Ένα πράγμα που μου κλοτσάει στον γραπτό λόγο, από τα δημοσιογραφικά κείμενα μέχρι την πεζογραφία, είναι η υπερβολική χρήση των σημείων στίξης. Αποσιωπητικά, θαυμαστικά, με αποσυντονίζουν, τα θεωρώ ένα διαρκές «κλείσιμο ματιού» από τον γράφοντα προς τον αναγνώστη – προτιμώ τα συναισθήματα να μου δημιουργούνται μέσα από την ίδια τη δύναμη των λέξεων και όχι να χειραγωγούνται.
Δεν μπορώ όμως να μη σεβαστώ την επιλογή της Λένας Μαντά να χρησιμοποιεί χωρίς φειδώ τη στίξη στα γραπτά της, αφού, όταν τη ρωτώ γιατί το επιλέγει, μου λέει με παιδιάστικη ειλικρίνεια «πόσο της αρέσει, πόσο τρελαίνεται, ειδικά για τα αποσιωπητικά που δίνουν έμφαση». Δεν μπορώ να μη σεβαστώ γενικώς το μεγαλύτερο εκδοτικό φαινόμενο του 21ου αιώνα για την Ελλάδα.
Η Λένα Μαντά επιμένει να γράφει «με το ένστικτο» ό,τι θα άρεσε και στην ίδια να διαβάσει και αρνείται πεισματικά να απομακρυνθεί από αυτό το μοτίβο. Διαβάζει ελληνική λογοτεχνία, ιστορικά, αστυνομικά, και δεν θεωρεί ρομαντικά τα δικά της μυθιστορήματα, αλλά ότι εκπροσωπεί το κοινωνικό είδος. Το γεγονός πως ό,τι της αρέσει τυχαίνει να το απολαμβάνουν και εκατομμύρια Έλληνες αναγνώστες, άνθρωποι που την ακολουθούν πιστά για πάνω από μία δεκαετία σε κάθε νέο της πόνημα, δεν ξέρω αν τελικά λέει κάτι για τον «μέσο όρο» ή για τη δική της ικανότητα να εντοπίζει και να γραπώνει τον παλμό και τις ανάγκες του κοινού.
«Επιτέλους, οι "ειδικοί" με άφησαν ήσυχη! Με πελεκήσανε. Και τις χειρότερες επιθέσεις, τις πιο πρόστυχες, τις έχω δεχτεί από ανθρώπους που υποτίθεται ότι υπηρετούν την τέχνη, την κουλτούρα, την υψηλή διανόηση».
Όταν ρώτησα, για παράδειγμα, τη μητέρα μου, το πιο κοντινό μου παράδειγμα φανατικής της αναγνώστριας, «γιατί τη διαβάζει», μου απάντησε «γιατί τα βιβλία της με ξεκουράζουν, διαβάζονται παντού, η γλώσσα είναι εύκολη και τα νοήματα κατανοητά, δεν χρειάζεται να είμαι απόλυτα συγκεντρωμένη και να υπάρχει σιωπή, δεν μου δημιουργούν άγχος ώστε να χάνω τον ύπνο μου».
Όταν η Λένα Μαντά φτάνει στο ραντεβού μας, συνοδευόμενη από τον σύζυγό της και τη διευθύντρια δημοσίων σχέσεων των εκδόσεων Ψυχογιός, είναι κάπως «τσιτωμένη». Ευτυχώς ο χώρος επιτρέπει τη χρήση του αγαπημένου της ηλεκτρονικού τσιγάρου – ειδάλλως αντιλαμβάνομαι ότι θα είχαμε πρόβλημα.
Έχει μόλις ενημερωθεί ότι σε δύο μέρες πρέπει να αναχωρήσουν για Τίρανα, με αφορμή την κυκλοφορία του τέταρτου βιβλίου της στα αλβανικά, για ένα γεμάτο διήμερο που θα περιλαμβάνει παρουσιάσεις και ομιλία στο πανεπιστήμιο, μία εβδομάδα μόλις μετά την επίσκεψή της στην Κύπρο.
Δεν αντέχει το ξεβόλεμα, μου εξηγεί, παρόλο που επί μία δεκαετία έχει οργώσει πάμπολλες φορές την Ελλάδα σε περιοδείες, στοιχείο που διαπιστώνω ότι σίγουρα έχει συντελέσει στη σαρωτική εμπορική της επιτυχία, μια και το ευρύ κοινό έχει εικόνα για τον άνθρωπο πίσω από τις γραμμές. «Κάποτε, για να με ξεκουνήσει, ο άντρας μου μόνο λαμπάδα στον Άγιο δεν έταζε. Είμαι αυτοδιασκεδαζόμενο άτομο, δεν πλήττω ποτέ στο σπίτι, έχω πάρα πολλά πράγματα να κάνω. Από το να διαβάσω, που πάντα έχω μια ντάνα βιβλία να με περιμένει, και να γράψω, μέχρι να κεντήσω, να πλέξω, να σκαλίσω τα ντουλάπια μου και να χαθώ σε αναμνήσεις».
Και αυτός ο άνθρωπος είναι συμπαθής, αλέγρος, γεμάτος όρεξη να μιλήσει, με περιγραφές που δημιουργούν γλαφυρές εικόνες και με εκφραστικότητα κάποιες φορές πομπώδη, σε πλήρη αναλογία με τα πολυσέλιδα βιβλία της – και με μεγάλη αυτογνωσία, παρά τον αέρα της σταρ, καταπώς φαίνεται.
Μου αναφέρει σε κάποια φάση της κουβέντας μας πόσο δεν της αρέσει το Twitter – πώς να περιοριστεί σε λιγοστούς χαρακτήρες; «Είσαι με τα καλά σου;» θα μου απαντήσει στην ερώτηση αν έχει επιχειρήσει ποτέ να γράψει ποίηση. «Αλλά θαυμάζω απεριόριστα τους ποιητές, που μπορούν να πουν τόσο πολλά σε μία φράση. Όταν διαβάζω ένα ποίημα και θέλω πέντε λεπτά για να ξεκολλήσω μία-μία τις κρυμμένες λέξεις, ε, αυτό είναι ταλέντο, είναι χάρισμα από τον Θεό. Εγώ δεν μπορώ, εμένα δώσ' μου σελίδες».
Παραγγέλνει ένα ποτήρι λευκό κρασί χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στις ετικέτες που της προτείνονται. Από το πλατό τυριών που έρχεται ως συνοδευτικό σχεδόν δεν αγγίζει μπουκιά – έχει μπει ήδη σε διάθεση συζήτησης και χαίρομαι ιδιαίτερα γι' αυτό. Μόνο στο τέλος, κι αφού έχουμε σχεδόν ολοκληρώσει, θα δοκιμάσει τα γλυκά που μας έχουν σερβίρει – παραδέχεται ότι δεν μπορεί να αντισταθεί σε αυτά και δείχνει ενδιαφέρον στις περιγραφές του μετρ.
Πάντως, αν κάτι τη χαρακτηρίζει αδιαμφισβήτητα, είναι η στρατιωτική συνέπεια. Το τελευταίο βιβλίο της, Γράμμα από Χρυσό, εκδόθηκε τον Μάιο, η ίδια έχει εδώ και καιρό παραδώσει το επόμενο που προορίζεται για τον Μάιο του '18 και βρίσκεται ήδη στον σχεδιασμό του μεθεπόμενου. «Χωρίς πρόγραμμα αισθάνομαι ότι τρέμει η γη. Κανονικά, θα έπρεπε να είχα ξεκινήσει ήδη το γράψιμο».
Ζητώ να μου εξηγήσει αυτό το «κανονικά», γιατί υποχρεώνει τον εαυτό της σε σχεδόν «βιομηχανική» παραγωγή της επόμενης επιτυχίας, σαν να γράφει στον αυτόματο, σκεπτόμενος ότι κάτι τέτοιο ενδεχομένως να επηρεάζει την ποιότητα των γραπτών της. Για εκείνην όμως το ετήσιο ραντεβού με τους αναγνώστες της είναι κάτι δεδομένο: «Όταν ξεκίνησα με τον Ψυχογιό, το '05, έγραφα ήδη συνέχεια, ασχέτως του αν ο προηγούμενος εκδότης μου μού τα απέρριπτε. Εκ των πραγμάτων, είμαι πάντα μπροστά κατά ένα βιβλίο. Δεν το κάνω επίτηδες, δεν πιέζομαι σε κάτι. Δεν έχω αντιμετωπίσει ποτέ μπλοκάρισμα. Τώρα, ας πούμε, πάλι είναι η περίοδος που με τρώνε τα χέρια μου να ξεκινήσω».
Καθώς μου μιλά, παρατηρώ μια πολύ ιδιαίτερη λεπτομέρεια στη φίνα μαύρη πουκαμίσα που φορά: μια μικρή αγκράφα με θηλιά στην αριστερή πλευρά, κοντά στον ώμο, απ' όπου έχει κρεμασμένα τα γυαλιά της. Από πάνω έχει ριγμένο ένα μπορντό δερμάτινο τζάκετ, με το οποίο «παίζει» καθ' όλη τη διάρκεια της συνάντησής μας, τη μια το στηρίζει στον έναν ώμο, την άλλη και στους δύο, προς το τέλος το πετάει εντελώς – έχει ζεσταθεί και βγάζει μια βεντάλια. «Μα, γιατί δεν καθίσαμε έξω!». Μια γυναίκα όλο νεύρο, αεικίνητη, από εκείνες που δεν θες και πολύ να τους πας κόντρα.
Η ρουτίνα της είναι επίσης στρατιωτική. Ξυπνά στις 6 το πρωί και δεν θέλει κουβέντες μέχρι να πιει καφέ, καπουτσίνο. «Η "καλημέρα" είναι μια εκνευριστική κουβέντα για μένα. Μη βιάζεσαι, άσε να πάει μεσημέρι, να δείξει αν θα είναι καλή η μέρα. Καφές, τσιγάρα, δύο μπισκότα και ανεβαίνω στο γραφείο. Δουλεύω ακατάπαυστα μέχρι το μεσημέρι, ως τις 3 τουλάχιστον. Πάντα διαβάζω ό,τι έχει γραφτεί την προηγούμενη μέρα, για να μπω στο κλίμα και να δω πού θα πάω την ιστορία. Όταν γράφω συγκεντρώνομαι απόλυτα, μόνο αν γίνει πόλεμος και χάνουμε θα μου αποσπαστεί η προσοχή».
Όπως είχε επισημάνει η Τίνα Μανδηλαρά σε πρόσφατο άρθρο της για τη LiFO, «στα περισσότερα βιβλία της Λένας Μαντά κυριαρχεί η οικογενειακή αφήγηση, η λαϊκή ιστορία, το μυστικό που περνάει από γενιά σε γενιά και ορίζει τη δράση των επιγόνων. [...] Η Ιστορία παίζει επίσης κυρίαρχο ρόλο, με τη μορφή της Λωξάντρας να παραμένει στο χρονοντούλαπο των λαϊκών εξιστορήσεων και αναφορών». Εξάλλου και η ίδια η μορφή της Λένας Μαντά, η πληθωρικότητα και το μπρίο της, όπως και οι ρίζες της, παραπέμπουν στην Πολίτισσα ηρωίδα της Μαρίας Ιορδανίδου.
Τη ρωτώ αν θεωρεί ότι οι δικές της ηρωίδες είναι χειραφετημένες, σύμφωνα με τις διεθνείς τάσεις των τελευταίων ετών στη γυναικεία εμπορική λογοτεχνία, και φυσικά μου απαντά «όχι όλες». Γιατί όμως; «Γιατί υπάρχει και αυτή η πλευρά! Νομίζω ότι απ' όλα έχει ο μπαξές».
Όσο για τα ασυνήθιστα ονόματα που επιλέγει να χρησιμοποιεί, μου περιγράφει ένα ενδιαφέρον παιχνίδι: «Έχω αποκλείσει όλα τα ονόματα του οικογενειακού μου περιβάλλοντος – Ελένη, Γιώργος, Μαρία, Αλέξανδρος. Έχω γκουγκλάρει σπάνια γυναικεία, σπάνια ανδρικά, έχω τυπώσει καταλόγους και όταν γράφω ένα νέο βιβλίο κάπου θα πέσει το μάτι μου».
Όταν τολμώ να θίξω το αν θα επιχειρήσει ποτέ να κάνει κάτι εντελώς έξω από τα νερά της, για δοκιμή ή για να αποδείξει κάτι –στον εαυτό της ή στους επικριτές της–, μου λέει με στόμφο: «Σαν τι δηλαδή; Να γράψω κάτι πορνογραφικό; Όχι. Δεν μου αρέσει να χυδαιολογώ. Ενώ είμαι τρομερά αθυρόστομη στη ζωή μου, δεν μου αρέσει καθόλου να διαβάζω τέτοια κείμενα».
Και οι κριτικές, που κατά καιρούς την έχουν «σφαγιάσει»; «Επιτέλους, οι "ειδικοί" με άφησαν ήσυχη! Με πελεκήσανε. Και τις χειρότερες επιθέσεις, τις πιο πρόστυχες, τις έχω δεχτεί από ανθρώπους που υποτίθεται ότι υπηρετούν την τέχνη, την κουλτούρα, την υψηλή διανόηση. Όταν ο απλός κόσμος μού γράφει ότι δεν του άρεσε ένα βιβλίο μου, θα τους απαντήσω ότι ενδεχομένως να μην είναι αυτό το είδος που τους αρέσει. Κάποτε, σε μια παρουσίαση, με ρώτησε κάποιος "εγώ διαβάζω Καζαντζάκη, υπάρχει έστω και ένας λόγος να διαβάσω Μαντά;". Του χαμογέλασα και του απάντησα "ούτε ένας, να μείνετε εκεί που είστε, είστε σε τόσο καλά χέρια!».
Τα βιβλία της Λένας Μαντά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Ευχαριστούμε θερμά το bar-restaurant Artisanal (Ζηρίνη 2, Κηφισιά) για τη φιλοξενία.
σχόλια