Γεννήθηκα την ίδια μέρα με τον πατέρα μου, στις 10 Ιουλίου,διαφορετική χρονιά όμως. Μεγάλωσα στη Νέα Ιωνία. Δημοτικό πήγα σ’ ένα πέτρινο γραφικό σχολείο και γυμνάσιο, λύκειο δίπλα σ’ ένα άλσος. Παίζαμε εφτάπετρο, μπίλιες, κρυφτό, νεραντζοπόλεμο και η κινητή τηλεφωνία ήταν άγνωστο σπορ στη χώρα εκείνη την εποχή. Οι γονείς μου δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τα πάσης φύσεως καλλιτεχνικά δρώμενα, αλλά ήταν απίστευτοι άνθρωποι και οι δύο, και δεν παίζει να έκανα τίποτα σοβαρό στη ζωή μου αν δεν υπήρχαν με τον τρόπο που υπάρχουν και έχουν υπάρξει. Ο μπαμπάς μου είχε μια θολή ανάμνηση ότι έπαιζε ντραμς πιτσιρικάς και νομίζω, κατά κάποιον τρόπο, υποσυνείδητα αυτό μου είχε κάτσει στο μυαλό και τελικά άρχισα κι εγώ να παίζω ντραμς στο δημοτικό, παρότι πιστεύω ότι ποτέ πραγματικά δεν είχε πιάσει μπαγκέτα στη ζωή του.
Στο σχολείο σιχαινόμουν το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ και πράγματα που είχαν μέσα τους τον ανταγωνισμό και μια γενικότερη αρρενωπότητα. Μου άρεσε να παίζω βόλεϊ και περισσότερο «ειρηνικά» αθλήματα. Γούσταρα πολύ τη μουσική και φτιάχναμε συνέχεια μπάντες με τους φίλους μου - με τα ίδια άτομα αλλάζαμε και το ύφος της ανάλογα με τα ακούσματά μας. Παίζαμε από death metal μέχρι Κατσιμιχαίους, ανάλογα με την εποχή. Έπικ όνομα μπάντας, Demon Knights, με τον Χριστόφορο. Μάλιστα, είχα φτιάξει ένα λογότυπο που κατά μεγάλη σύμπτωση είδα εκ των υστέρων ότι ήταν ίδιο με το logo των Dead Kennedys.
Ήμουν χάλια μαθητής. Σιχαινόμουν το διάβασμα, όπως το σιχαίνομαι και τώρα. Ούτε πολιτικοποιημένος ήμουν. Τυχαία είχα κατέβει σε μια πορεία κατά του τότε υπουργού Παιδείας Γεράσιμου Αρσένη και είχα πάει μια-δυο φορές σε τοπικές καταλήψεις για τη φάση. Τώρα μπορείς να πεις ότι είμαι πολιτικοποιημένος με τον τρόπο μου, όπως αναγκαστικά είναι όλοι. Δεν υπάρχει κι άλλη επιλογή. Μια αδιαφορία που κι εμένα με χαρακτήριζε για πάρα πολλά χρόνια, ένας έμφυτος σταρχιδισμός, νομίζω ότι έχει εξαφανιστεί, δυστυχώς, σε έναν μεγάλο βαθμό. Μικρός ήθελα να γίνω αρχαιολόγος ή πιλότος. Ο νονός μου ήταν πιλότος και με έπαιρνε μαζί του, στο Παλαιό Αεροδρόμιο στο Ελληνικό, και με έβαζε μέσα στα αεροπλάνα. Παρ’ όλα αυτά, ξεκίνησα να σπουδάζω κάτι που είχε σχέση με διοίκηση επιχειρήσεων, μάρκετινγκ και τέτοιες βλακείες. Όσο ήμουν στο σχολείο οι καθηγητές μάς έσπρωχναν προς τα εκεί, γιατί ήταν politically correct. Εννιά στα δέκα μαθήματα αφορούσαν αυτά τα πράγματα, τη στιγμή που η μουσική και τα καλλιτεχνικά είχαν μηδαμινή βαρύτητα. Για παράδειγμα, πριν τελειώσω το λύκειο, δεν ήξερα ότι υπάρχει Σχολή Καλών Τεχνώνστην Αθήνα. Γιατί; Γιατί δεν μου την έδειξε κανείς.
Στη σχολή πήρα τυχαία ένα μάθημα Ιστορίας της Τέχνης, μου έκανε ένα γιγάντιο κλικ και τελικά τελείωσα Ιστορία της Τέχνης. Με τα πολλά ξεκίνησα να τρέχω κι ένα πρότζεκτ, το «B.I.G. Project Space», στο παλιό διαμέρισμα των γονιών μου. Μια μέρα αποφάσισα να κάνω μια έκθεση εκεί μέσα, η μία έγινε πολλές και κατέληξα να τρέχω το πρότζεκτ για δύο χρόνια. Είκοσι δύο χρόνων, όλα μόνος μου. Πάντα πιστεύω ότι τα πράγματα θα πάνε καλά: είτε μιλάμε για προσωπικές σχέσεις, είτε για τα επαγγελματικά μου, είτε για τις μικρές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής. Ίσως το ν’ αποφασίσω να σπουδάσω Ιστορία της Τέχνης ήταν μια τρέλα για τα δεδομένα της χώρας. Ακόμα και όταν το ανακοίνωσα στις ίδιες τις καθηγήτριες που μου έκαναν το μάθημα, αυτές έβαλαν τα γέλια.
Το πιο μεγάλο ρίσκο για το six d.o.g.s είναι απλά ότι το... ανοίξαμε. Όσο το έστηνα μου έλεγαν όλοι ότι είμαι ηλίθιος και τρελός και να μην το κάνω. Όλα είναι στο χέρι σου, όμως. Υπάρχει ένας σνομπισμός και μια εσωστρέφεια σε κάποια πράγματα που έχουν την ταμπέλα «underground», που για κάποιον λόγο δεν είναι κουλ αν πάει να απλωθεί λίγο πιο έξω. Σε ό,τι έκανα πάντα αυτό που με ενδιέφερε ήταν να υπάρχει ένα δημιουργικό mix ανθρώπων και background. Η ιδέα και η επικοινωνία πρέπει να είναι πολύ εξωστρεφείς, ώστε να μπορούν να έρθουν όλοι και να παίξουν όλοι. Σιχαίνομαι την εσωστρέφεια.
Το six d.o.g.s δεν το επηρέασε η κρίση γιατί πολύ απλά.. άνοιξε μέσα στην κρίση. Το 2009 ήταν προφανές τι θα γινόταν. Όποτε και να ανοίγαμε όμως, θα το φτιάχναμε με τον ίδιο τρόπο. Δεν ανοίγουν τεράστια κλαμπ αλλά μικρά μαγαζιά. Σπιτικά. Ο κόσμος δεν θέλει επιθετικότητα. Δεν μπορεί άλλο να πετάει πανέρια με λουλούδια και να ξοδεύει ασύστολα. Όχι ότι δεν θέλει. Απλώς δεν μπορεί, γιατί δεν έχει τα λεφτά. Ποτέ, βέβαια, δεν τα είχε κανείς αυτά τα λεφτά. Ατέρμονος δανεισμός και αντιπαροχή. Τα δύο βασικά συστατικά δόμησης της σημερινής τοπικής κοινωνίας.
Όταν θα ξεπεραστεί αυτή η κρίση, θα δούμε τελικά αν ο κόσμος σταμάτησε να ακούει Ρουβά και, αντ’ αυτού, να πηγαίνει σε λάιβ των Baby Guru. Εγώ νομίζω ότι θα επιστρέψουμε στα pop up είδωλα. Στην παραλιακή ακόμα της πουτάνας γίνεται. Ο λόγος που δεν υπάρχουν τόσα σκυλάδικα πια δεν είναι επειδή δεν πάει ο κόσμος αλλά επειδή οι επιχειρηματίες που τα έκαναν ήταν πάντα με το ένα πόδι στη φούσκα και τη λαμογιά. Η κρίση δεν έχει αλλάξει τον Έλληνα. Ακόμα, όμως, τα βλέπω όλα αισιόδοξα. Αν δεν τα έβλεπα, θα έφευγα από την Ελλάδα. Όποιος επιλέγει να μένει σε αυτήν τη χώρα δεν πρέπει να γκρινιάζει. Αν και εγώ, όπως όλοι, έχω πολύ μεγάλο θυμό γι’ αυτό που συμβαίνει. Όταν δεν έχεις κλέψει, όταν είσαι νομοταγής, απορείς με αυτά που γίνονται. Θες να βγεις έξω και να σκοτώσεις πολύ κόσμο. Αλλά επειδή δεν μπορείς ν’ αλλάξεις αυτό που έχει γίνει, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να κάτσεις εδώ και να πολεμήσεις. Δεν έχει νόημα να γκρινιάζεις, σήκω και φύγε και άσε εμάς, που πιστεύουμε στα πράγματα που γίνονται εδώ, να δώσουμε κάτι καινούργιο σε αυτήν τη χώρα.
Έχω φτιάξει έναν ιδανικό μικρόκοσμο γύρω μου. Μένω εκεί που θέλω, στο ιστορικό κέντρο, έχω φτιάξει έναν χώρο εκεί που θέλω, στο ιστορικό κέντρο, βγαίνω στο ιστορικό κέντρο, γενικώς κινούμαι στο ιστορικό κέντρο, που είναι μια από τις αγαπημένες μου περιοχές σε ολόκληρο τον κόσμο κι έχει πολύ-πολύ δρόμο ακόμα για να βελτιωθεί. Όντως, όταν βγαίνω λίγο έξω από τη βολή μου είμαι κάπως αλλιώς, ανασκουμπώνομαι. Ισχύει ότι ζούμε σ’ έναν μικρόκοσμο, αλλά όταν πας Δεκαπενταύγουστο σε ένα Blue Star και βλέπεις επτά χιλιάδες άτομα που σιχαίνεσαι, θες να τους πετάξεις όλους έξω, γιατί ο καθένας έχει πιάσει μια καρέκλα για το τσαντάκι του και μια για το κινητό του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν μια θέση στην πόλη - θα υπάρχουν πάντα πράγματα που σου αρέσουν και δεν σου αρέσουν. Κάθε άνθρωπος μπορεί να φτιάξει τον δικό του μικρόκοσμο. Όσο πιο διευρυμένος είναι, τόσο το καλύτερο (γι’ αυτόν). Ούτως ή άλλως, ένα φαντασιακό περιβάλλον είναι όλο αυτό που βιώνουμε, ας το κάνουμε όσο πιο χαζοχαρούμενο μπορούμε.
σχόλια