Το κάπνισμα αποτελεί όλο και περισσότερο ένδειξη ένταξης σε κοινωνική τάξη. Μεταξύ του 2010 και του 2016, στη Γαλλία το ποσοστό των ανθρώπων που καπνίζουν καθημερινά συνέχιζε να αυξάνεται, από 35,2% σε 37,5%, μεταξύ εκείνων που έχουν τα χαμηλότερα εισοδήματα. Αντίθετα, καταγράφηκε μείωση του ποσοστού αυτού μεταξύ των Γάλλων με υψηλά εισοδήματα, από 23,5% σε 20,9% μέσα σε έξι χρόνια.
Η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων συνάγεται ως ένα από τα συμπεράσματα της έρευνας που διεξήγαγε στη Γαλλία το Βαρόμετρο Υγείας 2016 για το τσιγάρο και δημοσιεύθηκε σήμερα 30ή Μαΐου από τον οργανισμό Δημόσιας Υγείας της Γαλλίας. Η μελέτη, η οποία έγινε ύστερα από τηλεφωνική έρευνα το διάστημα από την 8η Ιανουαρίου έως την 1η Αυγούστου του 2016 σε αντιπροσωπευτικό δείγμα άνω των 15.000 ατόμων ηλικίας μεταξύ 15 και 75 ετών, έγινε πριν από την αύξηση της τιμής των υποκατάστατων νικοτίνης τον Οκτώβριο του 2016 και την υιοθέτηση της ενιαίας συσκευασίας πώλησης καπνού στα καπνοπωλεία, την 1η Ιανουαρίου 2017.
Σε μία προσπάθεια να εξηγήσει αυτή την αύξηση στην κατανάλωση του καπνού από τις πλέον μειονεκτούσες κοινωνικές ομάδες, ο οργανισμός Υγείας εκτίμησε πως πρόκειται για «έναν τρόπο να διαχειριστεί κάποιος το άγχος, τη δυσκολία του να κάνει σχέδια για το μέλλον, τη δυσπιστία του έναντι των μηνυμάτων πρόληψης, την άρνηση του κινδύνου, μια πιο σημαντική εξάρτηση από τη νικοτίνη, έναν κοινωνικό κανόνα υπέρ του καπνίσματος, ή δύσκολα γεγονότα της παιδικής ηλικίας».
Μετά τη μείωση του καπνίσματος που παρατηρήθηκε μεταξύ του 2000 και του 2005 και την αύξηση μεταξύ του 2005 και του 2010, το Βαρόμετρο Υγείας κατέγραψε επίσης μία συνολική σταθερότητα στην κατανάλωση καπνού. Το 2016, το 28,7% των Γάλλων κάπνιζε καθημερινά, έναντι ενός ποσοστού 29,1% το 2010. Προσθέτοντας ένα ποσοστό 5,8% αυτών που είναι οι περιστασιακοί καπνιστές, διαπιστώνουμε ότι το ένα τρίτο του πληθυσμού της Γαλλίας είναι καπνιστές. Πρόκειται για ένα υψηλό ποσοστό που την τοποθετεί ανάμεσα στις δυτικές χώρες με τις χειρότερες επιδόσεις. Στη Γερμανία, την Ισπανία, στο Βέλγιο και στην Ολλανδία καπνίζει το ένα τέταρτο του πληθυσμού, στην Ιταλία και τη Μεγάλη Βρετανία το ένα πέμπτο του πληθυσμού, ενώ στις ΗΠΑ και την Αυστραλία το ποσοστό των καπνιστών δεν ξεπερνά το 15%.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν τάχθηκε υπέρ της αύξησης της τιμής του πακέτου των τσιγάρων στα 10 ευρώ, από 7 που είναι σήμερα, λέγοντας ότι αυτό θα λειτουργήσει ως «ένα συμβολικό όριο (...) σημαντικό και αποτρεπτικό». Η πρόταση της αύξησης της τιμής του πακέτου των τσιγάρων βρίσκει φλογερούς οπαδούς σε ενώσεις καταπολέμησης του καπνίσματος, ωστόσο, την αντίθεσή τους εκφράζουν οι ιδιοκτήτες καπνοπωλείων οι οποίοι βλέπουν κίνδυνο αύξησης του λαθρεμπορίου καπνού.
Ένα άλλο συμπέρασμα από την έρευνα του Βαρόμετρου υγείας είναι η πτώση του αριθμού των χρηστών του ηλεκτρονικού τσιγάρου. Το 2016 ένα ποσοστό 3,3% των ανθρώπων ηλικίας 15 έως 75 χρόνων χρησιμοποιούσε ηλεκτρονικό τσιγάρο, μεταξύ του οποίου ένα 2,5% καθημερινά, έναντι ποσοστού 5,9% και 2,9% που το χρησιμοποιούσε το 2014. Πρόκειται για μία σημαντική πτώση την οποία ο οργανισμός Δημόσιας Υγείας της Γαλλίας ερμηνεύει ως «ένα φαινόμενο μόδας που τείνει να εξασθενίσει».
«Το προϊόν δεν προσελκύει νέους καταναλωτές» λένε οι συγγραφείς της μελέτης ενώ οι επιστήμονες του οργανισμού Δημόσιας Υγείας εκτιμούν ότι «εάν το ηλεκτρονικό τσιγάρο εμφανίζεται ως μία βοήθεια για να διακόψουν κάποιοι το κάπνισμα, φαίνεται ότι σταδιακά εγκαταλείφθηκε από εκείνους που αποτυγχάνουν να σταματήσουν να καπνίζουν και επιστρέφουν εκ νέου στην κατανάλωση τσιγάρων».
Μια νέα μελέτη του οργανισμού Δημόσιας Υγείας της Γαλλίας, η οποία δημοσιεύθηκε στις 16 Μαΐου στο περιοδικό Addiction, δεν επιτρέπει να φανεί η αποτελεσματικότητα των ηλεκτρονικών τσιγάρων σε ό,τι αφορά τη διακοπή του καπνίσματος. Μετά από έξι μήνες, οι κλασικοί καπνιστές και αυτοί που καπνίζουν ηλεκτρονικό τσιγάρο ουσιαστικά παρουσιάζουν τα ίδια ποσοστά διακοπής. Οι χρήστες του ηλεκτρονικού τσιγάρου προσπάθησαν, ωστόσο, περισσότερο να σταματήσουν το κάπνισμα και παράλληλα μείωσαν κατά το ήμισυ την καθημερινή κατανάλωση τσιγάρων. Ωστόσο αυτή η περίοδος των έξι μηνών μπορεί να είναι «ανεπαρκής» για να υπολογισθεί η αποτελεσματικότητα της χρήσης του ηλεκτρονικού τσιγάρου σε ό,τι αφορά τη διακοπή του καπνίσματος, σημειώνουν οι συγγραφείς της μελέτης.
Πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ με πληροφορίες από Le Monde
σχόλια