Δεν το παραδέχονται ίσως, επιστρέφοντας στις προ πολλού άκαπνες πατρίδες τους, αλλά είναι πολλοί οι τουρίστες –ειδικά όσοι δεν περιφέρουν παιδιά στις διακοπές τους– για τους οποίους αποτελεί σημαντικό κίνητρο η χαλαρή έως ανύπαρκτη εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου στη χώρα μας. Κοντολογίς, επιδίδονται σε καπνιστικό τουρισμό με φόντο εξωτικά περιβάλλοντα (ντουμανιασμένα μπαρ και ρεστοράν), ακόμα κι αν είναι μόνο περιστασιακοί καπνιστές που τους τρώει τ' αγιάζι όταν φουμάρουν κανένα τσιγαράκι στη ζούλα αργά τη νύχτα στο μπαλκόνι και στην αυλή του σπιτιού ή σε κανένα απόμερο σοκάκι κοντά στο γραφείο, σε κάποιο διάλειμμα από τη δουλειά. Είναι σαν να έχουν καταφέρει να κλείσουν εισιτήριο με τη μηχανή του χρόνου, επιστρέφοντας στους πρόσφατους, αλλά τόσο μακρινούς καιρούς, κατά τους οποίους «ένα σημαντικό κομμάτι της γλώσσας του σώματος και των χειρονομιών στους δημόσιους χώρους ανήκε στο τσιγάρο, ενώ τώρα ανήκει στα κινητά τηλέφωνα» όπως είχε παρατηρήσει, πολύ εύστοχα προφανώς, ο συγγραφέας Γουίλιαμ Γκίμπσον στο Zero History.
Μ' αρέσει να τους βλέπω τους ξένους ευτυχείς και ευγνώμονες να φουμάρουν σε εσωτερικούς χώρους, δοξολογώντας από μέσα τους το χύμα και το μπάχαλο που μας δέρνει, παρ' ότι έτσι δυσκολεύομαι εγώ ο ίδιος ακόμα περισσότερο να το κόψω εντελώς ή, τέλος πάντων, να περιοριστώ στο καθαρτήριο στεγνού ατμού μεταξύ ταμπάκου και πλήρους «ακαπνίας» που ονομάζεται «ηλεκτρονικό τσιγάρο». (Μου τη δίνει το ρημάδι να το κουβαλάω και να το ρουφάω με ψεύτικη περίσκεψη, αλλά κάνει κάποια δουλειά μέσα στη μέρα, με καφέ και ποτό όμως δεν κολλάει με τίποτα, ούτε η γεύση ούτε αυτή η προσομοίωση του να παίρνεις πίπα από το πουλί ενός ρομπότ). Πολύ με θλίβει ότι έχω φτάσει σ' αυτή την εποχή και σ' αυτή την ηλικία κουβαλώντας ακόμα αυτόν το βραχνά, αλλά οι αφορμές και οι νταλκάδες ποτέ δεν λείπουν για να σε κάνουν να καταφύγεις στην πιπίλα της νικοτίνης και της πίσσας και των λοιπών καρκινογόνων ουσιών. Ανωριμότης και έλλειψη ισχυρής θέλησης, το γνωρίζω, αλλά είμεθα Έλληνες και, τέλος πάντων, ποιοι είμαστε εμείς που θα πάμε κόντρα στην ανεπίσημη, αλλά κοινώς ομολογούμενη κρατική γραμμή επί του θέματος: «Τους έχουμε πηδήξει αυτά τα τελευταία χρόνια, άμα τους κόψουμε και το κάπνισμα στις ταβέρνες και τα μπαράκια, θα πάθουν άγρια σύνδρομα στέρησης και θα μας σκίσουν».
Το τσιγάρο θα τελειώσει οριστικά κάποια στιγμή, παραμένοντας ίσως μόνο ως επικίνδυνη, παραβατική έξη για περιθωριακά άτομα (ήδη μοιάζει κάπως έτσι), γιατί ως κακή, αλλά άκρως εθιστική και ευρέως διαδεδομένη συνήθεια ανήκει όντως αποκλειστικά στον 20ό αιώνα, και μάλλον εκεί ανήκουμε κι εμείς, που αενάως «προσπαθούμε» να το κόψουμε.
Είχε γράψει σ' αυτό εδώ το μέσο πριν από μερικά χρόνια (που μοιάζουν αιώνες) ο αείμνηστος Κ. Παπαγιώργης για το τσιγάρο: «Το πρωί, με τον καφέ, δέκα τσιγάρα στη σειρά είναι καλή σερμαγιά. Βρίσκεις το μυαλό σου, ανοίγεις νέα σελίδα, συναντάς το βαθύτερο ρεύμα της χθεσινής μέρας· βάζεις σε τάξη τα σπλάχνα σου, τα ξυπνάς από την καλή μεριά... Ο καπνός φαίνεται πώς δεν εισπνέεται με τα πνευμόνια, ο δρόμος του είναι μυστικός: πάει στα βάθη της ίδιας της ψυχής, διαποτίζει ό,τι πιο μύχιο υπάρχει στον άνθρωπο. Η σκέψη καπνίζει, τα μάτια καπνίζουν, το δέρμα εκπνέει τούφες τούφες, η ίδια η ατμόσφαιρα είναι διακριτή μόνο μέσα από τον καπνό. Η εικόνα του εβδομηντάρη και του ογδοντάρη πού περνάει σιγοπερπατώντας στον δρόμο με ένα τσιγάρο στα χείλη είναι αρχετυπική για τους καπνιστές: μακάρια αταραξία, αντοχή και περίσκεψη. Έκανε τον κύκλο του με ένα τσιγάρο στο στόμα – τι άλλο θέλει;».
Υπέροχα λόγια, αλλά «πιο 20ός αιώνας, πεθαίνεις» θα μπορούσε να πει κάποιος. Η εξιδανίκευση μιας τόσο μοιρολατρικής και αυτοκαταστροφικής συνήθειας είναι τόσο πασέ, όσο και η ίδια η ιδέα της μοιρολατρίας και της αυτοκαταστροφής στις μέρες μας, παρά το γεγονός ότι τις βαραίνει ένα εμμονικό δέος με την Αποκάλυψη και με το τέλος του κόσμου, όπως τον ξέραμε. Παράξενη και σχιζοειδής συμπεριφορά, αν αναλογιστεί κανείς ότι φερόμαστε σαν να πρόκειται να ζήσουμε για πάντα και τα παιδάκια εκπαιδεύονται να βλέπουν τους καπνιστές σαν πράκτορες του θανάτου, σαν απειλητικά ζόμπι που προέρχονται από χαλεπούς καιρούς της ανθρωπότητας (λες και τώρα έχουμε βρει τη φόρμουλα της ειρηνικής συνύπαρξης και της ακλόνητης ευζωίας), σαν κάτι οριακά λιγότερο απεχθές από τους παιδόφιλους. Το τσιγάρο θα τελειώσει οριστικά κάποια στιγμή, παραμένοντας ίσως μόνο ως επικίνδυνη, παραβατική έξη για περιθωριακά άτομα (ήδη μοιάζει κάπως έτσι), γιατί ως κακή, αλλά άκρως εθιστική και ευρέως διαδεδομένη συνήθεια ανήκει όντως αποκλειστικά στον 20ό αιώνα, και μάλλον εκεί ανήκουμε κι εμείς, που αενάως «προσπαθούμε» να το κόψουμε, στην «παλιατσαρία του παρελθόντος» που έλεγε κι ο Παπαγιώργης: «Καθένας σέρνει πίσω του τον σακατεμένο χρόνο του, πρόκειται για το "ναι" που δεν αλλάζει και χαμπάρι δεν παίρνει από το "όχι" που αφορά το μέλλον. Ο καπνιστής κρύβεται στο παρελθόν του και από κει παρακολουθεί τα τεκταινόμενα...».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια