Η Lizy Manola είναι κοσμοπολίτισσα, με αγάπη για τους ανθρώπους και αυτό φαίνεται στα βιβλία της. Ταξιδεύει σε απόμακρα μέρη, τα φωτογραφίζει και εδώ και χρόνια κυκλοφορεί εξαιρετικής αισθητικής λευκώματα από τον πολυτελή οίκο Assouline. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και στη Νέα Υόρκη και δουλειές της έχουν φιλοξενηθεί σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και παγκοσμίως.
Το πιο πρόσφατο λεύκωμά της (μέτα τo Certain Realities και το Ethiopian Highlands) είναι το Mykonos Muse, η καταγραφή μιας ολόκληρης εποχής στο πιο διάσημο ελληνικό νησί, έτσι όπως την έζησε τα σαράντα χρόνια που πηγαίνει εκεί. «Μου ανέθεσαν να κάνω αυτό το βιβλίο λόγω της προσωπικής μου σχέσης με αυτό τον τόπο» λέει.
Πέρναγαν τα κορίτσια με καυτά σορτς το '65 και τα έβλεπε η γιαγιάκα –τότε έβλεπες ακόμα τις γιαγιάδες με τα μαντιλάκια τους να κάθονται στις πεζούλες, τώρα έχουν φύγει όλες– και τα καμάρωναν. Δεν έβριζαν, να πουν πώς είναι αυτή, πώς είναι η άλλη, τους χαμογέλαγαν και τους έλεγαν "είσαι κούκλα". Δεν τις πείραζε, ήθελαν να περνάνε καλά οι τουρίστες.
Δηλώνει παθιασμένη με τη Μύκονο, το νησί που πηγαίνει από 18 χρονών, και το βιβλίο τής έδωσε την ευκαιρία να δει πολλά καινούργια πράγματα. «Περπάτησα σε στενά όπου δεν είχα ξαναπερπατήσει, γνώρισα Μυκονιάτες που ακολουθούν τις παραδόσεις τους –με τους οποίους δεν είχα ποτέ επαφή–, γνώρισα ανθρώπους που παίζουν λαούτο, τσαμπούνα. Η διαδρομή ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη και μεγάλη έκπληξη για μένα, παρόλο που πάω εκεί δεκαετίες τώρα. Γι' αυτό προσπάθησα να δείξω τη Μύκονο της δικής μου γενιάς, τη Μύκονο που έχω ζήσει από τα τέλη του '70 και μετά.
Στο νησί πήγα για πρώτη φορά το 1978, ήταν η πρώτη φορά που με άφησαν οι γονείς μου να ταξιδέψω μόνη. Πήγαμε με το βαπόρι, 8-10 ώρες, φτάσαμε τα μεσάνυχτα και δεν μπορούσαμε να κατέβουμε γιατί τότε αποβιβαζόμασταν σε λάντζες, και είχε τόσο κύμα και τόσο αέρα που η λάντζα δεν μπορούσε να πλησιάσει. Έτσι, μείναμε μέσα στο πλοίο. Δεν μας ένοιαζε, ήμασταν όλη η παρέα μαζί, πολύ νέοι τότε. Στις 5 το πρωί ήρθαν οι λάντζες και μας πήραν και αυτή την εικόνα την έχω ακόμα στο μυαλό μου. Η Μύκονος στα τέλη του '70 ήταν υπέροχη, ένας παράδεισος.
Σήμερα τίποτα δεν είναι ίδιο. Στις φωτογραφίες που πρότεινα (δεν είναι μόνο δικές μου, το 50% είναι άλλων φωτογράφων) δεν ωραιοποιώ το νησί, είναι μια αναδρομή στις μνήμες της γενιάς μου και ο τρόπος που τη βλέπουμε εμείς. Ήταν ωραίες εποχές αυτές που ζήσαμε. Στη Μύκονο ήταν όλα πιο χίπικα τότε, πιο κανονικά. Αυτό που βλέπουν οι ξένοι σήμερα είναι διαφορετικό από αυτό που βλέπουμε εμείς.
Παρόλο τον τουρισμό, οι Μυκονιάτες διατηρούν τα ήθη και τα έθιμά τους, τις κρατάνε τις παραδόσεις τους. Μπορεί να μην είναι γνωστά στους τουρίστες που έρχονται για δύο μέρες και τρεις, αλλά τα πανηγύρια τους είναι ιδιαίτερα ξακουστά. Και είναι ανοιχτά σε όλους, μπορεί να πάει οποιοσδήποτε.
Τη Μύκονο την έκαναν οι Μυκονιάτες. Από την έρευνά μου και απ' όλους τους ανθρώπους που μίλησα, αυτό είναι το συμπέρασμά μου. Ενώ είναι ένα νησί που έχει υπέροχη κυβιστική αρχιτεκτονική, μοναδικές θάλασσες, οι άνθρωποί της ήταν αυτοί που την ανέδειξαν, γιατί ήταν πιο προχωρημένοι απ' όλους. Πιο ελεύθεροι, με αξιοπρέπεια όμως.
Μου έλεγε ο Ζάχος Χατζηφωτίου σε μία από τις κουβέντες μας ότι αυτοί ήταν πάντα λωλοί, αλλά αξιοπρεπείς. Πέρναγαν τα κορίτσια με καυτά σορτς το '65 και τα έβλεπε η γιαγιάκα –τότε έβλεπες ακόμα τις γιαγιάδες με τα μαντιλάκια τους να κάθονται στις πεζούλες, τώρα έχουν φύγει όλες– και τα καμάρωναν. Δεν έβριζαν, να πουν πώς είναι αυτή, πώς είναι η άλλη, τους χαμογέλαγαν και τους έλεγαν "είσαι κούκλα". Δεν τις πείραζε, ήθελαν να περνάνε καλά οι τουρίστες. Σήμερα το νησί έχει αλλάξει αλλά κι εμείς αλλάξαμε, εξελισσόμαστε.
Οι οικογένειες πήγαιναν στην Ψαρρού και στο Αγράρι, εμείς που υποτίθεται ότι ήμασταν λιγότερο συντηρητική οικογένεια πηγαίναμε και στην Ελιά, πηγαίναμε και στον Σώστη. Στην Ελιά όμως, στη δεξιά της μεριά, ήταν μόνο γυμνιστές. Τα παιδιά δεν το έβλεπαν ως κάτι περίεργο, δεν τους έκανε καμία εντύπωση. Σήμερα, αν πάει εκεί ένα παιδάκι, θα του 'ρθει ζαλάδα. Με τόσους περιορισμούς παντού, έχει γίνει πολύ πιο συντηρητικός ο κόσμος.
Και ο τρόπος που διασκεδάζουν οι άνθρωποι σήμερα δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο που διασκεδάζαμε εμείς. Παρόλη την ελευθερία, η γενιά μας είχε κι έναν ρομαντισμό, καθόμασταν στις παραλίες, στον Σώστη, μέχρι να δύσει ο ήλιος και ονειρευόμασταν.
Ένα πράγμα που έχει αλλάξει είναι ότι εμείς γινόμασταν μια παρέα με όλους. Ξένοι, Έλληνες, ντόπιοι, όλοι γινόμασταν ένα, κάποια στιγμή το πρωί μπορεί να χόρευες με επωνύμους, ανθρώπους που τίμησαν το νησί και το τιμούν ακόμα. Αλλά ήταν η γενιά μας έτσι, αυτό δεν το ζει η σύγχρονη γενιά».
σχόλια