Γνωστός για το χαρακτηριστικό στυλ γραφής και την εμμονή του με το αυθόρμητο, ο Γουίλιαμ Μπάροουζ ο κορυφαίος της γενιάς των Μπιτ, δεν ασχολήθηκε καθόλου με τις ευθύγραμμες αφηγήσεις ή τους προβλέψιμους τρόπους σκέψης. Οι επαναστατικές 'cut up' και 'fold in' τεχνικές του, με τις οποίες ανέτρεψε την κλασική αριστοτελική διαδοχή των γεγονότων, οδήγησαν στην δημιουργία του θρυλικού Naked Lunch (Γυμνό Γεύμα) το 1958, του ανατρεπτικού μυθιστορήματος που τάραξε τον λογοτεχνικό κόσμο προκαλώντας με την ιδέα ότι οι ιστορίες μπορούν να ανατρέψουν τον χρόνο.
Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ όμως δεν πειραματίστηκε μόνο με την γραφή και τον χρόνο.Υπήρξε επίσης κι ένας παραγωγικότατος φωτογράφος. Βέβαια χρησιμοποιούσε την φωτογραφία μάλλον ανορθόδοξα καθώς δεν είχε ίχνος σεβασμού γι' αυτήν ως καλλιτεχνικό μέσο αλλά τον ενθουσίαζε η δύναμη της κάμερας για εξουσία και καταστροφή. «Αυτή η απλή διαδικασία-το να καταγράφεις φωτογραφίζοντας συγκεκριμένες τοποθεσίες που θέλεις να καταστρέψεις... έχουν ως αποτέλεσμα ατυχήματα, φωτιές, αλλαγές», έλεγε ο ίδιος. Φωτογράφιζε κτήρια στα οποία ήθελε να επιτεθεί όπως έκανε το 1972 με το Moka Bar στο Λονδίνο προσβεβλημένος «από την ασυδοσία και το δηλητηριασμένο του cheese cake» και σκέφτηκε ότι το μπαρ καφέ Moka θα πρέπει να πληρώσει το τίμημα για την αγανάκτηση του. Το φωτογράφιζε με μανία και χρησιμοποιούσε οπτικο-ακουστικό υλικό που έπαιζε καθημερινά στο δρόμο. Το πείραμά του με την τέχνη-βασανιστήριο είχε αποτέλεσμα: τον Οκτώβρη του 1972 το Moka έκλεισε.
«Το έργο του ήταν μια πάλη ενάντια στα συστήματα ελέγχου, στις αξίες που έχουν ενσωματωθεί στην καθημερινή γλώσσα, σκέψη και δράση. Στον έλεγχο που ασκείται από το κράτος, τη θρησκεία, την οικογένεια, το σχολείο ... τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τη ευπείθεια και την αφοσίωση.»
Δεν είναι μυστικό το έντονο φλερτ του Μπάροουζ με το χάος. Όπως γράφει ο Barry Miles στο Taking Shots: «Το έργο του ήταν μια πάλη ενάντια στα συστήματα ελέγχου, στις αξίες που έχουν ενσωματωθεί στην καθημερινή γλώσσα, σκέψη και δράση. Στον έλεγχο που ασκείται από το κράτος, τη θρησκεία, την οικογένεια, το σχολείο ... τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τη ευπείθεια και την αφοσίωση.»
Το 1962, στο Beat Hotel στο Παρίσι, όπου ο Burroughs έγραψε το Γυμνό Γεύμα, μετέφρασε τις λογοτεχνικές τεχνικές του στη γλώσσα της φωτογραφίας, δημιουργώντας φωτογραφικά καλειδοσκοπικά ψηφιδωτά. Η περίφημη «αποφασιστική στιγμή» του Henri Cartier Bresson για τον Burroughs ήταν η στρέβλωση της αίσθησης που έχουμε για τον χρόνο.
Τα φωτογραφικά κολάζ του επίσης αντικατοπτρίζουν τον μη γραμμικό χαρακτήρα των σκέψεών του. Στο Untitled (1953-56), φωτογραφίες του παραισθησιογόνου σπάνιου περουβιανού αμπελιού Yage (βασικό συστατικό στο τσάι αγιαγουάσκα), της Κίκι στην Ταγγέρη και ενός δρόμου στο Γκέτεμποργκ ενώνονται σε μία ασύνδετη ολότητα ενώ οι απειλητικές μαύρες μουντζούρες που φέρουν μάλλον απεικονίζουν ψυχική ένταση ή μπερδεμένες νευρολογικές συνδέσεις. Παρά την όποια δυσκολία στην ερμηνεία οι φωτογραφίες αυτές είναι ένα παράθυρο στην ψυχολογική του κατάσταση και αποκαλύπτουν -ανεξάρτητα από την πρόθεση- τη δημιουργική διαδικασία σε μία από τις πιο πρωτότυπες και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του 20ου αιώνα.
Οι φωτογραφίες του Μπάροουζ δημοσιεύθηκαν από τις εκδόσεις Prestel σε συνεργασία με την The Photographers' Gallery στο Taking Shots: The Photography of William S. Burroughs. Το βιβλίο επιμελήθηκαν η Patricia Allmer και ο John Sears.
σχόλια