Η Alison Krauss είναι μια σημαντική Αμερικανίδα τραγουδίστρια, με μεγάλη ιστορία πίσω της, που δεν είναι όσο θα έπρεπε -και θα της άξιζε- γνωστή στην Ελλάδα. Και τούτο συμβαίνει επειδή η Krauss (διακεκριμένη βιολίστρια επίσης) δεν τραγουδάει φτηνή ή λιγότερη φτηνή ποπ (ασχέτως αν κάποια κομμάτια της έχουν και παλαιάς κοπής ποπ στοιχεία), ροκάκια ή χιπχοπάδικες ασυναρτησίες.
H Krauss είναι βασικά τραγουδίστρια της country, του bluegrass και του ευρύτερου folk των Απαλαχίων, είδη που, στην Ελλάδα, δεν χαίρουν ιδιαίτερης φήμης και εξάπλωσης στους μουσικόφιλους, καθώς συνδέονται με τη... συντηρητική, βλάχικη Αμερική και άλλα τέτοια ανιστόρητα συναφή. Λέω «ανιστόρητα», επειδή όσο «συντηρητική» μπορεί να είναι η country music, άλλο τόσο, για να μην πω και περισσότερο, είναι και προοδευτική. Θ' άξιζε να ρίξουμε μια ματιά σ' αυτή την προοδευτική-κοινωνική ιστορία της, αλλά δεν θα το κάνουμε τώρα...
Το πιο πρόσφατο άλμπουμ της Alison Krauss λέγεται "Windy City" και κυκλοφόρησε την 17η Φεβρουαρίου, πριν λίγες μέρες δηλαδή, από την Capitol. Μπήκε δε, αμέσως, στο Billboard 200, στη θέση 9 – και δεν ήταν αυτή, φυσικά, η παρθενική εμφάνιση τής Krauss στο αμερικάνικο τσαρτ των άλμπουμ. Παλιότερα, το CD της "Raising Sand" με τον Robert Plant (των Led Zeppelin) είχε φθάσει μέχρι το No2 (2007), ενώ και το "Paper Airplane", με το συγκρότημά της, τους Union Station, είχε φθάσει μέχρι το No3 (2011). Άλλα άλμπουμ της εμφανίστηκαν, βεβαίως, και σε πιο κάτω θέσεις, πράγμα που δείχνει πως η Krauss ήταν, είναι και παραμένει ένα πολύ μεγάλο όνομα, για την country scene, στην Αμερική.
Στο "Windy City" η Krauss και ο παραγωγός της Buddy Cannon επιλέγουν δέκα τραγούδια από το παρελθόν, για να τα διασκευάσουν. Τραγούδια που είπαν σε πρώτες εκτελέσεις ο «πατέρας του bluegrass» Bill Monroe ("Poison love"), ο σπουδαίος Glen Campbell ("Gentle on my mind"), ο αειθαλής κι ένας από τους πιο γνωστούς outlaws και-στη-χώρα-μας Willie Nelson ("I never cared for you"), o country hero Eddy Arnold ("You don't know me"), αλλά και η pop, country κ.λπ. τραγουδίστρια Brenda Lee – και το μυαλό όλων μας πάει κατ' ευθείαν στο σωστό κομμάτι... είμαι σίγουρος.
Παίρνουν την αθάνατη μελωδία του Χατζιδάκι την ντύνουν με έγχορδα στο background, προσθέτουν την απαραίτητη lap steel κιθάρα, ώστε να ταρακουνήσουν και τις αγνές... βλάχικες ψυχές, τοποθετώντας πάνω απ' όλα την ουράνια φωνή της Alison Krauss.
Στο "All alone am I" του Μάνου Χατζιδάκι, που πρωτοείπε (στη γλώσσα μας βέβαια) η Τζένη Καρέζη στην ταινία «Το Νησί των Γενναίων» (1959) και που ξαναείπε, με τους αγγλικούς στίχους τού Arthur Altman, η Brenda Lee το 1962, κάνοντάς το μεγάλη επιτυχία (No3 στο Billboard Hot 100). Οπωσδήποτε, όταν βλέπεις το θαυμαστό αυτό τραγούδι του Χατζιδάκι να φιγουράρει δίπλα σε άλλα αθάνατα country songs, ερμηνευμένο μάλιστα από την Alison Krauss, δεν μπορεί παρά να νιώθεις μια περηφάνια και μιαν έξαρση.
Η εκτέλεση, να το πούμε, είναι εξαιρετική. Η μελωδία, εξάλλου, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παρερμηνείες, καθώς οφείλεις, ως παραγωγός, ενορχηστρωτής κ.λ.π., απλώς να την αναδείξεις. Κι εδώ οι μεγάλοι, σε τέτοια θέματα, Αμερικανοί μουσικοί, τεχνικοί και executives των στούντιο, ξέρουν να το πράξουν καλύτερα από τον καθένα. Παίρνουν, λοιπόν, την αθάνατη μελωδία του Χατζιδάκι την ντύνουν με έγχορδα στο background, προσθέτουν την απαραίτητη lap steel κιθάρα, ώστε να ταρακουνήσουν και τις αγνές... βλάχικες ψυχές, τοποθετώντας πάνω απ' όλα την ουράνια φωνή της Alison Krauss. Το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να ήταν κάτι άλλο απ' αυτό που προοριζόταν να είναι. Απλά... τέλειο.
Λίγα λόγια για την Alison Krauss
Είναι οι παραδόσεις με τις οποίες εμποτίζεσαι από μικρός; Είναι το θείο δώρο να μπορείς να μετασχηματίσεις το χθες σε αύριο; Είναι οι άνθρωποι, οι συνεργάτες που θα βρεθούν στο δρόμο σου και θα σε στηρίξουν; Είναι το image και το promotion; Είναι σε κάθε περίπτωση όσα εκμεταλλεύτηκε με το δικό της τρόπο η Alison Krauss, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει μιαν εξέχουσα θέση σ' ένα χώρο μουσικό, ο οποίος είναι ένας ολοκληρωμένος «κόσμος» από μόνος του.
Τον «κόσμο», εννοώ, που πήρε τα ίσια του με τον Jimmie Rodgers, τους Delmore Brothers, τους Carter Family, τον Hank Williams και τα θρυλικά ραδιοφωνικά σώου Grand Ole Opry και που σήμερα μπορεί να απολαμβάνει τον Garth Brooks, τον George Strait, τον Dwight Yoakam και τον Alan Jackson. Τον «κόσμο» που συμβολίζουν τα πεντάλιτρα καπέλα Beaver Brand, τα τζιν Wrangler, τα καρό πουκάμισα και τα Ford ή τα Dodge με καρότσα.
Μέσα σ' αυτή την κοινότητα η Krauss θα μπει με τις δικές της απόψεις, που δεν συμβάδιζαν πάντα με την «βλάχικη» σημειολογία του χώρου, ανατρέποντας, μαζί με άλλες νεαρές συναδέλφισσές της (LeAnn Rimes, Deana Carter, Dixie Chicks...) πατροπαράδοτους κανόνες.
Η Krauss θα δείξει από πολύ νωρίς ποια ακριβώς ήταν και τι ήθελε να κάνει, όταν δεκατεσσάρων μόλις ετών θα δώσει την πρώτη ηχογράφησή της, τον Δεκέμβριο του '85. Ήταν ένα LP βασισμένο σε old-timey Ozark, scotch, irish και bluegrass σκοπούς.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1987, θα δώσει το ντεμπούτο της στην εταιρεία Rounder με τίτλο "Too Late to Cry", ενώ το 1989 στο "Two Highways" θα εμφανισθεί με την πρώτη μορφή του συγκροτήματός της, των περίφημων Union Station, με το οποίο λίγο αργότερα θα άγγιζε κορυφή.
Στα δεκαεννιά της η Alison Krauss ήταν ήδη «όνομα». Αφορμή το εξαιρετικό "I've Got that Old Feeling" (1990), το οποίο θα βραβευθεί με Grammy, για την καλύτερη τότε bluegrass παρουσία.
Το "I Know Who Holds Tomorrow" (1994), σε συνεργασία με τους Cox Family, υπήρξε ένας μικρός σταθμός στην μέχρι τότε καριέρα της, αφού το ρεπερτόριό της ξανοίγεται ακόμη περισσότερο, διασκευάζοντας Thomas A. Dorsey και Paul Simon, θέτοντας τα τραγούδια της κάτω από νέες αρμονικές βάσεις επηρεασμένη φανερά από τα gospel.
Το επόμενο άλμπουμ της, το "So Long So Wrong" (1997), υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά progressive bluegrass της καριέρας της. Υπέροχο αίσθημα, εύθραυστες μελωδίες, ωραίοι στίχοι (πονεμένης αγάπης συνήθως) και φυσικά δυναμικά παιξίματα από τους Union Station (με τον σπουδαίο Dan Tyminski ανάμεσα).
Με το "Forget About it" (1999) η Krauss δείχνει να είναι η διάδοχος κατάσταση των σπουδαίων γυναικείων φωνών που εξέφρασαν ένα μεγάλο κομμάτι της επαρχιακής Αμερικής (Emmylou Harris, Dolly Parton, Tammy Wynette, Loretta Lynn κ.ά.) στα χρόνια του '60 και του '70 – με τις country μπαλάντες, τις steel κιθάρες και τα ανάλαφρα ερωτικά θέματα να προσεγγίζουν, πια, ένα σημερινό ακροατήριο.
Είναι η εποχή όπου θα την μάθει όλος ο κόσμος (και δεν εννοούμε στην Αμερική), αφού η Alison Krauss θα συμμετάσχει στο σάουντρακ της ταινίας των αδελφών Coen "O Brother, Where Art Thou?" (2000) τραγουδώντας μαζί με τις Emmylou Harris και Gillian Welch. Να υπενθυμίσουμε πως το OST, εν αντιθέσει με την ταινία, είχε απίστευτη εμπορική επιτυχία, αφού μόνο στην Αμερική πούλησε, τότε, περισσότερα από 5 εκατομμύρια αντίτυπα, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην εκτόξευση των old-timey μουσικών.
Στο "New Favorite" του 2001 η Alison Krauss αλλάζει image και από την εικόνα τού «καλού κοριτσιού», που θα το γούσταρε για νύφη η μέση αμερικανική οικογένεια, περνά σε κάτι πιο τυπάδικο, όταν με τη βοήθεια του Dan Tyminski σκληραίνει τα κομμάτια της, προτείνοντας μερικά αριστουργήματα τού σύγχρονου bluegrass.
Ένα από τα κλασικά country τραγούδια, που αποτέλεσε και «έμβλημα» του νέου ξεσαλώματος ήταν και το "I am a man of constant sorrow", το οποίο ακουγόταν στην ταινία των Coen σε τέσσερις εκτελέσεις! Το τραγούδι φαίνεται πως πρωτοεκδόθηκε το 1913, πρωτοηχογραφήθηκε στη δεκαετία του '20, ενώ έγινε γνωστό και στα sixties, όταν το είπε όπως-όπως και ο Bob Dylan. Από τις κλασικές εκτελέσεις του θεωρούνται εκείνες των Stanley Brothers και του Roscoe Holcomb, ενώ... μελλοντικά κλασική θα γίνει και η εκτέλεση του Tyminski από το OST του "O Brother, Where Art Thou?". Στο "Live" (2002) της Alison Krauss (live στην πόλη Louisville του Kentucky) o Tyminski θα δώσει άλλη μία εκπληκτική εκτέλεση του κομματιού, κάνοντας την αίθουσα να παραληρεί στο άκουσμα του στίχου... "I'll bid farewell to old Kentucky".
"Lonely Runs Both Ways" (2004) ήταν ο τίτλος του επόμενου άλμπουμ τής Alison Krauss και των Union Station, με ύφος τώρα πιο κοντά στη λεγόμενη americana και το country-folk των sixties.
Και ήταν τα δισκάκια της τελευταίας δεκαετίας (2007-2017) εκείνα που ανέδειξαν την Krauss σε πραγματική σούπερ σταρ στην Αμερική. Κάτι που δεν το λένε μόνο τα νούμερα, αλλά και οι ζωντανές εμφανίσεις της (που υπάρχουν σκόρπιες και στο YouTube). Απ' αυτά τα άλμπουμ (αν βγάλουμε best και συλλογές), θα μας μείνουν δύο αριστουργήματα, το "Raising Sand" (2007) με τον Robert Plant και το "Paper Airplane" (2011) με τους Union Station.
Για το πρώτο είχα γράψει στο Jazz & Τζαζ (#179, Φεβρουάριος 2008) κλείνοντας εκείνο το review:
(...) Γράφω για την Alison Krauss συνεχώς τα τελευταία δέκα χρόνια κι έχω αντιληφθεί τι επιφυλάσσει γι' αυτήν το μέλλον. Εκείνη πάει με χίλια, αλλά εγώ, ως ακροατής, οφείλω να πατάω φρένο. Όχι όμως για το "Raising Sand". Θα 'ταν άδικο. Ένα λευκό άλμπουμ με κάτι από τον σκοτεινό, καθαρτήριο ήχο της εταιρείας Fat Possum ("sinister" έγραψε κάποιος Αμερικανός και είναι η τέλεια λέξη) είναι κάτι που μπορεί να το ονειρευόμουν, αλλά μάλλον δεν το ανέμενα. Μάλλον...
Περιττό να πούμε –δηλαδή να το ξαναπούμε– πως το "Raising Sand" σκαρφάλωσε μέχρι το No2 του Billboard 200.
Το ίδιο εντυπωσιακό ήταν και το "Paper Airplane", το τελευταίο άλμπουμ της στην Rounder από το 2011, το οποίο είχε απίστευτα κομμάτια, σημειώνοντας μεγάλη εμπορική επιτυχία (για τα δεδομένα του '11 φυσικά). No3 στο Billboard 200 και No1 στα Billboard Folk Albums, Billboard Top Bluegrass Albums και Billboard Top Country Albums και 384.000 αντίτυπα πουλημένα (στην Αμερική) μέχρι τον προηγούμενο Νοέμβρη (όπως διαβάζουμε στη wiki).
Το νέο "Windy City" είναι εκείνο που θα επαναφέρει την Alison Krauss στο προσκήνιο μ' έναν αντάξιο για την ιστορία της τρόπο. Η φωνή της πάντα καθαρή και δυνατή, ανεβαίνει και κατεβαίνει με άνεση τις κλίμακες, χαρίζοντας πραγματικά ξεχωριστές ερμηνείες, επαναφέροντας στο προσκήνιο μερικά ιστορικά τραγούδια. Ανάμεσά τους και το "All alone am I" του Μάνου Χατζιδάκι...
σχόλια