Όσο και να μην έχει κανείς χρόνο και διάθεση να ασχοληθεί με τις εκάστοτε προβοκατόρικες εφορμήσεις του Morrissey στην επικαιρότητα, είναι δύσκολο να τον αγνοήσεις, ειδικά όταν βγάζει και καινούργιο άλμπουμ, όπως τώρα.
Το πολυπληθές και φανατικό εκκλησίασμά του, που δεν σηκώνει κουβέντα, καιροφυλακτεί πάντα άλλωστε, συντηρώντας τη λατρεία και τον μύθο, οπότε θα τον βρεις μπροστά σου θες δεν θες. Όπως είχε απειλητικά τονίσει και ο ίδιος σε γνωστό του άσμα –από αυτά όπου το σλόγκαν/διάγγελμα του τίτλου σέρνει καρτερικά ολόκληρο τραγούδι–, «the more you ignore me, the closer I get» (όσο περισσότερο με αγνοείς, τόσο περισσότερο πλησιάζω).
Για μελαγχολικός και μονήρης εστέτ πάντως, δεν αρκείται ούτε ο ίδιος στα γλυκά τίποτα υψηλού πνεύματος και χαλαρής αποστασιοποίησης αλλά κάθε τόσο ανακατεύεται με τα πίτουρα και μετά αγανακτεί που πέφτουν να τον φάνε οι κότες.
Ενδεχομένως θεωρεί ότι βρίσκεται στην κατάλληλη ηλικία πλέον (58) για να εμπλέκεται με τα φλέγοντα πολιτικοκοινωνικά ζητήματα της εποχής, με τον δικό του ιδιοσυγκρασιακό, επιμελώς αμφιλεγόμενο τρόπο, πατινάροντας αγέρωχος και ξινός πάνω σε ολισθηρές αντιφάσεις.
Και φανατικός αντι-μοναρχικός και φιλικά προσκείμενος στο Ukip και στο Brexit. Και Αγγλάρας παλαιάς κοπής, και Ιρλανδός (εκ καταγωγής), και κατά συρροήν ανέστιος εμιγκρές (Ρώμη, Λος Άντζελες, Τελ-Αβίβ). Και με τη ρομαντική ελευθεριότητα του rock & roll και με την παλιομοδίτικη χρυσόσκονη της κλασικής showbiz. Δεν ζαλίζεται;
Πέρσι είχε χαρακτηρίσει την ψήφο υπέρ του Brexit «υπέροχη», ενώ πριν από έναν μήνα δήλωσε σε συνέντευξή του ότι η εκλογή νέας ηγεσίας στο Ukip ήταν στημένη για να μην εκλεγεί η φανατικά ισλαμοφοβική υποψήφια Αν Μέρι Γουότερς. Λίγες μέρες πιο πριν είχε πει ότι το BBC απεχθάνεται τους πραγματικούς «φιλελεύθερους εκπαιδευτές του λαού»(!) όπως ο Τζορτζ Γκάλογουεϊ και ο Νάιτζελ Φάρατζ, επειδή εκείνοι σέβονται πραγματικά την ισότητα και την ελευθερία.
Κατόπιν, επέστρεψε στο comfort zone του Λος Άντζελες, όπου ονόματα όπως τα παραπάνω είναι εντελώς άγνωστα και όπου λατρεύεται κυριολεκτικά ως Μεσσίας. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο έδωσε δύο θριαμβευτικές συναυλίες στο Hollywood Bowl, ενώ ο δήμος ανακήρυξε επίσημα τη 10η Νοεμβρίου «Ημέρα Morrissey», μία πενταετία περίπου μετά την παράδοση των κλειδιών της πόλης από τον Δήμο του Τελ-Αβίβ.
Αχ και να 'χε πεθάνει νέος (εκεί στα μέσα των '80s ας πούμε), βωμό σαν του Ίαν Κέρτις θα του είχαμε στήσει τώρα – και δεν θα σπίλωνε κάθε τόσο τις μνήμες μας από τους Smiths με τις επιδεικτικά αμφιλεγόμενες δηλώσεις του.
Πλήθος οι «προβοκάτσιες» –σε μια εποχή πόλωσης και άγριων πολιτικών ταυτότητας όπου τα πάντα κάνουν τζιζ αν τα ακουμπήσεις– και στο νέο άλμπουμ που φέρει τον τίτλο «Low in High School», με αποκορύφωμα το τελευταίο κομμάτι που λέγεται «Israel» και αποτελεί ύμνο και δήλωση αμέριστης συμπαράστασης στον λαό αλλά και στο κράτος του Ισραήλ, ειδικά στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης γνωστών καλλιτεχνών που έχει ξεσπάσει τελευταία υπέρ ή κατά του πολιτιστικού μποϊκοτάζ ως μοχλού πίεσης για τη λήξη του απαρτχάιντ στα κατεχόμενα: «Αυτοί που σε υβρίζουν και σε κακοποιούν/ σε ζηλεύουν επίσης/ Αγάπα τον εαυτό σου όπως οφείλεις, Ισραήλ».
Τι είναι, τελικά, ο Morrissey, αν επιχειρήσουμε να τον κατατάξουμε χρησιμοποιώντας μια τρέχουσα, αγοραία, πολιτική ορολογία; Είναι ριζοσπάστης; Λαϊκιστής; ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Φιλοσιωνιστής; Κρυφοσυντηρητικός; Ή απλώς άλλη μια περιπτωσιολογική μελέτη διασημότητας που έλκεται, όσο περνούν τα χρόνια, από αντιδραστικές τάσεις και μανίες καταδιώξεως; Έχει σημασία τελικά; Ενδεχομένως δεν θα είχε αν τα τραγούδια δεν ήταν τόσο βασανιστικά μέτρια.
Αχ και να 'χε πεθάνει νέος (εκεί στα μέσα των '80s ας πούμε), βωμό σαν του Ίαν Κέρτις θα του είχαμε στήσει τώρα – και δεν θα σπίλωνε κάθε τόσο τις μνήμες μας από τους Smiths με τις επιδεικτικά αμφιλεγόμενες δηλώσεις του (κακόγουστο και κακόβουλο, το ξέρω, ο ίδιος θα το εκτιμούσε όμως, νομίζω).
Ας κρατήσουμε ένα γλυκό απόσπασμα που μας αφορά ως ελληνικό κοινό, από την (όχι τόσο περιβόητη όσο θα επιθυμούσε ο ίδιος) Αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε πριν από τέσσερα χρόνια από τη σειρά Penguin Classics (φυσικά):
«... Το Σάββατο 25 Νοεμβρίου [2006] στην Αθήνα το κοινό είναι ένα διαφορετικό είδος ονειρικού δολώματος που λαχταρά να το γευτείς με το κουτάλι. Ο ένας αγέλαστος Άδωνις μετά τον άλλο καταφθάνουν και γεμίζουν τον χώρο, φρεσκοφτιαγμένοι και αφοσιωμένοι στα τραγούδια. Δύο μέρες μετά, στη Θεσσαλονίκη, το λαμπερά καλοντυμένο κοινό μοιάζει αποκλειστικά αντρικό. Ο εκκωφαντικός βρυχηθμός του κόσμου σβήνει κι εγώ επιστρέφω στο κελί μου. Το επόμενο πρωί μια νεαρή γυναίκα στέκεται στο λόμπι του ξενοδοχείου σαν την Arletty* σε φάση κλονισμού, με νεύρα τόσο τεντωμένα, που επιτρέπουν μόνο μια χαμηλόφωνη και κομματιασμένη εκφορά λέξεων. Μου μιλά σαν να είμαι ιερέας. Ακουμπά το χέρι μου με αφύσικη λεπτότητα, σαν να αγγίζει αλάβαστρο. Το αφήνω να περάσει. Δεν θα το άντεχα αν μου έκλεβαν ξαφνικά την καρδιά...».
* Η Arletty (1898-1992) ήταν Γαλλίδα ηθοποιός, τραγουδίστρια και μοντέλο, γνωστή στους περισσότερους από την εμφάνισή της στο «κατοχικό» κινηματογραφικό αριστούργημα του 1944 Τα παιδιά του Παραδείσου του Μαρσέλ Καρνέ. Φυλακίστηκε μετά τον πόλεμο για τη σχέση της με αξιωματικό της Λουφτβάφε. Αργότερα θα δήλωνε: «Η καρδιά μου είναι γαλλική, αλλά ο κώλος μου διεθνής».
Tο άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια