Τα Πώς και τα Γιατί: Είναι γεννημένοι τη δεκαετία του 1970. Έχουν κάνει πολλά, έχουν μάθει πολλά, έχουν σκεφτεί πολλά και είναι απαλλαγμένοι από τις πιο πολλές ψευδαισθήσεις που γέννησαν οι λεγόμενες «μεγάλες αφηγήσεις», πάει να πει οι θρησκείες και οι ιδεολογίες, αυτοί οι πελώριοι μηχανισμοί που πρόσφεραν όραμα και νόημα, που κινητοποιούσαν τις μάζες αλλά και που οδηγούσαν σε λουτρά αίματος. Θα μπορούσαν να είναι μηδενιστές ή κυνικοί, αλλά δεν είναι. Ίσως το απέφυγαν γιατί επέτρεψαν να απλωθεί πάνω τους η σκιά μεγάλων αιρετικών και ιδιόρρυθμων ανθρωπιστών: του Τόμας Πίντσον, του Ντον ΝτεΛίλο, του Ουίλιαμ Χ. Γκας. Αλλά και των νεότερων συναδέλφων τους: του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και του Τζόναθαν Φράνζεν. Έμαθαν ότι το πράγμα θέλει δουλειά πολλή, θέλει να σπας τα κόκαλά σου στο διάβασμα, να κάνεις καθημερινή προσευχή σου τον στοχασμό στο Τότε, για να μπορείς να υπάρξεις, και να δημιουργήσεις, στο Τώρα. Ξέρουν να καταβυθίζονται στην Ιστορία, στις λαμπρές αλλά και στις σκοτεινές στιγμές της, για να έχουν τη δυνατότητα να μιλήσουν σε ενεστώτα χρόνο. Ναι, είναι φιλόδοξοι, αλλά δίχως την γκαζολίνη της φιλοδοξίας δεν πας μακριά. Συνηθίζουν, παρ' ότι φιλόδοξοι, να αποφεύγουν τις κακοτοπιές της αλαζονείας και της έπαρσης που κατέστρεψαν πολλούς λαμπρούς προπομπούς τους. Γράφουν, συνθέτουν μάλλον, ογκώδη, πολυσέλιδα, πολυπρισματικά, πολυφωνικά μυθιστορήματα, γιατί ξέρουν ότι μόνο έτσι μπορούν να μιλήσουν πειστικά για έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκος, ολοένα και πιο απροσπέλαστος, ολοένα και πιο δυσνόητος. Διατηρούν στενές επαφές και με τις άλλες τέχνες, με τον κινηματογράφο κυρίως, αλλά και με το θέατρο, το κολάζ, την εγκατάσταση, την περφόρμανς, γιατί πλέον καμία μονοδιάστατη προσέγγιση δεν τελεσφορεί και δεν έχει μέλλον. Έχουμε να μάθουμε πολλά για τη ζωή μέσα από την τέχνη τους, και γι' αυτό καλό είναι να τους ευγνωμονούμε. Έχουν δύσκολο δρόμο μπροστά τους, και γι' αυτό καλό είναι να τους ενθαρρύνουμε και να τους επαινούμε.
Έιρικουρ Ερτν Νόρδνταλ (γεν. 1978): «Οι ναζί λάτρευαν το παρελθόν, όμως γοητεύονταν και από την τεχνολογική πρόοδο~ ήταν ταυτόχρονα μοντέρνα μουσική και ρετρό, ταυτόχρονα φύση και ατσάλι, ταυτόχρονα συστηματική εξόντωση και άτακτες μαζικές δολοφονίες, με το ένα χέρι έδιναν ομοιοπαθητικά φάρμακα και με το άλλο δηλητηριώδη αέρια, βουτούσαν στη μελέτη της αστρολογίας και της στρατιωτικής τακτικής, στην αριθμολογία και στη γραφολογία – ήταν ένα κόμμα δεξιό και αριστερό μαζί [...] Είναι το μήνυμα αυτού του βιβλίου. Είμαστε το μήνυμα αυτού του βιβλίου. Προσπαθώ να φτάσω ως την καρδιά ορισμένων πραγμάτων. Μην ξεχνάμε τη Χιροσίμα, το Άουσβιτς, την Γκερνίκα, το Περλ Χάρμπορ και τη Δρέσδη. Αν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος μας δίδαξε κάτι, αυτό ήταν η λήθη. Να ξεχάσουμε να μην ξεχάσουμε. Να μην ξεχάσουμε να ξεχνάμε να μην ξεχάσουμε. Να μην αφήσουμε να ξεφουσκώσει η ζύμη». («Illska, Το Κακό», μτφρ. Ρούλα Γεωργακοπούλου, εκδ. Πόλις, σσ. 94-5)
Μάρλον Τζέιμς (γεν. 1970): «Ο Γιατρός της Αγάπης είχε έρθει για να πει σε όλους για τον κομμουνισμό. Να τους πει πως ο Φιντέλ Κάστρο πήρε την εξουσία από τον μεγάλο ηγέτη Μπατίστα, πως μετακόμισε στο σπίτι του και σκότωσε όλους που ήταν πριν εκεί. Πως γκρέμισε όλα τα καπιταλιστικά πράγματα, όπως τα σχολεία και τα μαγαζιά, αλλά κράτησε το στριπτιτζάδικο κλαμπ "Τροπικάνα", παρόλο που οι φήμες λένε ότι του κομαντάντε δεν του σηκώνεται ο μικρός λοχίας εδώ και χρόνια [...] Ο Γιατρός της Αγάπης μίλησε για τότε που είχε κάνει κι αυτός φυλακή και είπε ότι κάποιοι ήταν κλεισμένοι χωρίς λόγο, απλώς επειδή ήταν γιατροί, δικηγόροι ή δημόσιοι υπάλληλοι, που σημαίνει ότι ήταν αντίθετοι στον κομμουνισμό». («Σύντομη ιστορία επτά φόνων», μτφρ. Πάνος Τομαράς, εκδ. Αίολος, σ. 226)
Χάνια Γιαναγκιχάρα (γεν. 1975): «Είχε καταλάβει τη σοφία αυτής της κουβέντας, και ακόμη την καταλάβαινε, πραγματικά όμως όλοι έναν εαυτό λαχταρούσαν, επειδή όσο περισσότερο υποκρινόσουν, τόσο απομακρυνόσουν από αυτόν που πίστευες ότι ήσουν, και τόσο δυσκολότερο γινόταν να βρεις τον δρόμο της επιστροφής. Δεν απορούσε που τόσοι από τους συναδέλφους του ήταν τέτοια ερείπια. Έκαναν τα λεφτά τους, τη ζωή τους, την ταυτότητά τους υποδυόμενοι κάποιους άλλους – ήταν, λοιπόν, τόσο παράξενο που χρειάζονταν το ένα πλατό, τη μία σκηνή μετά την άλλη, για να δώσουν στη ζωή τους μορφή; Χωρίς αυτά, τι και ποιοι ήταν; Κι έτσι καταπιάνονταν με θρησκείες, και φιλενάδες, και ιερούς σκοπούς, για να τους δώσουν κάτι που θα μπορούσαν να το έχουν για δικό τους: ποτέ δεν κοιμούνταν, ποτέ δεν σταματούσαν, τους τρομοκρατούσε η μοναξιά, το να αναρωτιούνται ποιοι είναι». («Λίγη Ζωή», μτφρ. Μαρία Ξυλούρη, σσ. 543-4).