιγά-σιγά. Βέβαια, εμείς δεν το ξοφλήσαμε. Είχε πάει καλά το κλαμπ, αλλά τα λεφτά τα φάγαμε, το καλοκαίρι πήγαμε στην Κόστα Μπράβα για διακοπές. (γέλια) Εκείνη την περίοδο είδα πολλά λάιβ. Το '77 ή το '78 είδα τους Suicide στο Ντίσελντορφ. Πήγαινα και σ' ένα κλαμπ στο Όσναμπρουκ, κοντά στο Μίνστερ, που λεγόταν Hyde Park. Εκεί είδα πολύ πράμα, τον John Mayall, τον Alexis Corner, τον Kevin Coyne, τον Alex Harvey. Αλλά και τους Dead Kennedys, για πρώτη φορά.
— Πώς ήταν τα πράγματα στη Θεσσαλονίκη, όταν ξεκίνησες το Berlin;
Μετά τη χούντα το είχανε ρίξει όλοι στο αντιστασιακό τραγούδι ας πούμε, αλλά εμείς εκεί, ροκ. Αυτή η παρέα με τον Παπαντίνα κ.λπ. ήτανε μειονότητα μέχρι να σκάσει το πανκ. Μας κοιτούσανε λίγο περίεργα, όταν πηγαίναμε στα λάιβ γίνονταν και ψιλοφασαρίες. Αλλά όταν γύρισα το φθινόπωρο του '79 κι έκανα το Berlin, είχε αρχίσει ν' αλλάζει το κλίμα, ψαχνόταν ο κόσμος για κάτι καινούργιο. Ήμασταν οι πρώτοι που βάλαμε πικάπ και είχαμε DJ κάθε βράδυ. Και παίζαμε πανκ, αλλά όχι το εγγλέζικο, το αμερικάνικο, δηλαδή αυτά που σου είπα πριν –Velvets, Stooges, MC5– και Television, Patti Smith, Richard Hell... Robert Gordon με Link Wray. Ήτανε πολύ πρωτοποριακό, εκείνη την εποχή αυτά δεν τα ξέραν ούτε στην Αθήνα.
Wayne County, ας πούμε, ποιος έπαιζε τότε; Ξέρεις, Wayne County and the Electric Chairs, που ήταν τραβεστί. Τον είχα δει στο Λονδίνο, έπαιζε σε κάτι μαγαζιά, φοβόσουνα να πας. Τον γούσταρε ο Μπόουι, αλλά δεν κολλήσανε γιατί ήταν πολύ extreme, ρε παιδί μου. Ξέρεις, έβγαινε ντυμένος με σκουπίδια, πετούσε σκουπιδοντενεκέδες στον κόσμο. Αλλά νομίζω ότι δεν το 'κανε για σόου, το 'κανε για πάρτη του, την έβρισκε έτσι. Και είχε φοβερούς μουσικούς, τον (Henry) Padovani ας πούμε, καταπληκτικό κιθαρίστα. Και κανένας δεν έχει γράψει ποτέ γι' αυτόν τίποτα! Αυτό είναι το κόμπλεξ των δημοσιογράφων με τους γκέι.
— Ξέρεις ότι ντυνόταν και Patti Smith, ε; Με σακάκι, γραβάτα, συνολάκι, κομπλέ. Και παρωδούσε το «Land», έλεγε: «Horses, horses, giraffes, giraffes, piss ants, piss ants».
Ναι, ναι. Γούσταρα εγώ τότε γκρουπ με γκέι κουλτούρα ας πούμε, New York Dolls, Cramps κ.λπ. Την ιδέα να κάνω το Berlin ορθάδικο την πήρα απ' τα γκέι μπαρ στο Άμστερνταμ. Γίνονταν εκεί κάτι πάρτι όπου ήταν όλοι όρθιοι, χορεύανε, φλερτάρανε, ήτανε ζωντανή φάση. Και σκεφτόμουνα: «Ρε συ, ένα τέτοιο μπαρ άμα γίνει στην Ελλάδα, θα 'ρθει κόσμος;». Και το 'κανα ορθάδικο. Απέναντι υπήρχε μια αλάνα –μετά φτιάξαν ένα τείχος για να μην μπαίνει ο κόσμος– και το ορθάδικο συνεχιζόταν, σερβίραμε και έξω, από ένα σημείο και μετά δεν χωρούσες να περάσεις απ' τον δρόμο. Ήτανε περίεργο τότε, να βλέπεις κόσμο έξω απ' το μαγαζί. Δεν έπαιζε πουθενά αυτό, ούτε στον Δον Κιχώτη ούτε στη Σελήνη.
— Modern Lovers παίζατε; Ρωτάω γιατί τότε τον Jonathan Richman δεν τον ήξεραν ούτε στην Αμερική.
Α, ναι, βέβαια, Jonathan Richman, και μόνο του και με Modern Lovers, τον γούσταρα πολύ. Αργότερα τον είδα και λάιβ. Όταν έγινε το Knitting Factory στη Νέα Υόρκη, έπαιξε στα εγκαίνια. Εκεί είδα όλη τη σκηνή της Νέας Υόρκης, τα post-punk, τα no wave. Είδα τον James White – ήμασταν τρία άτομα κοινό, εγώ, η γυναίκα μου και μια Γιαπωνέζα φωτογράφος, κι αυτός έπαιζε σαν τρελός, θα 'χε πιει και καμιά κόκα, ποιος ξέρει! Kάποια στιγμή πέφτει απ' τη σκηνή με το σαξόφωνο, σκοτώθηκε ο μαλάκας! [γέλια] Αυτά στο μεταξύ τα έπαιζα στο Berlin, σε βίντεο. Γύρω στο '83 την είχα ξεκινήσει αυτήν τη φάση. Είχα νοικιάσει εδώ από κάτω τον ημιώροφο και τον χρησιμοποιούσα σαν στούντιο. Δισκάδικο ήταν κανονικά, για λίγο καιρό είχαμε και τη Smash Records. Βγάλαμε Stained Veil, Fear Condition και Yell-O-Yell.
Έπαιρνα, λοιπόν, βίντεο –είχα άκρες στην Ιταλία, στην Αγγλία– και τα μίξαρα σαν DJ set. Είχα γεμίσει με τηλεοράσεις τον χώρο, η μουσική ακουγόταν από τα ηχεία, είχα κάνει καλή κατάσταση. Και παίζαμε πολύ πρωτοποριακά βίντεο, Residents για παράδειγμα, το «Third Reich 'n' Roll», πράγματα που δεν παίζονταν ούτε έξω, δεν υπήρχε ούτε MTV ούτε τίποτα. Είχαν έρθει κάτι δημοσιογράφοι από τη Νορβηγία και μου στείλανε μετά ένα άρθρο όπου έγραφαν: «Τι είναι αυτά που είδαμε στη Θεσσαλονίκη;». Πάθανε τραλαλά, το '83 μιλάμε, ε; Τότε μόλις ξεκινούσε η φάση με το βίντεο κι εμείς τους δείχναμε πράγματα πολύ αρτίστικα. Το «Third Reich 'n' Roll» το έχει το MoMA στη μόνιμη συλλογή του. Παίζαμε MX-80 Sound, Snakefinger, Tuxedomoon, Devo.
— Εκείνο τον καιρό ποια άλλα μαγαζιά είχε η γειτονιά;
Ένα κοτοπουλάδικο είχε στην Κορομηλά πριν ανοίξουμε εμείς, ψυχή δεν πατούσε. Υπήρχε το Λούκυ Λουκ, αλλά μέχρι το '88 που το πήραν ο Καϊσούδης και ο Μοδιώτης δεν δούλευε καθόλου. Μετά δούλεψε γιατί το κάνανε Berlin Light. Δίπλα σ' εμάς υπήρχε και το Fox όπου πήγαιναν οι παλιοί ροκάδες, αλλά ήταν πολύ μυσταγωγία – φτιάχναν κάτι μπιφτέκια, πιο πολύ σαν μπιραρία ήτανε. Κι ήταν και ο Λάζαρος, ένα καφενείο κάτω στην παραλία. Αυτός είχε κανταΐφια, σιροπιαστά και πήγαιναν όλοι οι χασικλήδες μετά τη «χάχα». Αλλά με το που ανοίξαμε, η Χρυσοστόμου Σμύρνης έγινε στέκι. Εντάξει, δεν το περίμενα ότι θα πιάσει αμέσως. Πιο πριν το στέκι ήτανε στη Λώρη Μαργαρίτη, όταν ακόμα υπήρχε το Savoy. Και πριν απ' αυτό ήτανε το Ντορέ. Από κει έφυγε ο κόσμος γύρω στο '85, τους διώξαν οι μπάτσοι βασικά.
— Πες μου για τον κόσμο που μάζευε το Berlin τα πρώτα χρόνια.
Έρχονταν όλες οι φυλές, φρικιά, κυριλέ, μικροί, μεγάλοι. Τους «τσιμισκάκηδες» τους κατέβασα στην Κορομηλά. Ερχόταν ο Μπίλι Μπο, ο Σέρο Αμπραχαμιάν, διάφοροι απ' τον χώρο της μόδας κλπ. – με τον Μπίλι Μπο ήμασταν και φίλοι. Ο Βιολάτζης ο διακοσμητής που είχε μαγαζί στη Μητροπολίτου Ιωσήφ εδώ ήτανε κάθε βράδυ. Ερχόταν ο Ακριθάκης ο ζωγράφος με τον Ιόλα, τον Λαζόγκα, από τη ΖΜ έρχονταν όλοι. Αλλά και τα γκρουπ που ξεκινούσαν τότε, Τρύπες, Mushrooms, Εκτός Ελέγχου, οι ροκάδες και οι πάνκηδες απ' τα Δυτικά. Ο Αγγελάκας δούλεψε μπάρμαν στην αρχή, και μετά για δυο-τρία χρόνια ήτανε DJ. Η Κατερίνα απ' τα Μωρά στη Φωτιά ήτανε σερβιτόρα – κκαλά, όλο το μαγαζί καψούρα με την Κατερίνα ε; (γέλια). Κι εγώ εννοείται. Γενικά, μαζεύαμε όλους αυτούς που ήτανε διαφορετικοί, πιο ψαγμένοι, πιο προχωρημένοι ας πούμε.
Έρχονταν και ηθοποιοί, η Έλενα Ναθαναήλ με τον Γεωργίτση, ο Παναγιώτης (Θανασούλης) που έπαιξε στο «Singapore Sling» του Νικολαΐδη – αυτός ήταν και μπάρμαν για κάνα χρόνο. Και η Γώγου, βέβαια. Η Γώγου ήθελε να την κάνω τη μουσική επένδυση για ένα θεατρικό, τα «Χάρτινα Λουλούδια». Το είχα κάνει παλιότερα για το Κρατικό και ήθελε να το ξαναπαίξει. Ήταν άνθρωπος με πάρα πολλή έμπνευση η Γώγου... Αλλά, απ' την άλλη, δεν μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί της. Όταν ήταν καλά, ήτανε πολύ φιλική. Ε, μετά, στα καλά καθούμενα ερχόταν και μας έβριζε. Αλλά έγραφε ποιήματα δυναμικά, ερχόταν στο μαγαζί και ξεσήκωνε τον κόσμο. Ποιητές, συγγραφείς έρχονταν κι άλλοι, ο Γιώργος ο Σκούρτης για παράδειγμα. Όλο ζητούσε ξηρούς καρπούς, δεν είχα ποτέ. «Θόδωρε, θα με πεθάνεις», έλεγε. «Θα πάρω, ρε Γιώργο, γαμώτο», τον έλεγα. Και πήγαινα σε κάνα περίπτερο να τον φέρω ξηρούς καρπούς.
— Ποια λάιβ θυμάσαι έντονα από κείνη την περίοδο;
Την πρώτη φορά που φέραμε τους Wipers, το '86 πρέπει να 'ταν. Παίξανε σε μια ντισκοτέκ που λεγόταν Contrast, κοντά στην Μπότσαρη, χαμός έγινε. Τον είχα πάει εγώ στο αεροδρόμιο τον Greg Sage, και μάλιστα τον έκανα και δώρο έναν κούρο – είχε πάθει πλάκα. Την επόμενη φορά, μετά από κάνα-δυο χρόνια, παίξανε σ' έναν κινηματογράφο στην Αγίου Δημητρίου, το Αγγέλικα. Εκεί φέραμε και τον τρελό το Sky Saxon που κόλλησε με μια σερβιτόρα απ' το Berlin, τη Δέσποινα, και έμεινε εδώ δύο βδομάδες. Τότε είχε πάει σε μια συναυλία στα πανεπιστήμια όπου έτυχε να παίζουν οι Mushrooms, και παίξανε μαζί. Φοβερά σκηνικά, τι να σε λέω! Ε, μετά ο Cave... Εντάξει, το καλύτερο λάιβ ήτανε με τους Birthday Party στην Αθήνα το '82. Αυτό το λάιβ αν έβλεπες, δεν χρειαζόταν να δεις άλλο στη ζωή σου... Ακόμα τραγουδάμε. Και την επόμενη χρονιά, πάλι στο Σπόρτινγκ, παίξανε οι Bauhaus. Χαμός κι εκεί. Ωραίο φεστιβάλ ήταν και το Rock in Athens το '85, που είχε κάνει η Μερκούρη στο Καλλιμάρμαρο. Διήμερο, παίζανε οι Cure, οι Stranglers, οι Clash.
— Θυμάσαι καθόλου τη συναυλία-φάρσα, The Clash on Boat;
Α, καλά! Θα έρχονταν οι Clash να παίξουνε πάνω σ' ένα πλοίο κι εμείς θα τους βλέπαμε απ' την προκυμαία. Είχανε στήσει στην Αριστοτέλους ένα εκδοτήριο εισιτηρίων και κάνανε ουρά οι μαλάκες. Και πήρα κι εγώ, δύο νομίζω. Να μην το χάσουμε, λέω, οι Clash στη Θεσσαλονίκη. Και δεν μαθεύτηκε ποτέ ποιος έστησε όλη αυτή την κομπίνα. Να σου πω, εμένα πήγε λίγο το μυαλό μου, λέω πώς θα γίνει αυτό τώρα, εμείς απ' έξω, αυτοί μες στο πλοίο; Και δεν βλέπαμε και κάνα πλοίο να 'ρχεται. Ωραία φάση όμως, εγώ τη γούσταρα γιατί ήτανε ροκ εν ρολ. Καλά κάνανε. Η μεγάλη απάτη του ροκ εν ρολ, που λέγανε κι οι Pistols.
— Κι απ' όλους αυτούς ποιοι ήρθαν στο Berlin;
Και ποιοι δεν ήρθαν! Οι Nomads, οι Chills, οι Savage Republic, οι Ex, η Siouxsie, ο Cave, οι Cramps. Αυτούς τους είχαμε κάνει ένα πάρτι ωραίο την πρώτη φορά, το '85-'86, είχαμε φτιάξει και μια τούρτα που έγραφε Cramps. Ήρθε ο Lux Interior με κάτι τακούνια, με καλτσόν, έβαζε τα δάχτυλα στην τούρτα κι έδινε στις γκόμενες, στο φαν κλαμπ, να πεθαίνουν! Οι Gun Club, μία απ' τις πολλές φορές που ήρθαν για λάιβ, μείνανε στο σπίτι μου. Ο Jeffrey Lee Pierce βρήκε τα δισκάκια μου απ' τη Stax και μας έκανε πάρτι, χορεύαμε με τον Kid Congo, χαμός. Η Romi, η μπασίστρια, έφτιαξε μπιφτέκια, περάσαμε τέλεια.
Για ένα χειμώνα, το '84-'85, κάναμε κι εμείς λάιβ στο Berlin. Είχανε παίξει οι Last Drive, οι Yell-O-Yell, οι Villa 21. Και πρέπει να παίξανε και οι Stained Veil – και οι South of No North, δύο μέρες. Δεν κάναμε πιο πολλά γιατί είχαμε πρόβλημα με την πολυκατοικία. Και δεν έφτανε η φασαρία απ' τα γκρουπ, μετά κάναν φασαρία κι από μόνοι τους οι μαλάκες, πλακώνονταν στο ξύλο. Και να μετά τα 100, να οι κλούβες, κι άντε βγάλε άκρη... Ροκ εν ρολ κανονικά.
— Με τις φασαρίες τι ακριβώς γινόταν, ρε Θόδωρε;
Κάτι τους έβγαζε το Berlin, ξέρω 'γώ, έρχονταν εδώ και τρελαινόντουσαν. Ακούγανε ας πούμε Wipers κάπου αλλού, ψιλογουστάρανε, κουνιόντουσαν λίγο, ξέρεις, αυτά. Ε, μετά ακούγανε το ίδιο κομμάτι εδώ, σκοτώνονταν στο ξύλο. (γέλια). Εντάξει, τα '80s ήτανε και τέτοια εποχή, όλοι τρελαμένοι ήταν. Ήταν εποχή... της φασαρίας. Ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε φυλές, πάνκηδες, σκινάδες, ροκαμπίλια κ.λπ. Γενικά υπήρχε και πολλή αστυνομία, μαζεύανε κόσμο στον δρόμο. Ξέρεις, «Επιχειρήσεις Αρετή», ζητούσανε ταυτότητα κι άμα δεν είχες, «έλα μια βόλτα στο τμήμα». Σ' εμάς έρχονταν οι μπάτσοι σχεδόν κάθε μέρα, παρκάραν τις κλούβες στην παραλία γιατί δεν χωρούσαν στη Χρυσοστόμου Σμύρνης. Είχαμε συνέχεια πήγαιν' έλα στα τμήματα, στους δικηγόρους, στα δικαστήρια – δεν ήταν εύκολη φάση να έχεις το Berlin. Αλλά γινόταν και διαφήμιση έτσι. Οτιδήποτε αρνητικό για το Berlin λειτουργούσε θετικά. Το μάθαινε ο κόσμος και αντί να μην έρχεται, ερχόταν κι έκανε τα ίδια. Και γνωστοί έχουνε κάνει φασαρίες εδώ πέρα, o Ian McCulloch, οι Neubauten.
— Η σχέση σου με το μαγαζί έχει αλλάξει καθώς περνούν τα χρόνια;
Εντάξει, η καλή η φάση ήτανε τα '80s. Όχι από οικονομικής πλευράς, γιατί τότε είχαμε τρύπιες τσέπες, ό,τι λεφτά βγάζαμε τα τρώγαμε κατευθείαν. Αλλά ήτανε κάτι καινούργιο το Berlin, τις μουσικές που έφερνε δεν τις άκουγες πουθενά. Και τα '90s είχανε φάση, με το grunge, τα βρετανικά τα ποπ. Από ελληνικά είχε Στέρεο Νόβα, Ξύλινα Σπαθιά... Αλλά, εντάξει, δεν νοσταλγώ τίποτα, το ζω ακόμα, περνάω τη ζωή μου μέσα απ' το Berlin. Κατεβαίνω και τώρα, το πρωί, μέχρι το κλείσιμο. Ε, άμα δεν περνάω καλά, πάω καμιά βόλτα. Ξέρεις, όταν το ζεις κάθε μέρα, τη μια μπορεί να είσαι ξινισμένος, την άλλη να λες τι ωραίο μαγαζί που έχω. Μπορεί να δεις κάποιους να χορεύουν και να χαίρεσαι, έχω βάλει κι έναν στύλο τώρα πίσω, έρχονται τα γκομενάκια και κάνουν εκεί κάτι φιγούρες. Σκοτάδια, ιστορίες, έρχεται η κουμπάρα μου, λιώμα κάθε φορά, και με βρίζει. Με λέει: «Θόδωρε, με πιάνουν τον κώλο εδώ μέσα, δεν βάζεις κάνα φως». Εντάξει, ωραία δεν είναι; (γέλια)
— Ήθελα να ρωτήσω αν έχει αλλάξει η σχέση σου με τη μουσική, αλλά, απ' ό,τι βλέπω...
Τι ν' αλλάξει, ρε συ, συνέχεια μουσική ακούω. Σύνταξη βινυλιοτζάνκι θα πάρω! Δηλαδή, δεν θα πάρω.
— Και τη γειτονιά πώς τη βλέπεις σήμερα; Τη Θεσσαλονίκη γενικότερα;
Ο Μπουτάρης την έκανε ωραία την Κορομηλά, μεγάλωσε τα πεζοδρόμια, έβαλε και δέντρα. Κολωνάκι το 'χει κάνει. Αλλά τώρα με την κρίση μάς κλείσαν τα καλά μας τα μαγαζιά. Λουί Βουιτόν... πώς το λέγαν το άλλο με τις τσάντες; Το Τοd's. Χάσαμε την αίγλη μας. Ο Γαβαλάς, που ήταν απέναντι, φούρνος βλέπω να γίνεται. Όταν έκλεισε το Λουί Βουιτόν είχε μείνει, έτσι, ολόμαυρο, και κάποιοι λέγαν να το κάνουνε γραφείο κηδειών. Γάμησέ τα, δηλαδή, εδώ καταλαβαίνεις την κρίση. Εντάξει, μια χαρά είν' η Θεσσαλονίκη. Εγώ δεν συμφωνώ μ' αυτούς που λένε ν' αλλάξουμε την πόλη, να γίνουμε Βαρκελώνη, Βερολίνο. Γενικά, στην Ελλάδα υπάρχει ένα πρόβλημα, κανένας δεν γουστάρει τον εαυτό του. Δηλαδή, βλέπουν τον καθρέφτη και λένε «ποιος μαλάκας είν' αυτός;». Τι ν' αλλάξεις στην πόλη; Αυτορρυθμίζεται.
Σε μια εκπομπή στην ΕΤ-3 που είχα πάει λέγανε τι θα γίνει με τ' αμάξια που παρκάρουν όπου να 'ναι. Τους λέω εγώ, όταν είχε δημοτική αστυνομία, γινόταν χαμός, πέφταν μπουνιές, λιποθυμούσε κόσμος. Τώρα αφήνει ο άλλος χαρτάκι, τον παίρνεις τηλέφωνο, έρχεται, παίρνει τ' αμάξι, ευγενικά, ωραία. Τα αστικά έχουνε μάθει και κάνουνε οχτάρια, μια χαρά, κανένα πρόβλημα. Μια τύπισσα τρελάθηκε, με λέει: «Χα χα χα, τι μας λέει ο κύριος αυτός;». «Ε, καλά», την λέω, «πες ό,τι θες εσύ. Κοιμάσαι εννιά η ώρα, πού ξέρεις τι γίνεται». Αυτή είχε άλλο θέμα, τον θόρυβο στα κλαμπ που τρελαίνει τον κόσμο. «Έχεις δει κανέναν πιτσιρικά», τη λέω, «όταν βαράνε τα ηχεία στ' αυτιά του, που είναι στον δέκατο ουρανό; Έχεις πάει ποτέ στον δέκατο ουρανό; Έχεις γίνει θεά ποτέ;». Και με κοιτούσε σαν χαζή. «Άσε μας», την λέω τώρα, «έγινες δημόσιος υπάλληλος, πληρώνεσαι, μας κάνεις και κουμάντο». Άντε, γαμώ τον μπελά μου!
σχόλια