«Είμαι άσχημη. Υπάρχει μαθηματική εξίσωση που το επιβεβαιώνει. Ή, τέλος πάντων, αυτό μου είχε πει το αγόρι, που καθόταν πίσω από εμένα, στο μάθημα των καλλιτεχνικών της Α' Γυμνασίου. "Θα καρφώσω το μολύβι μου στο μάτι σου", μου είχε πει, γελώντας. "Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να ασχημύνεις περισσότερο. Ακόμη κι ο δάσκαλος το πιστεύει".
Μόλις δυο χρόνια νωρίτερα, ένα άλλο αγόρι, που το όνομα του δεν το θυμάμαι πια, με είχε ρωτήσει γεμάτο θυμό τι είχε πάει τόσο στραβά με το πρόσωπο μου. Αυτό συνέβη, όταν τον νίκησα σε έναν αγώνα χάντμπολ. "Έχεις τα πιο περίεργα μάτια που έχω δει ποτέ", μου είχε πει. Όταν το άκουσε αυτό η καθηγήτρια μας, τον έστειλε στο γραφείο του διευθυντή. Εκεί θα βρισκόμουν λίγο αργότερα κι εγώ, για να πω τη δική μου εκδοχή απ' ό,τι είχε συμβεί, μόνο και μόνο για να μου επισημάνουν ότι δεν θα 'πρεπε να είμαι τόσο ευαίσθητη.
Έτσι, όταν το αγόρι στην πίσω θέση, στο μάθημα των καλλιτεχνικών στο Γυμνάσιο, συνέχισε να με σκουντάει με την άκρη του μολυβιού του, δεν είπα τίποτα. Εκείνη τη χρονιά, η καθηγήτρια των καλλιτεχνικών μας, ήταν η δεσποινίς Τζέι και είχε ένα τόσο δυνατό γέλιο, που μπορούσες να το ακούς να αντηχεί μέσα στους διαδρόμους. Φορούσε όμορφα, φωτεινά χρώματα και μας μάθαινε πράγματα για καλλιτέχνες και κινήματα που δεν είχα ακούσει ποτέ μου. Μας ενθάρρυνε να αναζητούμε το νόημα της τέχνης γύρω μας, ως σύνολο και ως άτομα. Κάθε βδομάδα, η δεσποινίς Τζέι ζητούσε από τους μαθητές να κάνουν μια έρευνα για έναν καλλιτέχνη, ένα κίνημα ή έναν ζωγραφικό πίνακα. "Άλλωστε, η τέχνη δεν είναι αυτό που βλέπεις", συνήθιζε να λέει στην τάξη. "Είναι αυτό που νιώθεις. Δείξτε μου, λοιπόν, τι νιώθετε". Έπρεπε, λοιπόν, να κάνουμε έρευνα και μετά να γράφουμε όσα νιώσαμε απ' όσα είδαμε και όσα κάθε φορά ανακαλύψαμε. Μετά το σχολείο, κάθε Πέμπτη, θα μας αφιέρωνε χρόνο για να συζητήσουμε όσα είχαμε μάθει. Εγώ και μερικά παιδιά ακόμη, με τα οποία είχαμε γίνει φίλοι, βρισκόμασταν σ' αυτές τις συζητήσεις.
Ως κομμάτι μιας κοινωνίας που νιώθει την ανάγκη να μετριέται, να αξιολογείται και να κρίνεται συνεχώς, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ, ότι αν κάποιος "μετρούσε" τη δική μου εμφάνιση, βάσει της χρυσής ακολουθίας, μόλις και μετά βίας θα βρισκόμουν στη θέση 2. Εκείνο το απόγευμα που ο συμμαθητής μου μου είπε ότι ήμουν άσχημη, εξομολογήθηκα στη μητέρα μου ότι ήθελα να πεθάνω.
Κάποτε, η δεσποινίς Τζέι, αφιέρωσε το πρώτο ημίωρο του μαθήματος για να μας μιλήσει για τον ρόλο της ομορφιάς στην Τέχνη και για το πως επρόκειτο για μια έννοια υποκειμενική, η οποία κάθε φορά εξαρτάτο από την ερμηνεία που της απέδιδε το κοινό. Τότε ήταν που μας μίλησε για τη χρυσή αναλογία, τη μαθηματική εξίσωση, η οποία εξηγούσε, κατά πολλούς τρόπους την ομορφιά. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν μία εξίσωση, ακριβώς για να υπολογίσουν την ισορροπία, τη συμμετρία, την πραγματική ομορφιά στο έργο τους.
Αυτή η εξίσωση, ήταν μία παρακαταθήκη των μαθηματικών του Ευκλείδη, η οποία περιέγραφε μία ακολουθία που συνήθως απαντάται στην αρμονία της φύσης. Βάσει και της ακολουθίας Φιμπονάτσι, συμμετρία και ασυμμετρία συνδυάζονται με τόσο γοητευτικούς τρόπους, μόνο και μόνο για να αποδοθεί το έργο στην πιο λαμπρή εκδοχή του. Τόσο στο σχέδιο, όσο και στην αρχιτεκτονική, όσο πιο πιστά εφαρμοζόταν η ακολουθία σε έναν πίνακα ή σε ένα κτήριο, τόσο πιο όμορφο ήταν το αποτέλεσμα που προέκυπτε.
Κάποτε, κατά τη διάρκεια μίας συζήτησης για τη δομή των προσώπων στα έργα τέχνης και κυρίως στα πορτρέτα, η δεσποινίς Τζέι αναφέρθηκε ξανά στη χρυσή ακολουθία. Μας είπε ότι οι επιστήμονες είχαν μελετήσει την εξίσωση, χρησιμοποιώντας την ως τύπου που καθόριζε την πραγματική ομορφιά. "Αναλύουν και μετρούν. Μετρούν από τις ρίζες των μαλλιών μέχρι την άκρη της μύτης και ακριβώς ανάμεσα στα βλέφαρα. Και από εκεί μέχρι τη βάση της μύτης. Και μετά από τη βάση της μύτης, μέχρι το τέλος του πιγουνιού. Αν η απόσταση αυτών των σημείων είναι ίδια, το άτομο που μετρήθηκε τείνει να είναι γοητευτικό", εξήγησε.
Μας είπε ακόμη ότι το αυτί πρέπει να έχει το ίδιο μήκος με τη μύτη και το πλάτος του ματιού πρέπει να είναι ίσο με την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στα δυο μας μάτια. Η ακολουθία ισχυρίζεται ότι για να θεωρηθεί όμορφο το πρόσωπο μιας γυναίκας, το μήκος του προσώπου της, διαιρούμενο με το πλάτος θα πρέπει να δίνει την εξής αναλογία: 1:1.618. Προς επιβεβαίωσιν των παραπάνω, μας έδειξε έργα καλλιτεχνών, όπως ο Ραφαήλ και ο Μποτιτσέλι.
Ποτέ δεν κατάλαβα τον συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο, και έτσι το μόνο που έμαθα από αυτό το μάθημα, ήταν ότι αυτά ήταν τα πρότυπα ομορφιάς, που καθόριζαν την αξία μιας γυναίκας, αναφορικά με την εξωτερική της εμφάνιση, τουλάχιστον. Βέβαια, η δεσποινίς Τζέι πήγε τη συζήτηση ακόμη πιο μακριά, λέγοντας μας ότι σύμφωνα με επιπρόσθετες έρευνες για τον ρόλο της χρυσής ακολουθίας στον καθορισμό της γυναικείας ομορφιάς, ήταν ακριβώς αυτή που είχε καθορίσει μία κλίμακα μέτρησης της κάθε γυναίκας. Οι γυναίκες μετρώνταν από το 1 έως το 10, με τις περισσότερες να βρίσκονται στη θέση 4, το πολύ 6, λόγω των αυστηρών περί συμμετρίας κανόνων. Δεν υπήρξε ποτέ, κατά την ίδια, ένα καθαρό 10άρι.
Ως κομμάτι μιας κοινωνίας που νιώθει την ανάγκη να μετριέται, να αξιολογείται και να κρίνεται συνεχώς, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ, ότι αν κάποιος "μετρούσε" τη δική μου εμφάνιση, βάσει της χρυσής ακολουθίας, μόλις και μετά βίας θα βρισκόμουν στη θέση 2. Εκείνο το απόγευμα που ο συμμαθητής μου μου είπε ότι ήμουν άσχημη, εξομολογήθηκα στη μητέρα μου ότι ήθελα να πεθάνω. Μεγάλωσα, γνωρίζοντας πως ό,τι υπήρχε σε ελάττωμα βρισκόταν πάνω μου. Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι είμαι ελαττωματική. Το να νιώθω έτσι, ήταν μέρος του μαρτυρίου όσων έχουν γεννηθεί με δυσπλασία προσώπου, επειδή πάσχουν από σύνδρομο Κρουζόν. Πρόκειται για μία σπάνια διαταραχή, λόγω της οποίας τα οστά του κρανίου δεν αναπτύσσονται. Τα μάτια μου πάντα απείχαν τραγικά το ένα από το άλλο, η μύτη μου ήταν μεγάλη, το σαγόνι μου προεξείχε και τα αυτιά μου ήταν σαν κάποιος να τα τοποθέτησε χαμηλά.
Έζησα άπειρες συνεδρίες με γιατρούς που προσπαθούσαν να διορθώσουν ό,τι ήταν δυνατό τόσο σ' εμένα όσο και στη δίδυμη αδελφή μου που επίσης γεννήθηκε με αυτό το σύνδρομο. Κάποτε οι συναντήσεις αφορούσαν καθαρά τη φαρμακευτική αγωγή, κάποτε απλώς τις αισθητικές αλλοιώσεις που προξενούνται από τη διαταραχή. Θα περνούσα ώρες ολόκληρες από τη ζωή μου μέσα σε ιατρεία, με γιατρούς να με φωτογραφίζουν, να μετρούν, να ψηλαφούν το πρόσωπο μου, επιχειρώντας να πλαισιώσουν αυτό που εξείχε, να σημειώσουν κάθε ελαττωματική γραμμή. Και ήταν κάτι που το ήθελα. "Φτιάξτε με", θα τους παρακαλούσα. Και έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν.
Μεγάλωσα, γνωρίζοντας πως ό,τι υπήρχε σε ελάττωμα βρισκόταν πάνω μου. Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι είμαι ελαττωματική. Το να νιώθω έτσι, ήταν μέρος του μαρτυρίου όσων έχουν γεννηθεί με δυσπλασία προσώπου, επειδή πάσχουν από σύνδρομο Κρουζόν.
Πέρασα από χειρουργεία, αποθεραπείες και πάλι πίσω στο ιατρείο για φωτογραφίες, και πάλι μετρήσεις και κυκλωμένα ελαττωματικά σημεία. Προσπαθώντας να γεφυρώσω το άτομο που ήμουν κάποτε με τη γυναίκα που γινόμουν, απέκτησα εμμονή με τη συμμετρία. Την επόμενη μέρα από εκείνο το βράδυ που είπα στη μητέρα μου ότι θέλω να πεθάνω, μου έφερε μία ψυχολόγο στο σπίτι. Την έλεγαν Μπεθ, ήταν μεσήλικη, με σγουρά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους της. Είχε κοιλίτσα, φορούσε στρογγυλά γυαλάκια και σχεδόν πάντα ήταν ντυμένη στα πράσινα. Θα περνούσα αρκετό καιρό στο γραφείο της, με εκείνην να με ακούει υπομονετικά κι εμένα να της μιλάω για τα όνειρα μου να ταξιδέψω και να γίνω συγγραφέας. Σχεδόν ποτέ δεν μιλούσαμε για την εξωτερική μου εμφάνιση.
Όταν σε ένα από τα προγραμματισμένα ραντεβού μας έφτασα λίγο νωρίτερα, μπαίνοντας στο γραφείο της με τον αναπαυτικό πορτοκαλί καναπέ, σα να ξεπήδησε από κάποιο κατάλογο επίπλων του '70, δεν κάναμε ό,τι συνήθως. Δεν παίξαμε, δεν μιλήσαμε, μόνο με κοίταξε στα μάτια και με ρώτησε αν ήμουν ευτυχισμένη. Δεν ήξερα τι να απαντήσω και κάπως έτσι έβαλα τα κλάματα. Μου πρόσφερε ένα χαρτομάντιλο και περίμενε μέχρι τη στιγμή που σταμάτησαν τα δάκρυα. Μείναμε σιωπηλές για αρκετή ώρα.
"Είναι σα να διαβάζω την ίδια πρόταση ξανά και ξανά και ξανά, αλλά να μην μπορώ να καταλάβω τι εννοείται. Αυτό νιώθω. Για τη ζωή μου και για το πώς είμαι. Δεν το καταλαβαίνω όλο αυτό. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν και ξέρω ότι συμβαίνουν, για κάποιον λόγο. Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος. Θέλω όλο αυτό το μαρτύριο που ζω, όλος αυτός ο πόνος να σημαίνει κάτι", είπα τελικά, όταν αποφάσισα να μιλήσω. Μόνο έγνεφε, όσο της μιλούσα. Όταν σταμάτησα να μιλάω, μου ζήτησε το εξής: να φωτογραφίζω το πρόσωπο μου κάθε μέρα, για αρκετές εβδομάδες. Μου είπε, πολύ σοβαρά ότι πλέον δεν είχα καμία επαφή με τη φυσική μου υπόσταση, επειδή η εμφάνιση μου άλλαζε δραστικά από χειρουργείο σε χειρουργείο. Εκείνη τη στιγμή, πραγματικά με είχε φωτίσει. Όλα έβγαζαν νόημα. "Δεν χρειάζεται να τις δείξεις σε κανέναν αυτές τις φωτογραφίες. Απλώς κράτησε τις για 'σένα", μου είπε. Ήμουν προβληματισμένη, αλλά δέχθηκα. Εγώ που έκλαιγα με λυγμούς κάθε φορά που αντίκριζα φωτογραφία μου. Που μία τέτοια φωτογραφία ήταν αρκετή για να με κλείσει στο σπίτι για μέρες. Το να βλέπω φωτογραφίες μου, ήταν κάτι που μου γεννούσε θυμό.
Ήμουν άσχημη.
Όταν εγώ και η αδελφή μου ήμασταν 9 χρονών, μας πήραν συνέντευξη από τη γαλλική έκδοση του περιοδικού "Marie Claire". Μας επισκέφθηκαν στο σπίτι δύο γυναίκες, από τις οποίες θυμάμαι κυρίως δύο πράγματα: την παράξενη προφορά τους και το πόσες φορές υπογράμμισαν το ότι ήμασταν διαφορετικές, κάτι που με μπέρδευε απίστευτα. Μας φωτογράφισαν και μας έκαναν ερωτήσεις για τη ζωή μας. Η μητέρα μας μας είχε ντύσει με φορεματάκια και είχε φτιάξει τα μαλλιά μας μπούκλες. Καθόμασταν στο σαλόνι, εκεί που η οικογένεια συγκεντρωνόταν μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις.
Στο κέντρο του τραπεζιού υπήρχε μία φωτογραφία που έδειχνε εμένα και την αδελφή μου, όταν ήμασταν 5 χρονών. Ήταν από εκείνες τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν σε κάποιο εμπορικό κέντρο, από εκείνες τις φωτογραφίες που οι οικογένειες συνηθίζουν να τοποθετούν κάπου κεντρικά μέσα στο σπίτι, μόνο και μόνο για να πείσουν τους πάντες ότι είναι ευτυχισμένες. Μισούσα αυτή τη φωτογραφία. Τα μάτια μου ήταν κατακόκκινα και φαινόμουν αδύναμη. Λίγους μήνες πριν είχα περάσει ακόμη ένα χειρουργείο επέκτασης κρανίου, πράγμα που σήμαινε ότι μου είχαν σπάσει οστά προκειμένου να μετακινήσουν τα πάντα προς τα μπρος, να ελέγξουν και να διορθώσουν δραστικά τη δυσπλασία. Είχαν αφαιρέσει οστά από τους γοφούς, προκειμένου να τα τοποθετήσουν στο πρόσωπο. Εκτός όλων των άλλων έπρεπε να μάθω να περπατάω ξανά...
Χρόνια αργότερα, βρήκα το τεύχος αυτού του περιοδικού θαμμένο μαζί με άλλες αναμνήσεις και παχύ στρώμα σκόνης στη σοφίτα. Κάθισα κάτω και προσπάθησα με τα φτωχά γαλλικά που είχα μάθει στο σχολείο, να καταλάβω τι έλεγε για εμάς. Και ναι, μιλούσε για τις εγχειρήσεις αυτό το άρθρο, με λεπτομέρειες για την ανάπλαση των οστών, αλλά έβαλα τα κλάματα με το πόσο επιφανειακά, πόσο απλοϊκά αναφερόταν σ' εμάς. Δεν ανέφεραν τίποτα για τις εβδομάδες που πέρασα στην εντατική, για όλα εκείνα τα άγρυπνα βράδια της μητέρας μου πάνω από το προσκέφαλο μου. Το άρθρο δεν ανέφερε ότι ήμουν άνθρωπος και όχι ασθένεια και ο τίτλος του με πηχυαία γράμματα ήταν: "Τα πρόσωπα τους μοιάζουν με έργα του Πικάσο". Αυτός ο τίτλος στεφάνωνε τη φωτογραφία μας με την αδελφή μου, εκεί στο τραπέζι της κουζίνας μας, να γελάμε σαν κανονικά παιδιά. Αλλά δεν ήμασταν κανονικά παιδιά. Ντράπηκα για λίγο που τότε ίσως πίστεψα ότι ήμουν κάτι ξεχωριστό. Ένιωσα το βάρος όλου του κόσμου πάνω μου, σαν όλοι να γέλαγαν με ένα αστείο, μόνο που το αστείο ήμουν εγώ. Βρόντηξα το περιοδικό κάτω και πέρασα την υπόλοιπη νύχτα κλεισμένη στο δωμάτιο μου.
"O Πικάσο ήταν καλλιτέχνης. Εσύ είσαι δημιουργία του Θεού", μου είχε πει τότε η μητέρα μου. "Ε, τότε ο Θεός θα πρέπει να αλλάξει επάγγελμα", της είχα απαντήσει. Έσκισα εκείνο το περιοδικό. Λίγο καιρό μετά, βρήκα την καθηγήτρια, τη δεσποινίδα Τζέι και της μίλησα. για τον τρόπο με τον οποίο κάποιοι συνέκριναν το πρόσωπο μου με έργο του Πικάσο. Της είπα για τη συμφωνία που είχα κάνει με την ψυχοθεραπεύτρια και μου ζήτησε να ενσωματώσει εκείνο το πρότζεκτ με τις φωτογραφίες μου σε ένα από τα μαθήματα της. Μου είπε ότι η εμφάνιση, όπως και η αισθητική του σχεδίου, είναι υποκειμενική και υπάρχει μόνο για να δίνει νόημα σε όσους πραγματικά το αναζητούν κι ότι τελικά είναι η υπέρτατη, η μοναδική υπογραφή μας, το αποτύπωμα που μόνο εμείς μπορούμε να αφήσουμε στον κόσμο. Είναι όλα εκείνα τα μικροπράγματα που συνθέτουν την εικόνα μας και μας κάνουν όμορφους.
Όμως, τώρα πια ξέρω ότι η Τέχνη δεν μιλά απαραιτήτως για ομορφιά. Η τέχνη υποτίθεται ότι πρέπει να σε κάνει να νιώσεις. Και εκεί άρχισα να συνειδητοποιώ ότι αυτό που ήμουν, η εξωτερική μου εμφάνιση, ήταν η δική μου τέχνη.
Στεκόταν εκεί, απέναντι μου, λέγοντας μου όλα αυτά, παίζοντας τα κλειδιά στα χέρια της. Δεν ήμουν πολύ σίγουρη ότι καταλάβαινα τι μου έλεγε.
"Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι εξερεύνησε τα πεδία της ομορφιάς και της συμμετρίας μέσα από αυτό που εκείνος αποκαλούσε θεία αναλογία. Ήταν άνθρωπος των μαθηματικών. Γι' αυτό και πολύ συχνά ενσωμάτωνε τα μαθηματικά στη δουλειά του για να εξασφαλίσει ότι προσέφεραν αισθητική στο όποιο αποτέλεσμα", μου είπε στρέφοντας προς το μέρος μου την οθόνη του υπολογιστή της. Εκεί υπήρχαν εικόνες της Μόνα Λίζα, του Βιτρούβιου Ανθρώπου και άλλων έργων του Ντα Βίντσι.
"Έχεις ιδέα με τι έμοιαζε ο Ντα Βίντσι", με ρώτησε και μεγέθυνε τη φωτογραφία ενός γέροντα με μακριά, λευκά μαλλιά. "Δεν ξέρω τι λες εσύ", συνέχισε, κοιτώντας με στα μάτια, "αλλά εμένα δεν μου φαίνεται και τόσο όμορφος". Έβαλα τα γέλια. "Το να σε συγκρίνουν με τον Πικάσο, μπορεί να ακούγεται προσβλητικό, αλλά για την ακρίβεια είναι τιμή. Είσαι ένα έργο τέχνης, κάτι μοναδικό στο είδος του", συνέχισε.
Σήμερα, όταν σκέφτομαι τον Ντα Βίντσι, δεν πάει το μυαλό μου στη φυσική του υπόσταση. Τον μνημονεύω για το ταλέντο του, για την ιδιοφυϊα του, για το έργο που μας κληροδότησε. Λέγεται συχνά, ότι τα έργα του είναι ένα παράθυρο στον παράξενο εσωτερικό τρόπο, με τον οποίο λειτουργούσε το μυαλό του και κάπως μου υπενθυμίζει ότι όλοι είμαστε κάτι περισσότερο από σώματα, κάτι περισσότερο από τη χρυσή ακολουθία της ομορφιάς, κάτι περισσότερο από το πόσο απέχουν τα μάτια από τη μύτη μας και η μύτη από το στόμα. Συνήθιζα για χρόνια να αντιμετωπίζω τους μαθηματικούς και γεωμετρικούς τύπους που εξηγούσαν την ομορφιά ασυνήθιστα βολικούς. Όμως, τώρα πια ξέρω ότι η Τέχνη δεν μιλά απαραιτήτως για ομορφιά. Η τέχνη υποτίθεται ότι πρέπει να σε κάνει να νιώσεις. Και εκεί άρχισα να συνειδητοποιώ ότι αυτό που ήμουν, η εξωτερική μου εμφάνιση, ήταν η δική μου τέχνη.
Το σώμα μου, το πρόσωπο μου, οι ουλές και οι πληγές μου είχαν να αφηγηθούν μια ιστορία - τη δική μου ιστορία. Υποθέτω τώρα πια ότι έτσι πάει στη ζωή, ότι μπορείς να αρχίσεις να παρατηρείς την ομορφιά αναδρομικά, στη σιωπή. Καμιά φορά πιάνω την αντανάκλαση μου σε κάποιον καθρέφτη και θυμάμαι τα λόγια της καθηγήτριας μου, ότι η ομορφιά είναι υποκειμενική. Και τότε είναι που η αντανάκλαση αυτή δεν μου φαίνεται τόσο ξένη».
Με στοιχεία από το Vox.com
σχόλια